Πώς δίνονταν οι μίζες
Η σουηδική Ericsson, κύρια ανάδοχος της σύμβασης των ιπτάμενων ραντάρ που υπεγράφη τον Ιούλιο του 1999 (υποκατασκευαστές ήταν η βραζιλιάνικη Embraer που κατασκεύαζε το αεροσκάφος και η γαλλική Thales που έφτιαχνε το σύστημα Μέτρων Ηλεκτρονικής Υποστήριξης) κατέθετε μεγάλα χρηματικά ποσά στον λογαριασμό που τηρούσε η εταιρία
Interaction Limited -με πραγματικούς ιδιοκτήτες τον Θωμά Λιακουνάκο και τον συγκατηγορούμενό του Peter Coleridge- στην τράπεζα HSBC του Μονακό. Από την Interactionτου Θωμά Λιακουνάκου οι μίζες έφταναν στην «Rea International» και την «Highwood».
Από τη δικαστική έρευνα προέκυψε ότι οι καταθέσεις γίνονταν στην offshore του Θωμά Λιακουνάκου με σκοπό να καλυφθούν τα ίχνη του αρχικού καταθέτη, δηλαδή της Eicsson, και να γίνει πιο δύσκολος ο εντοπισμός του. Για το λόγο αυτό, ο κ. Λιακουνάκος χρησιμοποιούσε διάφορες τράπεζες στην Ελλάδα, την Ελβετία, το Μονακό και άλλες χώρες «αξιοποιώντας» παραλλήλως την συνεργασία προσώπων που λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι και εμφανίζονταν ότι είναι οι υποτιθέμενοι δικαιούχοι. Στην πραγματικότητα όμως, τα χρήματα της δωροδοκίας κατέληγαν σε δύο πρόσωπα στην Ελλάδα: Τον πρώην υπουργό Εθνικής Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλο και τον πρώην γενικό διευθυντή Εξοπλισμών του υπουργείου Άμυνας Ιωάννη Σμπώκο. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι κύριοι Τσοχατζόπουλος και Σμπώκος «κατά παράβαση του υπηρεσιακούς καθήκοντος αυτών» προέβησαν σε αναγόμενη στα καθήκοντά τους ενέργεια για την ανάθεση της προμήθειας των ιπτάμενων ραντάρ Erieye.
Την Παρασκευή απολογείται ο Λιακουνάκος
Ο κ. Λιακουνάκος θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την ανακρίτρια Βασιλική Μπράτη την ερχόμενη Παρασκευή αφού σήμερα που οδηγήθηκε στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων ζήτησε και έλαβε τριήμερη προθεσμία προκειμένου να προετοιμάσει την απολογία του. Ποια ήταν όμως τα νέα στοιχεία που οδήγησαν τις ανακριτικές αρχές να εκδώσουν ένταλμα για τη σύλληψη του άλλοτε κραταιού επιχειρηματία, που κάποιοι τον έχουν χαρακτηρίσει και τον «εθνικό προμηθευτή όπλων»;
Σύμφωνα με πληρηφορίες, στα χέρια της ανακρίτριας έφτασαν στοιχεία από τα αιτήματα δικαστικής συνδρομής που είχαν στείλει οι ελληνικές δικαστικές αρχές στο εξωτερικό. Πρόκειται για στοιχεία που διαβιβάστηκαν στην Ελλάδα, μέσω Eurojustice και αφορούν στην off shore εταιρεία «Interaction», η οποία φαίνεται να συνδέεται με τον κατηγορούμενο επιχειρηματία. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με δυο μαρτυρικές καταθέσεις του πρώην στελέχους της Ericsson, Λις Ολοφ Νένζελ, που φέρεται ως διαχειριστής των «μαύρων ταμείων» της εταιρείας, αποδείχθηκαν αρκετά για να οδηγήσουν στην έκδοση του εντάλματος και στη σύλληψη του επιχειρηματία, το βράδυ της Δευτέρας στο σπίτι του στη Φιλοθέη.
Ειδικότερα, από τις έρευνες και από τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, προέκυψε πως από την Ericsson που προμήθευσε στη χώρα μας με τα τέσσερα ιπτάμενα ραντάρ έφτασαν στην εταιρεία «Interaction» συμφερόντων Λιακουνάκου, περισσότερα από δυο εκατ. ευρώ. Στη συνέχεια τα χρήματα διοχετεύονται προς δυο εταιρίες την «Highwood» και την «Rea International».
Διαχειριστής της πρώτης, δηλαδή της εταιρείας «Highwood» εμφανίζεται ο Γιώργος Καμάρης, φίλος του κ. Σμπώκου. Για το λόγο αυτό ο κ. Καμάρης κλήθηκε από την ανακρίτρια να καταθέσει και φέρεται να αποκάλυψε ότι πραγματικός ιδιοκτήτης της εταιρίας είναι ο Ιωάννης Σμπώκος, πρώην διευθυντής Εξοπλισμών του υπουργείου Άμυνας και στενός συνεργάτης του Άκη Τσοχατζόπουλου. Αμφότεροι έχουν καταδικαστεί σε πολυετείς καθείρξεις για ξέπλυμα μαύρου χρήματα κατά την προμήθεια των Tor-M1. Σε ό,τι αφορά στη εταιρεία «Rea International» ο χρηματιστής και κατηγορούμενος στην υπόθεση του Ακη Τσοχατζόπουλου, Πέτρος Χριστοδουλίδης, εκλήθη από την ανακρίτρια και ξεκαθάρισε πως εκείνος είχε εντολή απο τον Γ. Καμάρη.
Καταλυτικό ρόλο για την έκδοση του εντάλματος έπαιξαν όμως και οι καταθέσεις στην κυρία. Μπράτη του πρώην στελέχους της Ericsson, Λις Ολοφ Νένζελ, o οποίος φέρεται ως διαχειριστής των μαύρων ταμείων της εταιρίας. Το συγκεκριμένο πρόσωπο εμφανίστηκε οικειοθελώς στην ανακρίτρια και φέρεται να έδωσε στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών απ' τους οποίους «έφυγαν» εμβάσματα και κατέληξαν σε λογαριασμούς της «Interaction» στην τράπεζα HSBC στο Μονακό .
«Δεν δωροδόκησα» ισχυρίζεται ο Λιακουνάκος
Από την πλευρά του ο κατηγορούμενος επιχειρηματίας αρνείται ότι δωροδόκησε πολιτικούς και αξιωματούχος και σε γραπτή δήλωση που εξέδωσε ο Θωμάς Λιακουνάκος αναφέρει τα εξής:
«Προκαλεί εύλογη εντύπωση, το γεγονός ότι επελέγη αυτή η «πρακτική» βεβιασμένης «απολογίας μου», καθόσον:
α) Ήμουν πάντοτε, αποδεδειγμένα, στη διάθεση των δικαστικών αρχών.
β) Δεν είχε ασκηθεί, εξ αρχής, σε βάρος μου, και στα πλαίσια της παρούσης υποθέσεως, η οποιαδήποτε ποινική δίωξη.
γ) Δεν έχω δωροδοκήσει, όπως κατ΄ επανάληψη έχω δηλώσει οιονδήποτε κρατικό αξιωματούχο.
δ) Όλη η επαγγελματική μου δραστηριότητα ήταν ανέκαθεν διαφανής και νόμιμη και τα εισοδήματά μου εμφανή και φορολογητέα στην Ελλάδα.
Προφανώς, εξομοιώνονται, άδικα, πρόσωπα και πρακτικές, στον χώρο των εξοπλιστικών συμβάσεων και παραγνωρίζεται ότι εγώ, προσωπικά, καθώς και οι εταιρείες συμφερόντων μου, έχουμε υποστεί 155 φορολογικούς ελέγχους που διενήργησαν 594 ελεγκτές των φορολογικών αρχών από τους οποίους (ελέγχους) , ουδέποτε, προέκυψε κάτι επιλήψιμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο την τελευταία 15ετία έχουμε καταβάλει στο ελληνικό δημόσιο φόρους ύψους 155 εκατ. ευρώ.
Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη ότι η Δικαιοσύνη θα επιτελέσει στο ακέραιο το έργο της και θα αγνοήσει τις διάφορες Κασσάνδρες που πανηγυρίζουν, δημόσια, για τη σύλληψή μου, αδιαφορώντας για τους 3.500 εργαζόμενους στις εταιρείες μου και το μέλλον αυτών».
Erieye: Το ιπτάμενο ραντάρ των 530 εκατ.ευρώ
Το πρόγραμμα του ιπτάμενου ραντάρ Erieye ενεργοποιήθηκε το 1999 με την εκταμίευση της προκαταβολής από το ελληνικό Δημόσιο προς την Ericsson. Το παράδοξο του προγράμματος είναι πως ενώ πρόκειται για ιπτάμενο ραντάρ, ένα σύστημα ιδιαίτερα ευαίσθητο και πολύπλοκο που ουδέποτε στο παρελθόν ήταν ενταγμένο στο ελληνικό οπλοστάσιο, επελέγη μια λύση που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ζημιογόνα. Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας επέλεξε να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία ενός μη πιστοποιημένου συστήματος από την αρχή, αποτελούμενο από ραντάρ της σουηδικής Ericsson και αεροσκάφος της βραζιλιάνικης Embraer.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα υπεγράφη μεταξύ του υπουργείου Αμυνας το 1999 επί υπουργίας Τσοχατζόπουλου με τις Ericsson και Embraer και κόστισε στο ελληνικό Δημόσιο πάνω από 530 εκατ. ευρώ.