Τουρισμός
Τάσος Καραμήτσος
Τουρισμός
Παραπονούνται φέτος το καλοκαίρι (που βρίσκεται στο τέλος του δυστυχώς) οι επιχειρηματίες και οι επαγγελματίες που ζουν από τον τουρισμό ότι δεν ήταν τόσο καλή χρονιά η φετινή σε σχέση με πέρυσι ή πρόπερσι
Και κατά πάσα πιθανότητα έχουν δίκιο, δεν μένει παρά να το διαπιστώσουμε και τυπικά σε λίγους μήνες όταν θα προκύψουν τα στατιστικά στοιχεία των αφίξεων αλλά και εκείνα της Τραπέζης της Ελλάδος με το χρήμα που εισέρρευσε στη χώρα από τον τουρισμό. Να δούμε βασικά αν η πτώση ήταν του 3%-4% ή διψήφιο νούμερο, κάτι που φυσικά αλλάζει την εικόνα.
Καταρχάς ας μην ξεχνάμε το δεδομένο ότι στον τουρισμό, όπως και στους περισσότερους κλάδους της ελεύθερης αγοράς και οικονομίας, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ο ήλιος και η καταπληκτική θάλασσα υπήρχαν από πάντα στην Ελλάδα, όπως και καλύτερες τιμές, πιο αυθεντικά νησιά, αλλά η ευτυχής συγκυρία για τη χώρα ήρθε την τελευταία τετραετία, μια και οι πόλεμοι στη γειτονιά μας, η τρομοκρατία και η ανασφάλεια «έκλεισαν» μεγάλες ανταγωνίστριες αγορές όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Τυνησία, η Αλγερία, το Μαρόκο και γενικώς ό,τι έχει μουσουλμανικό στοιχείο.
Επιπλέον είτε λόγω κρίσης (ακόμα και η αρνητική διαφήμιση… είναι διαφήμιση λένε) είτε… δίχως κάποιον ιδιαίτερο λόγο η Ελλάδα έγινε μόδα.
Οι μόδες, όμως, περνούν ή για την ακρίβεια κάνουν κύκλους, έρχονται, φεύγουν και ξαναγυρνάνε σε δύο ή τρεις δεκαετίες. Οπως και οι ευτυχείς συγκυρίες για μια τουριστική αγορά που βασίζεται στην κακοτυχία μιας άλλης στην περιοχή της.
Διακυμάνσεις του συν πλην 5%-15% μπορεί να υπάρχουν κάθε χρόνο, αρκεί να δημιουργήσεις συνθήκες και υποδομές. Κι εδώ είναι που για μας αρχίζουν τα πολύ δύσκολα. Τόσο για το κράτος που έχει εξαιρετικά παλιές και ανεπαρκείς υποδομές όσο και για τους ιδιώτες που δεν έχουν μάθει να λειτουργούν συλλογικά και με το «χέρι στην τσέπη» προκειμένου να υποκαταστήσουν το κράτος ώστε να προστατέψουν την επένδυσή τους.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον πιο δυνατό προορισμό της τουριστικής Ελλάδας, τη Μύκονο, όπου κάθε χρόνο συρρέουν πάνω από 1,5 εκατομμύριο τουρίστες και έχουν επενδύσει ή επενδύουν δισεκατομμύρια ευρώ οι μεγαλύτεροι ξενοδοχειακοί και ψυχαγωγικοί όμιλοι του κόσμου. Στις αρχές Ιουλίου η Ελληνική Αστυνομία διέθετε στο νησί δύο περιπολικά, εκ των οποίων το ένα ήταν χαλασμένο, οι δε άντρες της ΕΛ.ΑΣ. δεν ξεπερνούσαν τις μερικές δεκάδες.
Η Μύκονος φέτος υπέστη -και δυστυχώς δικαίως- τη μεγαλύτερη δυσφήμηση στην ιστορία της από τα ελληνικά, αλλά, κυρίως, από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και τα social media. Το βασικό πρόβλημα είναι η ασφάλεια και φυσικά οι τιμές. Πρωτίστως, όμως, η ασφάλεια, αφού παγκοσμίως ήταν περίπου γνωστό ότι η Μύκονος είναι πανάκριβη, αλλά δεν γνώριζε ο κόσμος ότι δεκάδες συμμορίες Αλβανών, Αλγερινών κ.λπ. καταληστεύουν όποιον βρουν, από την Τζίτζι Χαντίντ (που το ανέβασε στο Instagram της) έως τους πάμπλουτους Αραβες που αφήνουν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ συνάλλαγμα στην Ελλάδα (σύμφωνοι, μπορεί να μη μας… κάνουν αισθητικά, αλλά δεν μας χαλάνε και τα πετροδολάριά τους!)
Τουρισμός πολυτελείας λοιπόν δεν γίνεται έτσι, αφού η κυρία Χαντίντ ή ο πρίγκιπας του Αμπου Ντάμπι έχουν μάθει να ξοδεύουν χιλιάδες δολάρια την ημέρα στο Μονακό, στην Ιμπιζα ή στο St. Barth, αλλά δεν τους αρέσει η ιδέα να τους κλέβουν με αναισθητικά σπρέι την ώρα που κοιμούνται σε μια βίλα που έχουν νοικιάσει 10.000 ευρώ την ημέρα. Και όσοι την ενοικιάζουν… 500 ευρώ την ώρα θα έπρεπε να έβρισκαν τον τρόπο να προστατέψουν τον «χρυσό» πελάτη τους αντί να περιμένουν τον Τόσκα ή τη Γεροβασίλη να στείλει Αστυνομία στα νησιά το καλοκαίρι.
Η Μύκονος είναι ένα ακραίο παράδειγμα που η λύση στα σκουπίδια, στην ασφάλεια ή στις μεταφορές θα μπορούσε να αμβλυνθεί γιατί εκεί υπάρχει και μεγάλο ιδιωτικό συμφέρον. Οπως και σε άλλα πολλά μέρη, στη Σαντορίνη, στην Κέρκυρα, στη Ρόδο και τη Χαλκιδική και φυσικά σε ορισμένα σημεία της Κρήτης.
Στην υπόλοιπη κανονική τουριστική Ελλάδα, όμως, δεν μπορεί να υποκαταστήσει η ιδιωτική πρωτοβουλία το κράτος. Ούτε στις υποδομές, ούτε στην καθαριότητα, ούτε φυσικά στους κανόνες δόμησης και διατήρησης του περιβάλλοντος.
Αφού όλο το κεφάλαιο που λέγεται τουρισμός και η βιώσιμη ανάπτυξή του μπορεί να είναι το πιο μεγάλο στοίχημα για μια κυβέρνηση που θέλει να σκέφτεται και να χτίζει παραγόμενο προϊόν στη χώρα της. Και ίσως είναι και το πιο δύσκολο γιατί είναι συνδυασμός χρηματοδότησης, υποδομών, συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και φυσικά παιδείας για την παροχή καλών υπηρεσιών. Αρκεί να αναρωτηθεί κανείς πόσο μπορεί να πάει μακριά η ανάπτυξη σε μια χώρα όπως η Ελλάδα χωρίς τη συμβολή του τουρισμού.
Αεροδρόμια (χωρίς καθυστερήσεις), αεροπορικές εταιρείες (με ευρωπαϊκές τιμές), λιμάνια καθαρά και σε τάξη, με καράβια αντίστοιχα, λιγότερα σκουπίδια στη στεριά και στη θάλασσα, αλλά και τους βυθούς, πολιτιστικό και τοπικό προϊόν και τιμές ανάλογες των υπηρεσιών. Συνδυασμός… που σκοτώνει να το πετύχει μια χώρα σαν την Ελλάδα, αλλά και που μπορεί να κάνει τους πολίτες της να ζουν πιο άνετα και πολιτισμένα από οποιονδήποτε άλλο λαό στην Ευρώπη.
Καταρχάς ας μην ξεχνάμε το δεδομένο ότι στον τουρισμό, όπως και στους περισσότερους κλάδους της ελεύθερης αγοράς και οικονομίας, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ο ήλιος και η καταπληκτική θάλασσα υπήρχαν από πάντα στην Ελλάδα, όπως και καλύτερες τιμές, πιο αυθεντικά νησιά, αλλά η ευτυχής συγκυρία για τη χώρα ήρθε την τελευταία τετραετία, μια και οι πόλεμοι στη γειτονιά μας, η τρομοκρατία και η ανασφάλεια «έκλεισαν» μεγάλες ανταγωνίστριες αγορές όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Τυνησία, η Αλγερία, το Μαρόκο και γενικώς ό,τι έχει μουσουλμανικό στοιχείο.
Επιπλέον είτε λόγω κρίσης (ακόμα και η αρνητική διαφήμιση… είναι διαφήμιση λένε) είτε… δίχως κάποιον ιδιαίτερο λόγο η Ελλάδα έγινε μόδα.
Οι μόδες, όμως, περνούν ή για την ακρίβεια κάνουν κύκλους, έρχονται, φεύγουν και ξαναγυρνάνε σε δύο ή τρεις δεκαετίες. Οπως και οι ευτυχείς συγκυρίες για μια τουριστική αγορά που βασίζεται στην κακοτυχία μιας άλλης στην περιοχή της.
Διακυμάνσεις του συν πλην 5%-15% μπορεί να υπάρχουν κάθε χρόνο, αρκεί να δημιουργήσεις συνθήκες και υποδομές. Κι εδώ είναι που για μας αρχίζουν τα πολύ δύσκολα. Τόσο για το κράτος που έχει εξαιρετικά παλιές και ανεπαρκείς υποδομές όσο και για τους ιδιώτες που δεν έχουν μάθει να λειτουργούν συλλογικά και με το «χέρι στην τσέπη» προκειμένου να υποκαταστήσουν το κράτος ώστε να προστατέψουν την επένδυσή τους.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον πιο δυνατό προορισμό της τουριστικής Ελλάδας, τη Μύκονο, όπου κάθε χρόνο συρρέουν πάνω από 1,5 εκατομμύριο τουρίστες και έχουν επενδύσει ή επενδύουν δισεκατομμύρια ευρώ οι μεγαλύτεροι ξενοδοχειακοί και ψυχαγωγικοί όμιλοι του κόσμου. Στις αρχές Ιουλίου η Ελληνική Αστυνομία διέθετε στο νησί δύο περιπολικά, εκ των οποίων το ένα ήταν χαλασμένο, οι δε άντρες της ΕΛ.ΑΣ. δεν ξεπερνούσαν τις μερικές δεκάδες.
Η Μύκονος φέτος υπέστη -και δυστυχώς δικαίως- τη μεγαλύτερη δυσφήμηση στην ιστορία της από τα ελληνικά, αλλά, κυρίως, από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και τα social media. Το βασικό πρόβλημα είναι η ασφάλεια και φυσικά οι τιμές. Πρωτίστως, όμως, η ασφάλεια, αφού παγκοσμίως ήταν περίπου γνωστό ότι η Μύκονος είναι πανάκριβη, αλλά δεν γνώριζε ο κόσμος ότι δεκάδες συμμορίες Αλβανών, Αλγερινών κ.λπ. καταληστεύουν όποιον βρουν, από την Τζίτζι Χαντίντ (που το ανέβασε στο Instagram της) έως τους πάμπλουτους Αραβες που αφήνουν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ συνάλλαγμα στην Ελλάδα (σύμφωνοι, μπορεί να μη μας… κάνουν αισθητικά, αλλά δεν μας χαλάνε και τα πετροδολάριά τους!)
Τουρισμός πολυτελείας λοιπόν δεν γίνεται έτσι, αφού η κυρία Χαντίντ ή ο πρίγκιπας του Αμπου Ντάμπι έχουν μάθει να ξοδεύουν χιλιάδες δολάρια την ημέρα στο Μονακό, στην Ιμπιζα ή στο St. Barth, αλλά δεν τους αρέσει η ιδέα να τους κλέβουν με αναισθητικά σπρέι την ώρα που κοιμούνται σε μια βίλα που έχουν νοικιάσει 10.000 ευρώ την ημέρα. Και όσοι την ενοικιάζουν… 500 ευρώ την ώρα θα έπρεπε να έβρισκαν τον τρόπο να προστατέψουν τον «χρυσό» πελάτη τους αντί να περιμένουν τον Τόσκα ή τη Γεροβασίλη να στείλει Αστυνομία στα νησιά το καλοκαίρι.
Η Μύκονος είναι ένα ακραίο παράδειγμα που η λύση στα σκουπίδια, στην ασφάλεια ή στις μεταφορές θα μπορούσε να αμβλυνθεί γιατί εκεί υπάρχει και μεγάλο ιδιωτικό συμφέρον. Οπως και σε άλλα πολλά μέρη, στη Σαντορίνη, στην Κέρκυρα, στη Ρόδο και τη Χαλκιδική και φυσικά σε ορισμένα σημεία της Κρήτης.
Στην υπόλοιπη κανονική τουριστική Ελλάδα, όμως, δεν μπορεί να υποκαταστήσει η ιδιωτική πρωτοβουλία το κράτος. Ούτε στις υποδομές, ούτε στην καθαριότητα, ούτε φυσικά στους κανόνες δόμησης και διατήρησης του περιβάλλοντος.
Αφού όλο το κεφάλαιο που λέγεται τουρισμός και η βιώσιμη ανάπτυξή του μπορεί να είναι το πιο μεγάλο στοίχημα για μια κυβέρνηση που θέλει να σκέφτεται και να χτίζει παραγόμενο προϊόν στη χώρα της. Και ίσως είναι και το πιο δύσκολο γιατί είναι συνδυασμός χρηματοδότησης, υποδομών, συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και φυσικά παιδείας για την παροχή καλών υπηρεσιών. Αρκεί να αναρωτηθεί κανείς πόσο μπορεί να πάει μακριά η ανάπτυξη σε μια χώρα όπως η Ελλάδα χωρίς τη συμβολή του τουρισμού.
Αεροδρόμια (χωρίς καθυστερήσεις), αεροπορικές εταιρείες (με ευρωπαϊκές τιμές), λιμάνια καθαρά και σε τάξη, με καράβια αντίστοιχα, λιγότερα σκουπίδια στη στεριά και στη θάλασσα, αλλά και τους βυθούς, πολιτιστικό και τοπικό προϊόν και τιμές ανάλογες των υπηρεσιών. Συνδυασμός… που σκοτώνει να το πετύχει μια χώρα σαν την Ελλάδα, αλλά και που μπορεί να κάνει τους πολίτες της να ζουν πιο άνετα και πολιτισμένα από οποιονδήποτε άλλο λαό στην Ευρώπη.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα