Μπορεί εξωτερικά να έμοιαζε με μια οργάνωση «αυτοβοήθειας», που δημιουργήθηκε ίσως με σκοπό να «ξαφρίσει» τα αφελή της μέλη, προσφέροντάς τους ανούσια σεμινάρια έναντι αδράς αμοιβής, όμως η πραγματική φύση της NXIVM ήταν πολύ πιο σκοτεινή.
Οι «ακόλουθοι» του αμερικανικού συλλόγου πλήρωναν χιλιάδες δολάρια για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις πριβέ συμβουλευτικές συνεδρίες της οργάνωσης, φορούσαν πολύχρωμες ζώνες που δήλωναν το «βαθμό» τους και ακολουθούσαν μια ιεραρχία που θύμισε Σαϊεντολογία. Στο επίκεντρο όλων αυτών βρισκόταν φυσικά ο ηγέτης του οργανισμού, Κιθ Ρανιέρ, γνωστός στους «πιστούς» του με το παρατσούκλι «Εμπροσθοφυλακή».
Ο χαρισματικός Ρανιέρ είχε προσελκύσει στους κόλπους του οργανισμού του πλούσιους σελέμπριτις ανά τον κόσμο, μεταξύ των οποίων ο Βρετανός δισεκατομμυριούχος Ρίτσαρντ Μπράνσον και πολλές σταρ του Χόλιγουντ. Ωστόσο, στο παρασκήνιο της οργανωσης, ο Ρανιέρ εκβίαζε τις γυναίκες ακόλουθούς του ώστε να υποκύπτουν στις σεξουαλικές του ορέξεις, τις «μάρκαρε» με τα αρχικά του και τις υπέβαλε σε εξευτελιστικές ιεροτελεστίες που είχαν ως σκοπό να τις ταπεινώσουν.
Ο Ρανιέρ συνελήφθη τη Δευτέρα, όταν οι αμερικανικές Αρχές τον εντόπισαν - μετά από ανθρωποκυνηγητό μηνών - στο Μεξικό. Το κατηγορητήριο που αντιμετωπίζει είναι ιδιαίτερα βαρύ και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων κατηγορίες για sex trafficking και εξαναγκασμό σε εργασία. Ο «γκουρού» αυτοβοήθειας εκδόθηκε εχθές στο Τέξας και σήμερα θα μεταφερθεί στο Μπρούκλιν, για να παρουσιαστεί ενώπιον του Εισαγγελέα, αντιμετωπίζοντας τις καταγγελίες δεκάδων γυναικών που κακοποίησε όλα αυτά τα χρόνια.
Από παιδεραστής και απατεώνας... «γκουρού» αυτοβοήθειαςΗ πορεία του Ρανιέρ μέσα στα χρόνια και η εμπλοκή του σε πολλές σκοτεινές υποθέσεις δημιουργεί εύλογες απορίες σχετικά με το πώς μπορεί να κυκλοφορούσε μέχρι σήμερα ελεύθερος. Γεννηθείς στο Μπρούκλιν το 1960 σε μια σχετικά εύπορη οικογένεια, ο Ρανιέρ ισχυριζόταν πάντα οτι ήταν παιδί θαύμα και ότι το IQ του είχε καταγράψει ρεκόρ Γκίνες το 1989. Στην πραγματικότητα, μια σύντομη έρευνα στα φοιτητικά του χρόνια αποδεικνύει ότι μόλις και μετά βίας κατάφερε να περάσει αρκετά μαθήματα ώστε να πάρει το πτυχίο του στο Πολυτεχνείο της Νέας Υόρκης όπου εγγράφηκε μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο.
Το 1984, στα 24 του χρόνια, διατηρούσε σεξουαλική σχέση με μια 15χρονη κοπέλα για 4 μήνες, ωστόσο οι γονείς της δεν κατήγγειλαν ποτέ την κακοποίηση της κόρης τους στις Αρχές. Η προτίμησή του για τις έφηβες γυναίκες είναι κάτι που διατήρησε σε όλη του τη ζωή, όπως φαίνεται από τη μετέπειτα πορεία του.
Μετά από μερικά χρόνια που εργάστηκε σαν πωλητής, το 1990 έστησε τον οργανισμό Consumers’ Buyline, ένα club καταναλωτών που σύντομα αριθμούσε 200.000 μέλη ανά τις ΗΠΑ. Τη ίδια χρονιά, αποπλάνησε την 12χρονη κόρη ενός υπαλλήλου της εταιρείας του, ένα έγκλημα για το οποίο επίσης δεν κατηγορήθηκε ποτέ επίσημα. Όπως εξομολογήθηκε το ίδιο το θύμα πολλά χρόνια αργότερα, την είχε κολακέψει το ενδιαφέρον που της έδειξε ένας τόσο ώριμος και χαρισματικός άνδρας και έτσι δεν δίσταζε να κάνει οτιδήποτε της ζητούσε.
Ο Ρανιέρ έκλεισε την εταιρεία του το 1996, όταν η Εισαγγελία της Νέας Υόρκης ξεκίνησε έρευνες με την υποψία ότι επρόκειτο για κομπίνα τύπου Πυραμίδας. Έναν χρόνο αργότερα, ο Ρανιέρ γνώρισε τη Νάνσυ Σάλζμαν, μια νοσοκόμα που ειδικευόταν στην ύπνωση, και με τη βοήθειά της δημιούργησε ένα νέο ίματζ για τον εαυτό του: Εκείνο του «γκουρού» αυτοβοήθειας που μπορούσε να οδηγήσει στην επαγγελματική και προσωπική ευτυχία οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος να πληρώσει με... «χρυσάφι» τις πολυτιμες συμβουλές του.
Μέσα σε πέντε χρόνια, η επιτυχία του οργανισμού αυτοβοήθειας του Ρανιέρ, που πλέον ονομαζόταν NXVIUM είχε εκτοξευθεί στα ύψη. Μέσω των σεμιναρίων, των βιβλίων και των συμβουλευτικών συνεδριών του, ο «γκουρού» θα έβγαζε μέσα στα επόμενα χρόνια εκατομμύρια δολάρια. Γύρω στο 2004 ωστόσο άρχισαν να ακούγονται διάφορα παράξενα πράγματα για την οργάνωση και τον τρόπο που εκμεταλλευόταν τα μέλη της. Αρκετοί από τους πλούσιους ακόλουθους του Ράνιερ είχαν δωρίσει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια στην οργάνωση και είχαν κόψει αδικαιολόγητα κάθε επαφή με τους δικούς τους ανθρώπους, θυμίζοντας υποθέσεις αιρέσεων και κινώντας τις υποψίες των Αρχών.