Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Ο εφοπλιστής που έγινε Τζέιμς Μποντ την εποχή της δικτατορίας
Ο εφοπλιστής που έγινε Τζέιμς Μποντ την εποχή της δικτατορίας
Στο βιβλίο του «Η συνωμοσία της Αμοργού» ο γνωστός εφοπλιστής εξιστορεί το πώς από δημοφιλές μέλος του διεθνούς τζετ σετ τελικά βρέθηκε να σχεδιάζει και να πραγματοποιεί ένα συναρπαστικό σχέδιο απόδρασης του εξόριστου πεθερού του, επιστρατεύοντας ως αρωγούς πρόσωπα όπως ο Παπανδρέου και η Μερκούρη
Το βιβλίο που ξεσήκωσε τους ξένους συγγραφείς και κριτικούς -όπως ο Νταν Μπράουν, ο συγγραφέας του «Κώδικα Ντα Βίντσι», ο οποίος έγραψε ότι είναι ένα «εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο που μας διδάσκει και μας ψυχαγωγεί»- αφηγείται τη συναρπαστική και αληθινή ιστορία του εφοπλιστή Ηλία Κουλουκουντή, ο οποίος έπλασε ένα τζεϊμσμποντικό σχέδιο με περιώνυμους πρωταγωνιστές -από Παπανδρέου μέχρι Μερκούρη- στις άκρες του πλανήτη. Μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά (από την Κατερίνα Σχινά) και κυκλοφορεί με τον τίτλο «Η συνωμοσία της Αμοργού» (από τις εκδόσεις Πατάκη).
«Το 1967 υπήρχαν δυο ειδών Ελληνες στη Νέα Υόρκη. Οι πρόσφατοι μετανάστες, οι φοιτητές, οι δικηγόροι και άλλοι επαγγελματίες που ήταν ενάντιοι στη χούντα των συνταγματαρχών. Ο αρχιεπίσκοπος και η Ελληνική Εκκλησία της Αμερικής, οι ελληνοαμερικανικοί πολιτιστικοί οργανισμοί και οι εφοπλιστές τούς υποστήριζαν. Ο πατέρας μου ήταν εφοπλιστής, άρα εκ των πραγμάτων θα έπρεπε να ανήκω στη δεύτερη κατηγορία». Μόνο που ο Ηλίας Κουλουκουντής, γόνος της γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας, δεν ανήκε σε αυτούς. Πολύ γρήγορα, μάλιστα, θα βρεθεί να κάνει την ιδιότυπη επανάστασή του, ένα τριαντάχρονο πλουσιόπαιδο που δεν μπορούσε να ασπαστεί τις συντηρητικές αξίες της οικογένειας, την αναγνώριση και την ασφάλεια του Χάρβαρντ όπου σπούδασε, ή τους κλειστούς εφοπλιστικούς κύκλους. Με όνειρο να γίνει συγγραφέας από μικρός, γράφει από βιβλία μέχρι λόγους, όπως αυτούς της Μελίνας Μερκούρη, την οποία γνώρισε κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Αμερική, αυτοεξόριστος στα τριάντα του χρόνια από τους Ελληνες συνταγματάρχες. Εκεί επίσης συνάντησε και ερωτεύτηκε την κόρη του πρώην υπουργού της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, του Γιώργου Μυλωνά, Ελένη Μυλωνά, σε έναν χορό με περιώνυμα πρόσωπα της εποχής.
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ο γιος του εφοπλιστή δεν είχε περάσει μόνο στο αντίπαλο στρατόπεδο, αφού το όνομα «Παπανδρέου» φάνταζε απεχθής δαίμονας για τους εφοπλιστές, αλλά είχε ξεκινήσει για ένα πολύ πιο επικίνδυνο μα συναρπαστικό ταξίδι, από αυτά που σκαρφιζόταν στα μυθιστορηματικά νοερά ταξίδια του. Ο πεθερός του, Γιώργος Μυλωνάς, πολύ σύντομα θα βρισκόταν πολιτικός εξόριστος στην Αμοργό από τη χούντα. Η «Συνωμοσία της Αμοργού», την οποία περιγράφει μέσα σε ένα συναρπαστικό αφήγημα ο εφοπλιστής και συγγραφέας Ηλίας Κουλουκουντής, είχε μόλις αρχίσει και είχε ως στόχο να βοηθήσει τον άτυχο αντιφρονούντα να δραπετεύσει.
«Το 1967 υπήρχαν δυο ειδών Ελληνες στη Νέα Υόρκη. Οι πρόσφατοι μετανάστες, οι φοιτητές, οι δικηγόροι και άλλοι επαγγελματίες που ήταν ενάντιοι στη χούντα των συνταγματαρχών. Ο αρχιεπίσκοπος και η Ελληνική Εκκλησία της Αμερικής, οι ελληνοαμερικανικοί πολιτιστικοί οργανισμοί και οι εφοπλιστές τούς υποστήριζαν. Ο πατέρας μου ήταν εφοπλιστής, άρα εκ των πραγμάτων θα έπρεπε να ανήκω στη δεύτερη κατηγορία». Μόνο που ο Ηλίας Κουλουκουντής, γόνος της γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας, δεν ανήκε σε αυτούς. Πολύ γρήγορα, μάλιστα, θα βρεθεί να κάνει την ιδιότυπη επανάστασή του, ένα τριαντάχρονο πλουσιόπαιδο που δεν μπορούσε να ασπαστεί τις συντηρητικές αξίες της οικογένειας, την αναγνώριση και την ασφάλεια του Χάρβαρντ όπου σπούδασε, ή τους κλειστούς εφοπλιστικούς κύκλους. Με όνειρο να γίνει συγγραφέας από μικρός, γράφει από βιβλία μέχρι λόγους, όπως αυτούς της Μελίνας Μερκούρη, την οποία γνώρισε κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Αμερική, αυτοεξόριστος στα τριάντα του χρόνια από τους Ελληνες συνταγματάρχες. Εκεί επίσης συνάντησε και ερωτεύτηκε την κόρη του πρώην υπουργού της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, του Γιώργου Μυλωνά, Ελένη Μυλωνά, σε έναν χορό με περιώνυμα πρόσωπα της εποχής.
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ο γιος του εφοπλιστή δεν είχε περάσει μόνο στο αντίπαλο στρατόπεδο, αφού το όνομα «Παπανδρέου» φάνταζε απεχθής δαίμονας για τους εφοπλιστές, αλλά είχε ξεκινήσει για ένα πολύ πιο επικίνδυνο μα συναρπαστικό ταξίδι, από αυτά που σκαρφιζόταν στα μυθιστορηματικά νοερά ταξίδια του. Ο πεθερός του, Γιώργος Μυλωνάς, πολύ σύντομα θα βρισκόταν πολιτικός εξόριστος στην Αμοργό από τη χούντα. Η «Συνωμοσία της Αμοργού», την οποία περιγράφει μέσα σε ένα συναρπαστικό αφήγημα ο εφοπλιστής και συγγραφέας Ηλίας Κουλουκουντής, είχε μόλις αρχίσει και είχε ως στόχο να βοηθήσει τον άτυχο αντιφρονούντα να δραπετεύσει.
Από τις Κάννες και τη Ρώμη στην Αμοργό της εξορίας
Το δαιμονικό σχέδιο του Κουλουκουντή να απελευθερώσει και να φυγαδεύσει τον πεθερό του από την Αμοργό όπου βρισκόταν εξόριστος φάνταζε στους οικείους του ως αστραπιαία προσχώρηση στην ειδωλολατρία. Μέχρι πρότινος το περιβάλλον του κοσμοπολίτη εφοπλιστή, εκτός από άπειρα βιβλία, περιλάμβανε απλώς στιγμιότυπα από ταξίδια στο εξωτερικό, κοσμικά πάρτι, ανέμελες παρέες και όχι κατασκοπευτικά σενάρια και πολιτικές διασυνδέσεις. Τώρα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Κουλουκουντής, ζώντας μια ιστορία που φέρνει στον νου ιστορίες του Τζέιμς Μποντ, είχε έρθει σε επαφή με περιώνυμα στελέχη του ΠΑΚ, με τον Γεράσιμο και την Κίττυ Αρσένη, με τον Μιχάλη Ράπτη (τον περίφημο Πάμπλο), ο οποίος τον περίμενε για να του παραδώσει πλαστά διαβατήρια στη Ρώμη, αλλά και τη Μαρία Μπέκετ και τον σύζυγό της, οι οποίοι έπαιξαν ενεργό ρόλο στην υπόθεση. Η Μαρία Μπέκετ, η οποία για όσους δεν γνωρίζουν έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες (Δεκέμβριος του 2012), ήταν μια περιώνυμη αστή του εξωτερικού, βαθιά δημοκράτισσα, που είχε καταγγείλει στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου την «Ελληνική Υπόθεση», δηλαδή το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Επρόκειτο για τη σημαντικότερη διεθνή ενέργεια εναντίον της χούντας, που θα οδηγήσει στην καταδίκη της Μπέκετ και θα την αναγκάσει, τις μέρες που σχεδιαζόταν η «Συνωμοσία της Αμοργού», να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης για να αποφύγει τη βέβαιη αποπομπή της. Αυτή η φοβερή γυναίκα που, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κουλουκουντής, απολάμβανε το τσάι της σε ασημένια σερβίτσια και οραματιζόταν έναν πιο δημοκρατικό πλανήτη, έμπλεξε το νήμα της «συνωμοσίας» και βοήθησε στον συντονισμό μιας, αν όχι δύσκολης, ανέφικτης -όπως όλα έδειχναν- επιχείρησης.Η συνάντηση με τον Ανδρέα
Ανάμεσα στα πρόσωπα με τα οποία ήρθε σε επαφή ο Κουλουκουντής προκειμένου να ζητήσει συμπαράσταση για την οργάνωση του σχεδίου απόδρασης του πεθερού του Γιώργου Μυλωνά ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Θυμάται χαρακτηριστικά ο συγγραφέας από τη συνάντηση μαζί του στη Στοκχόλμη (είχε προηγηθεί μία στην Αθήνα, όπου ο συγγραφέας θυμάται τη Μαργαρίτα Παπανδρέου να θέλει επίμονα να φύγει από την Ελλάδα, προτού ακόμη οργανωθεί το πραξικόπημα της χούντας): «Σε εκείνη τη συνάντηση ο Παπανδρέου αναφέρθηκε στον Καραμανλή με ιδιαίτερα αρνητική διάθεση -θεωρούσε ότι ήταν η ενσάρκωση της κακοδαιμονίας του τόπου- και εξέφρασε την περιφρόνησή του για τον Μητσοτάκη. Δεν εναντιωνόταν απλώς στις απόψεις τους, τους μισούσε. Οταν περιέγραφε τη γενική πολιτική κατάσταση αισθάνθηκα ότι οι ιδέες του ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετες, προϊόν αυτοσχεδιασμού - λες και τις επινοούσε τη στιγμή που τις διατύπωνε. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πολιτικό παρασκεύασμα που λες και είχε βγει από το μίξερ, πασπαλισμένο με αρκετή δόση οπορτουνισμού [...] Οταν τον ρώτησα τη γνώμη του για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, άναψε τσιγάρο, πριν απαντήσει, παρατηρώντας με επιφυλακτικά κάτω από τα μαύρα, πυκνά του φρύδια: “Είμαι ευτυχής που μου δίνεται η ευκαιρία να σας διευκρινίσω ότι έχω δύο καπέλα”, είπε. “Το ένα είναι η αντιστασιακή μου ιδιότητα, για να το πούμε έτσι. Είμαι επικεφαλής του Πανελληνίου Απελευθερωτικού Κινήματος, μιας από τις οργανώσεις που αντιστέκονται στο καθεστώς... Oμως δεν είναι αυτό που με ρωτάτε”, συνέχισε ρουφώντας το τσιγάρο του και φυσώντας τον καπνό προς το ταβάνι. “Με ρωτάτε τι θα συμβεί αν διαφανεί μια πολιτική λύση διαφορετική από την κατάληψη της εξουσίας από το λαό. Δηλαδή αν αποφασίσει το Πεντάγωνο ότι το πράγμα δεν τραβάει και αποσύρει την εύνοιά του για τους στρατιωτικούς. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα μιλάω με το καπέλο του αντιστασιακού αλλά με το καπέλο της Eνωσης Κέντρου, της οποίας είμαι εκπρόσωπος στο εξωτερικό και της οποίας, ασφαλώς, υπάρχουν εκπρόσωποι και στην Ελλάδα”. [...] Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τον Καραμανλή να λέει κάτι ανάλογο, ότι φοράει δύο καπέλα. Ο Καραμανλής ποτέ δεν αναφερόταν στην επιρροή που συνέχιζε να ασκεί στις τάξεις του στρατού. Οταν διαθέτεις ερείσματα στις Ενοπλες Δυνάμεις, δεν χρειάζεται να κομπάζεις. Αν το κάνεις, η δήλωση ακούγεται σαν απειλή και χάνει την ισχύ της».
Ελλείψει συμπαράστασης από τον Ανδρέα Παπανδρέου και την παρέα του -με εξαίρεση τον τότε έμπιστο του Ανδρέα και οικονομικό του σύμβουλο, τον Γιώργο Λιανόπουλο, στον οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται με τα καλύτερα λόγια-, ο εφοπλιστής έπρεπε να αναζητήσει αλλού συμπαραστάτες και συνεργάτες για το σχέδιό του. Εκτός από τον Πάμπλο, ο οποίος εξέδωσε το πλαστό διαβατήριο που μετέτρεπε τον εφοπλιστή, για τις ανάγκες του σχεδίου, σε Δανό υπήκοο, ο ίδιος θα εντοπίσει ως ιδανικούς «συνεργούς» μια παρέα αντιφρονούντων Ιταλών που είχαν ως σχέδιο να φυγαδεύσουν τον Χρήστο Σαρτζετάκη, ο οποίος είχε γίνει παγκοσμίως γνωστός λόγω του «Ζ». Η πρόθεσή τους να φυγαδεύσουν τον Σαρζετάκη δεν είχε ανταπόκριση, αφού ο ίδιος είχε προτιμήσει να μείνει στην Ελλάδα και έτσι ο Κουλουκουντής ενεργοποίησε τους Ιταλούς για να βοηθήσουν στη δραπέτευση του πεθερού του. Το συναρπαστικό σχέδιο ήθελε τον ίδιο τον Δανό, πλέον, Κουλουκουντή να νηολογεί ένα σκάφος, με τους Ιταλούς να μεταμφιέζονται όλοι σε τουρίστες και να βάζουν πλώρη για την Αμοργό. Το ταξίδι περιλάμβανε μια σειρά από απρόοπτα, συνωμοσίες, περιπέτειες στην τότε Ελλάδα των Συνταγματαρχών και σε όλη τη Μεσόγειο μέχρι και την Κύπρο, όπου ο συγγραφέας γνωρίζει τον Βάσσο Λυσσαρίδη την ημέρα που ο Καντάφι αναλάμβανε την εξουσία στη Λιβύη.
Οι μέρες πίεζαν και μια σειρά από απρόοπτα τούς είχαν φέρει πίσω στους υπολογισμούς τους. Επιπλέον, ο γνωστός δημοσιογράφος Νικ Γκέιτζ, γνωστός και ως «Γκατζογιάννης», ο οποίος είχε μάθει για το σχέδιο και είχε ανακαλύψει νέο «λαβράκι» από την Ελλάδα, επρόκειτο να δημοσιεύσει ένα κείμενο στους «New York Times» όπου θα αφηγούνταν όλη την ιστορία ενόσω ακόμη όλοι ταξίδευαν για την Αμοργό. Ο Κουλουκουντής έπρεπε επομένως να προλάβει να φτάσει στο νησί με τους Ιταλούς προτού είναι πολύ αργά. Το ταξίδι άρχιζε ακριβώς όπως ένα μυθιστόρημα: «Θα ήταν υπερβολή αν χαρακτηρίζαμε γιοτ το Lady R. Ηταν ένα βενζινοκίνητο κρουαζιερόπλοιο εννέα μέτρων με ανοιχτή πρύμνη. [...] Από την ομάδα ο Κάρλο, ο ναύτης, ήταν υπάλληλος του ιδιοκτήτη του γιοτ. Ολοι οι υπόλοιποι ήταν φίλοι του Μάριο και συμμετείχαν εθελοντικά στην αποστολή. Ο Λορέντζο, ο καπετάνιος, καθόταν στο τιμόνι ρουφώντας την πίπα του με ήρεμη αυτοπεποίθηση. Απέπνεε ήρεμη δύναμη και ένα είδος κύρους χρωματισμένο με πειρακτική διάθεση και παιχνιδιάρικη κατανόηση των κωμικών πλευρών της ζωής. Εκείνος είχε την ευθύνη του πλοίου και του ταξιδιού, ο Μάριο έστελνε ρεπορτάζ στην εφημερίδα του και ο Κάρλο είχε προσληφθεί από τον ιδιοκτήτη του για να μένει συνέχεια στο πλοίο. Δεν έβγαζε από πάνω του ένα μαύρο μπλουζάκι με την υπογραφή Lady R. Γραμμένη λευκά γράμματα στην μπροστινή πλευρά. Ο πρίγκιπας της Δανίας -η αφεντιά μου- καθόταν στο πιλοτήριο πλάι στο Λορέντζο, όπως εξάλλου άρμοζε σε εκείνον που είχε ναυλώσει το σκάφος. Μόνο εγώ γνώριζα την ταυτότητα του κρατουμένου και το νησί στο οποίο κατευθυνόμασταν. Οι Ιταλοί ενεργούσαν σύμφωνα με τις υποδείξεις μου και στα θέματα που σχετίζονταν με την Ελλάδα και τους Ελληνες με θεωρούσαν αυθεντία».
Το συναρπαστικό χρονικό κατέληξε τελικά στην Αμοργό, με σταθμούς στη Μεσόγειο και στα ελληνικά νησιά, στην Κέρκυρα, όπου ο συγγραφέας είχε άλλη μια περιπέτεια, στην Αίγινα, στη Σέριφο και τη Νάξο. Τσακωμοί μεταξύ του ίδιου και των Ιταλών, μικροπαρεξηγήσεις, ακόμη και λάθος υπολογισμοί έκριναν κάθε λεπτό την επιχείρηση. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ένας ευπόληπτος νέος του τζετ σετ έπρεπε να μεταμορφωθεί σε υποψήφιο κατάσκοπο, μαθαίνοντας πώς να τρώει ως Δανός, να περνάει απαρατήρητος από τα διάφορα λιμάνια, να μη δείχνει στο παραμικρό ότι είναι Ελληνας -αν και ψηλός και μελαχρινός- και, το κυριότερο, να ξεχάσει οτιδήποτε ελληνικό, όπως το... να μουντζώνει. Τα απρόοπτα παραμονεύουν διαρκώς για τους επιβάτες του «Lady R», όπως λεγόταν το σκάφος, μέχρι να φτάσουν τελικά στη δική τους Ιθάκη, που ήταν η Αμοργός των εξορίστων. Μετά το πέρας της επιχείρησης, το ζεύγος Κουλουκουντή - Μυλωνά πραγματοποιεί ένα επικό ταξίδι στο Αφγανιστάν με στόχο, αυτή τη φορά, να σώσει τον γάμο του. Ωστόσο, η εμπλοκή του Κουλουκουντή στην ελληνική πολιτική δεν έληξε μόνο στην υπόθεση της Αμοργού, που μαθεύτηκε σε ολόκληρο τον κόσμο: μέσω της Μαρίας Μπέκετ ο εφοπλιστής εξακολουθεί να έρχεται σε επαφή με παράγοντες της ελληνικής σκηνής, όπως τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με τον οποίο είχε άλλη μια περιπετειώδη γνωριμία. Συνολικά, η ιστορία του βιβλίου και του Κουλουκουντή που πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά κατέκτησε τα ξένα μέσα και το βιβλίο του έτυχε θερμής υποδοχής από περιώνυμους κριτικούς και τον κόσμο. Η περίφημη Αριάνα Χάφινγκτον γράφει σχετικά για το βιβλίο: «Ο Ηλίας Κουλουκουντής συλλαμβάνει με μαεστρία έναν πλούσιο και πολύπλοκο κόσμο, μια επικίνδυνη και καίρια εποχή. Βάζει τον αναγνώστη του στα άδυτα μιας οικογένειας Ελλήνων εφοπλιστών, της ελληνικής πολιτικής τής εποχής, στη συναρπαστική περιπέτεια της απελευθέρωσης του επιφανούς πολιτικού κρατουμένου...».
Ο εξόριστος πεθερός του Γιώργος Μυλωνάς, του οποίου την απόδραση απο την Αμοργό οργάνωσε ο Ηλίας Κουλουκουντής
Ελλείψει συμπαράστασης από τον Ανδρέα Παπανδρέου και την παρέα του -με εξαίρεση τον τότε έμπιστο του Ανδρέα και οικονομικό του σύμβουλο, τον Γιώργο Λιανόπουλο, στον οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται με τα καλύτερα λόγια-, ο εφοπλιστής έπρεπε να αναζητήσει αλλού συμπαραστάτες και συνεργάτες για το σχέδιό του. Εκτός από τον Πάμπλο, ο οποίος εξέδωσε το πλαστό διαβατήριο που μετέτρεπε τον εφοπλιστή, για τις ανάγκες του σχεδίου, σε Δανό υπήκοο, ο ίδιος θα εντοπίσει ως ιδανικούς «συνεργούς» μια παρέα αντιφρονούντων Ιταλών που είχαν ως σχέδιο να φυγαδεύσουν τον Χρήστο Σαρτζετάκη, ο οποίος είχε γίνει παγκοσμίως γνωστός λόγω του «Ζ». Η πρόθεσή τους να φυγαδεύσουν τον Σαρζετάκη δεν είχε ανταπόκριση, αφού ο ίδιος είχε προτιμήσει να μείνει στην Ελλάδα και έτσι ο Κουλουκουντής ενεργοποίησε τους Ιταλούς για να βοηθήσουν στη δραπέτευση του πεθερού του. Το συναρπαστικό σχέδιο ήθελε τον ίδιο τον Δανό, πλέον, Κουλουκουντή να νηολογεί ένα σκάφος, με τους Ιταλούς να μεταμφιέζονται όλοι σε τουρίστες και να βάζουν πλώρη για την Αμοργό. Το ταξίδι περιλάμβανε μια σειρά από απρόοπτα, συνωμοσίες, περιπέτειες στην τότε Ελλάδα των Συνταγματαρχών και σε όλη τη Μεσόγειο μέχρι και την Κύπρο, όπου ο συγγραφέας γνωρίζει τον Βάσσο Λυσσαρίδη την ημέρα που ο Καντάφι αναλάμβανε την εξουσία στη Λιβύη.
Στιγμιότυπο από την επίσημη επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου στο πολιτικό γραφείο του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Τους πλαισιώνουν από αριστερά προς τα δεξιά ο γ.γ. του υπουργείου Προεδρίας Ε. Παπαδόπουλος, ο υπουργός Κωνσταντίνος Βοβολίνης και ο Ελληνοαμερικανός μεγιστάνας Τομ Πάπας
Οι μέρες πίεζαν και μια σειρά από απρόοπτα τούς είχαν φέρει πίσω στους υπολογισμούς τους. Επιπλέον, ο γνωστός δημοσιογράφος Νικ Γκέιτζ, γνωστός και ως «Γκατζογιάννης», ο οποίος είχε μάθει για το σχέδιο και είχε ανακαλύψει νέο «λαβράκι» από την Ελλάδα, επρόκειτο να δημοσιεύσει ένα κείμενο στους «New York Times» όπου θα αφηγούνταν όλη την ιστορία ενόσω ακόμη όλοι ταξίδευαν για την Αμοργό. Ο Κουλουκουντής έπρεπε επομένως να προλάβει να φτάσει στο νησί με τους Ιταλούς προτού είναι πολύ αργά. Το ταξίδι άρχιζε ακριβώς όπως ένα μυθιστόρημα: «Θα ήταν υπερβολή αν χαρακτηρίζαμε γιοτ το Lady R. Ηταν ένα βενζινοκίνητο κρουαζιερόπλοιο εννέα μέτρων με ανοιχτή πρύμνη. [...] Από την ομάδα ο Κάρλο, ο ναύτης, ήταν υπάλληλος του ιδιοκτήτη του γιοτ. Ολοι οι υπόλοιποι ήταν φίλοι του Μάριο και συμμετείχαν εθελοντικά στην αποστολή. Ο Λορέντζο, ο καπετάνιος, καθόταν στο τιμόνι ρουφώντας την πίπα του με ήρεμη αυτοπεποίθηση. Απέπνεε ήρεμη δύναμη και ένα είδος κύρους χρωματισμένο με πειρακτική διάθεση και παιχνιδιάρικη κατανόηση των κωμικών πλευρών της ζωής. Εκείνος είχε την ευθύνη του πλοίου και του ταξιδιού, ο Μάριο έστελνε ρεπορτάζ στην εφημερίδα του και ο Κάρλο είχε προσληφθεί από τον ιδιοκτήτη του για να μένει συνέχεια στο πλοίο. Δεν έβγαζε από πάνω του ένα μαύρο μπλουζάκι με την υπογραφή Lady R. Γραμμένη λευκά γράμματα στην μπροστινή πλευρά. Ο πρίγκιπας της Δανίας -η αφεντιά μου- καθόταν στο πιλοτήριο πλάι στο Λορέντζο, όπως εξάλλου άρμοζε σε εκείνον που είχε ναυλώσει το σκάφος. Μόνο εγώ γνώριζα την ταυτότητα του κρατουμένου και το νησί στο οποίο κατευθυνόμασταν. Οι Ιταλοί ενεργούσαν σύμφωνα με τις υποδείξεις μου και στα θέματα που σχετίζονταν με την Ελλάδα και τους Ελληνες με θεωρούσαν αυθεντία».
Τι γράφει η Αριάνα Χάφινγκτον για το βιβλίο
Το συναρπαστικό χρονικό κατέληξε τελικά στην Αμοργό, με σταθμούς στη Μεσόγειο και στα ελληνικά νησιά, στην Κέρκυρα, όπου ο συγγραφέας είχε άλλη μια περιπέτεια, στην Αίγινα, στη Σέριφο και τη Νάξο. Τσακωμοί μεταξύ του ίδιου και των Ιταλών, μικροπαρεξηγήσεις, ακόμη και λάθος υπολογισμοί έκριναν κάθε λεπτό την επιχείρηση. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ένας ευπόληπτος νέος του τζετ σετ έπρεπε να μεταμορφωθεί σε υποψήφιο κατάσκοπο, μαθαίνοντας πώς να τρώει ως Δανός, να περνάει απαρατήρητος από τα διάφορα λιμάνια, να μη δείχνει στο παραμικρό ότι είναι Ελληνας -αν και ψηλός και μελαχρινός- και, το κυριότερο, να ξεχάσει οτιδήποτε ελληνικό, όπως το... να μουντζώνει. Τα απρόοπτα παραμονεύουν διαρκώς για τους επιβάτες του «Lady R», όπως λεγόταν το σκάφος, μέχρι να φτάσουν τελικά στη δική τους Ιθάκη, που ήταν η Αμοργός των εξορίστων. Μετά το πέρας της επιχείρησης, το ζεύγος Κουλουκουντή - Μυλωνά πραγματοποιεί ένα επικό ταξίδι στο Αφγανιστάν με στόχο, αυτή τη φορά, να σώσει τον γάμο του. Ωστόσο, η εμπλοκή του Κουλουκουντή στην ελληνική πολιτική δεν έληξε μόνο στην υπόθεση της Αμοργού, που μαθεύτηκε σε ολόκληρο τον κόσμο: μέσω της Μαρίας Μπέκετ ο εφοπλιστής εξακολουθεί να έρχεται σε επαφή με παράγοντες της ελληνικής σκηνής, όπως τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με τον οποίο είχε άλλη μια περιπετειώδη γνωριμία. Συνολικά, η ιστορία του βιβλίου και του Κουλουκουντή που πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά κατέκτησε τα ξένα μέσα και το βιβλίο του έτυχε θερμής υποδοχής από περιώνυμους κριτικούς και τον κόσμο. Η περίφημη Αριάνα Χάφινγκτον γράφει σχετικά για το βιβλίο: «Ο Ηλίας Κουλουκουντής συλλαμβάνει με μαεστρία έναν πλούσιο και πολύπλοκο κόσμο, μια επικίνδυνη και καίρια εποχή. Βάζει τον αναγνώστη του στα άδυτα μιας οικογένειας Ελλήνων εφοπλιστών, της ελληνικής πολιτικής τής εποχής, στη συναρπαστική περιπέτεια της απελευθέρωσης του επιφανούς πολιτικού κρατουμένου...».
Ο Γιώργος Μυλωνάς με την κόρη του Ελένη
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα