Πώς έστριψε το μυαλό του
xyda_romina

Ρομίνα Ξύδα

Πώς έστριψε το μυαλό του

Ο «καλός φρουρός» που ξεκλήρισε την οικογένειά του και αυτοκτόνησε - Η μοιραία γνωριμία, το αίτημα για διαζύγιο και τα σημάδια που έδειχναν ότι αυτός ο γάμος δεν έπρεπε να γίνει...

Αθήνα 1972. Εξω από τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας σχηματίζονται ουρές αγέλαστων, σκυθρωπών, ζοφερών ανθρώπων. Είναι εκεί για να παρακολουθήσουν την ταινία «Οι σατανάδες της νύχτας», η υπόθεση της οποίας βασίζεται σε μία δολοφονία που μεταφέρθηκε στις μεγάλες οθόνες της εποχής.

Λίγους μήνες πριν, τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς, ένας 27χρονος άνδρας, ο Βασίλης Λυμπέρης, είχε κάψει ζωντανούς μέσα στο σπίτι τους στο Χαλάνδρι την 24χρονη εν διαστάσει σύζυγό του, τα μόλις 2,5 και 1 έτους παιδιά του και την 55χρονη πεθερά του επειδή στο σαλεμένο του μυαλό η τελευταία ευθυνόταν για τη διάλυση της προσωπικής του ζωής. Ο Λυμπέρης συλλαμβάνεται, δικάζεται, καταδικάζεται τετράκις «εις θάνατον», εκτελείται στο Ηράκλειο της Κρήτης και περνά στην ιστορία των πιο στυγερών δολοφόνων, ενώ είναι και ο τελευταίος άνθρωπος στην Ελλάδα στον οποίο, επιβλήθηκε και εκτελέσθηκε η θανατική ποινή.

Σαράντα πέντε χρόνια μετά, το πανελλήνιο παγώνει ξανά από τον «διάδοχο» του Λυμπέρη, τον 46χρονο αστυνομικό Χρήστο Ζαπαντιώτη, ο οποίος τα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας σκότωσε μέσα στο σπίτι τους, στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων, τη 49χρονη σύζυγό του Ελένη, την μόλις 3 ετών κόρη τους Μυρτώ και την 70χρονη πεθερά του επειδή στο σαλεμένο του μυαλό η τελευταία ευθυνόταν για τις τρικυμίες της οικογενειακής του ζωής. Ο Ζαπαντιώτης δεν είχε το σθένος να υποστεί την τιμωρία του, ούτε τη διάθεση να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε κάποια φυλακή. Λίγη ώρα μετά τις στυγερές δολοφονίες των πιο δικών του ανθρώπων, σαν φτηνός λιποτάκτης, έστρεψε το υπηρεσιακό του όπλο στον ίδιο του τον εαυτό και πάτησε τη σκανδάλη της φυγής... 

Κλείσιμο

Η μοιραία γνωριμία και ο «ματωμένος» γάμος


Στη συμβολή των οδών Ευριπίδου και Αγίας Παρασκευής στους Αγίους Αναργύρους γεννιέται πριν από 49 χρόνια ένα καστανό, όλο χαμόγελο κορίτσι, η Ελένη Χερουβείμ. Εκεί μεγαλώνει, εκεί κάνει όνειρα για τη ζωή και σχέδια, πολλά σχέδια, για το αύριο. Κόρη του οικοδόμου Πέτρου Χερουβείμ, του ανθρώπου που δούλευε μερόνυχτα ως οικοδόμος για να προσφέρει τα καλύτερα στην οικογένειά του -τη σύζυγό του Βάσω και τα δύο τους παιδιά, Ελένη και Γιώργο-, η ζωή της έμοιαζε μέχρι τα 15 της χρόνια σαν ένα όνειρο από εκείνα που πρέπει να βλέπουν όλα τα παιδιά: «Ο κυρ Πέτρος, ο πατέρας της Ελένης, ήταν ένας πολύ προκομμένος άνθρωπος. Τα περισσότερα από τα σπίτια που βλέπετε εδώ στη γειτονιά μας εκείνος τα έχτισε δουλεύοντας χωρίς σταματημό», λέει μία γυναίκα που γνωρίζει καλά την οικογένεια και συνεχίζει:

«Ο Πέτρος ήταν από τη Νάξο, παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας που ήξερε τι σημαίνει φτώχεια, δούλεψε πολύ σκληρά προκειμένου να ξεφύγει από αυτήν και τα κατάφερε. Η ζωή ωστόσο είχε άλλα σχέδια για εκείνον. Στα 47 του μόλις χρόνια έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω δύο μικρά παιδιά, τη 15χρονη τότε Ελένη και τον 10χρονο Γιώργο. Δίπλα στα παιδιά στεκόταν πάντα κερί αναμμένο η μάνα τους η Βάσω, αλλά και οι θείοι τους τόσο από την πλευρά της μητέρας τους όσο και από εκείνη του πατέρα τους. Η Ελένη και ο Γιώργος ήταν δύο εξαιρετικά παιδιά με επίσης εξαιρετικές επιδόσεις στα μαθήματα. Εκείνη μπήκε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών όπου σπούδασε ρευματολόγος κι εκείνος σπούδασε μαθηματικός. Η Ελένη μας, το γελαστό μας κορίτσι, ήταν τόσο προσηλωμένη στη δουλειά της που έχασε πολλά από τη νιότη της, αλλά αυτό δεν φαινόταν να την ενοχλεί. Κάθε φορά που της λέγαμε να βάλει λίγο στην άκρη τη δουλειά και να βρει ένα καλό παλικάρι για να κάνει οικογένεια μας έλεγε: “Πού θα πάει, θα γίνει κι αυτό”. Καλύτερα να έμενε μόνη της. Καλύτερα να μη γνώριζε ποτέ αυτό το τέρας που νοίκιαζε ένα σπίτι λίγα μέτρα πιο πάνω από το δικό της και που στην αρχή της γνωριμίας τους είχε το πρόσωπο και τη συμπεριφορά ενός αγγέλου, ενός πραγματικού κυρίου, ενός ιππότη βγαλμένου από άλλη εποχή...».

Ετσι συστήθηκε πριν από περίπου επτά χρόνια ο αστυνομικός Χρήστος Ζαπαντιώτης στην Ελένη. Εκείνη βρισκόταν έξω από το σπίτι της προσπαθώντας να παρκάρει το αυτοκίνητό της, εκείνος έτρεξε δίπλα της να τη βοηθήσει, εκείνη είδε στην κίνησή του έναν αληθινό κύριο, εκείνος την καλής τάξεως σύζυγο που πάντα αναζητούσε - οι δυο τους έγιναν γρήγορα ζευγάρι: «Η μητέρα της είχε πράγματι κάποιες αντιρρήσεις για τον άνθρωπο αυτό, όχι επειδή ήταν αστυνομικός, αλλά διότι ήταν αγέλαστος, απόμακρος, σχεδόν ακοινώνητος. Οι μάνες έχουν πάντα διαίσθηση και δυστυχώς στην περίπτωση της Βάσως η διαίσθηση βγήκε πέρα για πέρα αληθινή», λέει κάποια γειτόνισσα και συνεχίζει: «Η Ελένη ωστόσο τον αγάπησε τρελά κι έτσι κάμφθηκε σύντομα η όποια αντίρρηση της κυρίας Βάσως, η οποία του άνοιξε την πόρτα του σπιτικού της καλωσορίζοντάς τον.

Οσο περίεργο κι αν ακούγεται, από την αρχή υπήρχαν κάποια σημάδια που έδειχναν ότι αυτός ο γάμος δεν έπρεπε να γίνει. Την πρώτη φορά που ματαιώθηκε ήταν όταν εντελώς ξαφνικά πέθανε ο αδελφός της Ελένης, μόλις στα 40 του χρόνια, από ανεύρυσμα στο κεφάλι. Το κακό έγινε μια Κυριακή μεσημέρι στους Λειψούς, όπου ο Γιώργος εργαζόταν ως μαθηματικός σε σχολείο και σαν να ήταν σημάδι από τον Θεό η Ελένη ανέβαλε τον γάμο της με τον Ζαπαντιώτη. Ο γάμος ορίστηκε για άλλη ημερομηνία και λίγες ημέρες πριν από την τέλεσή του έφυγε από τη ζωή ακόμη ένα συγγενικό πρόσωπο της οικογένειας Χερουβείμ. Τότε η Ελένη είπε στην κυρά Βάσω: "Μαμά, ο γάμος θα γίνει. Δεν τον αναβάλλω για δεύτερη φορά"». 


Και έγινε στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων, με την κοινή ζωή της Ελένης και του Χρήστου να ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς. Εκείνη εργαζόταν ως γιατρός σε ένα από τα μεγαλύτερα ιδιωτικά νοσοκομεία της χώρας διατηρώντας παράλληλα ιδιωτικό ιατρείο στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων, εκείνος ήταν μέλος της προσωπικής φρουράς του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Η Ελένη είχε μεγάλη οικονομική άνεση και ο Χρήστος την πεποίθηση ότι το όνειρο της εισαγωγής του σε ένα ανώτερο βιοτικό επίπεδο, σε έναν καλύτερο κόσμο, είχε πλέον πραγματοποιηθεί. 

Το παιδί με τα μεγάλα όνειρα 

Ο Χρήστος Ζαπαντιώτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο μικρό χωριό Πατιόπουλο της Αιτωλοακαρνανίας, δίπλα σε έναν από τους πιο επικινδύνους δρόμους σε ολόκληρο τον κόσμο - τον δασικό δρόμο που συνδέει το δικό του χωριό με το Περδικάκι. Ο προσωπικός του δρόμος είχε και αυτός απότομες στροφές, δύσκολα μονοπάτια και μεγάλες ανηφόρες, ωστόσο τίποτα δεν προμήνυε ότι θα κατέληγε σε έναν βαθύ και απότομο γκρεμό. Το πρώτο από τα τρία αγόρια της φτωχικής οικογένειας του Φρίξου και της Ευτυχίας Ζαπαντιώτη, ο Χρήστος είχε, όπως λένε οι συντοπίτες του, ένα και μοναδικό όνειρο: να φύγει από την ασφυκτικά μικρή κοινωνία όπου γεννήθηκε και να κάνει κάτι μεγάλο, κάτι διαφορετικό, κάτι άλλο απ’ όσα έκαναν, όπως έλεγε, τα χωριατόπαιδα της περιοχής: «Η οικογένειά του ήταν και είναι μία από της καλύτερες του χωριού μας. Ο πατέρας του ο Φρίξος, που έφυγε πριν από έναν χρόνο από τη ζωή, ασχολιόταν με τα ζώα και η μητέρα του, η Ευτυχία, μεγάλωνε τα παιδιά της με κόπους και αρχές.

Βασανισμένη γυναίκα η Ευτυχία. Πριν τον Χρήστο, είχε φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι με κινητικά και διανοητικά προβλήματα το οποίο έφυγε νωρίς από τη ζωή. Ο Χρήστος, το πρώτο της παιδί μετά την απώλεια της μικρής, ήταν η αδυναμία της κυρά Ευτυχίας, ο κόσμος της όλος. Μετά ήρθε ο Θωμάς, που τα πρώτα χρόνια έμενε στην Αθήνα με τον Χρήστο και ο Παντελής, που ζει εδώ στο χωριό μας και ασχολείται όπως και ο πατέρας του με τα ζώα. Οταν έφυγε ο Χρήστος από το χωριό κι έγινε αστυνομικός η μάνα του στεναχωρήθηκε αλλά ήταν περήφανη για τον γιο της: “Θα σώζει ανθρώπινες ζωές. Θα κάνει μόνο καλό το παιδί μου”, έλεγε κάθε φορά που η κουβέντα πήγαινε στον Χρήστο. Οταν, δε, μπήκε στην προσωπική ασφάλεια του πρωθυπουργού ήταν διπλά χαρούμενη και υπερήφανη για τον γιο της».

Ο Χρήστος, όπως λένε οι κάτοικοι του χωριού, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε ξεχάσει στιγμή το χωριό του και επισκεπτόταν συχνά τους γονείς και τον αδελφό του: «Τι να πω; Ενα ήρεμο και καλό παιδί ήταν ο Χρήστος. Ποτέ δεν είχε τσακωθεί με κανέναν, ποτέ δεν είχε αντιμιλήσει σε κάποιον, κανείς δεν είχε παράπονο», λέει κάτοικος της περιοχής και συνεχίζει: «Ερχόταν πάντα τα καλοκαίρια. Ετσι και φέτος ήταν εδώ με την γυναίκα του και την κορούλα τους.

Ολη μέρα ήταν με το παιδί, έναν ξανθό άγγελο με γαλανά μάτια. Την πήγαινε στην εκκλησία, έκαναν μαζί βόλτες, έπαιζε μαζί της σαν μικρό παιδί, έδειχνε να τη λατρεύει. Με τη γυναίκα του έμοιαζαν να είναι πολύ καλά, κανείς δεν είχε καταλάβει ότι είχαν προβλήματα. Η πεθερά του είχε έρθει μόνο μία φορά στον τόπο μας γιατί είχε πένθος και δεν ήθελε να ταξιδεύει. Πόσο χαρούμενη ήταν η κυρά Ευτυχία! Πόσο ευτυχισμένοι φαίνονταν όλοι τους! Πότε ξεκίνησε να γράφει η μοίρα αυτό το κακό;». 

Τα πρώτα σύννεφα και η μεγάλη καταιγίδα 


Η μοίρα, τα κόμπλεξ ή η ανθρώπινη παράνοια ξεκίνησαν να σημαδεύουν την ιστορία του Χρήστου και της Ελένης λίγο καιρό μετά τον γάμο τους - και πιο συγκεκριμένα πριν από σχεδόν τρία χρόνια, όταν ήρθε στον κόσμο μετά από πολλές προσπάθειες η μονάκριβη κόρη τους Μυρτώ. Οπως λένε πρόσωπα στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων, «ήταν δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Ο Χρήστος λιγομίλητος, απόμακρος, βαρύς. Η Ελένη, πρόσχαρη, κοινωνική, χαμογελαστή. Εκείνος ήθελε την καλή ζωή, εκείνη ήταν πιο οικονόμα, πιο μαζεμένη.

Σε αντίθεση με τον Χρήστο, δεν της άρεσαν τα λούσα και η επίδειξη. Παρότι είχε πολλά χρήματα κυκλοφορούσε με ένα Toyota Corolla και ήταν μετρημένη σε όλα. Εκείνος γκρίνιαζε ότι η δουλειά του στο πλάι του πρωθυπουργού και στα κολωνακιώτικα στέκια τού επέβαλε μία προσεγμένη εμφάνιση, κάποιοι εδώ λένε ότι το τελευταίο διάστημα πίεζε την Ελένη να του αγοράσει ένα τζιπ προκειμένου να κατεβαίνει “σαν άνθρωπος” στο κέντρο. Αυτές οι μικρές προστριβές για τα οικονομικά δημιουργούσαν πολλούς και μεγάλους καβγάδες που ακούγονταν σε ολόκληρη τη γειτονιά. Μετά τη γέννηση της μικρής, η Ελένη άλλαξε. Δεν γελούσε συχνά και ακόμη συχνότερα ήθελε να περνάει απαρατήρητη. Φαινόταν θλιμμένη, προβληματισμένη, κλεισμένη σε ένα σύμπαν όπου δεν άφηνε κανέναν να μπει». 

Ενας από αυτούς τους πολλούς και μεγάλους καβγάδες ανάμεσα στον Χρήστο και την Ελένη που έγινε αντιληπτός από τους γείτονες ξέσπασε μόλις μία εβδομάδα πριν από το φονικό. Οπως λέει στο «ΘΕΜΑ» μία γυναίκα που γνωρίζει καλά την οικογένεια: «Ηταν πριν από λίγες ημέρες, όταν μετά από έναν πολύ μεγάλο καβγά με τον Χρήστο η Ελένη πήρε το παιδί και έφυγε πηγαίνοντας σε έναν προορισμό λίγο έξω από την Αθήνα. Η κοπέλα υπέφερε, οι φωνές της ακούγονταν σε ολόκληρη τη γειτονιά. Ο αδελφός του πατέρα της μου είχε πει ότι η Ελένη τού είχε εκμυστηρευτεί ότι θέλει να χωρίσει με τον Χρήστο. Οτι η ζωή της δεν προχωρούσε μ’ αυτόν τον άνδρα. Οι περισσότεροι εδώ στη γειτονιά πιστεύουμε ότι το χέρι του δολοφόνου οπλίστηκε από την ειλημμένη απόφαση της Ελένης να πάρει διαζύγιο.

Αν αυτό γινόταν, ο Χρήστος θα έχανε πολλά. Το σπίτι στην Αθήνα, στο οποίο είχαν ρίξει αρκετά χρήματα, ένα υπέροχο εξοχικό σε μεγάλο συγκρότημα με πισίνα στο Γαλανάδο της Νάξου απ’ όπου καταγόταν η Ελένη, την πολυτέλεια της άνετης ζωής σε μια χώρα που μαστίζεται από την κρίση και τη μονάκριβη κόρη του, την επιμέλεια της οποίας τα δικαστήρια θα έδιναν με βεβαιότητα στην Ελένη. Κάποιοι λένε ότι η πεθερά του τον μείωνε διαρκώς, πράγμα που δεν ισχύει. Κάποιοι άλλοι ότι έκανε το φονικό επειδή ήθελε να φύγει η πεθερά του από τον πρώτο όροφο του σπιτιού όπου διέμενε προκειμένου η Ελένη να το κάνει ιατρείο και να γλιτώσουν έτσι τα έξοδα ενός ενοικίου. Κάποιοι άλλοι ότι το κακό οφείλεται στην αγορά ενός αυτοκινήτου που αρνιόταν η Ελένη. Οι περισσότεροι δεν πιστεύουμε ότι ήταν αυτοί οι λόγοι. Η Ελένη απλώς δεν μπορούσε, δεν ήθελε, δεν άντεχε να ζει άλλο μαζί του. Το αντίτιμο αυτού του διαζυγίου θα ήταν πολύ ακριβό για τον Χρήστο. Και δεν ήθελε να το πληρώσει».

Τρεις εκτελέσεις, μία αυτοκτονία και ανείπωτος πόνος


Το ρολόι δείχνει μία τα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας, όταν ακόμη ένας καβγάς ξεσπάει στο σπίτι της Ελένης Χερουβείμ και του Χρήστου Ζαπαντιώτη. Η γειτονιά κοιμάται, κανείς δεν ακούει το παραμικρό, κανείς δεν αντιλαμβάνεται τον πανικό, κανείς δεν ξυπνάει από τις φωνές και τα ουρλιαχτά. Κανείς, εκτός από την κυρία Βάσω, τη μητέρα της Ελένης που ανεβαίνει πανικόβλητη από τον πρώτο στον δεύτερο όροφο του οικήματος όπου διαμένουν η κόρη, ο γαμπρός της και η τρίχρονη εγγονή της. Ο Χρήστος είναι εκτός εαυτού. Η άτυχη Ελένη δέχεται τρεις σφαίρες, με τη μία από αυτές να καταλήγει στο κεφάλι της.

Η μητέρα της στέκει σχεδόν δίπλα στην κόρη της κι ενώ ικετεύει για βοήθεια εκτελείται με δύο σφαίρες από τον εκτός εαυτού γαμπρό της. Στη συνέχεια, εκείνος κατευθύνεται στο υπνοδωμάτιο όπου κοιμάται το παιδί, βάζει το όπλο στο κεφαλάκι του και το σκοτώνει με μία σφαίρα. Κάθεται για ώρα πλάι στο παιδί, σε εμβρυακή στάση, μέχρι που στρέφει το όπλο στον εαυτό του, πατάει τη σκανδάλη και πέφτει νεκρός δίπλα στη μικρή Μυρτώ. Η γειτονιά συνεχίζει να κοιμάται. Τόσοι πυροβολισμοί, τόσος θόρυβος, τόσος θάνατος και κανείς δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό.

Το επόμενο πρωί μία κοπέλα που συνοδεύει τη Μυρτώ στο σχολείο της χτυπάει επίμονα το κουδούνι του σπιτιού. Καμία απόκριση. Το ίδιο επίμονα και χωρίς την παραμικρή απάντηση χτυπάνε και τα τηλέφωνα της Ελένης από συναδέλφους της που την αναζητούν καθώς δεν εμφανίστηκε στη βάρδιά της. Η Ελένη είναι πολύ τυπική. Δεν μπορεί, κάτι της συνέβη. Ο αδελφός της κυρίας Βάσως ενημερώνεται ότι το παιδί δεν πήγε στο σχολείο, ότι η Βάσω δεν φάνηκε στη δουλειά. Ο άνδρας σκαρφαλώνει από την εξωτερική σκάλα στον δεύτερο όροφο κι από ένα τζάμι αντικρίζει την ανιψιά του μέσα στα αίματα. Ειδοποιεί την αστυνομία και τρέχει πανικόβλητος στη γειτονιά ζητώντας βοήθεια. Μαζί με έναν γείτονα καταφέρνουν τελικά να σπάσουν την πόρτα του διαμερίσματος και τότε έρχονται αντιμέτωποι με μια εικόνα που δεν χωράει ανθρώπινος νους. 

Η είδηση μεταφέρεται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι συγγενείς δεν το πιστεύουν, οι φίλοι προσπαθούν να καταλάβουν, η γειτονιά μιλάει για ένα ερωτευμένο και ήσυχο ζευγάρι μέχρι το αίμα να στεγνώσει και τα στόματα να στάξουν αλήθειες. Κανείς δεν μιλούσε. Η τραγωδία γράφτηκε. Ξεκινούν συζητήσεις. Για το πώς μία γιατρός δέχεται την κακοποίηση, για τις κοινωνικές διαφορές που καταστρέφουν σχέσεις και ζωές, για το τι οδήγησε τον δράστη στα αποτρόπαια αυτά εγκλήματα, για τα τραγικά ελλιπή και σπάνια ψυχομετρικά τεστ της αστυνομίας.

Αξίζει να αναφερθεί ότι από το 1992 όπου ο Χρήστος μπήκε στην ΕΛ.ΑΣ. χωρίς πανελλαδικές εξετάσεις είχε περάσει μόνο ένα τέτοιο τεστ το 2011! Κουβέντες, λόγια, ψίθυροι, φωνές, εικασίες, όλα πλεγμένα σε ένα γαϊτανάκι συμφοράς που κανείς πλέον δεν μπορεί να λύσει και που ακόμη και αν λυθεί δεν έχει πλέον και τόση σημασία. Σήμερα, στο μακρινό Πατιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας ακούγεται μόνο η φωνή της μάνας του Χρήστου, ένα μοιρολόι που επαναλαμβάνει: «Χρήστο μου, τι έκανες; Γιατί το έκανες αυτό, παιδί μου; Γιατί δεν άφησες τουλάχιστον πίσω σου το κοριτσάκι, τον άγγελό μου, να το μεγαλώσω εγώ;» και στους Αγίους Αναργύρους η σπαρακτική φωνή των συγγενών της Ελένης: «Μας έκαψες, φονιά!», σαν αντίλαλος της ιστορίας του ’70 που βύθισε στη σιωπή μία ολόκληρη χώρα. 
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK