Γιατί δεν προχωρούν οι αποκρατικοποιήσεις
Δημήτρης Διακόπουλος
Γιατί δεν προχωρούν οι αποκρατικοποιήσεις
Η απόλυτη σταθερά στις διαδικασίες αποκρατικοποιήσεων και συνολικά της οικονομικής αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου είναι ... οι αντιδράσεις που δεν επιτρέπουν την υλοποίηση τους.
Το αποτέλεσμα είναι μετά από 25 και πλέον χρόνια που στην χώρα μας εφαρμόζονται προγράμματα αποκρατικοποιήσεων, στην πράξη έχει τελεσφορήσει ένα πολύ μικρό ποσοστό . Για τους διαγωνισμούς που υλοποιήθηκαν χρειάστηκαν πολλά χρόνια και επαναλήψεις των διαγωνιστικών διαδικασιών στη διάρκεια των οποίων πολλοί υποψήφιοι επενδυτές εξαντλήθηκαν οικονομικά και τελικά απέσυραν το ενδιαφέρον τους.
Θα περίμενε κανείς ότι η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας τα τελευταία 6-7 χρόνια και η πρόδηλη ανάγκη αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου με ορθολογικό τρόπο θα οδηγούσε σε επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών. Είναι ενδεικτικό ότι όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις έναντι των δανειστών της χώρας σχετικά με την υλοποίηση ενός φιλόδοξου προγράμματος αποκρατικοποιήσεων στο πλαίσιο της εφαρμογής των διαδοχικών Μνημονίων.
Σε επίπεδο εξαγγελιών υπήρξε ένας χορός δισεκατομμυρίων ως προς τα προσδοκώμενα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις και αξιοποιήσεις δημόσιων περιουσιακών στοιχείων, αρχής γενομένης από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου που προέβλεπε έσοδα 54 δις ευρώ σε βάθος τριετίας. Στην πράξη, όπως αναμενόταν, δεν ολοκληρώθηκε παρά ένα μικρό ποσοστό από τις προγραμματισμένες αποκρατικοποιήσεις και τα άμεσα έσοδα που προέκυψαν από αυτές αποδείχτηκαν ελάχιστα.
Οι λόγοι για τους οποίους οι αποκρατικοποιήσεις βαλτώνουν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία ματαιώνονται στην Ελλάδα είναι πολλοί. Η εμπειρία δείχνει ότι ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι το ασύλληπτα γραφειοκρατικό και δαιδαλώδες θεσμικό πλαίσιο διενέργειας τους. Το σύστημα αυτό διαμορφώθηκε ως δήθεν «ζώνη αγνότητας» για να προστατεύσει την διαφάνεια και την ακεραιότητα της διαδικασίας και στη πράξη λειτουργεί ως λαβύρινθος μέσα στον οποίο χάνονται όλοι οι υποψήφιοι επενδυτές.
Δεν ξέρω αν υπάρχει παράδειγμα άλλης χώρας στον κόσμο, ανεπτυγμένης ή υπανάπτυκτης, όπου η διαδικασία περιλαμβάνει κατ΄ελάχιστον την έγκριση από τη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων, προκήρυξη Διαγωνιστικής Διαδικασίας από το ΤΑΙΠΕΔ, δημοσίευση στον Ελληνικό και Διεθνή Τύπο, δύο ή περισσότερα στάδια διαδικασίας το πρώτο από τα οποία (και συγκεκριμένα η διαδικασία πρόσκλησης μη δεσμευτικού ενδιαφέροντος είναι παντελώς άχρηστο) ατέρμονες διαβουλεύσεις μεταξύ των υποψηφίων για την οριστικοποίηση των συμβατικών όρων, ανάδειξη προσωρινού "προτιμώμενου" επενδυτή, έγκριση σχεδίου σύμβασης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, Απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Διοίκησης όταν πρόκειται για Δημόσια Περιουσία, Έγκριση σχεδίου ΕΣΧΑΔΑ από το ΣτΕ. Όλα τα παραπάνω εν μέσω πυρών, διαφωνιών και δικαστικών προσφυγών των υποψηφίων που δεν πλειοδότησαν στο διαγωνισμό.
Η προστασία του περιβάλλοντος, των αρχαιολογικών μνημείων της πολιτιστικής κληρονομιάς και του Δημοσίου συμφέροντος ερμηνεύονται κατά το δοκούν σε ένα αρτηριοσκληρωτικό πλαίσιο, όπου το κέρδος θεωρείται "κακό" και οι ιδιώτες επενδυτές "εχθροί" και «άρπαγες του Δημόσιου πλούτου".
Θα περίμενε κανείς ότι η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας τα τελευταία 6-7 χρόνια και η πρόδηλη ανάγκη αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου με ορθολογικό τρόπο θα οδηγούσε σε επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών. Είναι ενδεικτικό ότι όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις έναντι των δανειστών της χώρας σχετικά με την υλοποίηση ενός φιλόδοξου προγράμματος αποκρατικοποιήσεων στο πλαίσιο της εφαρμογής των διαδοχικών Μνημονίων.
Σε επίπεδο εξαγγελιών υπήρξε ένας χορός δισεκατομμυρίων ως προς τα προσδοκώμενα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις και αξιοποιήσεις δημόσιων περιουσιακών στοιχείων, αρχής γενομένης από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου που προέβλεπε έσοδα 54 δις ευρώ σε βάθος τριετίας. Στην πράξη, όπως αναμενόταν, δεν ολοκληρώθηκε παρά ένα μικρό ποσοστό από τις προγραμματισμένες αποκρατικοποιήσεις και τα άμεσα έσοδα που προέκυψαν από αυτές αποδείχτηκαν ελάχιστα.
Οι λόγοι για τους οποίους οι αποκρατικοποιήσεις βαλτώνουν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία ματαιώνονται στην Ελλάδα είναι πολλοί. Η εμπειρία δείχνει ότι ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι το ασύλληπτα γραφειοκρατικό και δαιδαλώδες θεσμικό πλαίσιο διενέργειας τους. Το σύστημα αυτό διαμορφώθηκε ως δήθεν «ζώνη αγνότητας» για να προστατεύσει την διαφάνεια και την ακεραιότητα της διαδικασίας και στη πράξη λειτουργεί ως λαβύρινθος μέσα στον οποίο χάνονται όλοι οι υποψήφιοι επενδυτές.
Δεν ξέρω αν υπάρχει παράδειγμα άλλης χώρας στον κόσμο, ανεπτυγμένης ή υπανάπτυκτης, όπου η διαδικασία περιλαμβάνει κατ΄ελάχιστον την έγκριση από τη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων, προκήρυξη Διαγωνιστικής Διαδικασίας από το ΤΑΙΠΕΔ, δημοσίευση στον Ελληνικό και Διεθνή Τύπο, δύο ή περισσότερα στάδια διαδικασίας το πρώτο από τα οποία (και συγκεκριμένα η διαδικασία πρόσκλησης μη δεσμευτικού ενδιαφέροντος είναι παντελώς άχρηστο) ατέρμονες διαβουλεύσεις μεταξύ των υποψηφίων για την οριστικοποίηση των συμβατικών όρων, ανάδειξη προσωρινού "προτιμώμενου" επενδυτή, έγκριση σχεδίου σύμβασης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, Απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Διοίκησης όταν πρόκειται για Δημόσια Περιουσία, Έγκριση σχεδίου ΕΣΧΑΔΑ από το ΣτΕ. Όλα τα παραπάνω εν μέσω πυρών, διαφωνιών και δικαστικών προσφυγών των υποψηφίων που δεν πλειοδότησαν στο διαγωνισμό.
Η προστασία του περιβάλλοντος, των αρχαιολογικών μνημείων της πολιτιστικής κληρονομιάς και του Δημοσίου συμφέροντος ερμηνεύονται κατά το δοκούν σε ένα αρτηριοσκληρωτικό πλαίσιο, όπου το κέρδος θεωρείται "κακό" και οι ιδιώτες επενδυτές "εχθροί" και «άρπαγες του Δημόσιου πλούτου".
Ποτέ δεν ακούστηκε για παράδειγμα ότι η ασφάλεια δικαίου, η οικονομική ελευθερία, η διασφάλιση εργασιακών θέσεων, προστατεύονται από το Σύνταγμα και η Πολιτεία υποχρεούται να τα διασφαλίζει στους πολίτες. Τα ξύλινα λόγια περί "ανάπτυξης" εξαντλούνται σε ευχολόγια και ποτέ δεν εφαρμόζονται οι αναγκαίες συνθήκες της ανάπτυξης.
Η ολοκλήρωση της αποκρατικοποίησης του ΟΛΠ διήρκεσε περισσότερο από 2 χρόνια (!) Από την άλλη πλευρά η πολυετής προσπάθεια αξιοποίησης του Ελληνικού, του Αφάντου Ρόδου, του «Αστέρα» και πολλών άλλων που έχουν βαλτώσει, υπενθυμίζουν ότι στη χώρα μας μια σειρά από «ασύμμετρες απειλές» που κανείς δεν γνώριζε κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας , οδηγούν στη συντριπτική πλειοψηφία τους στη ματαίωσή της προσπάθειας. Η προσπάθεια μένει ημιτελής μέχρι να εξουθενωθεί και ο υποψήφιος επενδυτής και εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Η εμπειρία ιδιωτικοποίησης της Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. (ΟΛΠ) [την οποία βιώσαμε εκ των έσω, υπό την ιδιότητά μας ως νομικών συμβούλων στην Ελλάδα του πλειοδότη επενδυτή, δηλαδή της κινεζικής Cosco] προσφέρεται για εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Τα προσκόμματα, οι παθογένειες σε συνάρτηση με το πολιτικό, οικονομικό και νομικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να δραστηριοποιηθούν οι υποψήφιοι επενδυτές στην Ελλάδα, έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ταχύτητα των διαγωνιστικών διαδικασιών.
Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ, με τη μορφή της διάθεσης πλειοψηφικού ποσοστού συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρείας, ξεκίνησε το Μάρτιο 2014 με την έκδοση σχετικής πρόσκλησης υποβολής ενδιαφέροντος από το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Το ΤΑΙΠΕΔ υπό την ιδιότητά του ως μετόχου πλειοψηφίας της ΟΛΠ και ως του νομικού προσώπου ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου που, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο (3986/2011), είναι επιφορτισμένο με την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο των προβλέψεων των Μεσοπρόθεσμων Πλαισίων Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
Έκτοτε, και ως την επίσημη ημερομηνία υπογραφής (8 Απριλίου 2016) των τελικών συμφωνιών για τη συναλλαγή μεταξύ του ΤΑΙΠΕΔ και της Cosco (Hong Kong) Group Limited, την εταιρεία του Ομίλου Cosco που επελέγη ως προτιμητέος επενδυτής σύμφωνα με τους όρους της διαγωνιστικής διαδικασίας, πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια, στην διάρκεια των οποίων η Ελλάδα δεν διέθετε, κι εξακολουθεί να μη διαθέτει, την χρονική άνεση προσέλκυσης επενδυτών και ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας.
Η επεξεργασία και η διαπραγμάτευση των συμβατικών κειμένων αποτελεί από μόνη της πολύπλοκη διαδικασία που στοχεύει στην εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων επί δύσκολων ζητημάτων νομικής, χρηματοοικονομικής και τεχνικής φύσης και, ως τέτοια, απαιτεί χρόνο. Στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης της ΟΛΠ, προκρίθηκε ένα σχήμα «εξόδου» του Δημοσίου (δια του ΤΑΙΠΕΔ) από το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας μέσω της σύναψης σύμβασης πώλησης μετοχών αλλά και συμφωνίας μετόχων αναφορικά με τη διοίκηση της ΟΛΠ. Επίσης κρίθηκε απαραίτητη η επαναδιαπραγμάτευση και η τροποποίηση της υφιστάμενης σύμβασης παραχώρησης μεταξύ ΟΛΠ και Ελληνικού Δημοσίου, με στόχο την προσαρμογή αυτής στα νέα δεδομένα της μετατροπής της ΟΛΠ σε ιδιωτική εταιρεία που θα λειτουργεί αποκλειστικά με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς.
Οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές κλήθηκαν να υποβάλουν τις προτάσεις και τα σχόλιά τους επί των συμβατικών κειμένων σε τρεις διαδοχικούς γύρους διαπραγμάτευσης, ενώ απαραίτητος ήταν από πλευράς τους ο ενδελεχής νομικός και οικονομικός έλεγχος (legal & financial due diligence) των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της υπό ιδιωτικοποίηση επιχείρησης. Η διαδικασία εξαιρετικά πολύπλοκη δεδομένου του οικονομικού μεγέθους της ΟΛΠ και της διαφορετικής φύσης των (πολλών) δραστηριοτήτων της. Αν προστεθούν οι αγκυλώσεις γραφειοκρατικής φύσης, ή επιπλοκές που οφείλονται στο εξαιρετικά ρευστό κι ευμετάβλητο στην Ελλάδα φορολογικό και ρυθμιστικό καθεστώς οι ειδικοί κανόνες της ευρωπαϊκής κι ελληνικής νομοθεσίας για τη λήψη προηγούμενων αδειών και εγκρίσεων σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη συναλλαγή από διάφορες αρμόδιες αρχές μπορεί κάποιες εύκολα να αντιληφθεί τις δυσκολίες.
Οι πιο σημαντικοί παράγοντες όμως είναι πολιτικοί. Οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις (εκλογές και δημοψήφισμα) και το κλίμα πολιτικής αστάθειας είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλες καθυστερήσεις στις διαγωνιστικές διαδικασίες, τη λήψη αποφάσεων και την αναβολή ή ακύρωση ορισμένων διαγωνισμών. Η χλιαρή πολιτική βούληση της κεντρικής εξουσίας να ευθυγραμμιστεί συνειδητά με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα (ψηφισμένα από την ίδια) προγράμματα αποκρατικοποιήσεων και στην εξυπηρέτηση μικροπολιτικών συμφερόντων, τη συντήρηση κατεστημένων συμφερόντων των συντεχνιών και συνδικαλιστικών ομάδων.
Είναι ενδεικτικό ότι ομάδα συνδικαλιστές της ΟΜΥΛΕ διέκοψαν τη συνεδρίαση του αρμόδιου εταιρικού οργάνου της ΟΛΠ που είχε ως θέμα την έγκριση της, συμφωνημένης από πλευράς του ΤΑΙΠΕΔ, τροποποίησης της σύμβασης παραχώρησης ΟΛΠ-Ελληνικού Δημοσίου. Η τροποποιημένη σύμβαση παραχώρησης δεν έχει μέχρι στιγμής λάβει την τυπική έγκριση ούτε από πλευράς αρμόδιου Υπουργού, ενώ είναι άγνωστο ακόμα το πότε θα υποβληθεί προς ψήφιση στη Βουλή, κάτι που αποτελεί προαπαιτούμενο για την ουσιαστική ολοκλήρωση της συμφωνίας με την Cosco.
Να σημειωθεί ότι η ΟΜΥΛΕ έχει ήδη προσφύγει επισήμως κατά της διαγωνιστικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (το οποίο απέρριψε την προσφυγή), καθώς και ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ζητώντας, καταφανώς απαραδέκτως, την ανάκληση της εγκριτικής απόφασης περί της νομιμότητας των συμβατικών κειμένων της συναλλαγής. Αυτές οι ενέργειες εξακολουθούν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά και δημιουργούν ανησυχίες ως προς την επόμενη μέρα της ιδιωτικοποίησης, τη στιγμή που δεν λείπουν ούτε οι δημόσιες αντιπαραθέσεις και αντεγκλήσεις υπουργών της κυβέρνησης με την ηγεσία του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά και μια τουλάχιστον διφορούμενη στάση της τρέχουσας διοίκησης της ίδιας της ΟΛΠ έναντι της αποκρατικοποίησης. Αυτού του είδους οι αμφισημίες, αντιφάσεις και…τρικλοποδιές από πλευράς κεντρικής πολιτικής εξουσίας δυστυχώς παρατηρούνται ανεξαιρέτως σε όλες τις μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις, ακόμα και σε εκείνες για τις οποίες έχει ήδη επιτευχθεί συμφωνία με τους επενδυτές.
Έτσι μια μεγάλη και σημαντική για την ελληνική οικονομία επένδυση, όπως αυτή της Cosco για τον ΟΛΠ, καθυστερεί και αντιμετωπίζεται με μεγάλη αβελτηρία σε μια χώρα διψασμένη για άμεσες επενδύσεις. Η Cosco είναι στρατηγικός επενδυτής και εταίρος της Ελλάδος ήδη από το 2008, έτος υπογραφής της συμφωνίας παραχώρησης της εκμετάλλευσης του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων του ΟΛΠ, με ήδη θεαματικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του λιμένα του Πειραιά.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Μελετών (ΙΟΒΕ), η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ αναμένεται να αποφέρει σημαντικά δημοσιονομικά έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό, να δημιουργήσει σημαντικό αριθμό νέων θέσεων εργασίας, να συνεισφέρει στην αύξηση κατά 0.8% του επιπέδου του ελληνικού ΑΕΠ μέχρι το 2025, και να σηματοδοτήσει μια σημαντική αλλαγή του επενδυτικού κλίματος δίνοντας το έναυσμα για μεγαλύτερη ανάπτυξη σε πολλούς συνδεόμενους τομείς, όπως οι συνδυασμένες μεταφορές, η ναυτιλία κι ο τουρισμός.
Το ενδιαφέρον της Cosco δεν περιορίζεται αναγκαστικά στην Ελλάδα, αλλά αφορά στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, που είναι κομβικής σημασίας στους νέους εμπορικούς δρόμους μεταξύ Ευρώπης και Ασίας που σχεδιάζει το Πεκίνο. Η κινεζική εταιρία έχει ήδη εισχωρήσει στην τουρκική αγορά λιμένων με την πρόσφατη εξαγορά από μέρους της πλειοψηφικού ποσοστού στον τρίτο μεγαλύτερο σταθμό εμπορευματοκιβωτίων της Τουρκίας στο Kumport, στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Αν και δεν αφορούσε συναλλαγή με το τουρκικό δημόσιο, δεδομένου ότι η Τουρκία έχει ήδη προβεί σε σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις των λιμένων της, η διαδικασία εξαγοράς ολοκληρώθηκε σε τέσσερις μόλις μήνες. Τα συμπεράσματα προς εξαγωγή στους αναγνώστες.
Ο Δημήτρης Διακόπουλος είναι δικηγόρος και ειδικεύεται σε θέματα αποκρατικοποιήσεων
Η ολοκλήρωση της αποκρατικοποίησης του ΟΛΠ διήρκεσε περισσότερο από 2 χρόνια (!) Από την άλλη πλευρά η πολυετής προσπάθεια αξιοποίησης του Ελληνικού, του Αφάντου Ρόδου, του «Αστέρα» και πολλών άλλων που έχουν βαλτώσει, υπενθυμίζουν ότι στη χώρα μας μια σειρά από «ασύμμετρες απειλές» που κανείς δεν γνώριζε κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας , οδηγούν στη συντριπτική πλειοψηφία τους στη ματαίωσή της προσπάθειας. Η προσπάθεια μένει ημιτελής μέχρι να εξουθενωθεί και ο υποψήφιος επενδυτής και εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Η εμπειρία ιδιωτικοποίησης της Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. (ΟΛΠ) [την οποία βιώσαμε εκ των έσω, υπό την ιδιότητά μας ως νομικών συμβούλων στην Ελλάδα του πλειοδότη επενδυτή, δηλαδή της κινεζικής Cosco] προσφέρεται για εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Τα προσκόμματα, οι παθογένειες σε συνάρτηση με το πολιτικό, οικονομικό και νομικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να δραστηριοποιηθούν οι υποψήφιοι επενδυτές στην Ελλάδα, έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ταχύτητα των διαγωνιστικών διαδικασιών.
Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ, με τη μορφή της διάθεσης πλειοψηφικού ποσοστού συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρείας, ξεκίνησε το Μάρτιο 2014 με την έκδοση σχετικής πρόσκλησης υποβολής ενδιαφέροντος από το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Το ΤΑΙΠΕΔ υπό την ιδιότητά του ως μετόχου πλειοψηφίας της ΟΛΠ και ως του νομικού προσώπου ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου που, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο (3986/2011), είναι επιφορτισμένο με την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο των προβλέψεων των Μεσοπρόθεσμων Πλαισίων Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
Έκτοτε, και ως την επίσημη ημερομηνία υπογραφής (8 Απριλίου 2016) των τελικών συμφωνιών για τη συναλλαγή μεταξύ του ΤΑΙΠΕΔ και της Cosco (Hong Kong) Group Limited, την εταιρεία του Ομίλου Cosco που επελέγη ως προτιμητέος επενδυτής σύμφωνα με τους όρους της διαγωνιστικής διαδικασίας, πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια, στην διάρκεια των οποίων η Ελλάδα δεν διέθετε, κι εξακολουθεί να μη διαθέτει, την χρονική άνεση προσέλκυσης επενδυτών και ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας.
Η επεξεργασία και η διαπραγμάτευση των συμβατικών κειμένων αποτελεί από μόνη της πολύπλοκη διαδικασία που στοχεύει στην εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων επί δύσκολων ζητημάτων νομικής, χρηματοοικονομικής και τεχνικής φύσης και, ως τέτοια, απαιτεί χρόνο. Στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης της ΟΛΠ, προκρίθηκε ένα σχήμα «εξόδου» του Δημοσίου (δια του ΤΑΙΠΕΔ) από το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας μέσω της σύναψης σύμβασης πώλησης μετοχών αλλά και συμφωνίας μετόχων αναφορικά με τη διοίκηση της ΟΛΠ. Επίσης κρίθηκε απαραίτητη η επαναδιαπραγμάτευση και η τροποποίηση της υφιστάμενης σύμβασης παραχώρησης μεταξύ ΟΛΠ και Ελληνικού Δημοσίου, με στόχο την προσαρμογή αυτής στα νέα δεδομένα της μετατροπής της ΟΛΠ σε ιδιωτική εταιρεία που θα λειτουργεί αποκλειστικά με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς.
Οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές κλήθηκαν να υποβάλουν τις προτάσεις και τα σχόλιά τους επί των συμβατικών κειμένων σε τρεις διαδοχικούς γύρους διαπραγμάτευσης, ενώ απαραίτητος ήταν από πλευράς τους ο ενδελεχής νομικός και οικονομικός έλεγχος (legal & financial due diligence) των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της υπό ιδιωτικοποίηση επιχείρησης. Η διαδικασία εξαιρετικά πολύπλοκη δεδομένου του οικονομικού μεγέθους της ΟΛΠ και της διαφορετικής φύσης των (πολλών) δραστηριοτήτων της. Αν προστεθούν οι αγκυλώσεις γραφειοκρατικής φύσης, ή επιπλοκές που οφείλονται στο εξαιρετικά ρευστό κι ευμετάβλητο στην Ελλάδα φορολογικό και ρυθμιστικό καθεστώς οι ειδικοί κανόνες της ευρωπαϊκής κι ελληνικής νομοθεσίας για τη λήψη προηγούμενων αδειών και εγκρίσεων σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη συναλλαγή από διάφορες αρμόδιες αρχές μπορεί κάποιες εύκολα να αντιληφθεί τις δυσκολίες.
Οι πιο σημαντικοί παράγοντες όμως είναι πολιτικοί. Οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις (εκλογές και δημοψήφισμα) και το κλίμα πολιτικής αστάθειας είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλες καθυστερήσεις στις διαγωνιστικές διαδικασίες, τη λήψη αποφάσεων και την αναβολή ή ακύρωση ορισμένων διαγωνισμών. Η χλιαρή πολιτική βούληση της κεντρικής εξουσίας να ευθυγραμμιστεί συνειδητά με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα (ψηφισμένα από την ίδια) προγράμματα αποκρατικοποιήσεων και στην εξυπηρέτηση μικροπολιτικών συμφερόντων, τη συντήρηση κατεστημένων συμφερόντων των συντεχνιών και συνδικαλιστικών ομάδων.
Είναι ενδεικτικό ότι ομάδα συνδικαλιστές της ΟΜΥΛΕ διέκοψαν τη συνεδρίαση του αρμόδιου εταιρικού οργάνου της ΟΛΠ που είχε ως θέμα την έγκριση της, συμφωνημένης από πλευράς του ΤΑΙΠΕΔ, τροποποίησης της σύμβασης παραχώρησης ΟΛΠ-Ελληνικού Δημοσίου. Η τροποποιημένη σύμβαση παραχώρησης δεν έχει μέχρι στιγμής λάβει την τυπική έγκριση ούτε από πλευράς αρμόδιου Υπουργού, ενώ είναι άγνωστο ακόμα το πότε θα υποβληθεί προς ψήφιση στη Βουλή, κάτι που αποτελεί προαπαιτούμενο για την ουσιαστική ολοκλήρωση της συμφωνίας με την Cosco.
Να σημειωθεί ότι η ΟΜΥΛΕ έχει ήδη προσφύγει επισήμως κατά της διαγωνιστικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (το οποίο απέρριψε την προσφυγή), καθώς και ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ζητώντας, καταφανώς απαραδέκτως, την ανάκληση της εγκριτικής απόφασης περί της νομιμότητας των συμβατικών κειμένων της συναλλαγής. Αυτές οι ενέργειες εξακολουθούν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά και δημιουργούν ανησυχίες ως προς την επόμενη μέρα της ιδιωτικοποίησης, τη στιγμή που δεν λείπουν ούτε οι δημόσιες αντιπαραθέσεις και αντεγκλήσεις υπουργών της κυβέρνησης με την ηγεσία του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά και μια τουλάχιστον διφορούμενη στάση της τρέχουσας διοίκησης της ίδιας της ΟΛΠ έναντι της αποκρατικοποίησης. Αυτού του είδους οι αμφισημίες, αντιφάσεις και…τρικλοποδιές από πλευράς κεντρικής πολιτικής εξουσίας δυστυχώς παρατηρούνται ανεξαιρέτως σε όλες τις μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις, ακόμα και σε εκείνες για τις οποίες έχει ήδη επιτευχθεί συμφωνία με τους επενδυτές.
Έτσι μια μεγάλη και σημαντική για την ελληνική οικονομία επένδυση, όπως αυτή της Cosco για τον ΟΛΠ, καθυστερεί και αντιμετωπίζεται με μεγάλη αβελτηρία σε μια χώρα διψασμένη για άμεσες επενδύσεις. Η Cosco είναι στρατηγικός επενδυτής και εταίρος της Ελλάδος ήδη από το 2008, έτος υπογραφής της συμφωνίας παραχώρησης της εκμετάλλευσης του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων του ΟΛΠ, με ήδη θεαματικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του λιμένα του Πειραιά.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Μελετών (ΙΟΒΕ), η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ αναμένεται να αποφέρει σημαντικά δημοσιονομικά έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό, να δημιουργήσει σημαντικό αριθμό νέων θέσεων εργασίας, να συνεισφέρει στην αύξηση κατά 0.8% του επιπέδου του ελληνικού ΑΕΠ μέχρι το 2025, και να σηματοδοτήσει μια σημαντική αλλαγή του επενδυτικού κλίματος δίνοντας το έναυσμα για μεγαλύτερη ανάπτυξη σε πολλούς συνδεόμενους τομείς, όπως οι συνδυασμένες μεταφορές, η ναυτιλία κι ο τουρισμός.
Το ενδιαφέρον της Cosco δεν περιορίζεται αναγκαστικά στην Ελλάδα, αλλά αφορά στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, που είναι κομβικής σημασίας στους νέους εμπορικούς δρόμους μεταξύ Ευρώπης και Ασίας που σχεδιάζει το Πεκίνο. Η κινεζική εταιρία έχει ήδη εισχωρήσει στην τουρκική αγορά λιμένων με την πρόσφατη εξαγορά από μέρους της πλειοψηφικού ποσοστού στον τρίτο μεγαλύτερο σταθμό εμπορευματοκιβωτίων της Τουρκίας στο Kumport, στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Αν και δεν αφορούσε συναλλαγή με το τουρκικό δημόσιο, δεδομένου ότι η Τουρκία έχει ήδη προβεί σε σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις των λιμένων της, η διαδικασία εξαγοράς ολοκληρώθηκε σε τέσσερις μόλις μήνες. Τα συμπεράσματα προς εξαγωγή στους αναγνώστες.
Ο Δημήτρης Διακόπουλος είναι δικηγόρος και ειδικεύεται σε θέματα αποκρατικοποιήσεων
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα