Από την ελληνική περιφέρεια στα ταμεία της γερμανικής -πολεμικής- βιομηχανίας
Η διαπραγμάτευση για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. των ετών 2028-2034, που ξεκίνησε με την ανακοίνωση της πρότασης της Κομισιόν την περασμένη εβδομάδα, θα κρατήσει δύο χρόνια και θα περάσει από σαράντα κύματα, αλλά παρουσιάζει ήδη μεγάλο πολιτικό και οικονομικό ενδιαφέρον, καθώς αναδεικνύει ορισμένες τάσεις οι οποίες προοιωνίζονται ανατροπές στη λεγόμενη «Ενωμένη Ευρώπη»
Ο προϋπολογισμός της Ε.Ε., που χρηματοδοτείται από τα 27 κράτη-μέλη, καταρτίζεται για μια επταετία και ανήλθε σε 1,2 τρισ. ευρώ για το διάστημα 2021-2027. Η νέα πρόταση προβλέπει κοινές δαπάνες κοντά στα 2 τρισ. ευρώ, αλλά με ένα νέο σύστημα που συγκεντρώνει τα ποσά τα οποία εισπράττει κάθε χώρα σε έναν «εθνικό φάκελο» ή «εθνικό σχέδιο», με διαχείριση και κατανομή υπό την ευθύνη των εθνικών κυβερνήσεων.
Υποτίθεται ότι η κεντρική ιδέα των αλλαγών αυτών είναι να ενοποιηθούν τα πολλά διαφορετικά προγράμματα σε εθνικά σχέδια, ώστε οι χώρες-μέλη να έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια και να ενισχυθούν προτεραιότητες όπως η άμυνα και η ανταγωνιστικότητα.
Αυτό σημαίνει ότι θα πάρουν λιγότερα χρήματα οι μεγαλύτεροι δικαιούχοι των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ήτοι οι αγρότες και οι περιφέρειες, που μέχρι σήμερα απορροφούν τα κονδύλια απευθείας από ευρωπαϊκά ταμεία, με ειδικές πιστώσεις του προϋπολογισμού. Το πιθανότερο είναι ότι θα θιγούν οι επιδοτήσεις των αγροτών και κυρίως τα κονδύλια «συνοχής», ήτοι χρήματα τα οποία δίνονται στις φτωχότερες περιφέρειες, από τα οποία επωφελείται, αναλογικά σε μεγάλο βαθμό, η Ελλάδα. Ταυτόχρονα, προτείνεται η μεταφορά πόρων προς τις ανατολικές χώρες -σε βάρος των παλαιότερων κρατών-μελών- οι οποίες θα αυξήσουν περισσότερο τις αμυντικές τους δαπάνες.
Η ενίσχυση των αμυντικών δαπανών ευνοεί κυρίως τις μεγάλες χώρες, όπως πρωτίστως η Γερμανία που διαθέτει ισχυρή πολεμική βιομηχανία, την οποία ενισχύει με μαζικές επενδύσεις, ώστε να καταστεί βασικός μοχλός της προσπάθειας να αντιμετωπίσει τη βαθιά κρίση στην οποία βρίσκεται η άλλοτε κραταιά γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Είναι όμως και η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Σουηδία που έχουν ισχυρές πολεμικές βιομηχανίες και οι εταιρείες τους έχουν επωφεληθεί σημαντικά από την αύξηση των αμυντικών δαπανών λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, όπως φαίνεται και από την άνοδο των μετοχών τους στο χρηματιστήριο.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία ήταν η πρώτη που έσπευσε να δηλώσει την αντίθεσή της στη γενική αύξηση των εσόδων του προϋπολογισμού, καθώς είναι από τις χώρες που πληρώνουν περισσότερα από όσα εισπράττουν, μαζί με την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Σουηδία και την Αυστρία - τους λεγόμενους «καθαρούς πληρωτές».
Οι χώρες αυτές είναι επίσης παραδοσιακά αντίθετες στην αύξηση του προϋπολογισμού της Ε.Ε., αλλά και της έκδοσης ευρωομολόγων (κοινός δανεισμός) για να χρηματοδοτηθούν κοινές δράσεις.
Επιβεβαιώνεται, έτσι, και από τις προτάσεις για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. το σχέδιο αύξησης των εθνικών αμυντικών δαπανών, με κόστος των φορολογουμένων κάθε χώρας, προς όφελος των παραδοσιακών βιομηχανικών χωρών.
Μεγάλος ωφελημένος θα είναι, βέβαια, και η αμερικανική πολεμική βιομηχανία, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, που ζήτησε να αποσταλεί στην Ουκρανία πολεμικό υλικό από τις ΗΠΑ, το οποίο θα πληρώσουν οι Ευρωπαίοι.
Την ίδια στιγμή, η ανάθεση της κατανομής των κονδυλίων στα κράτη-μέλη σηματοδοτεί μια τάση «επανεθνικοποίησης» των ευρωπαϊκών πολιτικών, στον αντίποδα δηλαδή της ενοποιητικής δυναμικής που προχωρούσε «αυτόματα» από το 1957, όταν η Συνθήκη της Ρώμης έβαλε τα θεμέλια της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Φαίνεται ότι η διεθνής τάση επιστροφής σε εθνικές πολιτικές, με περιχαράκωση σε εθνικά σύνορα και σε εθνικές αγορές -που προωθείται εμβληματικά από τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ- υιοθετείται και επισφραγίζεται εντός της Ε.Ε., σε αντίθετη φορά από εκείνη της περαιτέρω πολιτικής ενοποίησης που υποτίθεται ότι ήταν ο μακροπρόθεσμος οραματικός στόχος των Ευρωπαίων μέχρι τώρα.
Δεν είναι ξεκάθαρα τα ελατήρια της Γερμανίδας προέδρου της Κομισιόν για τη συγκεκριμένη πρόταση. Ισως πρόκειται για πολιτικό παζάρι ή για απόπειρα μεταφοράς κάποιων εξουσιών από τις Βρυξέλλες στις εθνικές πρωτεύουσες ώστε να κατευναστεί η σφοδρή κριτική που δέχεται η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για αντιθεσμικές υπερεξουσίες, υπερβολική γραφειοκρατία και προσωπική «ατζέντα». Από την άλλη, όμως, η Κομισιόν προτείνει να συνδεθούν οι ευρωπαϊκές δαπάνες με προγράμματα μεταρρυθμίσεων που θα συμφωνούνται με τις Βρυξέλλες, όπως έγινε και με το Ταμείο Ανάκαμψης -πρόταση που, αν περάσει, σημαίνει νέες υπερεξουσίες για την ευρω-γραφειοκρατία.
Ηδη η πρόεδρος της Κομισιόν δέχεται σφοδρή κριτική, σχεδόν από παντού για τη μυστικότητα και την απουσία διαβούλευσης για τον προϋπολογισμό, καθώς κράτησε μυστικά τα σχέδιά της ακόμα και από τους Επιτρόπους της.
Υποτίθεται ότι η κεντρική ιδέα των αλλαγών αυτών είναι να ενοποιηθούν τα πολλά διαφορετικά προγράμματα σε εθνικά σχέδια, ώστε οι χώρες-μέλη να έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια και να ενισχυθούν προτεραιότητες όπως η άμυνα και η ανταγωνιστικότητα.
Αυτό σημαίνει ότι θα πάρουν λιγότερα χρήματα οι μεγαλύτεροι δικαιούχοι των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ήτοι οι αγρότες και οι περιφέρειες, που μέχρι σήμερα απορροφούν τα κονδύλια απευθείας από ευρωπαϊκά ταμεία, με ειδικές πιστώσεις του προϋπολογισμού. Το πιθανότερο είναι ότι θα θιγούν οι επιδοτήσεις των αγροτών και κυρίως τα κονδύλια «συνοχής», ήτοι χρήματα τα οποία δίνονται στις φτωχότερες περιφέρειες, από τα οποία επωφελείται, αναλογικά σε μεγάλο βαθμό, η Ελλάδα. Ταυτόχρονα, προτείνεται η μεταφορά πόρων προς τις ανατολικές χώρες -σε βάρος των παλαιότερων κρατών-μελών- οι οποίες θα αυξήσουν περισσότερο τις αμυντικές τους δαπάνες.
Η ενίσχυση των αμυντικών δαπανών ευνοεί κυρίως τις μεγάλες χώρες, όπως πρωτίστως η Γερμανία που διαθέτει ισχυρή πολεμική βιομηχανία, την οποία ενισχύει με μαζικές επενδύσεις, ώστε να καταστεί βασικός μοχλός της προσπάθειας να αντιμετωπίσει τη βαθιά κρίση στην οποία βρίσκεται η άλλοτε κραταιά γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Είναι όμως και η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Σουηδία που έχουν ισχυρές πολεμικές βιομηχανίες και οι εταιρείες τους έχουν επωφεληθεί σημαντικά από την αύξηση των αμυντικών δαπανών λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, όπως φαίνεται και από την άνοδο των μετοχών τους στο χρηματιστήριο.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία ήταν η πρώτη που έσπευσε να δηλώσει την αντίθεσή της στη γενική αύξηση των εσόδων του προϋπολογισμού, καθώς είναι από τις χώρες που πληρώνουν περισσότερα από όσα εισπράττουν, μαζί με την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Σουηδία και την Αυστρία - τους λεγόμενους «καθαρούς πληρωτές».
Οι χώρες αυτές είναι επίσης παραδοσιακά αντίθετες στην αύξηση του προϋπολογισμού της Ε.Ε., αλλά και της έκδοσης ευρωομολόγων (κοινός δανεισμός) για να χρηματοδοτηθούν κοινές δράσεις.
Επιβεβαιώνεται, έτσι, και από τις προτάσεις για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. το σχέδιο αύξησης των εθνικών αμυντικών δαπανών, με κόστος των φορολογουμένων κάθε χώρας, προς όφελος των παραδοσιακών βιομηχανικών χωρών.
Μεγάλος ωφελημένος θα είναι, βέβαια, και η αμερικανική πολεμική βιομηχανία, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, που ζήτησε να αποσταλεί στην Ουκρανία πολεμικό υλικό από τις ΗΠΑ, το οποίο θα πληρώσουν οι Ευρωπαίοι.
Την ίδια στιγμή, η ανάθεση της κατανομής των κονδυλίων στα κράτη-μέλη σηματοδοτεί μια τάση «επανεθνικοποίησης» των ευρωπαϊκών πολιτικών, στον αντίποδα δηλαδή της ενοποιητικής δυναμικής που προχωρούσε «αυτόματα» από το 1957, όταν η Συνθήκη της Ρώμης έβαλε τα θεμέλια της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Φαίνεται ότι η διεθνής τάση επιστροφής σε εθνικές πολιτικές, με περιχαράκωση σε εθνικά σύνορα και σε εθνικές αγορές -που προωθείται εμβληματικά από τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ- υιοθετείται και επισφραγίζεται εντός της Ε.Ε., σε αντίθετη φορά από εκείνη της περαιτέρω πολιτικής ενοποίησης που υποτίθεται ότι ήταν ο μακροπρόθεσμος οραματικός στόχος των Ευρωπαίων μέχρι τώρα.
Δεν είναι ξεκάθαρα τα ελατήρια της Γερμανίδας προέδρου της Κομισιόν για τη συγκεκριμένη πρόταση. Ισως πρόκειται για πολιτικό παζάρι ή για απόπειρα μεταφοράς κάποιων εξουσιών από τις Βρυξέλλες στις εθνικές πρωτεύουσες ώστε να κατευναστεί η σφοδρή κριτική που δέχεται η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για αντιθεσμικές υπερεξουσίες, υπερβολική γραφειοκρατία και προσωπική «ατζέντα». Από την άλλη, όμως, η Κομισιόν προτείνει να συνδεθούν οι ευρωπαϊκές δαπάνες με προγράμματα μεταρρυθμίσεων που θα συμφωνούνται με τις Βρυξέλλες, όπως έγινε και με το Ταμείο Ανάκαμψης -πρόταση που, αν περάσει, σημαίνει νέες υπερεξουσίες για την ευρω-γραφειοκρατία.
Ηδη η πρόεδρος της Κομισιόν δέχεται σφοδρή κριτική, σχεδόν από παντού για τη μυστικότητα και την απουσία διαβούλευσης για τον προϋπολογισμό, καθώς κράτησε μυστικά τα σχέδιά της ακόμα και από τους Επιτρόπους της.
Σε κάθε περίπτωση, η επανεθνικοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων μπορεί να τροφοδοτήσει περαιτέρω τις φυγόκεντρες, διαλυτικές τάσεις που ήδη εκδηλώνονται με πολλούς τρόπους και σε πολλά πεδία εντός της Ε.Ε.
Είναι κι αυτό άλλο ένα σημάδι της υπαρξιακής κρίσης στην οποία βρίσκεται η Ε.Ε.
Είναι κι αυτό άλλο ένα σημάδι της υπαρξιακής κρίσης στην οποία βρίσκεται η Ε.Ε.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα