Νόμιμη Μετανάστευση: ένα εργαλείο προόδου και ταυτόχρονα παγίδα εξάρτησης
Μάριος Καλέας

Μάριος Καλέας

Νόμιμη Μετανάστευση: ένα εργαλείο προόδου και ταυτόχρονα παγίδα εξάρτησης

Για πρώτη φορά μετά από χρόνια πρόκειται το προσεχές διάστημα, σύμφωνα με το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση και να πάρει εν συνεχεία το δρόμο προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο με σκοπό τον εξ ορθολογισμό και την κάλυψη των κενών στην αγορά εργασίας μέσω του «μοχλού» της νόμιμης μετανάστευσης

Ο αναγκαίος αυτός εξορθολογισμός επιδιώκεται να υλοποιηθεί με έμφαση στην επιτάχυνση των εκατοντάδων χιλιάδων εκκρεμών αιτήσεων που «σκονίζονται» στα ράφια των Υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης, στη μερική παράκαμψη της χρονοβόρας συνέντευξης στις προξενικές μας Αρχές ανά τον κόσμο, την ενεργητική αξιοποίηση των χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα, μέρος εκ των οποίων έχει εδραιώσει μια παρασιτική αντίληψη κάνοντας χρήση της επιδοματικής πολιτικής και τέλος, τη διασύνδεση των αναγκών της αγοράς και ιδιαίτερα των ελλείψεων στον πρωτογενή τομέα με το προφίλ και τα διαθέσιμα προσόντα των παραπάνω μεταναστών.

Είναι ένα νομοσχέδιο που έρχεται να βάλει τάξη στις μεγάλες καθυστερήσεις του δημόσιου μηχανισμού εκσυγχρονίζοντας το υφιστάμενο πλαίσιο αλλά ταυτόχρονα προσδοκά να ευθυγραμμίσει τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας με το διεθνές μεταβαλλόμενο αναπτυξιακό περιβάλλον στοχεύοντας στην προσέλκυση και «εκμετάλλευση» του αναγκαίου ανθρώπινου παράγοντα.

Σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις των συναρμόδιων υπουργείων τα κενά στον τουρισμό, τον κατασκευαστικό κλάδο και την αγροτική οικονομία υπερβαίνουν σήμερα τις 200.000. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κομμάτι των υπαρχουσών ελλείψεων. Οι ανάγκες αυτές, όμως, δεν είναι εφάπαξ ούτε αμετάβλητες. Τουναντίον, με την εκτόξευση των τουριστικών αφίξεων τα τελευταία χρόνια αλλά και την αύξηση των κατασκευαστικών έργων, οι ανάγκες και συνακόλουθα η ζήτηση των αντίστοιχων εργατικών χεριών είναι δυναμικά εξελισσόμενες με αυξητική τάση.

Λαμβάνοντας υπόψη τη δεξαμενή των υποψήφιων για την κάλυψή τους, προκύπτει ότι σαφώς η πλειοψηφία των κενών ενδέχεται να πληρωθεί από μετανάστες, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η χώρα θα πρέπει να εφησυχάσει και να αποποιηθεί των ευθυνών και θεσμικών της υποχρεώσεων για μια ανάλογη αξιοποίηση και του γηγενούς εργατικού δυναμικού. Όχι στο πλαίσιο μία λογικής συμψηφισμού βάσει εθνικότητας ή μιας ισορροπητικής προσέγγισης υποκινούμενης από αλλότρια κίνητρα, όπως κάποιοι θα βιαστούν να πούνε, αλλά με σκοπό τη χάραξη μιας εθνικής πολιτικής που θα επενδύσει οριζόντια και δίχως διακρίσεις σε όλο το διαθέσιμο ανθρώπινο κεφάλαιο.

Σε διαφορετική περίπτωση κι εφόσον η εθνική πολιτική εστιάσει κατά αποκλειστικότητα στην κάλυψη των αναγκών, τωρινών και μελλοντικών, μέσω της μονόπλευρης εισαγωγής μεταναστών, πολλώ μάλλον μέσω της αποκλειστικής επένδυσης σε παράνομα αφιχθέντες, έστω και αν αυτοί είναι πρόσφυγες, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας αναπόφευκτης αποτυχίας με οικονομικές, κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις.

Ειδικότερα, το επιχείρημα ότι η μετανάστευση είναι αυτή που διατηρεί τομείς όπως η γεωργία ή οι κατασκευές σε άνθηση αγνοεί τον ευρύτερο κοινωνικό αντίκτυπο. Στην πλειονότητα της αγροτικής Ελλάδας, κυρίως στα κεντρικά και βόρεια τμήματα της χώρας, η υπερβολική και δυσανάλογη χρήση ξένου εργατικού δυναμικού δύναται να συσχετιστεί με τη συνεχή μείωση του πληθυσμού και την οικονομική ύφεση των αγροτικών πόλεων - μια διαδικασία που ορισμένοι κοινωνιολόγοι αποκαλούν «εσωτερική ερημοποίηση».

Αυτό, δηλαδή, που κάποτε ήταν ένα σύστημα διασταυρούμενης οικονομικής υποστήριξης - εργασία, γη και τοπική τεχνογνωσία - έχει μετατραπεί με την πάροδο του χρόνου σε εξάρτηση από τη μακροπρόθεσμη και χαμηλού κόστους «ξένη» εργασία. Η φθηνότερη διαθεσιμότητα εργασίας μειώνει το κίνητρο για τις κυβερνήσεις ή τους εργοδότες να επενδύσουν σε κατάρτιση, καινοτόμες μεθόδους, τεχνολογία ή να αυξήσουν τα εισοδήματα των γηγενών εργαζομένων και αυτό σταδιακά διαβρώνει την αυτάρκεια της τοπικής οικονομίας και επιδεινώνει την περιφερειακή ανισότητα.

Υπάρχει, επίσης, μια επικίνδυνη πλάνη ότι οι κοινότητες μεταναστών μπορούν να ενταχθούν γρήγορα στις αγορές εργασίας. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες δυτικές οικονομίες - ιδιαίτερα στις κατασκευές και τον τουρισμό - απαιτούν υψηλά επίπεδα εξειδίκευσης, επαγγελματικής πιστοποίησης και τήρησης αυστηρών κανονισμών και πρωτοκόλλων. Για παράδειγμα, η εργασία σε ξενοδοχειακές μονάδες υψηλού επιπέδου παροχών ανά την ΕΕ απαιτεί τεχνογνωσία στην ασφάλεια των τροφίμων, διάφορες ομιλούμενες γλώσσες και πολιτισμική ενσυναίσθηση, δεξιότητες απρόσιτες για κάποιον χωρίς βασική επίσημη εκπαίδευση.

Κλείσιμο
Το ίδιο ισχύει και για τις κατασκευαστικές εργασίες, οι οποίες σήμερα προϋποθέτουν εκτός από τη σωματική δύναμη, ολοένα και περισσότερες τεχνικές γνώσεις σχετικά με τους κώδικες ασφαλείας, τα υλικά και τον επαρκή χειρισμό του τεχνολογικού εξοπλισμού. Σε αντίθεση, όμως, με τα ανωτέρω, βάσει σχετικής έκθεσης του ΟΟΣΑ (OECD. (2020b). Skills outlook 2020: Skills to shape a better future), ένα υψηλό ποσοστό των πρόσφατων αιτούντων άσυλο στην Ευρώπη είναι ανειδίκευτοι πέρα ​​από το δευτεροβάθμιο επίπεδο εκπαίδευσης, επομένως ακατάλληλοι για άμεση ενσωμάτωση σε βιομηχανίες υψηλής ειδίκευσης.

Επιπλέον, σε αντίθεση με τον μύθο ότι οι μετανάστες είναι πρόθυμοι να εργαστούν για οποιαδήποτε θέση τους προσφερθεί, μεγάλο μέρος κοινωνικών ερευνών καταδεικνύει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών, ιδίως εκείνων από φτωχότερες χώρες ή χώρες που έχουν πληγεί από τον πόλεμο, θα προτιμούσε την επανεγκατάσταση σε εκείνα τα κράτη που διαθέτουν ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας.

Χώρες όπως η Γερμανία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες προσφέρουν στέγαση, οικονομικά επιδόματα και υγειονομική περίθαλψη είναι δημοφιλείς προορισμοί - όχι τόσο για τις θέσεις εργασίας, αλλά επειδή διαθέτουν επαρκή δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας. Αυτή η εμπειρία αμφισβητεί τη συνήθη, άκριτα αποδεκτή, στρεβλή υπόθεση ότι οι μετανάστες έρχονται για να «κάνουν τη δουλειά που οι ντόπιοι δεν θα κάνουν». Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι μετανάστες μπορεί, και είναι φυσιολογικό, να αναζητούν σταθερότητα, εκπαίδευση και κρατική υποστήριξη αντί για την «ανεπιθύμητη» χειρωνακτική, κοπιώδη εργασία.

Πέρα όμως από την οικονομία, υπάρχουν γνήσια πολιτιστικά και ηθικά ζητήματα που εμπλέκονται στην μεγάλης κλίμακα μετακίνηση ατόμων από ουσιαστικά διαφορετικά συστήματα αξιών. Οι δυτικές φιλελεύθερες και κοσμικές κοινωνίες είναι πιθανό να βρίσκονται σε πολιτισμική «σύγκρουση» με μετανάστες που προέρχονται από πιο θρησκευτικά συντηρητικές και πουριτανικές κοινωνίες. Οι αξίες της ισότητας των φύλων, της ανεξιθρησκείας και της ελευθερίας του λόγου αποτελούν εγγενή στηρίγματα των φιλελεύθερων δημοκρατιών, οι οποίες ωστόσο μπορεί να αντίκειται στον αξιακό κώδικα ορισμένων κοινοτήτων μεταναστών.

Για παράδειγμα, στη Σουηδία, μελέτες (SOU 2017:65 Integration policies in Sweden: Challenges and opportunities. Swedish Government Official Reports) έχουν υπογραμμίσει τον κατακερματισμό και τις υπάρχουσες εντάσεις σε αστικές περιοχές με πυκνή παρουσία μεταναστών, όπου οι παράλληλες κοινωνίες απορρίπτουν τους κανόνες ισότητας των φύλων ή τον κοσμικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα η ενσωμάτωση να είναι πιο δύσκολη. Ομοίως, στη Γαλλία, η αυστηρή εφαρμογή του κοσμικού χαρακτήρα («laïcité») και ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με θρησκευτικά σύμβολα όπως το χιτζάμπ έχει οδηγήσει σε συγκρούσεις με τις μουσουλμανικές θρησκευτικές κοινότητες, αντανακλώντας βαθιές πολιτισμικές διαφορές την ίδια στιγμή που στη Γερμανία διεξάγονται συζητήσεις σχετικά με την ενσωμάτωση των προσφύγων και τις προκλήσεις όσον αφορά στην αποδοχή των κοινωνικών κανόνων και τα δικαιώματα των γυναικών, όπως η αυτονομία τους και η συμμετοχή τους στην εκπαίδευση και τις αγορές εργασίας.

Ως εκ τούτου, η άρνηση αποδοχής ή αναγνώρισης τέτοιων πολιτισμικών διαφορών μπορεί να οδηγήσει σε παράλληλες κοινωνίες, κοινωνική αποσύνθεση, ενώ ερευνητές όπως οι Kundnani και Bleich δείχνουν ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός και η πολιτισμική ασυμβατότητα θα μπορούσαν να συμβάλουν σε κανάλια ριζοσπαστικοποίησης για τις περιθωριοποιημένες ομάδες. Δεδομένων των παραπάνω, είναι προφανές ότι η ενσωμάτωση δεν είναι απλώς θέμα αγορών ή οικονομικής δραστηριότητας, αλλά μια παρατεταμένη και σύνθετη διαδικασία που περιλαμβάνει εξίσου και την πολιτισμική αμοιβαιότητα.

Εν κατακλείδι, ο μύθος ότι η μετανάστευση μπορεί να καλύψει από μόνη της τα κενά στην αγορά εργασίας είναι κάτι περισσότερο από μια απλοϊκή προσέγγιση του προβλήματος – είναι ένα επιβλαβές αφήγημα που υποκρύπτει την εκμετάλλευση, ενισχύει την εξάρτηση και εδραιώνει τον διχασμό. Οι εφαρμόσιμες λύσεις πρέπει να περιλαμβάνουν διαρθρωτικές αλλαγές και μία τέτοια βιώσιμη απάντηση είναι η επένδυση σε εγχώριο εργατικό δυναμικό και όχι η παράκαμψή του.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, για παράδειγμα, η παροχή κινήτρων αγροτικής ανάπτυξης δύναται να ενθαρρύνει την τοπική συμμετοχή σε αραιοκατοικημένους τομείς, γεγονός που μεσομακροπρόθεσμα θα έχει ευεργετικές συνέπειες στη δημογραφική απειλή που πλήττει σήμερα τις «αγροτικές και ημι-αγροτικές» ζώνες της Ευρώπης. Αντί, με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις να επικεντρώνονται στη μονομερή πρόσληψη ξένων εργαζομένων με σκοπό την κάλυψη των κενών στην οικονομία, θα πρέπει να εισαγάγουν οικογενειοκεντρικές πολιτικές που θα προσελκύσουν τους νέους να παραμείνουν, να εργαστούν και να δημιουργήσουν κοινωνικά δίκτυα στην ύπαιθρο και στις πόλεις από τις οποίες κατάγονται.

Αυτές οι πολιτικές, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission The demography report 2021: Ageing Europe — Looking at the lives of older people in the EU. Publications Office of the European Union) μπορούν να περιλαμβάνουν επιδοτήσεις στέγασης, φορολογικές ελαφρύνσεις για τις οικογένειες, προγράμματα μητρικής υποστήριξης και επενδύσεις σε τοπικά σχολεία, παροχές υγείας και δημόσιες μεταφορές.

Συμπερασματικά, η μετανάστευση, σε αυτό το πλαίσιο, της κάλυψης δηλαδή των κενών της αγοράς εργασίας και της αναζωογόνησης του πληθυσμού παρηκμασμένων περιοχών, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως συμπληρωματικό και όχι πρωταρχικό εργαλείο. Ταυτόχρονα, οι μεταναστευτικές πολιτικές πρέπει να αξιολογούνται όχι μόνο για την οικονομική τους αναγκαιότητα αλλά και για τη συμβολή τους στην κοινωνική συνοχή των περιοχών αυτών.

Συνακόλουθα, ο δημόσιος διάλογος θα πρέπει να απομακρυνθεί από την απεικόνιση των μεταναστών είτε ως πανάκεια είτε ως υπεύθυνων για όλα τα δεινά των σύγχρονων αγορών. Τέτοιες αφηγήσεις αφενός δεν καταφέρνουν να αποτυπώσουν την ποικιλομορφία της μετανάστευσης αφετέρου εξυπηρετούν μια αναγωγιστική προσέγγιση που θέλει μόνο την προσωρινή εξυπηρέτηση των οικονομιών παραμελώντας τις δομές που ενυπάρχουν και στην πραγματικότητα οδηγώντας σε περισσότερα μακροπρόθεσμα προβλήματα παρά λύσεις.

Ο Μάριος Καλέας είναι Διοικητής της Υπηρεσίας Ασύλου

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Best of Network

Δείτε Επίσης