Φατίχ Τερίμ: Ο «καμπανταγί» Αυτοκράτορας που δεν ξέρει να χάνει
fatih-terim-Mak

Φατίχ Τερίμ: Ο «καμπανταγί» Αυτοκράτορας που δεν ξέρει να χάνει

Τι σημαίνει kabadayi και γιατί τον χαρακτήρισε έτσι ο Βρετανός συγγραφέας Τζον ΜακΜάνους - Πώς από τις φτωχογειτονιές των Αδάνων, ο Τερίμ έφτασε στη φήμη και την καταξίωση

Ένας «kabadayi» για τον πάγκο του Παναθηναϊκού. Ο συγκεκριμένος τουρκικός όρος που σημαίνει «νταής» ήταν αυτός που επέλεξε ως τον πλέον αρμόζοντα ώστε να αποδώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Φατίχ Τερίμ ο Βρετανός συγγραφέας Τζον ΜακΜάνους, γράφοντας για την ιστορία του τουρκικού ποδοσφαίρου

Και ο ΜακΜάνους, ένας ανθρωπολόγος που ζει και εργάζεται στην Άγκυρα και μελετά επί χρόνια το τουρκικό ποδόσφαιρο, μάλλον θα πρέπει να ξέρει τι λέει: «Kabadayi» σημαίνει, όσο μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά η λέξη, ο «νταής», «αυτός που καθαρίζει, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του» κ.λπ.

Όλως παραδόξως, όμως, οι Τούρκοι φίλαθλοι, για ένα διάστημα τουλάχιστον, αποκαλούσαν «Σαμάνθα» τον Φατίχ Τερίμ. Κι αυτό το -ούτε κατά φαντασίαν ανδροπρεπές- παρατσούκλι, ταίριαζε στον Φατίχ Τερίμ εξίσου με το «καμπανταγί», εφόσον «Σαμάνθα» ήταν η κεντρική ηρωίδα μιας δημοφιλούς αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς, της κωμικής «Μάγισσας» (Bewitched). Οπότε, ήταν προς τιμήν του τότε ποδοσφαιριστή ακόμη Φατίχ Τερίμ, ο οποίος, ως παίκτης της μεσαίας γραμμής καθάριζε ορισμένες φάσεις ως δια μαγείας. Και χωρίς να είναι ούτε ντελικάτος ούτε ο σπουδαίος τεχνίτης, κάποιος που με τσαλίμια θα «έκρυβε τη μπάλλα» κ.λπ.

Τουναντίον, ο Τερίμ ως παίκτης ήταν τραχύς και οξύθυμος, δεν δυσκολευόταν ιδιαίτερα να ξεπεράσει τα όρια του fair play -ή και σκέτο του play: Είναι μνημειώδη, άλλωστε, τα περιστατικά όπου κουτούλησε εκτός φάσης αντίπαλό του, έφτυσε τον διαιτητή, αποβλήθηκε, τιμωρήθηκε με αποκλεισμό κ.ο.κ. Ο δε προαναφερθείς ΜακΜάνους, στο ίδιο βιβλίο, αναφέρει ότι, σύμφωνα με μαρτυρία παιδικού φίλου του, ο Φατίχ Τερίμ «ήταν πάντα αυτός που ορμούσε πρώτος στον καυγά χωρίς να υπολογίζει τίποτα. Εάν κάποιος δικός του χρειαζόταν βοήθεια, ο Φατίχ θα ήταν δίπλα του, χωρίς δεύτερη σκέψη».

Σχετικό και καταδεικτικό του ιδιαίτερου χαρακτήρα του Τερίμ, είναι επίσης το πώς εγκατέλειψε για τελευταία -πάντα ως την επόμενη- φορά τα καθήκοντα προπονητή της Εθνικής Τουρκίας: Το 2017, είχε μια έντονη διαφορά με κάποιον εστιάτορα, ο οποίος ήταν ανταγωνιστής του γαμπρού του. Επειδή βρίσκονταν σε διαφορετικά σημεία της τουρκικής επικράτειας, ο Φατίχ Τερίμ προσπάθησε να λύσει τη διαφωνία με τον εν λόγω επιχειρηματία εξ αποστάσεως. Η τηλεφωνική συνομιλία όμως δεν πήγε όσο καλά θα περίμενε ο Τερίμ, οπότε έκρινε πως δεν υπήρχε άλλη λύση εκτός από την απευθείας, δια ζώσης αντιπαράθεση.

«Επειδή ο τύπος στο τηλέφωνο δεν μου μίλησε καθόλου ωραία, έκλεισα, φόρεσα το παντελόνι μου, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να τον βρω, μαζί με τον γαμπρό μου» είπε αργότερα για το περιστατικό ο Φατίχ Τερίμ. Η κρίσιμη λεπτομέρεια της υπόθεσης ήταν ότι, έως ότου συναντήσει τον ασεβή συνομιλητή του, ο Τερίμ χρειάστηκε να διανύσει μια απόσταση 500 χιλιομέτρων. Κάτι που, πιθανότατα, συνετέλεσε στο να γίνει ακόμη πιο, πως να το θέσει κομψά κανείς, «απαιτητικός». Πάντως, ανεξαρτήτως εάν ο Τερίμ έλυσε με τον τρόπο του το οικογενειακό ζήτημα, το μόνο βέβαιον είναι ότι αυτό που λύθηκε αυτομάτως και ύστερα από τον ντόρο που ξεσηκώθηκε εξαιτίας του καυγά, ήταν η συνεργασία του «καμπανταγί» κόουτς με την ποδοσφαιρική ομοσπονδία της πατρίδας του.

Προηγουμένως, ο Τερίμ είχε φροντίσει να αποκτήσει τη φήμη κάποιου που δεν αστειεύεται, δέρνοντας πχ έναν μεγαλόσχημο παράγοντα της Γαλατασαράι, ο οποίος είχε την ατυχή έμπνευση να διαφωνεί με την μεταγραφή του από την πρώτη του ομάδα, την Άντανα Ντέμιρσπορ. Ο Φατίχ Τερίμ ήταν τότε μόλις 21 ετών και ο άνθρωπος που πλάκωσε στο ξύλο μέχρι λιποθυμίας, εκτός από μέλος του διοικητικού συμβουλίου της μεγάλης Γαλατασαράι, ήταν και αξιωματικός της αστυνομίας. Το θύμα μήνυσε τον δράστη για μια σειρά από βαριά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένης και της ληστείας. Ωστόσο, υπό την πίεση της διοίκησης της Γαλατασαράι και για το καλό του συλλόγου, η μήνυση που θα μπορούσε να στείλει τον Τερίμ σε κάποιο «εξπρές του μεσονυχτίου», αποσύρθηκε.

Ο Φατίχ Τερίμ δεν μετρίασε την τάση του να λύνει με μπουνιές τα ζητήματα που τον ενοχλούσαν ούτε μετά από τη σύλληψή του ύστερα από συμπλοκή με αστυνομικούς μετά από τη λήξη κάποιου ντέρμπι της Γαλατά, το 1980. Ούτε καν μετά από ακόμη μία σύλληψη, όταν εισέβαλε σαν ταύρος μαινόμενος σε καζίνο, για τα μάτια μιας Τουρκάλας σταρ, της ηθοποιού Μίουντε Αρ.

Βάσει των προηγουμένων, δεν θα ήταν φρόνιμο να περιμένει κάποιος ότι ο νέος προπονητής του Παναθηναϊκού είναι «στιλ Γκουαρδιόλα», απλώς λίγο πιο ώριμος ηλικιακά. Ο Φατίχ Τερίμ δεν είναι «στιλ Κλοπ ή Τούχελ». Και, σίγουρα, δεν είναι «στιλ Ανσελότι». Ο Τερίμ δεν είναι ούτε επιστήμων του σύγχρονου ποδοσφαίρου που εμβαθύνει σε στατιστικές αναλύσεις ούτε ένας αριστοκράτης που έτυχε να διαθέτει τα χαρίσματα εκείνα που συνθέτουν το προφίλ ενός επιτυχημένου μαέστρου. Ο Φατίχ Τερίμ, ως προς τη μία πλευρά του χαρακτήρα του τουλάχιστον, είναι ακόμη ο γιος του ανάπηρου πλανόδιου μικροπωλητή, του πάμπτωχου Τουρκοκύπριου που τριγυρνούσε στις γειτονιές των Αδάνων. Ο Φατίχ Τερίμ διατήρησε μέσα του το παιδί που από τα πιο τρυφερά μικράτα του ένιωσε ότι, προκειμένου να ξεφύγει από τη μιζέρια, έπρεπε να κλωτσά πιο δυνατά και πιο καλά από τους άλλους, σαν να είχε αυτός σαν επιπλέον εφόδιο το πόδι που έλειπε από τον πατέρα του. Κατάλαβε από πολύ νωρίς ότι το ταλέντο δεν είναι τίποτα, εάν δεν έχεις την πυγμή να το επιβάλλεις στον εκάστοτε περίγυρό σου.

Ασφαλώς, ο Φατίχ Τερίμ είναι ο πιο επιτυχημένος προπονητής -μακράν κιόλας, όπως τονίζει η πανηγυρική ανακοίνωση εκ μέρους του ΠΑΟ για την πρόσληψή του- στην ιστορία του τουρκικού ποδοσφαίρου. Τόσο επιτυχημένος ώστε, αφ' ενός ο ίδιος να δηλώνει απολύτως ικανοποιημένος από την καριέρα του και ότι «ο Θεός μού πρόσφερε όλα όσα θα μπορούσα να έχω κατακτήσει», οι δε απανταχού φίλαθλοι να δείχνουν ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο στην Τουρκία χάριν του Φατίχ Τερίμ. Κατά συνέπεια, ο Τερίμ δικαιούται να θεωρείται όχι ως η σπουδαιότερη προσωπικότητα του τουρκικού ποδοσφαίρου, αλλά σπουδαιότερος από το ίδιο το τουρκικό ποδόσφαιρο.

Διετέλεσε 4 φορές προπονητής της Γαλατασαράι, του κορυφαίου τουρκικού συλλόγου. Τα 8 από τα 23 πρωταθλήματα της Γαλατά, φέρουν την υπογραφή του Φατίχ Τερίμ. Όπως και τα 3 από τα 18 Κύπελλα Τουρκίας και, φυσικά, η μεγαλύτερη διάκριση που έχει πετύχει ποτέ τουρκική ομάδα, η κατάκτηση του Κυπέλλου Ουέφα, το 2000. Τότε που η Γαλατασαράι του Φατίχ Τερίμ νίκησε την Άρσεναλ του Αρσέν Βενγκέρ (και του Τιερί Ανρί, του Μαρκ Όφερμαρς, Ντένις Μπέργκαμπ κ.α.) 4-1 στα πέναλτι.

Για τον θρίαμβό τους, οι παίκτες και το τεχνικό επιτελείο της Γαλατασαράι υπό τον Φατίχ Τερίμ βραβεύτηκαν από τον Πρόεδρο της Τουρκίας με μετάλλια για «Διακεκριμένες Υπηρεσίες στην Πατρίδα», ενώ ο Τερίμ αφιέρωσε το Κύπελλο Ουέφα στα θύματα των μεγάλων σεισμών του 1999 στο Ιζμίτ.

Κι αν ο Φατίχ Τερίμ θεωρεί εξ ορισμού «σπίτι του» τη Γαλατασαράι, από την οποίαν, όπως έχει δηλώσει, στην πραγματικότητα δεν έχει φύγει ποτέ, απλώς απομακρύνεται κατά διαστήματα, όπως συμβαίνει με όλους τους οικογενειακούς δεσμούς, κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τη σχέση του με την Εθνική Τουρκίας. Την οποίαν έχει αναλάβει τρεις φορές, οδηγώντας την έως τη φάση των ημιτελικών του Euro 2008 (όπου η Τουρκία έχασε από τη Γερμανία). Ήταν όμως και πάλι χάρη στον Τερίμ που το 1996 η Εθνική ομάδα της Τουρκίας, για πρώτη φορά μετά από το 1954, κατόρθωνε να περάσει σε τελική φάση μεγάλης διεθνούς διοργάνωσης, συμμετέχοντας στο Euro εκείνης της χρονιάς.

Μετά από την κατάκτηση του Κυπέλλου Ουέφα, όπως ήταν φυσικό, το όνομα του Φατίχ Τερίμ βρέθηκε πολύ ψηλά στο χρηματιστήριο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Και η φήμη αυτή εξαργυρώθηκε με τη μεταγραφή του στην Ιταλία, αρχικά στη Φιορεντίνα και κατόπιν στη Μίλαν. Λόγω χαρακτήρα και επιθετικού στιλ παιχνιδιού, ο Τερίμ κέρδισε τους παίκτες και τους φιλάθλους, όχι όμως και τις διοικήσεις των συλλόγων. Ύστερα από δύο διαδοχικά διαζύγια λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων την περίοδο 2000-2001, επέστρεψε στην Τουρκία και την αγκαλιά της Γαλατασαράι.

Για τον Φατίχ Τερίμ, έναν αυθεντικό λαϊκό άνθρωπο που ξεκίνησε από όσο πιο χαμηλά γινόταν και κατέληξε να ψηφίζεται σαν ένας από τους καλύτερους προπονητές του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, δεν είναι η φυσική δύναμη, είναι η πυγμή, ο τσαμπουκάς, το αμείλικτο μάθημα της αλάνας: Αν πέσεις, θα φας χώμα -κάτι που η όλη παρουσία του Φατίχ Τερίμ ανέδινε ανέκαθεν, είτε ως σκληροτράχηλου κεντρικού αμυντικού είτε ακόμη και σήμερα, ως διεθνώς καταξιωμένου προπονητή. Στα 70 του χρόνια, παρά τις διακρίσεις και την καταξίωση, παρά την εμπειρία και τη συσσωρευμένη σοφία προϊούσης της ηλικίας, ο Τερίμ μοιάζει να βρίσκεται μονίμως μισό βήμα πριν εκραγεί. Πριν «γίνει Τούρκος» κατά το κοινώς λεγόμενο -αν προτιμά κάποιος μια κοινότοπη παραχώρηση στα εθνοτικά στερεότυπα.

Από τις φτωχογειτονιές και τις χωμάτινες αλάνες των Αδάνων, λοιπόν, από εκεί όπου ξεκίνησε την καριέρα του ως ποδοσφαιριστή, και αφού ενδιαμέσως, υπό την ιδιότητα του προπονητή πλέον, κέρδισε τον τίτλο τιμής του «Commendatore» στην Ιταλία (όπως και ο Έντσο Φεράρι), ο Φατίχ Τερίμ ανακηρύχθηκε ατύπως πλην πανδήμως «Αυτοκράτορας» του τουρκικού ποδοσφαίρου. Κι αυτό το προσωνύμιο ίσως ακούγεται κάπως υπερβολικό αν συγκριθούν τα επιτεύγματα του καθαυτά, αριθμητικώς και στατιστικώς, με εκείνα άλλων επιφανών συναδέλφων του, οι οποίοι έχουν κατακτήσει -και δη επανειλημμένως- Παγκόσμια Κύπελλα, Champions League, εθνικά πρωταθλήματα κ.ο.κ.

«Αυτοκράτορας» όμως, όπως ακριβώς ισχύει στην περίπτωση του Φατίχ Τερίμ, είναι ένας ορισμένος τύπος χαρακτήρα, μιας νοοτροπίας και μιας συνολικής προσέγγισης στο παιχνίδι της ζωής -και όχι μόνο του ποδοσφαίρου. «Αυτοκράτορας» δικαιούται να χαρακτηρίζεται μόνο ένας άνθρωπος που, πέρα από οτιδήποτε άλλο, δεν πιστεύει πως μπορεί να ηττηθεί. Με άλλα λόγια, είναι εκείνος ο τύπος που, κανένας ποδοσφαιριστής δεν θέλει να έχει απέναντί του επιστρέφοντας στα αποδυτήρια ύστερα από μια κακή εμφάνιση.

Βεβαίως, οι εντυπώσεις σε ό,τι αφορά στον Φατίχ Τερίμ οδηγούν ενδεχομένως σε επισφαλή συμπεράσματα για το ποιος πραγματικά είναι. Κι αυτό διότι, όπως έχουν αποτυπώσει πολλάκις σε ειδικά αφιερώματά τους διάφορα τουρκικά ΜΜΕ, η μία πλευρά του Τερίμ είναι αυτό που φαίνεται: Ένας χαρακτηριστικός, παραδοσιακός άντρας της γενιάς του, με την άκαμπτη και απλοϊκή ηθική του αυθεντικού λαϊκού Τούρκου. Πολλά λόγια δεν περισσεύουν, το σωστό είναι σωστό και η αδικία διορθώνεται μόνο με δυναμικά μέσα. Γι' αυτό, άλλωστε, από τη σταδιοδρομία του Τερίμ ως παίκτη αλλά και ως προπονητή δεν έχουν λείψει τα επεισόδια, οι φιλονικίες, οι χειροδικίες.

Από την άλλην όμως, όπως έχει δηλώσει με θαυμασμό γι' αυτόν ο θρύλος του ρουμανικού ποδοσφαίρου Γκιόργκι Χάτζι, «ο Φατίχ Τερίμ θα μπορούσε να κοουτσάρει οποιαδήποτε ομάδα στον κόσμο. Είναι πολύ ξεχωριστός». Και πράγματι, αν κάποιος εξετάσει προσεκτικά το έργο του σε καθεμία από τις ομάδες που έχει διευθύνει, συνεκτιμώντας επίσης το, καθοριστικής σημασίας, γεγονός ότι κατ' ουσίαν ανδρώθηκε μέσα από το τουρκικό ποδόσφαιρο, το οποίο ουδέποτε διαδραμάτισε οποιονδήποτε αξιοπρόσεκτο ρόλο στον κόσμο του αθλήματος, αντιλαμβάνεται την ακρίβεια και τη βαρύτητα της κρίσης που διατύπωσε ο Χάτζι για την αληθινή αξία του Φατίχ Τερίμ.

Το προπονητικό ίνδαλμα του οποίου, παρεμπιπτόντως, είναι ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, ενώ ο ίδιος, καίτοι «Αυτοκράτορας», υποκλίνεται πρόθυμα ενώπιον προπονητών που θεωρεί δασκάλους του -τους Βρετανούς Ντον Χάου, Μάλκολμ Άλισον, Άρθουρ Κοξ, τους Γερμανούς Γιούπ Ντέρβαλ, Σεπ Πιόντεκ, τον Ολλανδό μετρ Ρίνους Μίχελς κ.α.

Σε ό,τι αφορά στις ποδοσφαιρικές αξίες που ο ίδιος τιμά κατά προτεραιότητα, ο Φατίχ Τερίμ απαντά με διάφορους τρόπους. Ο ένας είναι με μία παραβολή: «Όταν πήρα μεταγραφή στη Γαλατασαράι, έπαιζα στο κέντρο. Κατόπιν όμως ανέλαβε προπονητής ο Ντον Χάου, για πολλούς παίκτες ο καλύτερος τεχνικός που είχαν ποτέ στην καριέρα τους. Ο Χάου, λοιπόν, μου άλλαξε θέση. Πριν από ένα παιχνίδι με τη Ραπίντ Βιέννης, μου λέει 'εσύ Φατίχ σήμερα θα παίξεις λίμπερο'. Κι έτσι, από εκείνο το ματς και ως το τέλος της καριέρας μου, έπαιζα λίμπερο».

Μετά από τον Χάου, την περίοδο 1976-1977, ο Φατίχ Τερίμ συνεργάστηκε με τον Μάλκολμ Άλισον, έναν άλλο Βρετανό, χαρισματικό μεν τόσο ως ποδοσφαιριστή όσο και ως προπονητή, αλλά και καλοζωιστή, ερωτύλο κ.λπ. Όπως έχει διηγηθεί σε συνέντευξή του ο Τερίμ, «ο Άλισον είχε τότε μια σύντροφο, τη Σερένα, η οποία ήταν πανέμορφη. Μοντέλο και 'κουνελάκι' του Playboy. Με έπαιρναν μαζί στις εξόδους τους, την επόμενη ημέρα όμως ήμουν αναγκασμένος να κάνω επιπλέον προπόνηση, για να 'εξιλεωθώ'. Οπότε, αυτό που έμαθα από τους Βρετανούς προπονητές, ήταν η πειθαρχία. Εξωγηπεδικά μπορεί να ήθελαν τους παίκτες τους όσο πιο χαλαρούς γινόταν, στην προπόνηση όμως και στους αγώνες δεν συγχωρούσαν την παραμικρή παρέκκλιση από το πρόγραμμα. Ακόμη και στο τσουχτερό κρύο, ακόμη και όταν χιόνιζε, εκείνοι φορούσαν σορτς. Δεν καταλάβαιναν τίποτα από το κρύο. Όλοι οι άλλοι φορούσαν διπλές φόρμες, μπουφάν, σκουφιά κ.λπ. Εκείνοι όμως πάντα με τα σορτσάκια. Πειθαρχία».


Ειδήσεις σήμερα:

Νεκρός από χτυπήματα με ψαλίδι 16χρονος στη Νέα Σμύρνη - Ανακρίνεται ο 18χρονος αδελφός του

Στις ΗΠΑ ο Κασσελάκης - Οικογενειακές διακοπές στο Τέξας

Πήρε θέση για την απομάκρυνση του Γιοβάνοβιτς ο Μπισμπίκης - Φωτογραφία
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης