«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»
Γρηγόρης Τζιοβάρας
«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»
Το μεσημέρι της Πέμπτης έγινε (ένα ακόμη) «πανεκπαιδευτικό» συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας, όπως και στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες λίγες χιλιάδες συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν ούτε το ένα εκατοστό όσων με τον έναν ή τον άλλο σχετίζονται με τον χώρο της εκπαίδευσης, αψήφησαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τις απαγορεύσεις των συναθροίσεων για να διαδηλώσουν κατά των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως για την ανώτατη εκπαίδευση.
Ευδιάκριτη θέση ανάμεσα στους διαδηλωτές είχαν προβεβλημένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που με τη συμμετοχή τους στις συγκεντρώσεις και στις πορείες ήταν προφανές ότι ήθελαν να δώσουν πολιτική κάλυψη στη διοργάνωση των συλλαλητηρίων τα οποία έλαβαν χώρα σε μια μέρα που ήταν διάχυτη η αγωνία στην κοινή γνώμη για την έξαρση των κρουσμάτων του κορωνοϊού που παρατηρείται ιδίως στην Αττική και πιο συγκεκριμένα στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Το βράδυ της ίδιας μέρας είδαν το φως της δημοσιότητας δύο νέες δημοσκοπήσεις οι οποίες δεν έκαναν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να επιβεβαιώσουν ένα -από πρώτη όψη- παράδοξο σκηνικό που διαδραματίζεται τον τελευταίο ενάμιση χρόνο: η κυβερνητική παράταξη αντί να φθείρεται, όπως συνήθως συμβαίνει όσο απομακρυνόμαστε από τις εκλογές, ενισχύεται, ενώ ο επικεφαλής της, Κυριάκος Μητσοτάκης, εδραιώνει μια όλο και πιο αδιαμφισβήτητη κυριαρχία.
Στον αντίποδα, στις συγκεκριμένες μετρήσεις, όπως και σε όλες τις προηγούμενες του τελευταίου χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κάμψη της εκλογικής δύναμης που συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές, καθώς ένας στους τρεις που τον ψήφισε δηλώνει ότι δεν προτίθεται να το ξανακάνει. Ενώ και η απήχηση του αρχηγού του, Αλέξη Τσίπρα, βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση με αποτέλεσμα όχι μόνον να αυξάνεται το προβάδισμα του βασικού του αντιπάλου, αλλά η επίδοσή του στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό να υπολείπεται ακόμη και έναντι του… «κανένα».
Για όποιον δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται αυτή η εικόνα, αρκεί μια ματιά στα επιμέρους ευρήματα των δημοσκοπήσεων για να βρει επεξηγηματικές απαντήσεις. Στο ερώτημα, για παράδειγμα, σχετικά με την αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση και για την οποία οργανώθηκαν τα πρόσφατα συλλαλητήρια, η πλειονότητα της κοινής γνώμης απαντά ότι διάκειται ευνοϊκά. Και αυτό δεν χωρά καμία αμφιβολία, διότι στο σύνολο των ερωτηθέντων θετική απάντηση έδωσε (σύμφωνα με τη μέτρηση της Metron Analysis) το 64%, ενώ αρνητική μόνον το 31%.
Οι υπερασπιστές της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης υπερτερούν σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές κατηγορίες, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται και τέσσερις στους δέκα (39%) από όσους στις τελευταίες εκλογές έριξαν την ψήφο τους στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι υπέρ της κυβερνητικής πρωτοβουλίας τάσσεται το 84% όσων ψήφισαν ΚΙΝΑΛ, το 73% όσων αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» και το 46% όσων δηλώνουν «κεντροαριστεροί». Με λίγα λόγια η μεγάλη πλειονότητα εκείνων στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει και πάλι πλειοψηφία κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που χαράσσουν η ηγεσία και τα στελέχη του τα οποία συμμετείχαν στα συλλαλητήρια.
Η αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι βεβαίως το μόνο ζήτημα με το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πλειοψηφική βούληση της ελληνικής κοινωνίας του 2021. Από τη μίζερη και αντιφατική κριτική για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας και την επίμονη προσπάθεια να κατασκευαστεί μια εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως οι χαρακτηρισμοί περί «Ψωροκώσταινας», μέχρι τη «νευρόσπαστη» αντιπολιτευτική τακτική, με την οποία επιχειρεί ματαίως να πείσει τους Έλληνες ότι ζουν υπό συνθήκες αστυνομικού κράτους, είναι αρκετές οι περιπτώσεις που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκρούεται όχι με την κυβέρνηση αλλά με την πραγματικότητα.
Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρόλο που είναι περισσότερο από προφανές ότι έχει υποπέσει σε ουκ ολίγα λάθη και αστοχίες, δείχνει ισχυρή ανθεκτικότητα στη φθορά του χρόνου, αφενός διότι είναι έντονος ακόμη ο αρνητικός απόηχος της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και αφετέρου επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να αντιπαραβάλει μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που να απαντά στις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες της σημερινής κοινωνίας.
Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μη θέλει και να μη μπορεί να κατανοήσει τα προτάγματα του σήμερα. Γι΄ αυτό και όταν δεν βρίσκει βολικό άλλοθι στην αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων, συμπεριφέρεται σαν τον βουκόλο της γνωστής λαϊκής ρήσης που αναρωτιόνταν για τα ζωντανά του: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».
Το βράδυ της ίδιας μέρας είδαν το φως της δημοσιότητας δύο νέες δημοσκοπήσεις οι οποίες δεν έκαναν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να επιβεβαιώσουν ένα -από πρώτη όψη- παράδοξο σκηνικό που διαδραματίζεται τον τελευταίο ενάμιση χρόνο: η κυβερνητική παράταξη αντί να φθείρεται, όπως συνήθως συμβαίνει όσο απομακρυνόμαστε από τις εκλογές, ενισχύεται, ενώ ο επικεφαλής της, Κυριάκος Μητσοτάκης, εδραιώνει μια όλο και πιο αδιαμφισβήτητη κυριαρχία.
Στον αντίποδα, στις συγκεκριμένες μετρήσεις, όπως και σε όλες τις προηγούμενες του τελευταίου χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κάμψη της εκλογικής δύναμης που συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές, καθώς ένας στους τρεις που τον ψήφισε δηλώνει ότι δεν προτίθεται να το ξανακάνει. Ενώ και η απήχηση του αρχηγού του, Αλέξη Τσίπρα, βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση με αποτέλεσμα όχι μόνον να αυξάνεται το προβάδισμα του βασικού του αντιπάλου, αλλά η επίδοσή του στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό να υπολείπεται ακόμη και έναντι του… «κανένα».
Για όποιον δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται αυτή η εικόνα, αρκεί μια ματιά στα επιμέρους ευρήματα των δημοσκοπήσεων για να βρει επεξηγηματικές απαντήσεις. Στο ερώτημα, για παράδειγμα, σχετικά με την αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση και για την οποία οργανώθηκαν τα πρόσφατα συλλαλητήρια, η πλειονότητα της κοινής γνώμης απαντά ότι διάκειται ευνοϊκά. Και αυτό δεν χωρά καμία αμφιβολία, διότι στο σύνολο των ερωτηθέντων θετική απάντηση έδωσε (σύμφωνα με τη μέτρηση της Metron Analysis) το 64%, ενώ αρνητική μόνον το 31%.
Οι υπερασπιστές της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης υπερτερούν σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές κατηγορίες, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται και τέσσερις στους δέκα (39%) από όσους στις τελευταίες εκλογές έριξαν την ψήφο τους στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι υπέρ της κυβερνητικής πρωτοβουλίας τάσσεται το 84% όσων ψήφισαν ΚΙΝΑΛ, το 73% όσων αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» και το 46% όσων δηλώνουν «κεντροαριστεροί». Με λίγα λόγια η μεγάλη πλειονότητα εκείνων στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει και πάλι πλειοψηφία κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που χαράσσουν η ηγεσία και τα στελέχη του τα οποία συμμετείχαν στα συλλαλητήρια.
Η αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι βεβαίως το μόνο ζήτημα με το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πλειοψηφική βούληση της ελληνικής κοινωνίας του 2021. Από τη μίζερη και αντιφατική κριτική για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας και την επίμονη προσπάθεια να κατασκευαστεί μια εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως οι χαρακτηρισμοί περί «Ψωροκώσταινας», μέχρι τη «νευρόσπαστη» αντιπολιτευτική τακτική, με την οποία επιχειρεί ματαίως να πείσει τους Έλληνες ότι ζουν υπό συνθήκες αστυνομικού κράτους, είναι αρκετές οι περιπτώσεις που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκρούεται όχι με την κυβέρνηση αλλά με την πραγματικότητα.
Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρόλο που είναι περισσότερο από προφανές ότι έχει υποπέσει σε ουκ ολίγα λάθη και αστοχίες, δείχνει ισχυρή ανθεκτικότητα στη φθορά του χρόνου, αφενός διότι είναι έντονος ακόμη ο αρνητικός απόηχος της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και αφετέρου επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να αντιπαραβάλει μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που να απαντά στις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες της σημερινής κοινωνίας.
Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μη θέλει και να μη μπορεί να κατανοήσει τα προτάγματα του σήμερα. Γι΄ αυτό και όταν δεν βρίσκει βολικό άλλοθι στην αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων, συμπεριφέρεται σαν τον βουκόλο της γνωστής λαϊκής ρήσης που αναρωτιόνταν για τα ζωντανά του: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα