Η Γονιμότητα του Πληθυσμού στην Ελλάδα
miltiadis

Μιλτιάδης Νεκτάριος

Η Γονιμότητα του Πληθυσμού στην Ελλάδα

Τα τελευταία 50 χρόνια στην Ελλάδα, γονιμότητα και γεννητικότητα, ο αριθμός δηλαδή παιδιών ανά γυναίκα και το σύνολο των γεννήσεων, ακολουθούν σταθερά πτωτική πορεία

Αντίθετα με την εμπειρία άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, η γονιμότητα στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα δεν σημείωσε έντονες διακυμάνσεις, ούτε κινήθηκε σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Ο πληθυσμός της χώρας δεν γνώρισε το ξαφνικό μεταπολεμικό baby-boom, εν μέρει λόγω της έντονης μετανάστευσης στο εξωτερικό, η οποία διατάραξε την αναλογία φύλων στην αναπαραγωγική ηλικία, αλλά και λόγω της έντονης αστικοποίησης κατά το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα.

Κατά τη δεκαετία του 1970, οι ετήσιες γεννήσεις στη χώρα ήταν κατά τι λιγότερες από 150,000, αριθμός που αναλογεί σε 15-16 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους. Ο δείκτης γονιμότητας παρέμεινε σταθερά πάνω από τα 2,2 παιδιά ανά γυναίκα μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1980, όταν στις περισσότερες χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης ο δείκτης γονιμότητας ήταν κάτω των 2 παιδιών ανά γυναίκα ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 συνέβη η ξαφνική μεταστροφή που καθόρισε την δημογραφική πορεία των επόμενων δεκαετιών. Η μείωση της γονιμότητας, η οποία ξεκίνησε με καθυστέρηση τουλάχιστον μιας δεκαετίας σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ήταν ιδιαίτερα απότομη, έντονη και συνεχής με αποτέλεσμα, ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα να καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα γονιμότητας παγκοσμίως. Τα παρατεταμένα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα γονιμότητας (κάτω από το 1,3 παιδιά/γυναίκα) καθόρισαν τις δημογραφικές προοπτικές της χώρας και διαμόρφωσαν τη δημογραφική κατάσταση για αρκετές δεκαετίες στο μέλλον.

Η μείωση του αριθμού παιδιών ανά γυναίκα είναι μία μόνο από τις δημογραφικές μεταβλητές που αποτυπώνουν την αλλαγή της δημογραφικής συμπεριφοράς των Ελληνίδων. Οι αλλαγές στην ηλικία απόκτησης παιδιού αποτελούν μια επίσης καθοριστική εξέλιξη για τη μελλοντική δημογραφική δυναμική. Η απόφαση για την απόκτηση παιδιών λαμβάνεται όλο και πιο αργά. Από το 1980 και μέχρι το 2000, η μέση ηλικία απόκτησης παιδιού αυξήθηκε κατά 4,5 χρόνια (από τα 25,5 το 1980 στα 29,0 το 2000) και άλλα 3 χρόνια μέχρι το 2020, οπότε έφτασε τα 32 έτη περίπου.

Κλείσιμο
Το ηλικιακό προφίλ της τεκνοποίησης αλλάζει: ήδη από το 2000 οι γεννήσεις από μητέρες άνω των 40 ετών είναι περισσότερες από τις γεννήσεις μητέρων κάτω των 20 ετών, ενώ από το 2006 η βασική αναπαραγωγική ηλικία είναι πια η τρίτη δεκαετία της ζωής των γυναικών.
Ο αριθμός όμως των γεννήσεων κατά τη διάρκεια ενός έτους, δεν εξαρτάται μόνο από τον αριθμό των παιδιών που αποκτά κάθε γυναίκα αλλά και από το πλήθος των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. Το έτος 2000 αποτελεί σημείο καμπής στη δημογραφική πορεία της Ελλάδας. Με τη στροφή της χιλιετίας αντιστρέφεται η σχετικά ευνοϊκή μέχρι εκείνη τη στιγμή ηλικιακή δομή του πληθυσμού. Από το 2000, ο πληθυσμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία μειώνεται.

Η μείωση, η οποία χρόνο με το χρόνο γίνεται εντονότερη, αφορά αρχικά τις νεαρότερες ηλικίες και σταδιακά επεκτείνεται και στις μεγαλύτερες. Κατά την περίοδο 2000-2020, ο γυναικείος πληθυσμός ηλικίας 15-49 ετών μειώθηκε κατά περίπου 405.000 (ή αλλιώς κατά 15%) πέφτοντας από τα 2.701.509 στα 2.295.763 άτομα. Η μείωση αυτή αφορά αποκλειστικά τις ηλικίες 15 έως 36 ετών, των οποίων το μέγεθος συρρικνώθηκε κατά 502.700 άτομα (-29%). Αντίθετα ο όγκος των γυναικών άνω των 37 ετών αυξήθηκε 97.000 (+ 10%).

Ως αποτέλεσμα της πληθυσμιακής συρρίκνωσης του γυναικείου πληθυσμού, ο αριθμός των γεννήσεων πέφτει απότομα παρόλο που ο δείκτης γονιμότητας δεν σημείωσε περαιτέρω μείωση. Από το 2011, το φυσικό ισοζύγιο γίνεται αρνητικό και η διαφορά των θανάτων από τις γεννήσεις μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο. Κατά την περίοδο 2011-2020, οι θάνατοι υπερτερούν αριθμητικά των γεννήσεων και ο πληθυσμός μειώνεται. Το έλλειμμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων, το οποίο είναι λίγο πάνω από 4.500 το 2011, υπερ-δεκαπλασιάζεται μέσα στη δεκαετία και ξεπερνά τις 46.000 το 2020. Συνολικά για την περίοδο 2011-2020 ξεπερνά τις 270.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί σε γεννήσεις τριών ετών.

Παρά το διαφορετικό σημείο εκκίνησης και τον διαφορετικό ρυθμό μεταβολής, αντίστοιχες τάσεις μείωσης της γονιμότητας, καθυστέρησης στην απόκτηση παιδιού και σχηματισμού σταδιακά μικρότερων οικογενειών επικρατούν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Αν και σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες ο δείκτης γονιμότητας είναι χαμηλότερος του ποσοστού αναπλήρωσης, η απόσταση των εθνικών δεικτών γονιμότητας από τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα καταγράφει έντονες διαφοροποιήσεις.

Τα χαμηλότερα επίπεδα καταγράφονται σε όλη τη Νότια και κάποιες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ αντίθετα σε κάποιες χώρες του Βορρά ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα πλησιάζει ή και ξεπερνά τα 2. Αντίστοιχα, παρά την γενικευμένα ανοδική τάση της μέσης ηλικίας στη μητρότητα, έντονες παραμένουν οι διαφοροποιήσεις κυρίως μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.

* Μιλτιάδης Νεκτάριος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ