Η INALAN προσέλκυσε 40 εκατ. ευρώ ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, τριπλασίασε το προσωπικό της σε ένα χρόνο και παρέχει δυνατότητα σύνδεσης γρήγορου internet σε πάνω από 600.000 νοικοκυριά - Κατά 44% αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών της.
Πόπη Τσαπανίδου: «Αισθάνομαι πως περνάω τώρα την εφηβεία μου»
Πόπη Τσαπανίδου: «Αισθάνομαι πως περνάω τώρα την εφηβεία μου»
Η συμμετοχή της ως βασίλισσα της κόκας στο Μικρό Ψάρι, που κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες, έφερε στην επιφάνεια μια απρόσμενα «αμείλικτη» πλευρά της Θεσσαλονικιάς δημοσιογράφου. Αν και, στην πραγματικότητα, η «πολλών κυβικών Ποπάρα», όπως τη χαρακτήρισε εύστοχα ο σκηνοθέτης της ταινίας, είναι πιο ανέμελη και ταυτόχρονα ριψοκίνδυνη από ποτέ. Ειδικά τώρα, που ετοιμάζεται για το 4ο «παιδί» της.
Αρχές της δεκαετίας του 1970 και μια παλιά γερμανική Zündapp μηχανή διασχίζει την παραλιακή λεωφόρο της Θεσσαλονίκης. Στη μέση, ανάμεσα στον– υπάλληλο σε εργοστάσιο– μπαμπά («Ήταν κούκλος. Μηχανόβιος και σαν σταρ του σινεμά, παρόλο που είχε χάσει το ένα μάτι του, όταν, στα 5 του, έσκασε μπροστά του μια χειροβομβίδα, απομεινάρι του εμφυλίου, που είχαν βρει με τον αδελφό του») και τη νεαρή μητέρα βρίσκεται ένα 3χρονο μελαχρινό κορίτσι που κλαίει με λυγμούς. Δυνατά. Σπαρακτικά. Όμως, κανείς δεν την ακούει.
«Μου είχε φύγει από τα χέρια η αγαπημένη μου κούκλα, μία με κόκκινα μαλλιά, που όλα τα παιδάκια εκείνη την εποχή φωνάζαμε “στραβοκάνα”. Είχε, όμως, θόρυβο και οι γονείς μου δεν με άκουγαν. Όταν φτάσαμε πια στο σπίτι της γιαγιάς μου και το πήραν είδηση, τρόμαξαν. Φοβήθηκαν ότι είχα πάθει κάτι. Τελικά γυρίσαμε πίσω και καταφέραμε να τη βρούμε». Αυτό μου λέει η Πόπη Τσαπανίδου, πιο «εγκληματικά» γοητευτική από κοντά απ’ ό,τι μου είναι επιτρεπτό να περιγράψω χωρίς να προκαλέσω «τριγμούς» στο γάμο μου, καθώς καθόμαστε στο λόμπι του Πεντελικόν μετά το τέλος της φωτογράφισης.
«Μου είχε φύγει από τα χέρια η αγαπημένη μου κούκλα, μία με κόκκινα μαλλιά, που όλα τα παιδάκια εκείνη την εποχή φωνάζαμε “στραβοκάνα”. Είχε, όμως, θόρυβο και οι γονείς μου δεν με άκουγαν. Όταν φτάσαμε πια στο σπίτι της γιαγιάς μου και το πήραν είδηση, τρόμαξαν. Φοβήθηκαν ότι είχα πάθει κάτι. Τελικά γυρίσαμε πίσω και καταφέραμε να τη βρούμε». Αυτό μου λέει η Πόπη Τσαπανίδου, πιο «εγκληματικά» γοητευτική από κοντά απ’ ό,τι μου είναι επιτρεπτό να περιγράψω χωρίς να προκαλέσω «τριγμούς» στο γάμο μου, καθώς καθόμαστε στο λόμπι του Πεντελικόν μετά το τέλος της φωτογράφισης.
Ο λόγος που εστιάζω σε αυτή την ιστορία; Το ότι κάπου εδώ, στα 3 της χρόνια, τελειώνει το αθώο και ανέμελο κομμάτι της ζωής της και ξεκινά ο σκληρός αγώνας. Αν και αμφιβάλλω ότι η Παρθένα (το βαφτιστικό, ένεκα της ποντιακής καταγωγής, όνομά της) επέτρεψε σε οποιονδήποτε άλλο (σύντροφο, παιδιά, στον ίδιο της τον καθρέφτη) να τη δει ποτέ ξανά να κλαίει.
«Δεν υπήρξα ποτέ “ροζ” ή γατούλα. Η αλήθεια είναι ότι άρχισα να χάνω την αθωότητά μου από τότε που ήμουν 6 ετών. Όλο αυτό το μωρουδίσιο και το ανέμελο. Είναι σαν να γεννήθηκα υπεύθυνο άτομο. Από μικρή, αντί να βγαίνω και να παίζω, καθόμουν και πάλευα με τον εαυτό μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την προσπάθειά μου, πριν πάω καν νηπιαγωγείο, να καταφέρω να γράψω το Β και το Δ. Τα μπέρδευα τρελά, ούτε να τα πω δεν μπορούσα εύκολα. Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει μάλλον να είμαι δυσλεκτική. Δεν το έψαξα ποτέ επισήμως, αλλά έχω όλα τα συμπτώματα».
Ένας ρόλος στα μέτρα της
Ένα ακόμη πράγμα που δεν είχε ψάξει ποτέ μέχρι τώρα η Πόπη ήταν το κατά πόσο είχε ταλέντο στην υποκριτική. Μέχρι, δηλαδή, τη στιγμή που την πήρε τηλέφωνο ο Γιάννης Οικονομίδης (Σπιρτόκουτο, Η Ψυχή στο Στόμα, Μαχαιροβγάλτης), για να της ζητήσει να παίξει ένα μικρό αλλά κομβικό ρόλο στο Μικρό Ψάρι, τη νέα του ταινία σχετικά με έναν εκτελεστή συμβολαίων θανάτου, που προσπαθεί να ξεπληρώσει το χρέος του απέναντι σε έναν αρχι-νονό της νύχτας βοηθώντας τον να αποδράσει, η οποία τάραξε τα νερά στο φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου προβλήθηκε.
H προφανής ερώτηση, από τη στιγμή που ο Οικονομίδης δεν ανήκει επουδενί στους σκηνοθέτες που αναζητούν έναν επώνυμο «κράχτη» για να προμοτάρουν τις ταινίες τους, είναι το «γιατί εκείνη;». «Επειδή είχε τη διορατικότητα να καταλάβει πόσο σπουδαία, κατά βάθος, ηθοποιός είμαι» μου λέει η Πόπη γελώντας. Προσθέτοντας, στα σοβαρά τώρα, ότι «Αυτό τον ρώτησα κι εγώ από το πρώτο δευτερόλεπτο που συναντηθήκαμε. Μου είπε ότι “Σε έβλεπα εδώ και καιρό και ήθελα από πάντα να σε δοκιμάσω σε ένα ρόλο. Όταν έγραφα το συγκεκριμένο, μόνο εσύ μου ήρθες στο μυαλό”. Κάτι που προφανώς είναι πολύ τιμητικό. Εκείνος περίμενε ότι θα πω “όχι”. Εγώ είπα “ναι”. Αν και τότε ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου ότι απαιτείται τόσο σκληρή δουλειά για να πεις δυο λόγια».
Η ίδια αντιμετώπισε το όλο πράγμα και λίγο ως ψυχανάλυση. «Κανονικά θα έπρεπε να τον πληρώνω έπειτα από κάθε πρόβα. Μπορείς να πεις, αν θες, ότι τον “εκμεταλλεύτηκα”. Γιατί ουσιαστικά αυτό που κάνει ο Οικονομίδης είναι να σε βάζει να βρεις κομμάτια που κρύβεις μέσα σου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον τσαμπουκά μου. Επίσης, με ανάγκασε, όπως θα έκανε κι ένας ψυχοθεραπευτής, να παραδεχτώ πράγματα για τον εαυτό μου. Όπως ότι μπορώ να γίνω ψυχρή και ότι, όπως και ο ρόλος που υποδύομαι, μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει να τα δίνεις όλα για να πετύχεις το στόχο σου».
Από το λιμάνι στο σαλόνι
Για όσους γνωρίζουν την πορεία της στη δημοσιογραφία, από τότε που ήταν 16 ετών και υπέγραψε το πρώτο της κείμενο για την εφημερίδα Ελληνικός Βορράς μέχρι και σήμερα, δεν αποτελεί έκπληξη ο ρόλος της στην ταινία. Γιατί η Πόπη είναι και του σαλονιού αλλά και του λιμανιού. «Στα σαλόνια μπήκα πολύ πρόσφατα. Στο λιμάνι ήμουν συνέχεια. Στην κανονική ζωή, δηλαδή. Γιατί πριν δεν προλάβαινα. Βλέπεις, στο σαλόνι κάθεσαι, μιλάς και λες πώς περνάς τη μέρα σου. Εγώ ήμουν μέρα νύχτα στα λιμάνια. Δούλευα για το μεροκάματο. Και πήγαινα πάντα στα δύσκολα. Όπως την πρώτη φορά, που, προσπαθώντας να ανοίξω δρόμο για να χτίσω καριέρα, πήγα στα Σκόπια και κατάφερα να πάρω συνέντευξη από τον τότε περιζήτητο Γκλιγκόροφ. Το έκανα γιατί απλά δεν είχα περιθώριο να μην το κάνω. Ήμουν κομάντο. Και στη δουλειά και στη ζωή».
Άλλωστε, όλα αυτά τα χρόνια, η Τσαπανίδου έχει γνωρίσει από κοντά τους ανθρώπους του περιθωρίου, στο οποίο εκτυλίσσονται όλες οι ταινίες του Οικονομίδη. «Έχω μιλήσει με ανθρώπους που βγήκαν από τη φυλακή ή ήταν στα πρόθυρα να μπουν, μαφιόζους και ιερόδουλες. Πολλά χρόνια πριν, όταν είχε δημιουργηθεί ένα θέμα με τις ιερόδουλες, πήγα σε έναν οίκο ανοχής στη Φυλής και κάθισα και μίλησα μαζί τους. Την επόμενη μέρα μία από αυτές ήρθε στο γραφείο μου και μου έφερε δώρο ένα μικρό κηροπήγιο-φωτιστικό. Ήταν μια πολύ τρυφερή κίνηση κι ένα από τα πιο συγκινητικά πράγματα που μου έχουν συμβεί. Ήθελε να με ευχαριστήσει γιατί έβγαλα προς τα έξω το πρόβλημά τους. Το είχα εκτιμήσει πολύ. Όπως είχα εκτιμήσει και γενικά αυτές τις γυναίκες, γιατί είναι πολύ πιο τίμιες από πολλούς άλλους. Βλέπεις, έχω συναντήσει στη ζωή μου πολλές γυναίκες που το παίζουν κυρίες και στην πραγματικότητα είναι μεγάλες... ξέρεις τι».
Όσον αφορά το αν όλα αυτά τα χρόνια έχει εκμεταλλευτεί ποτέ την εμφάνισή της για να πάρει μια συνέντευξη ή να κερδίσει ένα αποκλειστικό, η απάντηση έρχεται αμέσως. «Αστειεύεσαι; Όχι μόνο δεν το εκμεταλλεύτηκα, αλλά προσπαθούσα φανατικά να εξαφανίσω όποια θηλυκότητα είχα πάνω μου. Μέχρι τα 40 μου, το μαλλί μου ήταν πάντα κοντό και δεν είχα φορέσει ποτέ τακούνι. Άσε που θεωρούσα πολύ προσβλητικό το να μου κάνει κάποιος κομπλιμέντο δημόσια. Να μείνει δηλαδή στην εμφάνιση και να μην κοιτάξει το πόσο “σπουδαίο μυαλό” κρύβει μέσα του το κεφάλι μου. Πλέον μου αρέσει. Δεν το βρίσκω τόσο κακό».
Με άλλα λόγια, μάλλον έχουν δίκιο τελικά οι τρεις κόρες της (25 ετών η μεγαλύτερη και 22 οι δίδυμες), για τις οποίες είναι περήφανη, αλλά της έχουν «απαγορεύσει» να μιλάει για εκείνες – το μόνο που μου αποκαλύπτει είναι πως την αποκαλούν στοργικά «χάπατο», όσον αφορά το κατά πόσο αντιλαμβάνεται την γκέλα που έχει στο αντρικό κοινό. «Έτσι με λένε. Με την έννοια ότι έχω άγνοια, ότι δεν αντιλαμβάνομαι τι γίνεται γύρω μου» εξηγεί.
Μακροβούτι πέρα από τα όρια
Η Πόπη Τσαπανίδου νιώθει μια ακατανίκητη επιθυμία να ξεπεράσει τα όριά της και να καταπολεμήσει τις φοβίες της. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά είμαι σε μια φάση που θέλω να δοκιμάσω κι άλλο τα όριά μου. Ίσως να είναι η κορύφωση πριν από την παρακμή. Το μόνο στο οποίο λέω κατηγορηματικά “όχι”, γιατί είμαι υψοφοβική, είναι το να κάνω bungee jumping ή να πηδήξω από κανένα αεροπλάνο. Αλλά και πάλι μπορεί να αλλάξω γνώμη και να το κάνω. Όπως πριν από μερικά χρόνια, που πήγα στο κάστρο της Ναυπάκτου, το οποίο ήταν κλειστό για επισκευές, και σκαρφάλωσα μέσα από μια πολεμίστρα στο πλάι, που ήταν πάνω ακριβώς από τον γκρεμό».
Παραδέχεται πως έχει πολλές φοβίες. «Έχω αγοραφοβία. Φοβάμαι, π.χ., να κυκλοφορώ μέσα σε κόσμο μόνη μου, αισθάνομαι άβολα όταν πηγαίνω σε ένα καινούριο μέρος και, όπου κι αν πάω, φροντίζω να κάθομαι με την πλάτη στον τοίχο. Επίσης πάσχω από κλειστοφοβία, η οποία κάποια χρόνια πριν ήταν τόσο έντονη, που περνούσα με δυσκολία μέσα από τα τούνελ στο δρόμο. Παλιότερα φοβόμουν επίσης τα αεροπλάνα και τους γιατρούς, αλλά αυτά τα έχω ξεπεράσει πλέον».
Πάντως, δεν δίστασε ούτε δευτερόλεπτο να μου απαντήσει για το ποια ήταν εκείνη η φορά που υπήρξε «κότα», που φοβήθηκε, οπισθοχώρησε, αποδείχτηκε «λίγη». «Υπήρξα πάρα πολλές φορές πολύ μεγάλη “κότα” στα προσωπικά μου. Δεν είναι κάτι που δεν έκανα γιατί φοβήθηκα. Είναι κάτι που δεν έκανα όταν ήθελα να το κάνω, με αποτέλεσμα να χάσω έτσι κάποια χρόνια. Έπρεπε, δηλαδή, να έχω φύγει νωρίτερα από πράγματα».
Η δεύτερη εφηβεία είναι πάντα η καλύτερη
Η Πόπη βρίσκεται στην καλύτερη φάση της ζωής της. Τόσο από επαγγελματική («Μου αρέσει πάρα πολύ η εκπομπή Live U που κάνω στο Star. Είναι καλύτερη από αυτή που έκανα. Και ακόμη το ψάχνω πώς μπορώ να κάνω το κάτι παραπάνω. Αν και, επειδή άφησα την εκπομπή πίσω κι εκείνη συνεχίζεται, υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι ότι ανταγωνίζομαι τον εαυτό μου») όσο και από προσωπική άποψη. Τα τελευταία χρόνια είναι ζευγάρι με γνωστό χρηματιστή, αλλά δεν θα πει κάτι περισσότερο από τα βασικά. Όπως ότι δεν ζηλεύει όταν της κάνουν δημόσια κομπλιμέντα οι καλεσμένοι της («Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί, αν δεν ήταν ωραίος τύπος»), αλλά και ότι είναι πολύ καλά μαζί: «Γράψε απλά ότι είμαι πάρα πολύ καλά. Τόσο καλά, που χτυπάω ξύλο».
Παύση για ένα δευτερόλεπτο, μέχρι να της φύγει το χαμόγελο από το πρόσωπο. Και μετά επανεκκίνηση της συζήτησης με έμφαση στα της εφηβείας που μοιάζει να περνάει τα τελευταία χρόνια. «Η αλήθεια είναι ότι όντως αισθάνομαι πως περνάω τώρα την εφηβεία μου. Γιατί δεν πέρασα ποτέ μου. Ήταν ένα στάδιο της ζωής μου που αναγκάστηκα να προσπεράσω. Γενικά όλη μου η ζωή είναι τρελή. Και δύσκολη. Έτσι ήρθαν τα πράγματα».
Δεν παραπονιέται. Δεν κλαίγεται. Απλά λέει τα πράγματα όπως είναι. Όπως έκανε στην περίπτωση του τραγικού θανάτου από ηλεκτροπληξία του συζύγου της, την εποχή που ήταν έγκυος στις δίδυμες κόρες της. Μια αποκάλυψη που βοήθησε πολλές γυναίκες να αισθανθούν πιο ελεύθερες να μοιραστούν επίσης τα βάσανά τους. «Δεν είναι εύκολο πράγμα να μεγαλώνεις παιδιά και ταυτόχρονα να τρέχεις δεξιά-αριστερά για να καταφέρεις να έχεις ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι. Κάθε μέρα είχε τρικλοποδιές. Κάθε μέρα προσπαθούσα να τις κάνω να νιώθουν ασφάλεια. Ότι μπορούν να ακουμπήσουν σε μένα χωρίς να πέσουμε όλοι μαζί. Γιατί υπήρχε φόβος να πέσουμε όλοι μαζί. Και αν υπάρχει ένα πράγμα που έχω ζηλέψει σε αυτή τη ζωή, είναι ότι τα δικά μου παιδιά δεν τα μεγάλωσα με τον τρόπο που ονειρευόμουν. Το έχω παράπονο ότι δεν κατάφερα να δω πώς είναι να μεγαλώνεις παιδιά με έναν άνθρωπο που θα τον λένε “μπαμπά”. Και χαίρομαι όταν βλέπω οικογένειες που είναι μαζί και αγαπημένες. Γιατί το γεγονός ότι η δική μου δεν είχε πλήρη σύνθεση αποτελεί θέμα για μένα. Δεν το συζητώ, το αντιμετωπίζω».
Μετά από αυτά (κι άλλα τόσα που μου είπε και δεν έγραψα) υπάρχει κανείς που αμφιβάλλει ότι της αξίζει μια δεύτερη εφηβεία; Μια εφηβεία, η οποία, κατά κοινή ομολογία, της πηγαίνει πολύ.
Πώς διατηρεί το σώμα της
«Είμαι 46 χρόνων, έχω κάνει τρία παιδιά και έχω περάσει μια ζωή χωρίς γυμναστικές. Οπότε, μια χαρά είναι το σώμα μου. Προφανώς έχω καλό μεταβολισμό. Αν εξαιρέσεις το λίγο κολύμπι και λίγο στίβο που έκανα ως παιδί, μέχρι τα 40 μου δεν έκανα τίποτα. Πριν από 4-5 χρόνια, ξεκίνησα να πηγαίνω γυμναστήριο δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Δοκίμασα πιλάτες, αλλά βαριόμουν. Πλέον έχω καταλήξει στο crossfit, για το οποίο τρελαίνομαι. Δεν μου αρέσει που μεγαλώνω και θα ήθελα πολύ να μείνω όπως είμαι τώρα, αλλά ποτέ δεν ενέδωσα στον πειρασμό να πάω σε πλαστικό. Δεν θέλω να κάνω πειράματα. Δεν θέλω να χάσω, όπως κάποιες γυναίκες που έχω δει, την έκφρασή μου και να γίνω πλαστική».
Η διατροφή της
«Είμαι τύπος και υπογραμμός μέχρι τις 7.00 το απόγευμα. Μετά είναι που αρχίζω το “γουρούνιασμα”. Ξεκινάω τη μέρα με ένα υγιεινό πρωινό (ομελέτα από ασπράδια αυγών ή γιαούρτι με δημητριακά) και, όταν φεύγω από το σπίτι, παίρνω μαζί μου μια μπάρα δημητριακών ή μια ομελέτα τυλιγμένη. Το μεσημέρι θα φάω κάτι σε πρωτεΐνη (κρέας, κοτόπουλο, ψάρι) με λαχανικά και, προς το απόγευμα, ένα ακόμη γιαούρτι με δημητριακά ή μια μπάρα δημητριακών. Αλλά μετά τις 7.00, αν κάτσω σε τραπέζι, είμαι ικανή να τα φάω όλα. Και τα δικά μου πιάτα και των διπλανών μου, ειδικά όταν μιλάμε για ιταλική κουζίνα και ριζότο. Όλοι απορούν με το πόσο πολύ τρώω. Επίσης, είμαι φρικτά εξαρτημένη από τη σοκολάτα».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
«Δεν υπήρξα ποτέ “ροζ” ή γατούλα. Η αλήθεια είναι ότι άρχισα να χάνω την αθωότητά μου από τότε που ήμουν 6 ετών. Όλο αυτό το μωρουδίσιο και το ανέμελο. Είναι σαν να γεννήθηκα υπεύθυνο άτομο. Από μικρή, αντί να βγαίνω και να παίζω, καθόμουν και πάλευα με τον εαυτό μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την προσπάθειά μου, πριν πάω καν νηπιαγωγείο, να καταφέρω να γράψω το Β και το Δ. Τα μπέρδευα τρελά, ούτε να τα πω δεν μπορούσα εύκολα. Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει μάλλον να είμαι δυσλεκτική. Δεν το έψαξα ποτέ επισήμως, αλλά έχω όλα τα συμπτώματα».
Ένας ρόλος στα μέτρα της
Ένα ακόμη πράγμα που δεν είχε ψάξει ποτέ μέχρι τώρα η Πόπη ήταν το κατά πόσο είχε ταλέντο στην υποκριτική. Μέχρι, δηλαδή, τη στιγμή που την πήρε τηλέφωνο ο Γιάννης Οικονομίδης (Σπιρτόκουτο, Η Ψυχή στο Στόμα, Μαχαιροβγάλτης), για να της ζητήσει να παίξει ένα μικρό αλλά κομβικό ρόλο στο Μικρό Ψάρι, τη νέα του ταινία σχετικά με έναν εκτελεστή συμβολαίων θανάτου, που προσπαθεί να ξεπληρώσει το χρέος του απέναντι σε έναν αρχι-νονό της νύχτας βοηθώντας τον να αποδράσει, η οποία τάραξε τα νερά στο φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου προβλήθηκε.
H προφανής ερώτηση, από τη στιγμή που ο Οικονομίδης δεν ανήκει επουδενί στους σκηνοθέτες που αναζητούν έναν επώνυμο «κράχτη» για να προμοτάρουν τις ταινίες τους, είναι το «γιατί εκείνη;». «Επειδή είχε τη διορατικότητα να καταλάβει πόσο σπουδαία, κατά βάθος, ηθοποιός είμαι» μου λέει η Πόπη γελώντας. Προσθέτοντας, στα σοβαρά τώρα, ότι «Αυτό τον ρώτησα κι εγώ από το πρώτο δευτερόλεπτο που συναντηθήκαμε. Μου είπε ότι “Σε έβλεπα εδώ και καιρό και ήθελα από πάντα να σε δοκιμάσω σε ένα ρόλο. Όταν έγραφα το συγκεκριμένο, μόνο εσύ μου ήρθες στο μυαλό”. Κάτι που προφανώς είναι πολύ τιμητικό. Εκείνος περίμενε ότι θα πω “όχι”. Εγώ είπα “ναι”. Αν και τότε ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου ότι απαιτείται τόσο σκληρή δουλειά για να πεις δυο λόγια».
Η ίδια αντιμετώπισε το όλο πράγμα και λίγο ως ψυχανάλυση. «Κανονικά θα έπρεπε να τον πληρώνω έπειτα από κάθε πρόβα. Μπορείς να πεις, αν θες, ότι τον “εκμεταλλεύτηκα”. Γιατί ουσιαστικά αυτό που κάνει ο Οικονομίδης είναι να σε βάζει να βρεις κομμάτια που κρύβεις μέσα σου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον τσαμπουκά μου. Επίσης, με ανάγκασε, όπως θα έκανε κι ένας ψυχοθεραπευτής, να παραδεχτώ πράγματα για τον εαυτό μου. Όπως ότι μπορώ να γίνω ψυχρή και ότι, όπως και ο ρόλος που υποδύομαι, μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει να τα δίνεις όλα για να πετύχεις το στόχο σου».
Από το λιμάνι στο σαλόνι
Για όσους γνωρίζουν την πορεία της στη δημοσιογραφία, από τότε που ήταν 16 ετών και υπέγραψε το πρώτο της κείμενο για την εφημερίδα Ελληνικός Βορράς μέχρι και σήμερα, δεν αποτελεί έκπληξη ο ρόλος της στην ταινία. Γιατί η Πόπη είναι και του σαλονιού αλλά και του λιμανιού. «Στα σαλόνια μπήκα πολύ πρόσφατα. Στο λιμάνι ήμουν συνέχεια. Στην κανονική ζωή, δηλαδή. Γιατί πριν δεν προλάβαινα. Βλέπεις, στο σαλόνι κάθεσαι, μιλάς και λες πώς περνάς τη μέρα σου. Εγώ ήμουν μέρα νύχτα στα λιμάνια. Δούλευα για το μεροκάματο. Και πήγαινα πάντα στα δύσκολα. Όπως την πρώτη φορά, που, προσπαθώντας να ανοίξω δρόμο για να χτίσω καριέρα, πήγα στα Σκόπια και κατάφερα να πάρω συνέντευξη από τον τότε περιζήτητο Γκλιγκόροφ. Το έκανα γιατί απλά δεν είχα περιθώριο να μην το κάνω. Ήμουν κομάντο. Και στη δουλειά και στη ζωή».
Άλλωστε, όλα αυτά τα χρόνια, η Τσαπανίδου έχει γνωρίσει από κοντά τους ανθρώπους του περιθωρίου, στο οποίο εκτυλίσσονται όλες οι ταινίες του Οικονομίδη. «Έχω μιλήσει με ανθρώπους που βγήκαν από τη φυλακή ή ήταν στα πρόθυρα να μπουν, μαφιόζους και ιερόδουλες. Πολλά χρόνια πριν, όταν είχε δημιουργηθεί ένα θέμα με τις ιερόδουλες, πήγα σε έναν οίκο ανοχής στη Φυλής και κάθισα και μίλησα μαζί τους. Την επόμενη μέρα μία από αυτές ήρθε στο γραφείο μου και μου έφερε δώρο ένα μικρό κηροπήγιο-φωτιστικό. Ήταν μια πολύ τρυφερή κίνηση κι ένα από τα πιο συγκινητικά πράγματα που μου έχουν συμβεί. Ήθελε να με ευχαριστήσει γιατί έβγαλα προς τα έξω το πρόβλημά τους. Το είχα εκτιμήσει πολύ. Όπως είχα εκτιμήσει και γενικά αυτές τις γυναίκες, γιατί είναι πολύ πιο τίμιες από πολλούς άλλους. Βλέπεις, έχω συναντήσει στη ζωή μου πολλές γυναίκες που το παίζουν κυρίες και στην πραγματικότητα είναι μεγάλες... ξέρεις τι».
Όσον αφορά το αν όλα αυτά τα χρόνια έχει εκμεταλλευτεί ποτέ την εμφάνισή της για να πάρει μια συνέντευξη ή να κερδίσει ένα αποκλειστικό, η απάντηση έρχεται αμέσως. «Αστειεύεσαι; Όχι μόνο δεν το εκμεταλλεύτηκα, αλλά προσπαθούσα φανατικά να εξαφανίσω όποια θηλυκότητα είχα πάνω μου. Μέχρι τα 40 μου, το μαλλί μου ήταν πάντα κοντό και δεν είχα φορέσει ποτέ τακούνι. Άσε που θεωρούσα πολύ προσβλητικό το να μου κάνει κάποιος κομπλιμέντο δημόσια. Να μείνει δηλαδή στην εμφάνιση και να μην κοιτάξει το πόσο “σπουδαίο μυαλό” κρύβει μέσα του το κεφάλι μου. Πλέον μου αρέσει. Δεν το βρίσκω τόσο κακό».
Με άλλα λόγια, μάλλον έχουν δίκιο τελικά οι τρεις κόρες της (25 ετών η μεγαλύτερη και 22 οι δίδυμες), για τις οποίες είναι περήφανη, αλλά της έχουν «απαγορεύσει» να μιλάει για εκείνες – το μόνο που μου αποκαλύπτει είναι πως την αποκαλούν στοργικά «χάπατο», όσον αφορά το κατά πόσο αντιλαμβάνεται την γκέλα που έχει στο αντρικό κοινό. «Έτσι με λένε. Με την έννοια ότι έχω άγνοια, ότι δεν αντιλαμβάνομαι τι γίνεται γύρω μου» εξηγεί.
Μακροβούτι πέρα από τα όρια
Η Πόπη Τσαπανίδου νιώθει μια ακατανίκητη επιθυμία να ξεπεράσει τα όριά της και να καταπολεμήσει τις φοβίες της. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά είμαι σε μια φάση που θέλω να δοκιμάσω κι άλλο τα όριά μου. Ίσως να είναι η κορύφωση πριν από την παρακμή. Το μόνο στο οποίο λέω κατηγορηματικά “όχι”, γιατί είμαι υψοφοβική, είναι το να κάνω bungee jumping ή να πηδήξω από κανένα αεροπλάνο. Αλλά και πάλι μπορεί να αλλάξω γνώμη και να το κάνω. Όπως πριν από μερικά χρόνια, που πήγα στο κάστρο της Ναυπάκτου, το οποίο ήταν κλειστό για επισκευές, και σκαρφάλωσα μέσα από μια πολεμίστρα στο πλάι, που ήταν πάνω ακριβώς από τον γκρεμό».
Παραδέχεται πως έχει πολλές φοβίες. «Έχω αγοραφοβία. Φοβάμαι, π.χ., να κυκλοφορώ μέσα σε κόσμο μόνη μου, αισθάνομαι άβολα όταν πηγαίνω σε ένα καινούριο μέρος και, όπου κι αν πάω, φροντίζω να κάθομαι με την πλάτη στον τοίχο. Επίσης πάσχω από κλειστοφοβία, η οποία κάποια χρόνια πριν ήταν τόσο έντονη, που περνούσα με δυσκολία μέσα από τα τούνελ στο δρόμο. Παλιότερα φοβόμουν επίσης τα αεροπλάνα και τους γιατρούς, αλλά αυτά τα έχω ξεπεράσει πλέον».
Πάντως, δεν δίστασε ούτε δευτερόλεπτο να μου απαντήσει για το ποια ήταν εκείνη η φορά που υπήρξε «κότα», που φοβήθηκε, οπισθοχώρησε, αποδείχτηκε «λίγη». «Υπήρξα πάρα πολλές φορές πολύ μεγάλη “κότα” στα προσωπικά μου. Δεν είναι κάτι που δεν έκανα γιατί φοβήθηκα. Είναι κάτι που δεν έκανα όταν ήθελα να το κάνω, με αποτέλεσμα να χάσω έτσι κάποια χρόνια. Έπρεπε, δηλαδή, να έχω φύγει νωρίτερα από πράγματα».
Η δεύτερη εφηβεία είναι πάντα η καλύτερη
Η Πόπη βρίσκεται στην καλύτερη φάση της ζωής της. Τόσο από επαγγελματική («Μου αρέσει πάρα πολύ η εκπομπή Live U που κάνω στο Star. Είναι καλύτερη από αυτή που έκανα. Και ακόμη το ψάχνω πώς μπορώ να κάνω το κάτι παραπάνω. Αν και, επειδή άφησα την εκπομπή πίσω κι εκείνη συνεχίζεται, υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι ότι ανταγωνίζομαι τον εαυτό μου») όσο και από προσωπική άποψη. Τα τελευταία χρόνια είναι ζευγάρι με γνωστό χρηματιστή, αλλά δεν θα πει κάτι περισσότερο από τα βασικά. Όπως ότι δεν ζηλεύει όταν της κάνουν δημόσια κομπλιμέντα οι καλεσμένοι της («Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί, αν δεν ήταν ωραίος τύπος»), αλλά και ότι είναι πολύ καλά μαζί: «Γράψε απλά ότι είμαι πάρα πολύ καλά. Τόσο καλά, που χτυπάω ξύλο».
Παύση για ένα δευτερόλεπτο, μέχρι να της φύγει το χαμόγελο από το πρόσωπο. Και μετά επανεκκίνηση της συζήτησης με έμφαση στα της εφηβείας που μοιάζει να περνάει τα τελευταία χρόνια. «Η αλήθεια είναι ότι όντως αισθάνομαι πως περνάω τώρα την εφηβεία μου. Γιατί δεν πέρασα ποτέ μου. Ήταν ένα στάδιο της ζωής μου που αναγκάστηκα να προσπεράσω. Γενικά όλη μου η ζωή είναι τρελή. Και δύσκολη. Έτσι ήρθαν τα πράγματα».
Δεν παραπονιέται. Δεν κλαίγεται. Απλά λέει τα πράγματα όπως είναι. Όπως έκανε στην περίπτωση του τραγικού θανάτου από ηλεκτροπληξία του συζύγου της, την εποχή που ήταν έγκυος στις δίδυμες κόρες της. Μια αποκάλυψη που βοήθησε πολλές γυναίκες να αισθανθούν πιο ελεύθερες να μοιραστούν επίσης τα βάσανά τους. «Δεν είναι εύκολο πράγμα να μεγαλώνεις παιδιά και ταυτόχρονα να τρέχεις δεξιά-αριστερά για να καταφέρεις να έχεις ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι. Κάθε μέρα είχε τρικλοποδιές. Κάθε μέρα προσπαθούσα να τις κάνω να νιώθουν ασφάλεια. Ότι μπορούν να ακουμπήσουν σε μένα χωρίς να πέσουμε όλοι μαζί. Γιατί υπήρχε φόβος να πέσουμε όλοι μαζί. Και αν υπάρχει ένα πράγμα που έχω ζηλέψει σε αυτή τη ζωή, είναι ότι τα δικά μου παιδιά δεν τα μεγάλωσα με τον τρόπο που ονειρευόμουν. Το έχω παράπονο ότι δεν κατάφερα να δω πώς είναι να μεγαλώνεις παιδιά με έναν άνθρωπο που θα τον λένε “μπαμπά”. Και χαίρομαι όταν βλέπω οικογένειες που είναι μαζί και αγαπημένες. Γιατί το γεγονός ότι η δική μου δεν είχε πλήρη σύνθεση αποτελεί θέμα για μένα. Δεν το συζητώ, το αντιμετωπίζω».
Μετά από αυτά (κι άλλα τόσα που μου είπε και δεν έγραψα) υπάρχει κανείς που αμφιβάλλει ότι της αξίζει μια δεύτερη εφηβεία; Μια εφηβεία, η οποία, κατά κοινή ομολογία, της πηγαίνει πολύ.
Πώς διατηρεί το σώμα της
«Είμαι 46 χρόνων, έχω κάνει τρία παιδιά και έχω περάσει μια ζωή χωρίς γυμναστικές. Οπότε, μια χαρά είναι το σώμα μου. Προφανώς έχω καλό μεταβολισμό. Αν εξαιρέσεις το λίγο κολύμπι και λίγο στίβο που έκανα ως παιδί, μέχρι τα 40 μου δεν έκανα τίποτα. Πριν από 4-5 χρόνια, ξεκίνησα να πηγαίνω γυμναστήριο δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Δοκίμασα πιλάτες, αλλά βαριόμουν. Πλέον έχω καταλήξει στο crossfit, για το οποίο τρελαίνομαι. Δεν μου αρέσει που μεγαλώνω και θα ήθελα πολύ να μείνω όπως είμαι τώρα, αλλά ποτέ δεν ενέδωσα στον πειρασμό να πάω σε πλαστικό. Δεν θέλω να κάνω πειράματα. Δεν θέλω να χάσω, όπως κάποιες γυναίκες που έχω δει, την έκφρασή μου και να γίνω πλαστική».
Η διατροφή της
«Είμαι τύπος και υπογραμμός μέχρι τις 7.00 το απόγευμα. Μετά είναι που αρχίζω το “γουρούνιασμα”. Ξεκινάω τη μέρα με ένα υγιεινό πρωινό (ομελέτα από ασπράδια αυγών ή γιαούρτι με δημητριακά) και, όταν φεύγω από το σπίτι, παίρνω μαζί μου μια μπάρα δημητριακών ή μια ομελέτα τυλιγμένη. Το μεσημέρι θα φάω κάτι σε πρωτεΐνη (κρέας, κοτόπουλο, ψάρι) με λαχανικά και, προς το απόγευμα, ένα ακόμη γιαούρτι με δημητριακά ή μια μπάρα δημητριακών. Αλλά μετά τις 7.00, αν κάτσω σε τραπέζι, είμαι ικανή να τα φάω όλα. Και τα δικά μου πιάτα και των διπλανών μου, ειδικά όταν μιλάμε για ιταλική κουζίνα και ριζότο. Όλοι απορούν με το πόσο πολύ τρώω. Επίσης, είμαι φρικτά εξαρτημένη από τη σοκολάτα».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα