Η Coca-Cola ταυτίζεται διαχρονικά με τα Χριστούγεννα και τις εορτές του νέου έτους και το κάνει πάντοτε μοναδικά. Φέτος το κάνει ακόμη καλύτερα, πραγματοποιώντας με το κατακόκκινο φορτηγό το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο tour που έγινε ποτέ στην Ελλάδα και μας προσκαλεί να φέρουμε τη μαγεία... στο χωριό μας!
Οδυσσέας Ελύτης: Η έμπνευση για το «Άξιον Εστί» και τα «μαθήματα» που παρέδωσε στην τελετή απονομής του Νόμπελ
Οδυσσέας Ελύτης: Η έμπνευση για το «Άξιον Εστί» και τα «μαθήματα» που παρέδωσε στην τελετή απονομής του Νόμπελ
Σήμερα συμπληρώνονται 25 χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου Έλληνα ποιητή
«...Κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο ΠΑΛΛΑΣ, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον «Επιτάφιο», πρόσθεσε: « Τελείωσα το «Άξιον Εστί», το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…»: Έτσι, γλαφυρά, διηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης την ιστορική, όπως αποδείχτηκε, συνάντησή του με τον Οδυσσέα Ελύτη. Εκείνο το μεσημέρι, στην καρδιά της πόλης, άναψε η σπίθα για την «γέννηση» ενός από τα εμβληματικότερα μουσικό – ποιητικά έργα όλων των εποχών και παράλληλα έργο – σταθμό για τη διαδρομή του σπουδαίου, βραυμενένου με Νόμπελ Έλληνα ποιητή που έφυγε σαν σήμερα πριν από 25 χρόνια.
Ο Ελύτης υπήρξε ένας από τους τελευταίους της λογοτεχνικής γενιάς του ’30 αλλά και από τους πρώτους που δέχτηκαν και ενσωμάτωσαν στο έργο τους τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος. Κι ίσως ήταν αυτή η ισορροπία με την οποία ακροβατούσε ανάμεσα σε αυτούς τους δύο διαφορετικούς κόσμους που τον καθιστούσε την ποιητική του μοναδική κι ανεπανάληπτη.
Ανάμεσα στο πλούσιο και πολυδιάστατο έργο του πάντως το «Άξιον Εστί» αποτελούσε, τόσο για τον ίδιο όσο και για την διεθνή λογοτεχνική κοινότητα, την κορωνίδα της ανθρώπινης αλλά και της ποιητικής του υπόστασης μιας και μέσα από αυτούς τους στίχους εξέφρασε όλα όσα ένιωθε για την πατρίδα του, την Ελλάδα, με αξιοθαύμαστη λεκτική ακρίβεια, απίστευτη τεχνική αλλά και συγκλονιστική εκφραστικότητα
Περίπου μια δεκαετία μετά την έκδοση του έργου ο ίδιος είχε εξομολογηθεί ποιες ήταν οι εικόνες και τα συναισθήματα που τον οδήγησαν στην δημιουργία του: «Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει»
Η ζοφερή αυτή εικόνα εναλλάσσεται πολύ σύντομα στα μάτια του με ένα σκηνικό εντελώς διαφορετικό: «Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση....Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Η μοίρα του «Άξιον Εστί» αποδείχτηκε προδιαγραμμένη καθώς κατάφερε να διαλύσει κάθε εμπόδιο που εμφανίστησε στο διάβα του και να αναδυθεί στην επιφάνεια της ζωής και της τέχνης σαν μια ολοζώντανη δύναμη νέα, πρωτόγνωρη, ποιοτική αλλά και με απίστευτη λαική δύναμη συνάμα. Κι αυτή τη δύναμη την εντόπισε αμέσως ο Μίκης Θεοδωράκης: «Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίησα πως η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το «Ένα το Χελιδόνι», «Της Αγάπης Αίματα», «Ανοίγω το στόμα μου», «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ», «Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού» … με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα...» λέει ο Μίκης Θεοδωράκης ενθυμούμενος τη στιγμή που πρωτοπήρε στα χέρια του τους τυπωμένους στίχους του Ελύτη.
Κι είναι αλήθεια πως η Ελλάδα «ψήλωσε» μέσα από τους στίχους του Ελύτη και ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου με την πιο αυθεντική, την πιο αληθινή και ιερή μορφή της. Και τιμήθηκε στο πρόσωπο του ποιητή με την κορυφαία παγκόσμια λογοτεχνική διάκριση. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1979 παραλαμβάνοντας το Βραβείο Νόμπελ στην Ακαδημία της Στοκχόλμης ο Οδυσσέας Ελύτης παρέδωσε πολύτιμα μαθήματα ιστορίας και τέχνης σκιαγραφώντας, με τρόπο ξεκάθαρο, το προφίλ των διαχρονικών ανθρώπινων αξιών: «Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική, θα έλεγα, τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας, ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή» έλεγε σε κάποιο σημείο της ομιλίας του για να συμπληρώσει αμέσως με νόημα: «Για τον ποιητή —μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές— η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια...».
Ειδήσεις σήμερα:
Ηράκλειο: Συγκλονίζει η γιατρός που παρέλαβε με ασθενοφόρο το δίχρονο αγοράκι που έπεσε σε βαρέλι
Συναγερμός στο νοσοκομείο Μεταξά: Θετικοί στον κορωνοϊό 24 εργαζόμενοι
Νέο αρνητικό ρεκόρ με 645 διασωληνωμένους - Στα 3.073 τα νέα κρούσματα, 45 θάνατοι
Ο Ελύτης υπήρξε ένας από τους τελευταίους της λογοτεχνικής γενιάς του ’30 αλλά και από τους πρώτους που δέχτηκαν και ενσωμάτωσαν στο έργο τους τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος. Κι ίσως ήταν αυτή η ισορροπία με την οποία ακροβατούσε ανάμεσα σε αυτούς τους δύο διαφορετικούς κόσμους που τον καθιστούσε την ποιητική του μοναδική κι ανεπανάληπτη.
Ανάμεσα στο πλούσιο και πολυδιάστατο έργο του πάντως το «Άξιον Εστί» αποτελούσε, τόσο για τον ίδιο όσο και για την διεθνή λογοτεχνική κοινότητα, την κορωνίδα της ανθρώπινης αλλά και της ποιητικής του υπόστασης μιας και μέσα από αυτούς τους στίχους εξέφρασε όλα όσα ένιωθε για την πατρίδα του, την Ελλάδα, με αξιοθαύμαστη λεκτική ακρίβεια, απίστευτη τεχνική αλλά και συγκλονιστική εκφραστικότητα
Περίπου μια δεκαετία μετά την έκδοση του έργου ο ίδιος είχε εξομολογηθεί ποιες ήταν οι εικόνες και τα συναισθήματα που τον οδήγησαν στην δημιουργία του: «Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει»
Η ζοφερή αυτή εικόνα εναλλάσσεται πολύ σύντομα στα μάτια του με ένα σκηνικό εντελώς διαφορετικό: «Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση....Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Η μοίρα του «Άξιον Εστί» αποδείχτηκε προδιαγραμμένη καθώς κατάφερε να διαλύσει κάθε εμπόδιο που εμφανίστησε στο διάβα του και να αναδυθεί στην επιφάνεια της ζωής και της τέχνης σαν μια ολοζώντανη δύναμη νέα, πρωτόγνωρη, ποιοτική αλλά και με απίστευτη λαική δύναμη συνάμα. Κι αυτή τη δύναμη την εντόπισε αμέσως ο Μίκης Θεοδωράκης: «Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίησα πως η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το «Ένα το Χελιδόνι», «Της Αγάπης Αίματα», «Ανοίγω το στόμα μου», «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ», «Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού» … με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα...» λέει ο Μίκης Θεοδωράκης ενθυμούμενος τη στιγμή που πρωτοπήρε στα χέρια του τους τυπωμένους στίχους του Ελύτη.
Κι είναι αλήθεια πως η Ελλάδα «ψήλωσε» μέσα από τους στίχους του Ελύτη και ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου με την πιο αυθεντική, την πιο αληθινή και ιερή μορφή της. Και τιμήθηκε στο πρόσωπο του ποιητή με την κορυφαία παγκόσμια λογοτεχνική διάκριση. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1979 παραλαμβάνοντας το Βραβείο Νόμπελ στην Ακαδημία της Στοκχόλμης ο Οδυσσέας Ελύτης παρέδωσε πολύτιμα μαθήματα ιστορίας και τέχνης σκιαγραφώντας, με τρόπο ξεκάθαρο, το προφίλ των διαχρονικών ανθρώπινων αξιών: «Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική, θα έλεγα, τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας, ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή» έλεγε σε κάποιο σημείο της ομιλίας του για να συμπληρώσει αμέσως με νόημα: «Για τον ποιητή —μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές— η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια...».
Ειδήσεις σήμερα:
Ηράκλειο: Συγκλονίζει η γιατρός που παρέλαβε με ασθενοφόρο το δίχρονο αγοράκι που έπεσε σε βαρέλι
Συναγερμός στο νοσοκομείο Μεταξά: Θετικοί στον κορωνοϊό 24 εργαζόμενοι
Νέο αρνητικό ρεκόρ με 645 διασωληνωμένους - Στα 3.073 τα νέα κρούσματα, 45 θάνατοι
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα