Μην ακούσω κιχ!
Ρέα Βιτάλη

Ρέα Βιτάλη

Μην ακούσω κιχ!

Εκείνα τα μεσημέρια ήταν αφόρητα αργόσυρτα. Δεν ήξερες από πού να τα πιάσεις και πώς να τα σπρώξεις. Ξεκινούσαν με ένα «μην ακούσω κιχ!» των γονιών.

Γελοία ως φράση. Αν αναλογιστείς ότι ποτέ δεν θα είχαμε σκεφτεί να αρθρώσουμε «κιχ» αν δεν μας το έλεγαν εκείνοι. Και με το που εκστόμιζες: «Μα και τι να κάνω; Αφού δεν νυστάζω», σου αντιγύριζαν: «Διάβασε κάνα βιβλίο να ξεστραβωθείς». Βλέπετε, η γενιά μου χόρτασε χειρουργικής ακρίβειας φράσεις και άλλες τόσες παροιμίες... «Βιβλίο να ξεστραβωθείς» και παραλλήλως «τα αγαθά κόποις κτώνται». Και έπεφτε, που λέτε, ησυχία. Ησυχία προσμονής. Και περίμενες και περίμενες, χωρίς να ξέρεις και τι ακριβώς περιμένεις. Και περιμένοντας το τίποτα, στην αρχή σκαρφιζόσουνα χαζά… Οπως το να παίζεις με τα δάχτυλα και να δημιουργείς σκιές στον τοίχο που έμοιαζαν με κάτι. Αραγε κάνουν ακόμα τα παιδιά τέτοια χαζά;

Αλλά κάποτε το βαριόσουνα κι αυτό. Και μετά; Μετά σιγά-σιγά ξεχυνόταν το μυαλό στα λιβάδια του «τίποτα». Και έκανες σκέψεις και σκέψεις και ξεπρόβαλλαν και όνειρα. Και έβαζες λιθαράκια, από ένα «εγώ κάποτε...» δικό σου, κατά δικό σου. Είδες το «τίποτα»; 
Παρατηρώ την αγωνία των σύγχρονων γονιών για να έχει το παιδί τους «δημιουργική απασχόληση». Σπεύδουν να γεμίσουν τον χρόνο τους! Θαρρώ πως τίποτα δεν φοβήθηκε ο σύγχρονος πιο πολύ από το «τίποτα». Κι όμως, εμπεριέχει τόσο εσωτερική οχλαγωγία. Μόνο από των γυναικών το «τίποτα» να παραδειγματιστείς... Τρέμε την ώρα που θα ρωτήσεις γυναίκα «τι έχεις;» και θα σου απαντήσει «τίποτα». Στο «τίποτα» των γυναικών να είσαι πονηρεμένος.  

Προχθές πήγαμε σε ένα ταβερνάκι η γνωστή παρέα. Καιρό είχαμε να τα πούμε. Θορυβώδης παρέα, ελληνικής κοπής. Ο καθένας μας με το γνωστό του ρεπερτόριο. Ενα «μαρς» για πολιτική ανάλυση, ένα «πώς τα βλέπεις τα πράγματα;», συγκεκριμένο και αόριστο, μετά ένα «διάβασες εκείνο;» και ένα «τι κατάντια είναι αυτή, βρε παιδί μου!», και άρχιζε και τι δεν άρχιζε. Αναλύσεις, διαφωνίες, ενώσεις, διχασμοί, ισχυρογνωμοσύνες, φωνές και τα τοιούτα.
Κλείσιμο

Αλλά προχθές ήταν όλα διαφορετικά. Σαν να έχει κατακαθίσει ο κουρνιαχτός του καθενός μας. Σαν να μη μας έμειναν πια δυνάμεις, ούτε αντοχές. Σαν το χαρτί της Εφορίας που πήρε ο καθένας μας να μας έχρισε συγγενείς νεκρού που κουνάνε το κεφάλι ενώ τον ξενυχτάνε... «Ματαιότης, τα πάντα ματαιότης». Μέσα στον τελευταίο χρόνο σαν όλα να ξεθάφτηκαν, να ξεβράστηκαν, να ξεχείλισαν, να εξευτελίστηκαν. Λες και μας ήταν γραφτό να ζήσουμε σε ένα-δυο χρόνια συμπυκνωμένη όλη την ύλη της Ελληνικής μας Ιστορίας. Για να ξεστραβωθούμε; Και τώρα; Τώρα είμαστε στο «τίποτα». Και περιμένουμε, και περιμένουμε κάτι που δεν ξέρουμε τι. Ξεμπέρδεψε ο καθένας μας με τις σκιές στον τοίχο του. Αλλά δεν τολμάμε ούτε ένα όνειρο. Πονάνε τα μεσημέρια του σήμερα. Κι ας είμαστε εκπαιδευμένοι από τα μικράτα μας. Ενα όνειρο, βρε παιδιά, από κάπου να ξεκουνήσει. Τίποτα. Τίποτα. Στο «τίποτα» των ψηφοφόρων να είσαι πονηρεμένος. Μόνο «μην ακούσω κιχ!» σαν να λέμε όλοι προς όλους. 


* Συγγραφέας-δημοσιογράφος
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα