
Η κατ’ εξακολούθηση επικοινωνιακή εργαλειοποίηση του Ποινικού Δικαίου
Με κατάπληξη ο νομικός κόσμος παρακολουθεί για, έβδομη, όγδοη, έννατη φορά από το έτος 2019, την εκ νέου επιχειρούμενη τροποποίηση των Κωδίκων Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας που, ήδη, έχουν τεθεί σε δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το όλο εγχείρημα περιβάλλεται και πάλι απροκάλυπτα τον μανδύα της ασφαλούς προστασίας των εννόμων αγαθών των πολιτών, ενώ, στην πραγματικότητα αποτελεί μία ακόμα επικοινωνιακή εργαλειοποίηση του ποινικού νόμου προς καταλλαγή της συγκλονιζόμενης, από την διογκούμενη βία, κοινής γνώμης
Δυστυχώς, οι συντάκτες του ως άνω σχεδίου νόμου δείχνουν να αγνοούν εκ νέου προκλητικά το γεγονός ότι καμία κοινωνική παθογένεια, και δη τόσο πολυπαραγοντική όσο η βία, η οποία αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε στην διάρκεια πολλών ετών, δεν επιλύεται με ποινικές ρυθμίσεις. Όπως όλες οι σχετικές έρευνες, άλλωστε, έχουν καταδείξει ουδεμία επίπτωση στην πάταξη ή, έστω την καταστολή, της εγκληματικότητας έχει η αυστηροποίηση των ποινών και του συναφούς ουσιαστικού ή δικονομικού πλαισίου.
Δεν χρειάζεται, από την άλλη πλευρά, να είναι κανείς ειδικός του ποινικού δόγματος, της ιστορίας και κοινωνιολογίας του δικαίου για να αντιληφθεί ότι από όλους τους κανόνες της έννομης τάξης αυτοί του Ποινικού Δικαίου άπτονται κατ’ εξοχήν του σκληρού πυρήνα των προστατευομένων από συνταγματικά και υπερεθνικά κείμενα, ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που, από εποχής Διαφωτισμού και εντεύθεν, συγκαταλέγονται στα πλέον ευχερώς δυνάμενα να τρωθούν από την εκάστοτε κρατική αυθαιρεσία.
Οι νόμοι, ως γνωστόν, αποτελούν συνθήκες μέσω των οποίων άνθρωποι ελεύθεροι ενώθηκαν σε μία πολιτική κοινωνία προκειμένου να αποκτήσουν ασφάλεια. « Έδωκε, λοιπόν, καθείς από αυτούς μέρος της ιδίας ελευθερίας με σκοπόν να φυλάξη το επίλοιπον με ασφάλειαν και ησυχίαν (….). Από των ελαχίστων τούτων μεριδών την συνάθροισιν γεννάται το δίκαιον του κολάζειν. Παν το περιπλέον είναι κατάχρησις , και όχι δικαιοσύνη, είναι έργον συνηθείας αλλ’ όχι δίκαιον ». (C. Beccaria, «Περί Αδικημάτων και Ποινών», 1764). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον πάντοτε το Ποινικό Δίκαιο προσπαθεί, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, να ισορροπεί ανάμεσα στην ασφάλεια των εννόμων αγαθών των πολιτών και τις ατομικές ελευθερίες, ισορροπία η οποία είναι πάντοτε ένα διαρκές ζητούμενο.
Περαιτέρω, όπως ομοίως γίνεται δεκτό, η επιβολή ποινής οδηγεί σε μείωση της εγκληματικότητας, «όχι όταν είναι σκληρή αλλά όταν είναι βέβαιη και αναπόφευκτη, όταν υπάρχει ταχύτητα στην επιβολή της, ώστε να εντυπούται στην ανθρώπινη ψυχή, η συμπλοκή των δύο τούτων εννοιών, αδίκημα και ποινή, κατά τη σχέση αιτίου και αιτιατού και όταν είναι αναγκαία, ανάλογη μεν με την προξενούμενη βλάβη στην κοινωνία και συνάμα μεγαλύτερη από την ωφέλεια που επιτυγχάνεται με την τέλεση του αδικήματος».
Στο υπό κρίσιν σχέδιο νομοθετήματος, δυστυχώς, συγκαταλέγονται πληθώρα διατάξεων που εξέρχονται της ως άνω ζητούμενης ισορροπίας μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας και αποτελεσματικότητας της ποινής, μεταξύ των οποίων, συγκαταλέγεται η αυστηροποίηση των ποινών, όχι μόνο για την βαριά, αλλά και την «μικρομεσαία» εγκληματικότητα που, μάλιστα, θα επιφέρει πραγματική έκτιση όλων των ποινών άνω των δύο ετών, αδιακρίτως για πλημμελήματα ή κακουργήματα, ενώ, ακόμα και η παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη εντάσσεται, ως επικίνδυνη, οδήγηση στο αδίκημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών με κακουργηματικές προβλέψεις. Στο ίδιο, πάντα, πλαίσιο, προβλέψεις για την δυνατότητα επιβολής πλήρους ποινής στις περιπτώσεις απόπειρας και απλής συνέργειας ελέγχονται για την συμβατότητα τους με την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, ενώ, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, σειρά σοβαρών πλημμελημάτων μεταφέρονται από Τριμελή σε Μονομελή Δικαστήρια, γεγονός που όχι μόνο είναι πρωτοφανές για τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Χώρου (πλην Μάλτας), αλλά και οδηγεί σε ανασφάλεια περί της ορθής δικαιοδοτικής κρίσης.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, αντί η συντεταγμένη Πολιτεία να ενσκύψει με ενδιαφέρον στην αντιμετώπιση των αιτιών του εγκληματικού φαινομένου και την αποτελεσματική, γρήγορη και δίκαιη απονομή της Δικαιοσύνης, καταφεύγει εκ νέου σε πρόχειρες λύσεις ευκαιριακής καταλλαγής της κοινής γνώμης που, όχι μόνον δεν επιλύουν το πρόβλημα αλλά και αποπροσανατολίζουν εντελώς την κοινωνία από τα πραγματικά αίτια και τις πρόσφορες λύσεις.
Χριστίνα Τσαγκλή Δικηγόρος, Μέλος Δ.Σ Δ.Σ.Α
Δεν χρειάζεται, από την άλλη πλευρά, να είναι κανείς ειδικός του ποινικού δόγματος, της ιστορίας και κοινωνιολογίας του δικαίου για να αντιληφθεί ότι από όλους τους κανόνες της έννομης τάξης αυτοί του Ποινικού Δικαίου άπτονται κατ’ εξοχήν του σκληρού πυρήνα των προστατευομένων από συνταγματικά και υπερεθνικά κείμενα, ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που, από εποχής Διαφωτισμού και εντεύθεν, συγκαταλέγονται στα πλέον ευχερώς δυνάμενα να τρωθούν από την εκάστοτε κρατική αυθαιρεσία.
Οι νόμοι, ως γνωστόν, αποτελούν συνθήκες μέσω των οποίων άνθρωποι ελεύθεροι ενώθηκαν σε μία πολιτική κοινωνία προκειμένου να αποκτήσουν ασφάλεια. « Έδωκε, λοιπόν, καθείς από αυτούς μέρος της ιδίας ελευθερίας με σκοπόν να φυλάξη το επίλοιπον με ασφάλειαν και ησυχίαν (….). Από των ελαχίστων τούτων μεριδών την συνάθροισιν γεννάται το δίκαιον του κολάζειν. Παν το περιπλέον είναι κατάχρησις , και όχι δικαιοσύνη, είναι έργον συνηθείας αλλ’ όχι δίκαιον ». (C. Beccaria, «Περί Αδικημάτων και Ποινών», 1764). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον πάντοτε το Ποινικό Δίκαιο προσπαθεί, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, να ισορροπεί ανάμεσα στην ασφάλεια των εννόμων αγαθών των πολιτών και τις ατομικές ελευθερίες, ισορροπία η οποία είναι πάντοτε ένα διαρκές ζητούμενο.
Περαιτέρω, όπως ομοίως γίνεται δεκτό, η επιβολή ποινής οδηγεί σε μείωση της εγκληματικότητας, «όχι όταν είναι σκληρή αλλά όταν είναι βέβαιη και αναπόφευκτη, όταν υπάρχει ταχύτητα στην επιβολή της, ώστε να εντυπούται στην ανθρώπινη ψυχή, η συμπλοκή των δύο τούτων εννοιών, αδίκημα και ποινή, κατά τη σχέση αιτίου και αιτιατού και όταν είναι αναγκαία, ανάλογη μεν με την προξενούμενη βλάβη στην κοινωνία και συνάμα μεγαλύτερη από την ωφέλεια που επιτυγχάνεται με την τέλεση του αδικήματος».
Στο υπό κρίσιν σχέδιο νομοθετήματος, δυστυχώς, συγκαταλέγονται πληθώρα διατάξεων που εξέρχονται της ως άνω ζητούμενης ισορροπίας μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας και αποτελεσματικότητας της ποινής, μεταξύ των οποίων, συγκαταλέγεται η αυστηροποίηση των ποινών, όχι μόνο για την βαριά, αλλά και την «μικρομεσαία» εγκληματικότητα που, μάλιστα, θα επιφέρει πραγματική έκτιση όλων των ποινών άνω των δύο ετών, αδιακρίτως για πλημμελήματα ή κακουργήματα, ενώ, ακόμα και η παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη εντάσσεται, ως επικίνδυνη, οδήγηση στο αδίκημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών με κακουργηματικές προβλέψεις. Στο ίδιο, πάντα, πλαίσιο, προβλέψεις για την δυνατότητα επιβολής πλήρους ποινής στις περιπτώσεις απόπειρας και απλής συνέργειας ελέγχονται για την συμβατότητα τους με την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, ενώ, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, σειρά σοβαρών πλημμελημάτων μεταφέρονται από Τριμελή σε Μονομελή Δικαστήρια, γεγονός που όχι μόνο είναι πρωτοφανές για τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Χώρου (πλην Μάλτας), αλλά και οδηγεί σε ανασφάλεια περί της ορθής δικαιοδοτικής κρίσης.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, αντί η συντεταγμένη Πολιτεία να ενσκύψει με ενδιαφέρον στην αντιμετώπιση των αιτιών του εγκληματικού φαινομένου και την αποτελεσματική, γρήγορη και δίκαιη απονομή της Δικαιοσύνης, καταφεύγει εκ νέου σε πρόχειρες λύσεις ευκαιριακής καταλλαγής της κοινής γνώμης που, όχι μόνον δεν επιλύουν το πρόβλημα αλλά και αποπροσανατολίζουν εντελώς την κοινωνία από τα πραγματικά αίτια και τις πρόσφορες λύσεις.
Χριστίνα Τσαγκλή Δικηγόρος, Μέλος Δ.Σ Δ.Σ.Α
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα