Δημήτρης Κατσίκης και Τριάδα Παπαδάκη: Οι μάγοι της «Μάγισσας»
oi-magoi-arthrou

Δημήτρης Κατσίκης και Τριάδα Παπαδάκη: Οι μάγοι της «Μάγισσας»

Ο σκηνογράφος και η ενδυματολόγος της δημοφιλούς σειράς εποχής είχαν να δημιουργήσουν από την αρχή έναν κόσμο με πρώτες ύλες την ιστορία και τη φαντασία - Στην κοινή συνέντευξή τους εξηγούν πώς βρήκαν τη χρυσή ισορροπία

Πουκάμισο και τζιν παντελόνι, Soufleris, Κοστούμι Maje και T-shirt Zadig & Voltaire, attica, The Department Store
Οταν λίγο πριν από το φινάλε των «Αγριων Μελισσών» ο σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρίτος ψέλλιζε κάποια πρώτα θραύσματα πληροφοριών για την επόμενη δουλειά του -επίσης σε σενάριο της Μελίνας Τσαμπάνη και του Πέτρου Καλκόβαλη-, μια σειρά εποχής τοποθετημένη στη Μάνη, άλλοι ύψωσαν με απορία το φρύδι, άλλοι μειδίασαν και κάποιοι, μάλλον οι περισσότεροι, σκέφτηκαν πως επρόκειτο για ένα εξωφρενικά φιλόδοξο εγχείρημα για τα μέτρα της ελληνικής τηλεόρασης, το οποίο ήταν καταδικασμένο να μείνει ως σχέδιο επί χάρτου. Η πραγματικότητα τους διέψευσε. Η «Μάγισσα» βρίσκεται εδώ και έναν μήνα στον αέρα από τη συχνότητα του ΑΝΤ1, σημειώνοντας σημαντικά ποσοστά τηλεθέασης και κυρίως αποδεικνύοντας ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο, αρκεί να υπάρχουν επιθυμία, ταλέντο, σχέδιο - εντάξει, και προϋπολογισμός.



Μπορεί καταρχάς οι σεναριογράφοι και κατόπιν ο σκηνοθέτης της σειράς να οραματίστηκαν ένα σίριαλ η υπόθεση του οποίου εκτυλίσσεται στην προεπαναστατική Ελλάδα, όμως μια σειρά άλλων -προφανώς έμπειρων και ταλαντούχων- συνεργατών ανέλαβε να δώσει σάρκα και οστά σε αυτό το φαντασιακό σύμπαν που θα ταξίδευε το τηλεοπτικό κοινό σχεδόν δύο αιώνες πίσω στον χρόνο, στο μακρινό 1817. Ο σκηνογράφος Δημήτρης Κατσίκης, βραβευμένος για τη δουλειά του στις «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και η Τριάδα Παπαδάκη, η ενδυματολόγος που το κοινό γνώρισε μέσα από τη συστηματική δουλειά της στις «Αγριες Μέλισσες», είναι δύο από τους ανθρώπους χωρίς τους οποίους η σειρά δεν θα υπήρχε. Ή και να υπήρχε, θα ήταν εντελώς διαφορετική.

«Οταν άκουσα για πρώτη φορά την ιδέα, μου φάνηκε φιλόδοξη, ήξερα όμως ότι ήταν υλοποιήσιμη», εξηγεί ο Δημήτρης Κατσίκης. «Τα δεδομένα ήταν δύο: ότι ήμασταν στην προεπαναστατική Ελλάδα και ότι βρισκόμασταν στη Μάνη. Επρεπε, λοιπόν, να δημιουργήσουμε από την αρχή έναν κόσμο. Κι αυτό εμπεριέχει ευκολίες, αλλά και δυσκολίες. Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο να σχεδιάσεις κάτι, αλλά να μπορεί και να κατασκευαστεί και να λειτουργήσει.



Είχαμε λοιπόν Μάνη, πέτρα, κυπαρίσσια και φραγκόσυκα. Μια γρήγορη σκέψη ήταν να επιλέξουμε ως βασικούς χώρους των γυρισμάτων το Κτήμα Νάσιουτζικ και το Μουσείο Βορρέ. Οταν πρωτοείδα τον χώρο ήταν ένας μικρός παράδεισος με λουλούδια, κήπους, λεβάντες, μια μικρή Προβηγκία. Είχαμε να κρατήσουμε την πέτρα και να αλλάξουμε όλο το υπόλοιπο σκηνικό. Στον περίβολο λοιπόν δημιουργήσαμε το κάστρο, το πυργόσπιτο, ξηλώσαμε το γκαζόν, φυτέψαμε φραγκοσυκιές, σφραγίσαμε την πισίνα και φτιάξαμε τους στάβλους. Η κατασκευή πήρε περίπου τρεις μήνες», εξιστορεί.



Απόφοιτος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, ενεργός ζωγράφος που μάλιστα αυτή την περίοδο προετοιμάζει την επόμενη έκθεσή του, επαγγελματίας που ενηλικιώθηκε στα σπλάχνα της διαφήμισης τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και art director της ταινίας «Crimes of the Future» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ο Κατσίκης πιστεύει στη δύναμη της εικόνας, ορκίζεται στην αισθητική -την άρτια τουλάχιστον- και θεωρεί ότι οι δημιουργοί είναι εκείνοι που τελικά διαμορφώνουν το κοινό. «Αν παρατηρήσετε τι συμβαίνει και τι προβάλλεται αυτή τη στιγμή στην τηλεόραση, οι σειρές δεν είναι αυτές που ήταν παλιότερα. Υπάρχουν ωραία σκηνικά, καλή σκηνοθεσία, ωραία φωτογραφία. Αν το εκτιμά το κοινό; Εκείνο που πιστεύω είναι ότι το κοινό το φτιάχνουμε εμείς.

Θα φέρω ως παράδειγμα το περιοδικό “ΚΛΙΚ”. Υπάρχει η Ελλάδα πριν και μετά το “ΚΛΙΚ”. Είτε μας αρέσει είτε όχι. Οπως υπάρχει η Ελλάδα πριν από το 1981 και μετά. Θέλω να πω ότι υπάρχουν ορόσημα. Νομίζω ότι μια τέτοια περίοδο ζούμε αυτή τη στιγμή στην τηλεόραση. Θα έλεγα ότι μια σειρά-ορόσημο ήταν τα “Καλύτερά μας χρόνια” στην οποία τυχαίνει να έχω κάνει εγώ τη σκηνογραφία.



Δεν το λέω για να ευλογήσω τα γένια μου, αλλά ως παράδειγμα μιας δουλειάς στην οποία υπήρχε ένα σαφές guideline. Νομίζω ότι από τη στιγμή που μπήκαν στη ζωή μας οι πλατφόρμες, ο τηλεθεατής θέλει να βλέπει εικόνες. Και μπορεί ένας δημιουργός να προσέξει την εικόνα του, ακόμα κι αν δεν διαθέτει ανεξάντλητο μπάτζετ. Σπανίως πια θα δεις κάτι πολύ κακό. Κάτι που κάποτε ήταν η νόρμα», καταλήγει ο πολύπειρος σκηνογράφος που κάποτε ονειρευόταν τον εαυτό του ως τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από ροκ σταρ.



Για την Τριάδα Παπαδάκη, μια γυναίκα που στα 21 της χρόνια έφυγε για σπουδές μόδας στο Παρίσι, αλλά επέστρεψε για προσωπικούς λόγους στην Ελλάδα συναντώντας τελικά το πεπρωμένο της, δηλαδή την ενδυματολογία, η κατασκευή της εικόνας -ειδικά για ήρωες που δεν ζουν ανάμεσά μας, αλλά έδρασαν στο απώτερο παρελθόν- ήταν μια διαδικασία η οποία εκτός από την οξυμένη φαντασία της χρειάστηκε και διάβασμα. «Προφανώς από τη Μάνη του 1817 δεν υπάρχουν φωτογραφίες στις οποίες μπορούσα να ανατρέξω. Ομως έκανα αρκετή έρευνα. Διάβασα αρκετά βιβλία, συμβουλεύτηκα καταγραφές περιηγητών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και ανέτρεξα στα σχέδια ενός λαϊκού ζωγράφου της εποχής. Ομως η οδηγία του Λευτέρη Χαρίτου ήταν ότι δεν ήθελε μια πιστή απόδοση των ενδυμασιών που φορούσαν εκείνη την εποχή οι άνθρωποι. Ετσι ήμουν ελεύθερη να δημιουργήσω», αφηγείται.



Η Παπαδάκη επισημαίνει τη σημασία που έχει για τη δουλειά της η εμπιστοσύνη (τη λέει γενναιοδωρία) που απολαμβάνει τόσο από τον σκηνοθέτη όσο και από τους σεναριογράφους της «Μάγισσας». Και πώς να γίνει αλλιώς για μια επαγγελματία που έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά της και έχει δώσει απειράριθμα δείγματα -καλής- δουλειάς από την ημέρα που αποφάσισε ότι θα καταπιαστεί με την ενδυματολογία - η αφορμή, λέει, ήταν η συνάντησή της με την αείμνηστη ενδυματολόγο Ιουλία Σταυρίδου, συνεργάτιδα, μεταξύ άλλων, του Ντασσέν, του Αγγελόπουλου και του Βούλγαρη. Για τη «Μάγισσα» η Παπαδάκη εξηγεί ότι δημιούργησε σχεδόν όλα τα κοστούμια των ηρώων από την αρχή. «Ολα ράφτηκαν πάνω στους ηθοποιούς, ενώ μετά το τέλος της σειράς θα καταλήξουν στη συλλογή ενός βεστιαρίου. Κι έχουμε γίνει αρκετά επινοητικοί για την κατασκευή των κοστουμιών. Για παράδειγμα, από κουρτίνες που μας δώρισε το Μουσείο Μπενάκη δημιουργήσαμε φορέματα για τις γυναίκες, ενώ χρησιμοποιήσαμε το ύφασμα από κάποια παλιά τραπεζομάντιλα για να φτιάξουμε γιλέκα». Παλιά της τέχνη.



Η Παπαδάκη από παιδί συνήθιζε να μεταποιεί ό,τι έπεφτε στα χέρια της -από μαξιλαροθήκες μέχρι τα σεμεδάκια της γιαγιάς της- για να δημιουργεί ενδύματα για τις κούκλες της. Μάλιστα, εκτός από τα ρούχα, έχει αναλάβει τη συνολική επιμέλεια των χαρακτήρων της σειράς, πετυχαίνοντας μια χρυσή ισορροπία ανάμεσα στην ιστορική αλήθεια και τη φαντασία. Η εμφάνιση της Θέμιδος Μπαζάκα στη «Μάγισσα», σε λίγες ημέρες, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η επιτομή της εξαιρετικής (λεπτο)δουλειάς της ακούραστης ενδυματολόγου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης