Τι φέρνει η Παπική διπλωματία στην Άγκυρα
Η πρόσφατη συνάντηση του Πάπα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη δεν αποτελεί μια ακόμη σελίδα στη θρησκευτική διπλωματία
Σε μια εποχή κατά την οποία η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό, η παρουσία των δύο κορυφαίων χριστιανικών ηγετών στην περιοχή αποκτά βαρύνουσα πολιτική σημασία. Γιατί από την Τουρκία μέχρι το Μαρόκο, οι χριστιανικοί πληθυσμοί υπήρξαν θύματα διώξεων, εκτοπισμών, βίας και –σε ορισμένες ιστορικές περιπτώσεις– γενοκτονιών. Και εξακολουθούν, σε πολλά σημεία, να βρίσκονται στο περιθώριο της διεθνούς προστασίας.
Σε αυτό το περιβάλλον ρευστότητας και αβεβαιότητας, η συνάντηση Πάπα–Πατριάρχη μπορεί και πρέπει να ιδωθεί σαν μια υπενθύμιση ότι η ασφάλεια των χριστιανικών κοινοτήτων δεν είναι ζήτημα μόνο θρησκευτικής συμπαράστασης. Είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιφερειακής σταθερότητας και διεθνούς ευθύνης. Και σε αυτήν την αλυσίδα ευθύνης, η Ελλάδα έχει έναν ρόλο που δεν μπορεί πλέον να υποβαθμίζει.
Ένα ιστορικό βήμα σε μια κρίσιμη στιγμή
Η επίσκεψη του Πάπα Λέοντα ΙΔ’ στην Άγκυρα, με αφορμή τα 1700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, αποτελεί μια ιστορική στιγμή τόσο για τον διάλογο μεταξύ Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και για την παρουσία των Χριστιανών στην περιοχή. Η επιλογή της Νίκαιας δεν είναι τυχαία· υπενθυμίζει το κοινό χριστιανικό παρελθόν και το αίτημα ενότητας σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η παγκόσμια γεωπολιτική ισορροπία μεταβάλλεται ραγδαία.
Παράλληλα, ο Πάπας αξιοποίησε την παρουσία του για να αναδείξει την αξία του θρησκευτικού πλουραλισμού. Οι αναφορές του στην «εκπτώχυνση» της τουρκικής κοινωνίας και στον κίνδυνο «ομογενοποίησης» έστειλαν ξεκάθαρο μήνυμα: οι μειονότητες στην Τουρκία και στην ευρύτερη περιοχή χρειάζονται θεσμικές εγγυήσεις και διεθνή προστασία. Η χριστιανική παρουσία δεν είναι ξένη προς την Ανατολή· είναι συστατικό στοιχείο της ιστορίας της.
Οι Χριστιανοί της Μέσης Ανατολής: Μια κοινότητα χωρίς προστάτες
Στο πρόσφατο Δελτίο Πολιτικής Ανάλυσης του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση, αναλύσαμε την ιστορική διαδρομή των Ελληνορθόδοξων και άλλων χριστιανικών κοινοτήτων στην Εγγύς Ανατολή και τη σταδιακή δημογραφική τους συρρίκνωση. Η τελευταία εικοσαετία απέδειξε ότι δύο δυνάμεις λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές κινδύνου: η άνοδος ακραίων εκδοχών αραβικού εθνικισμού και η ενίσχυση του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Την ίδια στιγμή, η γεωπολιτική πραγματικότητα της περιοχής παραμένει αμείλικτη:
Αυτό το κενό προστασίας αποδεικνύεται κρίσιμο στις χώρες που βρίσκονται σε κατάρρευση ή σε μετάβαση. Η Συρία αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το νέο καθεστώς Αλ Σάρα διακηρύσσει την υπαγωγή του πολιτεύματος στον ισλαμικό νόμο, στοχοποιώντας ευθέως μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Οι επιθέσεις κατά Ελληνορθόδοξων, με κορυφαία την τρομοκρατική ενέργεια στον ναό του Προφήτη Ηλία στη Δαμασκό, δείχνουν ότι οι χριστιανικές κοινότητες παραμένουν ευάλωτες σε ακραίες δυνάμεις, σε καθεστώτα και σε οργανωμένα τρομοκρατικά δίκτυα.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει αμέτοχη
Παρά το ιστορικό και πολιτιστικό της αποτύπωμα στην περιοχή, η Ελλάδα δεν έχει προσαρμόσει επαρκώς την εξωτερική της πολιτική στη νέα πραγματικότητα της Εγγύς Ανατολής. Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι πλέον ένα στατικό περιφερειακό σύστημα. Είναι μια γεωπολιτική σκακιέρα όπου ανακατανέμονται ισορροπίες, συγκροτούνται νέα μπλοκ και επανεμφανίζονται παίκτες που είχαν αποσυρθεί από το προσκήνιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να περιορίζεται σε συμβολικές αναφορές περί “ιστορικής συγγένειας”. Χρειάζεται μια σύγχρονη στρατηγική θρησκευτικής διπλωματίας, που να συνδυάζει:
Μια τέτοια πολιτική δεν θα προστατεύσει μόνο τις χριστιανικές κοινότητες. Θα ενισχύσει τη διεθνή θέση της Ελλάδας σε μια περιοχή κομβική για την ενεργειακή ασφάλεια, τη ναυτιλία και τη σταθερότητα της Ευρώπης.
Σε αυτό το περιβάλλον ρευστότητας και αβεβαιότητας, η συνάντηση Πάπα–Πατριάρχη μπορεί και πρέπει να ιδωθεί σαν μια υπενθύμιση ότι η ασφάλεια των χριστιανικών κοινοτήτων δεν είναι ζήτημα μόνο θρησκευτικής συμπαράστασης. Είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιφερειακής σταθερότητας και διεθνούς ευθύνης. Και σε αυτήν την αλυσίδα ευθύνης, η Ελλάδα έχει έναν ρόλο που δεν μπορεί πλέον να υποβαθμίζει.
Ένα ιστορικό βήμα σε μια κρίσιμη στιγμή
Η επίσκεψη του Πάπα Λέοντα ΙΔ’ στην Άγκυρα, με αφορμή τα 1700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, αποτελεί μια ιστορική στιγμή τόσο για τον διάλογο μεταξύ Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και για την παρουσία των Χριστιανών στην περιοχή. Η επιλογή της Νίκαιας δεν είναι τυχαία· υπενθυμίζει το κοινό χριστιανικό παρελθόν και το αίτημα ενότητας σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η παγκόσμια γεωπολιτική ισορροπία μεταβάλλεται ραγδαία.
Παράλληλα, ο Πάπας αξιοποίησε την παρουσία του για να αναδείξει την αξία του θρησκευτικού πλουραλισμού. Οι αναφορές του στην «εκπτώχυνση» της τουρκικής κοινωνίας και στον κίνδυνο «ομογενοποίησης» έστειλαν ξεκάθαρο μήνυμα: οι μειονότητες στην Τουρκία και στην ευρύτερη περιοχή χρειάζονται θεσμικές εγγυήσεις και διεθνή προστασία. Η χριστιανική παρουσία δεν είναι ξένη προς την Ανατολή· είναι συστατικό στοιχείο της ιστορίας της.
Οι Χριστιανοί της Μέσης Ανατολής: Μια κοινότητα χωρίς προστάτες
Στο πρόσφατο Δελτίο Πολιτικής Ανάλυσης του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση, αναλύσαμε την ιστορική διαδρομή των Ελληνορθόδοξων και άλλων χριστιανικών κοινοτήτων στην Εγγύς Ανατολή και τη σταδιακή δημογραφική τους συρρίκνωση. Η τελευταία εικοσαετία απέδειξε ότι δύο δυνάμεις λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές κινδύνου: η άνοδος ακραίων εκδοχών αραβικού εθνικισμού και η ενίσχυση του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Την ίδια στιγμή, η γεωπολιτική πραγματικότητα της περιοχής παραμένει αμείλικτη:
- • Οι Σουνίτες διαθέτουν ισχυρούς υποστηρικτές, όπως η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία.
- • Οι Σιίτες στηρίζονται από το Ιράν.
- • Οι Δρούζοι προστατεύονται από το Ισραήλ.
- • Οι Χριστιανοί δεν έχουν αντίστοιχους συμμάχους.
Αυτό το κενό προστασίας αποδεικνύεται κρίσιμο στις χώρες που βρίσκονται σε κατάρρευση ή σε μετάβαση. Η Συρία αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το νέο καθεστώς Αλ Σάρα διακηρύσσει την υπαγωγή του πολιτεύματος στον ισλαμικό νόμο, στοχοποιώντας ευθέως μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Οι επιθέσεις κατά Ελληνορθόδοξων, με κορυφαία την τρομοκρατική ενέργεια στον ναό του Προφήτη Ηλία στη Δαμασκό, δείχνουν ότι οι χριστιανικές κοινότητες παραμένουν ευάλωτες σε ακραίες δυνάμεις, σε καθεστώτα και σε οργανωμένα τρομοκρατικά δίκτυα.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει αμέτοχη
Παρά το ιστορικό και πολιτιστικό της αποτύπωμα στην περιοχή, η Ελλάδα δεν έχει προσαρμόσει επαρκώς την εξωτερική της πολιτική στη νέα πραγματικότητα της Εγγύς Ανατολής. Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι πλέον ένα στατικό περιφερειακό σύστημα. Είναι μια γεωπολιτική σκακιέρα όπου ανακατανέμονται ισορροπίες, συγκροτούνται νέα μπλοκ και επανεμφανίζονται παίκτες που είχαν αποσυρθεί από το προσκήνιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να περιορίζεται σε συμβολικές αναφορές περί “ιστορικής συγγένειας”. Χρειάζεται μια σύγχρονη στρατηγική θρησκευτικής διπλωματίας, που να συνδυάζει:
- • ήπια ισχύ και ανθρωπιστική βοήθεια,
- • ενεργή διπλωματική παρουσία,
- • συμμαχίες με παράκτιες χώρες της Μεσογείου,
- • πολυμερείς πρωτοβουλίες για τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων.
Μια τέτοια πολιτική δεν θα προστατεύσει μόνο τις χριστιανικές κοινότητες. Θα ενισχύσει τη διεθνή θέση της Ελλάδας σε μια περιοχή κομβική για την ενεργειακή ασφάλεια, τη ναυτιλία και τη σταθερότητα της Ευρώπης.
Ένα μήνυμα που πρέπει να ακούσουμε
Η παπική παρουσία στην Τουρκία δεν είναι απλώς μια επίσκεψη υψηλού συμβολισμού. Είναι μια προειδοποίηση ότι οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Μέσης Ανατολής βρίσκονται σε οριακή κατάσταση και ότι η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να συνεχίσει να κλείνει τα μάτια.
Για την Ελλάδα, το μήνυμα είναι ακόμη πιο σαφές: οφείλουμε να διεκδικήσουμε ρόλο. Να υπερασπιστούμε ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο, αλλά και να αξιοποιήσουμε τη θέση μας ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και ανατολικού Μεσογειακού κόσμου.
Η προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων δεν είναι υπόθεση του παρελθόντος. Είναι ευθύνη του σήμερα. Και η Ελλάδα έχει κάθε λόγο –και κάθε ηθική υποχρέωση– να είναι παρούσα.
*Ο Δημήτρης Τζανιδάκης είναι Διεθνολόγος και Πολιτικός Επιστήμονας, μέλος του ΔΣ του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη
Η παπική παρουσία στην Τουρκία δεν είναι απλώς μια επίσκεψη υψηλού συμβολισμού. Είναι μια προειδοποίηση ότι οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Μέσης Ανατολής βρίσκονται σε οριακή κατάσταση και ότι η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να συνεχίσει να κλείνει τα μάτια.
Για την Ελλάδα, το μήνυμα είναι ακόμη πιο σαφές: οφείλουμε να διεκδικήσουμε ρόλο. Να υπερασπιστούμε ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο, αλλά και να αξιοποιήσουμε τη θέση μας ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και ανατολικού Μεσογειακού κόσμου.
Η προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων δεν είναι υπόθεση του παρελθόντος. Είναι ευθύνη του σήμερα. Και η Ελλάδα έχει κάθε λόγο –και κάθε ηθική υποχρέωση– να είναι παρούσα.
*Ο Δημήτρης Τζανιδάκης είναι Διεθνολόγος και Πολιτικός Επιστήμονας, μέλος του ΔΣ του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα