Φωτογραφίες: Είδαμε τη «Νέκυια» του Γιάννη Αγγελάκα στη Θεσσαλονίκη

Φωτογραφίες: Είδαμε τη «Νέκυια» του Γιάννη Αγγελάκα στη Θεσσαλονίκη

Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου ο Γιάννης Αγγελάκας επέστρεψε στην πόλη του για το ανέβασμα της Νέκυιας σε παραγωγή Onassis Stegi, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης

Φωτογραφίες: Είδαμε τη «Νέκυια» του Γιάννη Αγγελάκα στη Θεσσαλονίκη
Η ομίχλη που είχε απλωθεί από νωρίς στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ήταν η απάντηση, θαρρείς, της ίδιας της πόλης στη λαίλαπα του Βαλεντίνου: δύσκολα ξεχώριζες τα ροζ μπαλόνια και τα κουκλάκια -φτηνές υπενθυμίσεις του έρωτα που προσπαθεί να κρατηθεί σε έναν κόσμο που καταρρέει- ούτε καν διέκρινες τις φιγούρες που περπατούσαν αγκαλιασμένες στην παραλία. Από μακριά, σε αυτό το γκρίζο νέφος, ξεχώριζαν μόνο οι επιβλητικοί ατσάλινοι γερανοί στην άκρη του λιμανιού, ως ανάδειξη της πιο πραγματικής όψης της ζωής, μια επαναφορά στην άγρια πραγματικότητα σαν κινηματογραφικό κάδρο σε ρεαλιστική ταινία: σαν τα «Φτερά του Έρωτα» του Βιμ Βεντερς, εκεί όπου οι φύλακες άγγελοι του έρωτα περιπλανιούνται αόρατοι στο ομιχλώδες σκοτεινό Βερολίνο προσπαθώντας να παρηγορήσουν τους θνητούς. “Ακούω την αγάπη” τραγουδούσαν κάποτε κάποιοι άλλοι αντί-φύλακες-άγγελοι, οι Τρύπες που προσγειώνονταν κάποτε εδώ, στην πόλη του Αγγελάκα, ανήμερα του Βαλεντίνου διαφημίζοντας τότε “μια συναυλία κόντρα στα τσιράκια του Αγίου Βαλεντίνου”.

Τα χρόνια πέρασαν, οι πανκ κραυγές έγιναν εσωτερικές δοξασίες, καλά δεμένες στο άρμα μιας ταυτότητας που φέρει πάνω της μνήμες από τις αφηγήσεις παλιών ήχων και τραγουδιών, από τις εξιστορήσεις των τροβαδούρων, από ψιθύρους από τους αιώνιους ποιητές, από μοιρολόγια των δημοτικών τραγουδιών, από λυρικές αφηγήσεις και ιστορίες που φτάνουν πίσω στους αιώνες. Ανίκητος τροβαδούρος ο ίδιος ο Αγγελάκας έξυσε καλά κάτω από την επιφάνεια αυτού του παλίμψηστου και έφτασε μέχρι τα ίχνη του Ομήρου, για να βρει την αρχή όλων των ιστοριών.

Υπάρχει, άλλωστε, ένας πανάρχαιος μηχανισμός που κινητοποιείται αποκλειστικά με τη μουσική και δε χρειάζεται καν τις εικόνες για να φτιάξει κόσμους. Επιζητά απλώς την ανάταση της ψυχής -τα ήξερε αυτά ο Πλάτων όταν ανακάτευε τη μουσική με τις μυστικές γεωμετρίες -και ο Αγγελάκας ως εραστής της ενόρασης τα βρήκε στην αρχή των πάντων, την Οδύσσεια. Τόλμησε, μάλιστα, να καταβυθιστεί μόνος του, σαν γυμνός ποιητής μπροστά στην αλήθεια, και να περιπλανηθεί στα μονοπάτια με τους ασφόδελους, στα ποτάμια και τις φλόγες των ηφαιστείων, στη διαφορετική ομίχλη που δεν επιτρέπει να διακρίνεις παρά μόνο τους ήχους, στην καρδιά του Άδη. Τι πιο ουσιαστικό τοπίο για έναν ποιητή και μουσικό, από αυτό το ταξίδι της Νέκυιας;

Έχοντας ήδη γίνει sold out στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης τη σεζόν 2023-24, η «Νέκυια», αυτό το διαφορετικό ταξίδι, ως μια αταξινόμητη παράσταση μουσικής, θεάτρου, χορού, φωτός και αναλογίου ανέβηκε, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι, στη Θεσσαλονίκη ως μια υπενθύμιση, ειδικά τέτοια μέρα, του ειδικού βάρους που έχει η ζωή. “Κατέβα ουρανέ στη γη/ τα σκοτεινά μας βάραθρα να φέξεις/ να γίνει η αβάσταχτη σιωπή/ κραυγή, λυγμός και λέξεις» είναι η διαφορετική επίκληση που κάνει ο Αγγελάκας στη μούσα και μου ακούγεται ακόμα πιο βροντερή σε αυτό το λαμπερό περιβάλλον του Μεγάρου Μουσικής της Θεσσαλονίκης- ίσως γιατί εδώ είναι πιο έντονες οι αντιθέσεις: η χαρά των Βαλεντίνων απέναντι στην αλήθεια των νεκρών, το παιχνίδι του φροϋδικού έρωτα και του θανάτου, ο θόρυβος και η σιωπή.

Φτάνω στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης περπατώντας, ακριβώς επειδή θέλω να νιώσω όλο αυτό το ταξίδι στην άκρη της πόλης, αφήνοντας πίσω μου τα παιδιά που παίζουν σε ένα έρημο γήπεδο στη μέση παραλίας, χαμένοι στη δική τους αλήθεια. Φτάνοντας συναντάω παλιούς φίλους, που έχουν μεράκι και αγάπη για όλα αυτά που οργανώνουν στην πόλη και χαίρομαι με τη ζεστασιά του κόσμου γιατί εδώ οι άνθρωποι κρατάνε κάτι από τη ζέση των παλιών Μικρασιατών, σε πιάνουν και σε αγκαλιάζουν, δεν έχουν διαβρωθεί από το βάρος της καθημερινότητας. Κάτι που έχεις σίγουρα ανάγκη πριν από μια παράσταση που σου θυμίζει πόσο άπιαστοι είναι οι νεκροί, πως αυτή η απτή εκδοχή των θνητών είναι που μας χωρίζει τον κόσμο των νεκρών.
Δεν είναι, επομένως, να απορείς που αγαπούν τόσο οι Θεσσαλονικείς τον δικό τους Αγγελάκα, που μας χάρισε μια όψιμη και πραγματικά άγραφη εκδοχή της λ ραψωδίας, βγαλμένη από την πιο ποιητική ιστορία της Θεσσαλονίκης αντηχώντας τα απέριττα σύμπαντα που έχει η δωρική αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου και η λιτότητα της ποίησης τους. “Ξεκίνησα πριν από δεκαπέντε χρόνια να διαβάζω, με παρότρυνση της Όλιας Λαζαρίδου, τα ομηρικά έπη από τις μεταφράσεις του Δημήτρη Μαρωνίτη και μαγεύτηκα συνειδητοποιώντας πόσο πρωτοποριακά, πόσο μπροστά ακόμα και από την εποχή μας είναι αυτά τα υπεράνθρωπα κείμενα” γράφει ο ίδιος ο Αγγελάκας στο εισαγωγικό κείμενο από το βιβλίο 'Νέκυια' για το κείμενο βασισμένο στη ραψωδία λ της Οδύσσειας του Ομήρου, που εξέδωσε το Onassis Foundation, που υπογράφει την παραγωγή της παράστασης.

“Ακόμα και σήμερα δεν χωράει το μυαλό μου το πως γίνεται αυτά τα πρώτα καταγεγραμμένα λογοτεχνήματα της αρχαιότητας μας να φαντάζουν αξεπέραστα και να έχουν στοιχειώσει για τα καλά τον Δυτικό πολιτισμό και την παγκόσμια τέχνη” εξηγεί αναλύοντας τη δική του σχέση με τη Νέκυια. Έκτοτε έκανε τις δικές του αναζητήσεις με τα διάφορα δεδομένα, όπως με το πολυφωνικό σχήμα Διώνη, με το οποίο είχε συνεργαστεί στο εξαιρετικό σάουντρακ Ψυχή Βαθιά του Παντελή Βούλγαρη και που σήμερα το βλέπουμε να τον συνοδεύει επί σκηνής. “Με παρότρυνση, αυτή τη φορά, του Παύλου Παυλίδη, πήγα το φθινόπωρο του 22΄στα γραφεία της Στέγης, να προτείνω το παλιό σχέδιο της Νέκυιας εκεί έζησα μια εξωγήινη ή, μάλλον, εξωελληνική εμπειρία, όπου βρέθηκα με τρεις ανοιχτούς και ευγενικούς ανθρώπους, την Αφροδίτη [Παναγιωτάκου], τον Δημήτρη [Θεοδωρόπουλο], και τη Θεοδώρα [Καπράλου], να ακούν, να γοητεύονται, και να ενεργοποιούνται με την ιδέα μου” εξηγεί ο ίδιος αποκαλύπτοντας πως ξεκίνησε το γοητευτικό αυτό ταξίδι που έχει φτάσει πια σε διαφορετικά σημεία του κόσμου και έχει ταξιδέψει ως παραγωγή του Onassis Culture σε διαφορετικές πόλεις, στο εξωτερικό. Σε αυτή την αρχική ιδέα που είχε ο Αγγελάκας για τη μεταφορά της Νέκυιας στη σκηνή προστέθηκε ο Χρήστος Παπαδόπουλος που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, ο Coti K που υπογράφει τον σχεδιασμό Ήχου και την Πρόσθετη Μουσική και φτάσαμε σε ένα γοητευτικό ηχοτοπίο με κύριο άξονα την αφήγηση, σε μια μετάβαση σε αυτή την ενδιάμεση ποιητική χώρα-με τη βοήθεια των ειδικών δεσμίδων φωτός-που συνδέει τον πάνω κόσμο με τον κάτω, δηλαδή εμάς που καταφέρνουμε και συνομιλούμε με τους απόντες μέσω της τέχνης. Γιατί μόνο η τέχνη μπορεί και εξημερώνει τους ανθρώπους.

Σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο ο Αγγελάκας μαζί με την Όλια Λαζαρίδου βρίσκουν την αλήθεια τους, στήνοντας τη δική τους τελετουργική εμπειρία. «Από παντού ξεπρόβαλλαν μυριάδες οι σκιές./Όλες το αίμα ζυγώναν και θέλανε μα πιούνε, μου κόβε την ανάσα η απόκοσμη βουή τους. Φοβόμουν πως δεν θ άντεχε η καρδιά μου τόσο τρόμο» ακούγονται στεντόρειοι οι στίχοι, σαν να παραπέμπουν άμεσα στους στίχους του Αργύρη Χιόνη που έλεγε ότι το πιο ανίκητο θηρίο για τον άνθρωπο είναι η απουσία. Και τίποτα πιο γλυκό, από την ίδια τη ζωή, κατά έναν άλλο ποιητή, τον Σολωμό. Ακόμα και ο ίδιος ο Όμηρος, ένας ποιητής που εξύμνησε τόσο την ανδρεία, που έστησε ένα ολόκληρο ποίημα στην υπενθύμιση της αξίας της, βάζει τον πιο ατρόμητο ήρωα του, τον Αχιλλέα να λέει στον Οδυσσέα πως “εγώ πάνω στη γη ήθελα να ζω, κι ας ήμουν δουλικό κάποιου άξεστου χωριάτη”, όπως ακούμε στην παράσταση. Ακόμα και ο Αγαμέμνονας φαίνεται εδώ μαλακωμένος και το μόνο που τον νοιάζει είναι να μάθει την τύχη του γιου του, Ορέστη γιατί το μόνο ανίκητο και από το θάνατο είναι η αγάπη. Γι' αυτό ακριβώς μου φαίνεται σπαρακτικό το σημείο, όπου ο Οδυσσέας ως αιώνιος γιος, αναζητά μάταια να πιάσει τη μητέρα του Αντίκλεια-κορυφαία η ερμηνεία της Όλιας Λαζαρίδου, όπως και στους υπόλοιπους ρόλους των ψυχών που συναπαντούν τον Οδυσσέα.

Αλλά εκεί που ανατριχιάζω είναι στο σημείο της υπενθύμισης των άταφων νεκρών, η σπαρακτική παράκληση του παλιού συντρόφου του Οδυσσέα, Ελπήνορα, που χάθηκε στο νησί της Κίρκης, να μην τον αφήσει άταφο-η πιο ατιμωτική πράξη για το άγραφο δίκαιο των αρχαίων Ελλήνων. Σαν να βγαίνουν, μαζί με τον Ελπήνορα όλοι οι άταφοι νεκροί από τα Τέμπη, σαν να ζητούν δικαίωση σε μια πόλη, που πριν από λίγο έτυχε να δεξιωθεί σε μια αίθουσα στο Πανεπιστήμιο τους συγγενείς των νεκρών. “Στο φεγγάρι τ'αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς-τ'αγάλματα: κι η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.-Είναι το φως... ίσκιοι της νύχτας” έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης για τον δικό του Ελπήνορα. “-Όχι σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις; θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους, με την αλλοτινή μορφή τους που δεν γνώρισες και όμως την ξέρεις”.

Κλείσιμο
Σαν να τον ακούω να συνομιλεί με αυτούς τους δυο στη σκηνή. Και τι ειρωνεία; Βγαίνοντας έξω από το Μέγαρο, βλέπω ότι είναι ακόμα ολόγιομο το φεγγάρι.



Φωτογραφίες: Είδαμε τη «Νέκυια» του Γιάννη Αγγελάκα στη Θεσσαλονίκη
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network

Δείτε Επίσης