Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Σέλμα Φονσέκα: H Ελληνίδα που «μάγεψε» τον μάγο της μπάλας
Σέλμα Φονσέκα: H Ελληνίδα που «μάγεψε» τον μάγο της μπάλας
Το ειδύλλιο με τον Πελέ - Η μυθιστορηματική ζωή του κοριτσιού που γεννήθηκε στο Σάο Πάολο, ενηλικιώθηκε στην Αθήνα, και κατάφερε να φωτογραφίσει τους διασημότερους σταρ του πλανήτη στα μυθικά πάρτυ του «Vanity Fair» όπου έμπαινε λαθραία και χωρίς καμία γνωριμία
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μίνι φούστα με παγέτες, βραζιλιάνικο κορμί, μακριά μαύρα μαλλιά, βλέμμα σπινθηροβόλο, μια λέξη μόνο στα ελληνικά: «Αγκάπη μου». Εγώ στα δώδεκα, εκείνη στα δεκατέσσερα. Μου μοιάζει τόσο διαφορετικά όμορφη απ’ τα κορίτσια που γνωρίζω κι αυτή η μίνι φούστα με τις παγέτες πώς λαμποκοπά πάνω στην πίστα ενός υποσυνείδητου κράματος ζήλιας και θαυμασμού... Καθόμαστε στο σαλόνι.
Οι μαμάδες μας ετοιμάζονται για κάποιο πάρτι. Ντρέπομαι να της πω να παίξουμε κι ας υποκαθιστά τη διαφορά ηλικίας μ’ ένα μεγάλο δεκτικό χαμόγελο. Θα με πει «μικρή», οι μεγάλες είναι έτοιμες για τη βραδινή τους έξοδο. Κάτι ρωτάει τη μαμά της και ύστερα μουτρώνει από την απάντηση: «Οχι, Σέλμα, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας στο πάρτι». Μένουμε οι δυο μας. Μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι, το χαμόγελο εκεί, σαν να φωνάζει: «Γιατί να μη διασκεδάσουμε κι εμείς;». Ανοίγουμε συρτάρια με ρούχα θησαυρούς, ξεθάβουμε κοσμήματα από μικρά μπαούλα, ισορροπούμε πάνω σε αταίριαστες γόβες, μακιγιάρουμε μάτια, μάγουλα και χείλη, κότσο τα μαλλιά ή καλύτερα ελεύθερα, να αγκαλιάζουν ώμους και πλάτη. Ανοίγουμε την πόρτα και βγαίνουμε στο... σαλόνι. Μια σταλιά Pina Colada σε ποτήρια νερού για εφέ, ένας ωκεανός μουσικής στο πικάπ για χορό, κι εκείνο το «αγκάπη μου», αρκετό για να ενώσει δύο κόσμους εφηβικούς που χάθηκαν για να ξαναβρεθούν σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά σε κάποιο στέκι της Γλυφάδας...
Σάο Πάολο - Αθήνα - Νέα Υόρκη
Οταν η Σέλμα φτάνει στην Ελλάδα από το Σάο Πάολο της Βραζιλίας, μαζί με την καλλονή Ελληνίδα μητέρα της Αντωνία Βαρζακάκου, είναι μόλις 14 ετών. Δεν μιλάει καμία άλλη γλώσσα πέρα από πορτογαλικά, δεν έχει τον παραμικρό φόβο αν θα καταφέρει να προσαρμοστεί στη νέα της πραγματικότητα: «Γεννήθηκα στη Βραζιλία από μάνα με καταγωγή από τη Σπάρτη και πατέρα Βραζιλιάνο. Οταν οι δικοί μου χώρισαν, η μαμά αποφάσισε να επιστρέψει στη γενέτειρά της. Ηθελα πολύ να έρθω στην Ελλάδα, στη Βραζιλία αυτό που θα έπρεπε να κάνω ήταν ένας γάμος και πολλά παιδιά... Εγώ ήμουν άλλο παιδί, δεν ήθελα να είναι αυτή η ζωή μου. Ηθελα να ταξιδέψω, να γνωρίσω κόσμο, να διασκεδάσω, να ζήσω», λέει η Σέλμα και συνεχίζει: «Οταν προσγειωθήκαμε στην Ελλάδα ήταν χειμώνας. Μείναμε σε μια υπέροχη μονοκατοικία στο Ψυχικό και μέσα σε έξι μήνες έμαθα τη γλώσσα. Η Ελλάδα έμοιαζε τότε με όνειρο. Τα καλοκαίρια τα περνούσα στη Μύκονο, στη Σκιάθο και τη Σαντορίνη, οι χειμώνες έμοιαζαν με καλοκαίρια... Αποφάσισα να σπουδάσω αρχιτεκτονική, ενώ βοηθούσα και τη μητέρα μου σ’ ένα κατάστημα που διατηρούσε στην Κηφισιά. Ωραία χρόνια, ανέμελα και ευτυχισμένα. Στην Ελλάδα έμεινα μέχρι τα δεκαοκτώ μου. Ενα ταξίδι στη Νέα Υόρκη για να δω μία Βραζιλιάνα φίλη από το σχολείο και ο επακόλουθος έρωτας με τον αδελφό της με κράτησαν εκεί».
Κάπως έτσι, το ταξίδι αναψυχής μετατρέπει τη Νέα Υόρκη σε μόνιμη βάση της 18χρονης τότε Σέλμα, η οποία σε μια νύχτα και χωρίς δεύτερη σκέψη ακυρώνει το εισιτήριο της επιστροφής για Ελλάδα: «Αν δεν ακυρώσουμε ένα εισιτήριο για έναν έρωτα, τότε δεν έχουμε ζήσει τίποτα», λέει γελώντας: «Αποφάσισα να μείνω με τον Τούτα και τρεις μήνες μετά επέστρεψα στην Ελλάδα για να μαζέψω τα πράγματά μου. Ωστόσο λίγο πριν μπω στο αεροπλάνο για Νέα Υόρκη, ο Τούτα μού τηλεφώνησε λέγοντάς μου: “Είναι καλύτερα να χωρίσουμε. Μην έρθεις”. Πολύ κλάμα, κανένας ενδοιασμός. Δεν μπορεί ένας άντρας να μας κόβει τα φτερά. Ηθελα να πετάξω για Νέα Υόρκη και πέταξα... Και να φανταστείς ότι τότε δεν μιλούσα καν αγγλικά... Οταν έφτασα εκεί έκλεισα ραντεβού με κάποιον γνωστό της μητέρας μου, ιδιοκτήτη ενός από τα πιο γνωστά ατελιέ κοσμημάτων της Ν.Υ. Του ζήτησα δουλειά, μου την έδωσε με την προϋπόθεση να παρακολουθήσω μια σχολή. Δούλευα, σπούδαζα, τα ξαναβρήκα με τον Τούτα. Μείναμε μαζί για πέντε χρόνια... Ο επόμενος έρωτάς μου ήταν ο Πελέ».
Ο έρωτας με τον Πελέ και ο σύντομος γάμος
Οσο ψάχνει το κινητό της για να βρει μια φωτογραφία με τον Πελέ, σκέφτομαι πως η ζωή του ατίθασου κοριτσιού με τα σπαστά ελληνικά δεν θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική. Πως αυτό που θα γίνεις το έχεις αποφασίσει μέσα σου πριν ακόμη το συνειδητοποιήσεις: «Να! Κοίτα! Εδώ είμαστε με τον Πελέ σε restaurant της Νέας Υόρκης. Μείναμε μαζί για σχεδόν έναν χρόνο. Ηταν σούπερ τζέντλεμαν, ένας γίγαντας της μπάλας με καρδιά μικρού παιδιού. Θυμάμαι την πρώτη φορά που ήθελε να έρθει στο σπίτι μου, μια τρύπα στη Νέα Υόρκη... Οταν κατάλαβε πως ντρέπομαι, γύρισε και μου είπε: “Είσαι σοβαρή; Εγώ γεννήθηκα στις αλάνες και όσα παλάτια κι αν με φιλοξένησαν μετά, εκείνες οι αλάνες είναι το σπίτι μου!”. Οχι, δεν είναι εύκολη η σχέση με έναν μύθο όπως ο Πελέ. Απέναντί μου δεν είχα μόνο έναν άνδρα, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο που είναι δύσκολο να σηκώσεις, ειδικά αν είσαι πιτσιρίκα. Ο Πελέ ήθελε να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, εγώ ούτε που να το ακούσω. Κάπως έτσι χωρίσαμε και μετά από έναν χρόνο ξεκίνησα να βγαίνω με έναν Εβραίο κοσμηματοπώλη, ο οποίος με πολιορκούσε για πολλούς μήνες. Παντρευτήκαμε με έναν γάμο υπερπαραγωγή, ο Ντέιβιντ ωστόσο αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Εχασε τη μάχη με τη ζωή έναν χρόνο μετά τον γάμο, ακολούθησαν δικαστήρια για την περιουσία, έπεσα σε κατάθλιψη μέχρι που μια μέρα, στα 30 μου χρόνια, αποφάσισα να δώσω ένα μεγάλο πάρτυ μαζί με την υπόσχεση στον εαυτό μου ότι δεν θα είμαι πλέον θλιμμένη. Κι εκεί, η ζωή άρχισε ξανά να μου χαμογελά».
Οι μαμάδες μας ετοιμάζονται για κάποιο πάρτι. Ντρέπομαι να της πω να παίξουμε κι ας υποκαθιστά τη διαφορά ηλικίας μ’ ένα μεγάλο δεκτικό χαμόγελο. Θα με πει «μικρή», οι μεγάλες είναι έτοιμες για τη βραδινή τους έξοδο. Κάτι ρωτάει τη μαμά της και ύστερα μουτρώνει από την απάντηση: «Οχι, Σέλμα, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας στο πάρτι». Μένουμε οι δυο μας. Μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι, το χαμόγελο εκεί, σαν να φωνάζει: «Γιατί να μη διασκεδάσουμε κι εμείς;». Ανοίγουμε συρτάρια με ρούχα θησαυρούς, ξεθάβουμε κοσμήματα από μικρά μπαούλα, ισορροπούμε πάνω σε αταίριαστες γόβες, μακιγιάρουμε μάτια, μάγουλα και χείλη, κότσο τα μαλλιά ή καλύτερα ελεύθερα, να αγκαλιάζουν ώμους και πλάτη. Ανοίγουμε την πόρτα και βγαίνουμε στο... σαλόνι. Μια σταλιά Pina Colada σε ποτήρια νερού για εφέ, ένας ωκεανός μουσικής στο πικάπ για χορό, κι εκείνο το «αγκάπη μου», αρκετό για να ενώσει δύο κόσμους εφηβικούς που χάθηκαν για να ξαναβρεθούν σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά σε κάποιο στέκι της Γλυφάδας...
Σάο Πάολο - Αθήνα - Νέα Υόρκη
Οταν η Σέλμα φτάνει στην Ελλάδα από το Σάο Πάολο της Βραζιλίας, μαζί με την καλλονή Ελληνίδα μητέρα της Αντωνία Βαρζακάκου, είναι μόλις 14 ετών. Δεν μιλάει καμία άλλη γλώσσα πέρα από πορτογαλικά, δεν έχει τον παραμικρό φόβο αν θα καταφέρει να προσαρμοστεί στη νέα της πραγματικότητα: «Γεννήθηκα στη Βραζιλία από μάνα με καταγωγή από τη Σπάρτη και πατέρα Βραζιλιάνο. Οταν οι δικοί μου χώρισαν, η μαμά αποφάσισε να επιστρέψει στη γενέτειρά της. Ηθελα πολύ να έρθω στην Ελλάδα, στη Βραζιλία αυτό που θα έπρεπε να κάνω ήταν ένας γάμος και πολλά παιδιά... Εγώ ήμουν άλλο παιδί, δεν ήθελα να είναι αυτή η ζωή μου. Ηθελα να ταξιδέψω, να γνωρίσω κόσμο, να διασκεδάσω, να ζήσω», λέει η Σέλμα και συνεχίζει: «Οταν προσγειωθήκαμε στην Ελλάδα ήταν χειμώνας. Μείναμε σε μια υπέροχη μονοκατοικία στο Ψυχικό και μέσα σε έξι μήνες έμαθα τη γλώσσα. Η Ελλάδα έμοιαζε τότε με όνειρο. Τα καλοκαίρια τα περνούσα στη Μύκονο, στη Σκιάθο και τη Σαντορίνη, οι χειμώνες έμοιαζαν με καλοκαίρια... Αποφάσισα να σπουδάσω αρχιτεκτονική, ενώ βοηθούσα και τη μητέρα μου σ’ ένα κατάστημα που διατηρούσε στην Κηφισιά. Ωραία χρόνια, ανέμελα και ευτυχισμένα. Στην Ελλάδα έμεινα μέχρι τα δεκαοκτώ μου. Ενα ταξίδι στη Νέα Υόρκη για να δω μία Βραζιλιάνα φίλη από το σχολείο και ο επακόλουθος έρωτας με τον αδελφό της με κράτησαν εκεί».
Κάπως έτσι, το ταξίδι αναψυχής μετατρέπει τη Νέα Υόρκη σε μόνιμη βάση της 18χρονης τότε Σέλμα, η οποία σε μια νύχτα και χωρίς δεύτερη σκέψη ακυρώνει το εισιτήριο της επιστροφής για Ελλάδα: «Αν δεν ακυρώσουμε ένα εισιτήριο για έναν έρωτα, τότε δεν έχουμε ζήσει τίποτα», λέει γελώντας: «Αποφάσισα να μείνω με τον Τούτα και τρεις μήνες μετά επέστρεψα στην Ελλάδα για να μαζέψω τα πράγματά μου. Ωστόσο λίγο πριν μπω στο αεροπλάνο για Νέα Υόρκη, ο Τούτα μού τηλεφώνησε λέγοντάς μου: “Είναι καλύτερα να χωρίσουμε. Μην έρθεις”. Πολύ κλάμα, κανένας ενδοιασμός. Δεν μπορεί ένας άντρας να μας κόβει τα φτερά. Ηθελα να πετάξω για Νέα Υόρκη και πέταξα... Και να φανταστείς ότι τότε δεν μιλούσα καν αγγλικά... Οταν έφτασα εκεί έκλεισα ραντεβού με κάποιον γνωστό της μητέρας μου, ιδιοκτήτη ενός από τα πιο γνωστά ατελιέ κοσμημάτων της Ν.Υ. Του ζήτησα δουλειά, μου την έδωσε με την προϋπόθεση να παρακολουθήσω μια σχολή. Δούλευα, σπούδαζα, τα ξαναβρήκα με τον Τούτα. Μείναμε μαζί για πέντε χρόνια... Ο επόμενος έρωτάς μου ήταν ο Πελέ».
Ο έρωτας με τον Πελέ και ο σύντομος γάμος
Οσο ψάχνει το κινητό της για να βρει μια φωτογραφία με τον Πελέ, σκέφτομαι πως η ζωή του ατίθασου κοριτσιού με τα σπαστά ελληνικά δεν θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική. Πως αυτό που θα γίνεις το έχεις αποφασίσει μέσα σου πριν ακόμη το συνειδητοποιήσεις: «Να! Κοίτα! Εδώ είμαστε με τον Πελέ σε restaurant της Νέας Υόρκης. Μείναμε μαζί για σχεδόν έναν χρόνο. Ηταν σούπερ τζέντλεμαν, ένας γίγαντας της μπάλας με καρδιά μικρού παιδιού. Θυμάμαι την πρώτη φορά που ήθελε να έρθει στο σπίτι μου, μια τρύπα στη Νέα Υόρκη... Οταν κατάλαβε πως ντρέπομαι, γύρισε και μου είπε: “Είσαι σοβαρή; Εγώ γεννήθηκα στις αλάνες και όσα παλάτια κι αν με φιλοξένησαν μετά, εκείνες οι αλάνες είναι το σπίτι μου!”. Οχι, δεν είναι εύκολη η σχέση με έναν μύθο όπως ο Πελέ. Απέναντί μου δεν είχα μόνο έναν άνδρα, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο που είναι δύσκολο να σηκώσεις, ειδικά αν είσαι πιτσιρίκα. Ο Πελέ ήθελε να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, εγώ ούτε που να το ακούσω. Κάπως έτσι χωρίσαμε και μετά από έναν χρόνο ξεκίνησα να βγαίνω με έναν Εβραίο κοσμηματοπώλη, ο οποίος με πολιορκούσε για πολλούς μήνες. Παντρευτήκαμε με έναν γάμο υπερπαραγωγή, ο Ντέιβιντ ωστόσο αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Εχασε τη μάχη με τη ζωή έναν χρόνο μετά τον γάμο, ακολούθησαν δικαστήρια για την περιουσία, έπεσα σε κατάθλιψη μέχρι που μια μέρα, στα 30 μου χρόνια, αποφάσισα να δώσω ένα μεγάλο πάρτυ μαζί με την υπόσχεση στον εαυτό μου ότι δεν θα είμαι πλέον θλιμμένη. Κι εκεί, η ζωή άρχισε ξανά να μου χαμογελά».
Από τους οίκους κοσμημάτων στο κόκκινο χαλί των Οσκαρ
Μετά την ανάκαμψη κι ένα σύντομο ταξίδι στη Βραζιλία, η Σέλμα πιάνει δουλειά ως μάνατζερ στην εταιρεία κοσμημάτων Fragments της Νέας Υόρκης. Γνωρίζει κόσμο, κι ένα βράδυ πηγαίνει σε κάποιο πάρτυ της Μπρίτνεϊ Σπίαρς, η οποία γιόρταζε τα 18 της χρόνια: «Εκείνο το βράδυ έβγαλα μερικές φωτογραφίες και στη συνέχεια κάποιοι φίλοι με συμβούλευσαν να τις πουλήσω σε περιοδικά. Πήρα πολύ καλά χρήματα και σκέφτηκα: “Τι τέλεια δουλειά είναι αυτή! Πάω σε πάρτυ, πίνω free και μετά βγάζω και λεφτά. Αυτό θέλω να κάνω».
Από το «θέλω» μέχρι το «μπορώ», συνήθως πρέπει να καλύψεις μια μεγάλη απόσταση. Για τη Σέλμα, ωστόσο, αυτή η απόσταση έμοιαζε πάντα να ισοδυναμεί με ένα τσιγάρο δρόμο: «Το 1999 αποφάσισα να πάω στο πάρτυ του “Vanity Fair” για τα Οσκαρ, που γινόταν στο εστιατόριο “Morton’s” στο Δυτικό Χόλιγουντ. Δεν είχα πρόσκληση, ούτε γνωστό. Στάθηκα έξω από το επίμαχο σημείο, απέναντι σε αστυνομία και bodyguards, όταν κάποια στιγμή είδα την Γκουίνεθ Πάλτροου, η οποία είχε κερδίσει Οσκαρ για την ταινία “Ερωτευμένος Σαίξπηρ” να βγαίνει από μία λίμο κρατώντας το χρυσό αγαλματίδιο στο χέρι. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκα δίπλα της παριστάνοντας το μέλος της ομάδας της. Περάσαμε στον εξωτερικό χώρο του “Morton’s”, εκείνη σταμάτησε, τα φλας άστραψαν, εγώ έμεινα στήλη άλατος! Το εγχείρημά μου δεν είχε ακόμη επιτευχθεί.
Από την ολοκλήρωσή του με χώριζαν δύο τύποι στην είσοδο του “Morton’s”. Αν μου ζητούσαν πρόσκληση; Τίναξα το μαλλί πίσω, σήκωσα το βλέμμα ψηλά -σε τέτοιες περιπτώσεις ποτέ δεν κοιτάς τον άλλον στα μάτια- και η πόρτα άνοιξε! Ηπια ένα σφηνάκι για να ηρεμήσω και ύστερα έβγαλα φωτογραφία με την Γκουίνεθ, γνώρισα τη Μαράια Κάρεϊ, τον Τόνι Κέρτις, τον Αστον Κούτσερ, τη Μαρίζα Τομέι, τον Αντι Γκαρσία και την Κέιτ Μπλάνσετ, διασκέδασα με την ψυχή μου, πούλησα τις φωτογραφίες και αποφάσισα ότι αυτή θα είναι η δουλειά μου. Πολύ δύσκολη μεν, απίστευτα ωραία δε».
Από το 1999 έως το 2009 η Σέλμα καταφέρνει με διάφορα τεχνάσματα να βρίσκεται πάντα στα διάσημα πάρτυ του «Vanity Fair», ξεκινά συνεργασία με τη «New York Daily News» όπου υπογράφει με ψευδώνυμο gossips, ενώ από το 2010 αποφασίζει να μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα σε Νέα Υόρκη και Λος Αντζελες κάνοντας δυνατά P.R. που της εξασφαλίζουν άνετη είσοδο στα διασημότερα πάρτυ του πλανήτη.
Ο μοναδικός Λάιονελ Ρίτσι, η ξινή Τζένιφερ Ανιστον και δύο μοναδικά βιβλία
Μάικλ Τζάκσον, Μπεν Αφλεκ, Νικόλ Κίντμαν, Τομ Κρουζ, Πάρις Χίλτον, Μάικλ Ντάγκλας, Μπιλ Κλίντον, Μικ Τζάγκερ, Λάιονελ Ρίτσι, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, είναι μερικά μόνο από τα πρόσωπα που η Σέλμα απαθανάτισε με τον φωτογραφικό φακό της. Κάποιοι από αυτούς έγιναν φίλοι της, όπως ο Μάικλ Τζάκσον και ο αγαπημένος της Λάιονελ Ρίτσι: «Ο Μάικλ ήταν ένα παιδί, με είχε προσκαλέσει μάλιστα κάποια φορά και στα γενέθλια του πατέρα του στη Neverland. Ο πιο ωραίος τύπος, η μεγαλύτερη αδυναμία μου είναι ωστόσο ο Λάιονελ Ρίτσι. Είμαστε φίλοι 20 χρόνια και αυτό που θαυμάζω σε αυτόν είναι η απλότητά του. Μιλάει σε όλους, πλούσιους φτωχούς, άσημους, διάσημους... Λατρεύει την Ελλάδα και τη Μύκονο και κάνει τα ωραιότερα χριστουγεννιάτικα πάρτυ. Αστέρι είναι επίσης και ο Τομ Κρουζ, ο μόνος ίσως σελέμπριτι που σέβεται τόσο πολύ το κοινό του. Πολύ ζεστοί άνθρωποι είναι ακόμα ο Αλ Πατσίνο και ο Μπραντ Πιτ, αλλά και ο Ρόμπερτ Πάτινσον. Αντίθετα, ο Ντι Κάπριο είναι πολύ ψυχρός άνθρωπος και κυκλοφορεί πάντα με καπέλο προκειμένου να βρίσκεται εκτός του οπτικού πεδίου των άλλων. Πολύ ψυχρή έως ξινή θα χαρακτήριζα την Τζένιφερ Ανιστον. Θυμάμαι, μια φορά τής είχα πει “α, είσαι Ελληνίδα σαν κι εμένα!” κι εκείνη μου απάντησε: “Λυπάμαι, δεν μιλάω ελληνικά”. Ποια είναι η πιο ωραία τύπισσα; Η Πάρις Χίλτον, θα έλεγα. Εχει απίστευτο χιούμορ, είναι πανέξυπνη και πολύ ευγενής».
Τα τελευταία πέντε χρόνια η Σέλμα εργάζεται ως δημοσιογράφος στο πιο επιδραστικό περιοδικό της μουσικής βιομηχανίας, στο «Billboard», παίρνοντας συνεντεύξεις από καλλιτέχνες όπως η Γιόκο Ονο, οι One Republic, ο Wiz Khalifa και ο σούπερ σταρ DJ Steve Aoki, ενώ σήμερα βρίσκεται σε συζητήσεις με εκδοτικούς οίκους της Νέας Υόρκης προκειμένου να εκδώσει ένα βιβλίο με τον τίτλο #NOONESTOPSSELMA, γεμάτο πικάντικες ιστορίες των σταρ καθώς κι ένα φωτογραφικό λεύκωμα με ανέκδοτα ενσταντανέ των μεγαλύτερων σταρ του πλανήτη από τα πάρτυ του «Vanity Fair», του Ελτον Τζον και του κολοσσού Miramax: «Το βιβλίο διατίθεται ήδη στο SelmaFonseca.com απ’ όπου μπορεί κάποιος να αγοράσει και διάφορες φωτογραφίες των μεγαλύτερων σταρ του πλανήτη», μου λέει λίγο πριν χωρίσουμε. Φέρνω στον νου μου την πρώτη εικόνα που είχα από εκείνη: ένα κορίτσι με μίνι φούστα από παγέτες, βραζιλιάνικο κορμί, μακριά μαύρα μαλλιά και σπινθηροβόλο βλέμμα. Το καταλαβαίνει, με αγκαλιάζει και μ’ αποχαιρετά μ’ ένα ζωηρό «Αγκάπη μου!»...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα