Οι «ρευστοί» ψηφοφόροι και ο φόβος της Ζωής
Ο Αλέξης Τσίπρας ρίχνει όλες του τις δυνάμεις στις «ψεύτικες υποσχέσεις» και στις «fake» εξαγγελίες Μητσοτάκη επικεντρώνοντας την αντιπαράθεση στα θέματα της οικονομίας. Παράλληλα, προσπαθεί να πάρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό από τους αμφιταλαντευόμενους αριστερούς
Σε αντιπαράθεση για την «κρυφή ατζέντα», το «fake πρόγραμμα» και τις «ψεύτικες υποσχέσεις» της Ν.Δ. θέλει να οδηγήσει την εκλογική μάχη ο Αλέξης Τσίπρας. O,τι έκανε ο Μητσοτάκης με τον Κατρούγκαλο το κάνει τώρα ο Τσίπρας με τον Πνευματικό.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος μίλησε για ασφαλιστική εισφορά 20% στα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ ο Σπύρος Πνευματικός υποστήριξε ότι για να εξοικονομηθούν πόροι για το ΕΣΥ θα πρέπει να υπάρξει επιλογή ποιοι καρκινοπαθείς από αυτούς που βρίσκονται στο τελικό στάδιο θα ζήσουν. Ο Αλέξης έθεσε εκτός εκλογικής μάχης τον Κατρούγκαλο αμέσως, η ζημιά όμως είχε γίνει. Η Ν.Δ. κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για κρυφή ατζέντα και το εκλογικό τίμημα που πλήρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ βαρύ. Ο Κυριάκος καθυστέρησε 48 ώρες να θέσει εκτός εκλογικής μάχης τον Πνευματικό και το έκανε όταν είδε πως οι δηλώσεις του, σε συνδυασμό με τους θανάτους λόγω προβλημάτων στο ΕΚΑΒ, αιμοδοτούσαν την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για κρυφή ατζέντα της Ν.Δ. στην υγεία και ιδιαίτερα για το ΕΣΥ.
Πάντως, η διαπίστωση «too little too late» (πολύ λίγο, πολύ αργά) που έκανε ο Τσίπρας όταν πληροφορήθηκε την... έξωση του Πνευματικού από τις εκλογές μπορεί να ειπωθεί και για την τακτική της Κουμουνδούρου σχετικά με την εκλογική ατζέντα και τις κυβερνητικές προτεραιότητες των κομμάτων. Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να επικεντρωθεί η αντιπαράθεση στα θέματα της οικονομίας -και όχι στην απλή αναλογική και τους εταίρους της προοδευτικής διακυβέρνησης- είναι οπωσδήποτε ορθή, μόνο που έπρεπε να γίνει στις εκλογές του Μαΐου και όχι στις εκλογές του Ιουνίου. Και ο λόγος είναι απλός: στο μεσοδιάστημα έχει δημιουργηθεί μια νέα πραγματικότητα, η οποία είναι το νταμπλ σκορ (40% - 20%) της Ν.Δ. έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η πραγματικότητα δύσκολα αλλάζει στις δύο εβδομάδες που απομένουν μέχρι τις κάλπες της 25ης Ιουνίου. Οι ψηφοφόροι, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θα έχουν περίπου την ίδια εκλογική συμπεριφορά.
Τα μάτια στους «μικρούς»
Οι μικρές προσθαφαιρέσεις στα ποσοστά των κομμάτων δεν θα ανατρέψουν τη μεγάλη εικόνα που σχηματίστηκε στις 21 Μαΐου. Πιθανολογείται, και μάλλον βασίμως, ότι η σειρά των τριών πρώτων κομμάτων δεν θα αλλάξει. Η Ν.Δ. θα είναι πρώτη και θα σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να είναι αξιωματική αντιπολίτευση είτε λάβει 18%-19% είτε 22%-23%, ενώ το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να βελτιώσει θεαματικά τα ποσοστά του (και πρωτίστως στο Λεκανοπέδιο) για να ελπίζει σε αλλαγή του πολιτικού και κοινοβουλευτικού του status. Το ενδιαφέρον -άμα και παράδοξο- με τις νέες εκλογές δεν είναι γι’ αυτόν που θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση, όλοι ξέρουν πως θα είναι ο Μητσοτάκης, ούτε γι’ αυτόν που θα ηγείται της αξιωματικής αντιπολίτευσης - αυτός θα είναι ο Τσίπρας.
Ούτε στον Ανδρουλάκη ούτε στον Κουτσούμπα εστιάζεται το ενδιαφέρον. Και οι δύο αύξησαν τα ποσοστά των κομμάτων τους και είναι πιθανό να τα βελτιώσουν κι άλλο. Oμως οι επιδόσεις τους δεν πρόκειται να ανατρέψουν τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς και να εμποδίσουν την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία του Μητσοτάκη. Το ίδιο ισχύει και για τον Βελόπουλο και το κόμμα του, την Ελληνική Λύση. Ακόμη κι αν χάσει τις επιπλέον, από το 2019, ψήφους που κέρδισε, η κοινοβουλευτική του παρουσία δεν αμφισβητείται.
Αυτοί που μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω -και σ’ αυτούς είναι στραμμένα τα μάτια όλων- είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Δημήτρης Νατσιός. Εφόσον μπουν τα κόμματά τους (Πλεύση Ελευθερίας και Νίκη) στη Βουλή τότε περιορίζεται το εύρος της αυτοδυναμίας της Ν.Δ. και σε κάθε περίπτωση το ποσοστό της θα πρέπει να υπερβεί το 38% για να μη χρειαστεί να πάμε σε τρίτες εκλογές ή να έχουμε συνεργατική κυβέρνηση της Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ (;) ή κάποιο μικρότερο κόμμα.
Στα «κάτω πατώματα» βρίσκεται λοιπόν το ενδιαφέρον των εκλογών και όχι στο... ρετιρέ και τους πάνω ορόφους του κομματικού συστήματος. Και το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο στον περιορισμό ή ακόμη -σε ακραία περίπτωση- και τη στέρηση της αυτοδυναμίας από τη Ν.Δ., αλλά και στην αριθμητική των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αυτή σε σημαντικό βαθμό την επηρεάζει η Ζωή Κωνσταντοπούλου καθώς φαίνεται ότι υπάρχει ένα ποσοστό αριστερών και κεντροαριστερών ψηφοφόρων που υπερβαίνει τις πέντε μονάδες, και το οποίο μοιράζεται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΑΣΟΚ, στο ΚΚΕ, στην Πλεύση Ελευθερίας και το ΜέΡΑ25 του Βαρουφάκη. Το πώς τελικά θα κατανεμηθεί μεταξύ τους θα ορίσει και τα ποσοστά που θα λάβουν. Αν τη μερίδα του λέοντος την πάρει ο Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πάει από το 20% στο 22% ή και στο 23%. Ανοδικά ενδέχεται να κινηθεί και το ΠΑΣΟΚ αν εισπράξει αυτό και όχι (όπως πιθανολογείται) η Ζωή ή ακόμη και ο Βαρουφάκης σημαντικό μερίδιο από τους «ρευστούς» προοδευτικούς ψηφοφόρους.
Αν λοιπόν το ένα θέμα στο οποίο ποντάρει τα λεφτά του ο Τσίπρας για να χτυπήσει τον Μητσοτάκη είναι η «κρυφή ατζέντα» της Ν.Δ. για την υγεία, τους μισθούς και την οικονομία, όπως την ανέπτυξε προχθές στη συνέντευξή του στο Ζάππειο, το δεύτερο είναι να πάρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό από τους ψηφοφόρους που οι έρευνες δείχνουν να μοιράζονται ανάμεσα στα λεγόμενα προοδευτικά κόμματα. Αν το καταφέρει μπορεί να βελτιώσει τα εκλογικά του ποσοστά και η «επόμενη μέρα» να έχει μικρότερες αναταράξεις και να είναι λιγότερο δραματική από αυτή που δημιουργήθηκε (για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για το ηγετικό status του ιδίου) μετά την πανωλεθρία της 21ης Μαΐου. Οι «ρευστοί ψηφοφόροι» της ευρύτερης Κεντροαριστεράς είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία ψηφοφόρων από την οποία ελπίζει να προσποριστεί oφέλη ο Τσίπρας και σε αυτούς απευθύνεται όταν δηλώνει ότι «πρέπει να ενισχύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι τα μικρότερα κόμματα, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μοναδικό, εναλλακτικό στη Ν.Δ. κόμμα εξουσίας».
Η μάχη της αποχής
Ο επιπλέον λόγος που το κάνει ο Τσίπρας είναι επειδή φοβάται -και δικαιολογημένα- ότι η ρευστότητα στους προοδευτικούς ψηφοφόρους μπορεί να ενισχύσει τη Ζωή Κωνσταντοπούλου «για να μπει στη Βουλή και να τα κάνει μαντάρα» ή τον Νίκο Ανδρουλάκη, αφού πολλοί προέρχονται από το λεγόμενο «ιστορικό ΠΑΣΟΚ» και θα ήθελαν το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου να ξαναγίνει μεγάλο ή ακόμη και τον Βαρουφάκη επειδή «η Βουλή χρειάζεται και αντισυστημικούς παίκτες, ακόμη κι αν ο Γιάνης δεν είναι και η καλύτερη περίπτωση». Οσο λοιπόν η προσέλκυση των «ρευστών» ψηφοφόρων είναι ζωτικής σημασίας για να ανεβάσει το ποσοστό του ο ΣΥΡΙΖΑ, εξίσου ζωτικής σημασίας είναι να μην κατευθυνθούν αυτοί προς όμορα κόμματα και ρίξουν το ποσοστό του κάτω από το 20%.
Ενα ακόμη θέμα που ανησυχεί τον Τσίπρα είναι η αποχή. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται κατά 20 μονάδες της Ν.Δ. τού στερεί τη δυνατότητα να έχει -τουλάχιστον πειστικό- κυβερνητικό αφήγημα. Η πρώτη συνέπεια αυτού του πράγματος είναι η απογοήτευση των ψηφοφόρων της Κουμουνδούρου. Αφού είναι αδύνατη η διεκδίκηση της κυβέρνησης, ενδέχεται πολλοί να προτιμήσουν «τα μπάνια του λαού» αντί να στηθούν στην ουρά για να ξαναψηφίσουν ένα «κόμμα εξουσίας», που όμως απέχει πολύ από το να δικαιολογήσει ακόμη και αυτό τον τίτλο. Βεβαίως, το ίδιο ακριβώς πρόβλημα αντιμετωπίζει και η Ν.Δ.
Επειδή η νίκη και η αυτοδυναμία της έχουν προεξοφληθεί ενδέχεται να είναι οι δικοί της ψηφοφόροι αυτοί που θα προτιμήσουν «τα μπάνια του λαού» αντί για την κάλπη. Η αποχή θα κρίνει λοιπόν τα πάντα. Και κυρίως από ποια... πολυκατοικία θα προέλθει. Ο Τσίπρας ελπίζει οι περισσότεροι απέχοντες να μην είναι δικοί του ψηφοφόροι, αλλά του Μητσοτάκη. Οπως μάς λέει στενός συνεργάτης του Τσίπρα, «αν η αποχή από το 39% πάει στο 44%-45%, όπως προεξοφλούν κάποιοι αναλυτές, και εμείς καταφέρουμε να κρατήσουμε τους 1.185.000 που μας ψήφισαν τον Μάιο, τότε το ποσοστό μας θα ανέβει». Εξυπακούεται ότι το ίδιο ισχύει και για τη Ν.Δ. Για να μη μειωθεί το ποσοστό της θα πρέπει οι 2.400.000 ψηφοφόροι του Μαΐου να την ξαναψηφίσουν.
Εκτός από τη «μονομαχία των κάτω πατωμάτων» και τη «μάχη της αποχής» έχουμε -όπως είπαμε και στην αρχή του κειμένου μας- και τον «πόλεμο της κρυφής ατζέντας». Ολες αυτές οι μάχες, τέλος πάντων, θα κρίνουν τις κομματικές ισορροπίες, την κυβερνητική πλειοψηφία και το μέλλον του πολιτικού συστήματος. Στον «πόλεμο της κρυφής ατζέντας», για να αποκαλυφθούν οι «fake» εξαγγελίες Μητσοτάκη, θα ρίξει, έστω και καθυστερημένα, όλες τις δυνάμεις του ο Τσίπρας στις 15 ημέρες που απομένουν μέχρι τις εκλογές. Αυτό που έπρεπε, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, να έχει κάνει στις προηγούμενες εκλογές και όχι να τσακώνεται με τον Ανδρουλάκη, τον Κουτσούμπα και τον Βαρουφάκη για την προοδευτική διακυβέρνηση αφήνοντας τον Μητσοτάκη να θερίζει σαν στάχυα τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ και να βάφει γαλάζια ολόκληρη την επικράτεια.
Λάθος στρατηγική
Τη λάθος στρατηγική ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ την έχει πλήρως συνειδητοποιήσει, αν και υποστηρίζει πως το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο αν δεν υπήρχε η μαχαιριά της τελευταίας στιγμής του Κατρούγκαλου, η οποία δεν έβαλε απέναντι μόνο τους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά και τους συνταξιούχους, αφού τους θύμισε τον περιώνυμο «νόμο Κατρούγκαλου» που τους τσάκισε, ενώ επανέφερε με δριμύτητα και την κυβερνητική αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ. «Οχι μία, αλλά τρεις σε μία μαχαιριά ήταν ο Κατρούγκαλος», η οποία ήρθε να προστεθεί σε μια «σειρά ατυχών περιστατικών» που ξεκίνησε με τον Γεωργούλη και τον βιασμό της Χρονοπούλου, συνεχίστηκε με τον Δραγασάκη και τον φόρο στα μερίσματα, τον Τσακαλώτο με τα τοπικά νομίσματα και τη Φωτίου με τα πεντοχίλιαρα της μεσαίας τάξης. Και φυσικά τον Βαρουφάκη, που με τις «Δήμητρες» θύμισε στην πλειοψηφία των πολιτών καταστάσεις και εποχές που θέλουν να ξεχάσουν.
Σε κάθε περίπτωση, η Κουμουνδούρου δεν πρόκειται να ανακάμψει και θα ζει, όπως λέει και ο ποιητής, «στην οσμή των πτωμάτων» εάν δεν κατανοήσει ότι εκτός από τη «σειρά των ατυχών περιστατικών» υπάρχει και «η αλληλουχία των κρυφών νοημάτων», τα οποία αφορούν τη μετατόπιση του κοινωνικού εκκρεμούς προς τα δεξιά, όχι μόνο στα καθ’ ημάς, αλλά σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και ειδικά στον Νότο όπου τα πολιτικά κύματα της δεκαετίας του 1980 είχαν βγάλει στην επιφάνεια τους σοσιαλιστές Μιτεράν, Ανδρέα Παπανδρέου, Γκονζάλες, Κράξι και τους κομμουνιστές Μπερλινγκουέρ, Καρίγιο, Μαρσέ.
Και τώρα, 40 χρόνια μετά, στην Ιταλία βρίσκεται η Μελόνι. Στη Γαλλία η Λεπέν ετοιμάζεται να διαδεχθεί τον Μακρόν. Στην Ισπανία ο Σάντσεθ ηττήθηκε κατά κράτος στις αυτοδιοικητικές εκλογές και το πιθανότερο είναι να αναλάβει τα κυβερνητικά ηνία το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Και στα καθ’ ημάς ο Μητσοτάκης είναι παντοδύναμος, ενώ ο μόνος υπολογίσιμος κομμουνιστής, όχι μόνο στο Νότο αλλά και στον Βορρά της Ευρώπης, είναι ο Δημήτρης Κουτσούμπας.
Τριπλός στόχος
Τέλος και σύμφωνα με τα όσα μεταδίδονται από την Κουμουνδούρου, ο στόχος του εκλογικού επιτελείου του Τσίπρα είναι τριπλός: 1) Η προβολή της τεκμηριωμένης προγραμματικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ. 2) Η αποδόμηση της προεκλογικής ρητορείας της Ν.Δ. και η αποκάλυψη της κρυφής ατζέντας Μητσοτάκη και 3) Η ανάδειξη του διλήμματος των εκλογών:
Από τη μια μεριά το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για δίκαιη κοινωνία και ευημερία για όλους/ες και από την άλλη η κρυφή ατζέντα Μητσοτάκη για ΕΣΥ, μισθούς δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, αγοραστική δύναμη πολιτών. Επιπροσθέτως, ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του υποστηρίζουν ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα της Ν.Δ. σε 17 σημεία όχι μόνο δεν είναι κοστολογημένο, αλλά και αυτά που εξαγγέλλονται δεν ανταποκρίνονται ούτε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, αλλά ούτε και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που κατέθεσε τον Απρίλιο η κυβέρνηση στην Κομισιόν. Την Παρασκευή, πριν μεταβεί στη Λάρισα και τον Δομοκό, ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε αναλυτικά στις «τρύπες» που υπάρχουν στις εξαγγελίες Μητσοτάκη για ενίσχυση του ΕΣΥ, την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου στα 1.500 ευρώ κ.ά.
Το ερώτημα είναι γιατί αυτό που κάνει αυτές τις ημέρες ο Τσίπρας, να περάσει δηλαδή από κόσκινο το Πρόγραμμα και τις εξαγγελίες Μητσοτάκη για τη δεύτερη τετραετία, δεν το έκανε τον Μάιο; Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα κατατέθηκε στην Κομισιόν τον Απρίλιο. Γιατί τον Μάιο δεν ειπώθηκαν αυτά που λέει, και ορθώς, σήμερα ο Τσίπρας; Υπάρχει και ακόμη ένα πρόβλημα. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιέχει κάτι καινούριο, είναι αυτό που καταψηφίστηκε στις 21 Μαΐου. Γιατί θα υπερψηφιστεί τώρα; Επειδή ουσιαστικά τώρα, όπως λένε, το παρουσιάζουν, ενώ την προηγούμενη ασχολούνταν με τις υποκλοπές και τις απευθείας αναθέσεις; Επειδή το παρουσιάζουν τα νέα πρόσωπα που έβαλε στη βιτρίνα του ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξης; Αρκεί να είναι στην πρώτη γραμμή ο Αποστολάκης, η Αχτσιόγλου, η Λινού, ο Τεμπονέρας, ο Τσακαλώτος, ο Χαρίτσης και όχι ο Βούτσης, η Γεροβασίλη, ο Παππάς, ο Σκουρλέτης, ο Σπίρτζης, ο Τζανακόπουλος, ο Φίλης, ο Φλαμπουράρης για να αλλάξει η γνώμη των ψηφοφόρων; Ενδεχομένως.
Ομως η νέα πραγματικότητα που δημιούργησε το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου δύσκολα μπορεί να ανατραπεί. Και σε αυτή θα πρέπει να προσαρμοστούν και ο Τσίπρας με τους συντρόφους τους ώστε από την 26η Ιουνίου και μετά να δουν ποιες ριζικές αλλαγές σε στρατηγική, πολιτικές και πρόσωπα πρέπει να κάνουν αν θέλουν να ξαναγίνουν μεγάλο κυβερνητικό κόμμα. Θα έχουν περίπου ένα χρόνο, μέχρι τις ευρωεκλογές, για να κάνουν ενδοσκόπηση. Και εμβρυουλκός των εξελίξεων -πρέπει να- είναι ο Τσίπρας. Εκτός κι αν το αποτέλεσμα της 25ης Μαΐου ανατρέψει και επισπεύσει τα πάντα...
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος μίλησε για ασφαλιστική εισφορά 20% στα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ ο Σπύρος Πνευματικός υποστήριξε ότι για να εξοικονομηθούν πόροι για το ΕΣΥ θα πρέπει να υπάρξει επιλογή ποιοι καρκινοπαθείς από αυτούς που βρίσκονται στο τελικό στάδιο θα ζήσουν. Ο Αλέξης έθεσε εκτός εκλογικής μάχης τον Κατρούγκαλο αμέσως, η ζημιά όμως είχε γίνει. Η Ν.Δ. κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για κρυφή ατζέντα και το εκλογικό τίμημα που πλήρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ βαρύ. Ο Κυριάκος καθυστέρησε 48 ώρες να θέσει εκτός εκλογικής μάχης τον Πνευματικό και το έκανε όταν είδε πως οι δηλώσεις του, σε συνδυασμό με τους θανάτους λόγω προβλημάτων στο ΕΚΑΒ, αιμοδοτούσαν την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για κρυφή ατζέντα της Ν.Δ. στην υγεία και ιδιαίτερα για το ΕΣΥ.
Πάντως, η διαπίστωση «too little too late» (πολύ λίγο, πολύ αργά) που έκανε ο Τσίπρας όταν πληροφορήθηκε την... έξωση του Πνευματικού από τις εκλογές μπορεί να ειπωθεί και για την τακτική της Κουμουνδούρου σχετικά με την εκλογική ατζέντα και τις κυβερνητικές προτεραιότητες των κομμάτων. Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να επικεντρωθεί η αντιπαράθεση στα θέματα της οικονομίας -και όχι στην απλή αναλογική και τους εταίρους της προοδευτικής διακυβέρνησης- είναι οπωσδήποτε ορθή, μόνο που έπρεπε να γίνει στις εκλογές του Μαΐου και όχι στις εκλογές του Ιουνίου. Και ο λόγος είναι απλός: στο μεσοδιάστημα έχει δημιουργηθεί μια νέα πραγματικότητα, η οποία είναι το νταμπλ σκορ (40% - 20%) της Ν.Δ. έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η πραγματικότητα δύσκολα αλλάζει στις δύο εβδομάδες που απομένουν μέχρι τις κάλπες της 25ης Ιουνίου. Οι ψηφοφόροι, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θα έχουν περίπου την ίδια εκλογική συμπεριφορά.
Τα μάτια στους «μικρούς»
Οι μικρές προσθαφαιρέσεις στα ποσοστά των κομμάτων δεν θα ανατρέψουν τη μεγάλη εικόνα που σχηματίστηκε στις 21 Μαΐου. Πιθανολογείται, και μάλλον βασίμως, ότι η σειρά των τριών πρώτων κομμάτων δεν θα αλλάξει. Η Ν.Δ. θα είναι πρώτη και θα σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να είναι αξιωματική αντιπολίτευση είτε λάβει 18%-19% είτε 22%-23%, ενώ το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να βελτιώσει θεαματικά τα ποσοστά του (και πρωτίστως στο Λεκανοπέδιο) για να ελπίζει σε αλλαγή του πολιτικού και κοινοβουλευτικού του status. Το ενδιαφέρον -άμα και παράδοξο- με τις νέες εκλογές δεν είναι γι’ αυτόν που θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση, όλοι ξέρουν πως θα είναι ο Μητσοτάκης, ούτε γι’ αυτόν που θα ηγείται της αξιωματικής αντιπολίτευσης - αυτός θα είναι ο Τσίπρας.
Ούτε στον Ανδρουλάκη ούτε στον Κουτσούμπα εστιάζεται το ενδιαφέρον. Και οι δύο αύξησαν τα ποσοστά των κομμάτων τους και είναι πιθανό να τα βελτιώσουν κι άλλο. Oμως οι επιδόσεις τους δεν πρόκειται να ανατρέψουν τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς και να εμποδίσουν την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία του Μητσοτάκη. Το ίδιο ισχύει και για τον Βελόπουλο και το κόμμα του, την Ελληνική Λύση. Ακόμη κι αν χάσει τις επιπλέον, από το 2019, ψήφους που κέρδισε, η κοινοβουλευτική του παρουσία δεν αμφισβητείται.
Αυτοί που μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω -και σ’ αυτούς είναι στραμμένα τα μάτια όλων- είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Δημήτρης Νατσιός. Εφόσον μπουν τα κόμματά τους (Πλεύση Ελευθερίας και Νίκη) στη Βουλή τότε περιορίζεται το εύρος της αυτοδυναμίας της Ν.Δ. και σε κάθε περίπτωση το ποσοστό της θα πρέπει να υπερβεί το 38% για να μη χρειαστεί να πάμε σε τρίτες εκλογές ή να έχουμε συνεργατική κυβέρνηση της Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ (;) ή κάποιο μικρότερο κόμμα.
Στα «κάτω πατώματα» βρίσκεται λοιπόν το ενδιαφέρον των εκλογών και όχι στο... ρετιρέ και τους πάνω ορόφους του κομματικού συστήματος. Και το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο στον περιορισμό ή ακόμη -σε ακραία περίπτωση- και τη στέρηση της αυτοδυναμίας από τη Ν.Δ., αλλά και στην αριθμητική των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αυτή σε σημαντικό βαθμό την επηρεάζει η Ζωή Κωνσταντοπούλου καθώς φαίνεται ότι υπάρχει ένα ποσοστό αριστερών και κεντροαριστερών ψηφοφόρων που υπερβαίνει τις πέντε μονάδες, και το οποίο μοιράζεται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΑΣΟΚ, στο ΚΚΕ, στην Πλεύση Ελευθερίας και το ΜέΡΑ25 του Βαρουφάκη. Το πώς τελικά θα κατανεμηθεί μεταξύ τους θα ορίσει και τα ποσοστά που θα λάβουν. Αν τη μερίδα του λέοντος την πάρει ο Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πάει από το 20% στο 22% ή και στο 23%. Ανοδικά ενδέχεται να κινηθεί και το ΠΑΣΟΚ αν εισπράξει αυτό και όχι (όπως πιθανολογείται) η Ζωή ή ακόμη και ο Βαρουφάκης σημαντικό μερίδιο από τους «ρευστούς» προοδευτικούς ψηφοφόρους.
Αν λοιπόν το ένα θέμα στο οποίο ποντάρει τα λεφτά του ο Τσίπρας για να χτυπήσει τον Μητσοτάκη είναι η «κρυφή ατζέντα» της Ν.Δ. για την υγεία, τους μισθούς και την οικονομία, όπως την ανέπτυξε προχθές στη συνέντευξή του στο Ζάππειο, το δεύτερο είναι να πάρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό από τους ψηφοφόρους που οι έρευνες δείχνουν να μοιράζονται ανάμεσα στα λεγόμενα προοδευτικά κόμματα. Αν το καταφέρει μπορεί να βελτιώσει τα εκλογικά του ποσοστά και η «επόμενη μέρα» να έχει μικρότερες αναταράξεις και να είναι λιγότερο δραματική από αυτή που δημιουργήθηκε (για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για το ηγετικό status του ιδίου) μετά την πανωλεθρία της 21ης Μαΐου. Οι «ρευστοί ψηφοφόροι» της ευρύτερης Κεντροαριστεράς είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία ψηφοφόρων από την οποία ελπίζει να προσποριστεί oφέλη ο Τσίπρας και σε αυτούς απευθύνεται όταν δηλώνει ότι «πρέπει να ενισχύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι τα μικρότερα κόμματα, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μοναδικό, εναλλακτικό στη Ν.Δ. κόμμα εξουσίας».
Η μάχη της αποχής
Ο επιπλέον λόγος που το κάνει ο Τσίπρας είναι επειδή φοβάται -και δικαιολογημένα- ότι η ρευστότητα στους προοδευτικούς ψηφοφόρους μπορεί να ενισχύσει τη Ζωή Κωνσταντοπούλου «για να μπει στη Βουλή και να τα κάνει μαντάρα» ή τον Νίκο Ανδρουλάκη, αφού πολλοί προέρχονται από το λεγόμενο «ιστορικό ΠΑΣΟΚ» και θα ήθελαν το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου να ξαναγίνει μεγάλο ή ακόμη και τον Βαρουφάκη επειδή «η Βουλή χρειάζεται και αντισυστημικούς παίκτες, ακόμη κι αν ο Γιάνης δεν είναι και η καλύτερη περίπτωση». Οσο λοιπόν η προσέλκυση των «ρευστών» ψηφοφόρων είναι ζωτικής σημασίας για να ανεβάσει το ποσοστό του ο ΣΥΡΙΖΑ, εξίσου ζωτικής σημασίας είναι να μην κατευθυνθούν αυτοί προς όμορα κόμματα και ρίξουν το ποσοστό του κάτω από το 20%.
Ενα ακόμη θέμα που ανησυχεί τον Τσίπρα είναι η αποχή. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται κατά 20 μονάδες της Ν.Δ. τού στερεί τη δυνατότητα να έχει -τουλάχιστον πειστικό- κυβερνητικό αφήγημα. Η πρώτη συνέπεια αυτού του πράγματος είναι η απογοήτευση των ψηφοφόρων της Κουμουνδούρου. Αφού είναι αδύνατη η διεκδίκηση της κυβέρνησης, ενδέχεται πολλοί να προτιμήσουν «τα μπάνια του λαού» αντί να στηθούν στην ουρά για να ξαναψηφίσουν ένα «κόμμα εξουσίας», που όμως απέχει πολύ από το να δικαιολογήσει ακόμη και αυτό τον τίτλο. Βεβαίως, το ίδιο ακριβώς πρόβλημα αντιμετωπίζει και η Ν.Δ.
Επειδή η νίκη και η αυτοδυναμία της έχουν προεξοφληθεί ενδέχεται να είναι οι δικοί της ψηφοφόροι αυτοί που θα προτιμήσουν «τα μπάνια του λαού» αντί για την κάλπη. Η αποχή θα κρίνει λοιπόν τα πάντα. Και κυρίως από ποια... πολυκατοικία θα προέλθει. Ο Τσίπρας ελπίζει οι περισσότεροι απέχοντες να μην είναι δικοί του ψηφοφόροι, αλλά του Μητσοτάκη. Οπως μάς λέει στενός συνεργάτης του Τσίπρα, «αν η αποχή από το 39% πάει στο 44%-45%, όπως προεξοφλούν κάποιοι αναλυτές, και εμείς καταφέρουμε να κρατήσουμε τους 1.185.000 που μας ψήφισαν τον Μάιο, τότε το ποσοστό μας θα ανέβει». Εξυπακούεται ότι το ίδιο ισχύει και για τη Ν.Δ. Για να μη μειωθεί το ποσοστό της θα πρέπει οι 2.400.000 ψηφοφόροι του Μαΐου να την ξαναψηφίσουν.
Εκτός από τη «μονομαχία των κάτω πατωμάτων» και τη «μάχη της αποχής» έχουμε -όπως είπαμε και στην αρχή του κειμένου μας- και τον «πόλεμο της κρυφής ατζέντας». Ολες αυτές οι μάχες, τέλος πάντων, θα κρίνουν τις κομματικές ισορροπίες, την κυβερνητική πλειοψηφία και το μέλλον του πολιτικού συστήματος. Στον «πόλεμο της κρυφής ατζέντας», για να αποκαλυφθούν οι «fake» εξαγγελίες Μητσοτάκη, θα ρίξει, έστω και καθυστερημένα, όλες τις δυνάμεις του ο Τσίπρας στις 15 ημέρες που απομένουν μέχρι τις εκλογές. Αυτό που έπρεπε, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, να έχει κάνει στις προηγούμενες εκλογές και όχι να τσακώνεται με τον Ανδρουλάκη, τον Κουτσούμπα και τον Βαρουφάκη για την προοδευτική διακυβέρνηση αφήνοντας τον Μητσοτάκη να θερίζει σαν στάχυα τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ και να βάφει γαλάζια ολόκληρη την επικράτεια.
Λάθος στρατηγική
Τη λάθος στρατηγική ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ την έχει πλήρως συνειδητοποιήσει, αν και υποστηρίζει πως το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο αν δεν υπήρχε η μαχαιριά της τελευταίας στιγμής του Κατρούγκαλου, η οποία δεν έβαλε απέναντι μόνο τους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά και τους συνταξιούχους, αφού τους θύμισε τον περιώνυμο «νόμο Κατρούγκαλου» που τους τσάκισε, ενώ επανέφερε με δριμύτητα και την κυβερνητική αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ. «Οχι μία, αλλά τρεις σε μία μαχαιριά ήταν ο Κατρούγκαλος», η οποία ήρθε να προστεθεί σε μια «σειρά ατυχών περιστατικών» που ξεκίνησε με τον Γεωργούλη και τον βιασμό της Χρονοπούλου, συνεχίστηκε με τον Δραγασάκη και τον φόρο στα μερίσματα, τον Τσακαλώτο με τα τοπικά νομίσματα και τη Φωτίου με τα πεντοχίλιαρα της μεσαίας τάξης. Και φυσικά τον Βαρουφάκη, που με τις «Δήμητρες» θύμισε στην πλειοψηφία των πολιτών καταστάσεις και εποχές που θέλουν να ξεχάσουν.
Σε κάθε περίπτωση, η Κουμουνδούρου δεν πρόκειται να ανακάμψει και θα ζει, όπως λέει και ο ποιητής, «στην οσμή των πτωμάτων» εάν δεν κατανοήσει ότι εκτός από τη «σειρά των ατυχών περιστατικών» υπάρχει και «η αλληλουχία των κρυφών νοημάτων», τα οποία αφορούν τη μετατόπιση του κοινωνικού εκκρεμούς προς τα δεξιά, όχι μόνο στα καθ’ ημάς, αλλά σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και ειδικά στον Νότο όπου τα πολιτικά κύματα της δεκαετίας του 1980 είχαν βγάλει στην επιφάνεια τους σοσιαλιστές Μιτεράν, Ανδρέα Παπανδρέου, Γκονζάλες, Κράξι και τους κομμουνιστές Μπερλινγκουέρ, Καρίγιο, Μαρσέ.
Και τώρα, 40 χρόνια μετά, στην Ιταλία βρίσκεται η Μελόνι. Στη Γαλλία η Λεπέν ετοιμάζεται να διαδεχθεί τον Μακρόν. Στην Ισπανία ο Σάντσεθ ηττήθηκε κατά κράτος στις αυτοδιοικητικές εκλογές και το πιθανότερο είναι να αναλάβει τα κυβερνητικά ηνία το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Και στα καθ’ ημάς ο Μητσοτάκης είναι παντοδύναμος, ενώ ο μόνος υπολογίσιμος κομμουνιστής, όχι μόνο στο Νότο αλλά και στον Βορρά της Ευρώπης, είναι ο Δημήτρης Κουτσούμπας.
Τριπλός στόχος
Τέλος και σύμφωνα με τα όσα μεταδίδονται από την Κουμουνδούρου, ο στόχος του εκλογικού επιτελείου του Τσίπρα είναι τριπλός: 1) Η προβολή της τεκμηριωμένης προγραμματικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ. 2) Η αποδόμηση της προεκλογικής ρητορείας της Ν.Δ. και η αποκάλυψη της κρυφής ατζέντας Μητσοτάκη και 3) Η ανάδειξη του διλήμματος των εκλογών:
Από τη μια μεριά το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για δίκαιη κοινωνία και ευημερία για όλους/ες και από την άλλη η κρυφή ατζέντα Μητσοτάκη για ΕΣΥ, μισθούς δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, αγοραστική δύναμη πολιτών. Επιπροσθέτως, ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του υποστηρίζουν ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα της Ν.Δ. σε 17 σημεία όχι μόνο δεν είναι κοστολογημένο, αλλά και αυτά που εξαγγέλλονται δεν ανταποκρίνονται ούτε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, αλλά ούτε και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που κατέθεσε τον Απρίλιο η κυβέρνηση στην Κομισιόν. Την Παρασκευή, πριν μεταβεί στη Λάρισα και τον Δομοκό, ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε αναλυτικά στις «τρύπες» που υπάρχουν στις εξαγγελίες Μητσοτάκη για ενίσχυση του ΕΣΥ, την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου στα 1.500 ευρώ κ.ά.
Το ερώτημα είναι γιατί αυτό που κάνει αυτές τις ημέρες ο Τσίπρας, να περάσει δηλαδή από κόσκινο το Πρόγραμμα και τις εξαγγελίες Μητσοτάκη για τη δεύτερη τετραετία, δεν το έκανε τον Μάιο; Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα κατατέθηκε στην Κομισιόν τον Απρίλιο. Γιατί τον Μάιο δεν ειπώθηκαν αυτά που λέει, και ορθώς, σήμερα ο Τσίπρας; Υπάρχει και ακόμη ένα πρόβλημα. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιέχει κάτι καινούριο, είναι αυτό που καταψηφίστηκε στις 21 Μαΐου. Γιατί θα υπερψηφιστεί τώρα; Επειδή ουσιαστικά τώρα, όπως λένε, το παρουσιάζουν, ενώ την προηγούμενη ασχολούνταν με τις υποκλοπές και τις απευθείας αναθέσεις; Επειδή το παρουσιάζουν τα νέα πρόσωπα που έβαλε στη βιτρίνα του ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξης; Αρκεί να είναι στην πρώτη γραμμή ο Αποστολάκης, η Αχτσιόγλου, η Λινού, ο Τεμπονέρας, ο Τσακαλώτος, ο Χαρίτσης και όχι ο Βούτσης, η Γεροβασίλη, ο Παππάς, ο Σκουρλέτης, ο Σπίρτζης, ο Τζανακόπουλος, ο Φίλης, ο Φλαμπουράρης για να αλλάξει η γνώμη των ψηφοφόρων; Ενδεχομένως.
Ομως η νέα πραγματικότητα που δημιούργησε το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου δύσκολα μπορεί να ανατραπεί. Και σε αυτή θα πρέπει να προσαρμοστούν και ο Τσίπρας με τους συντρόφους τους ώστε από την 26η Ιουνίου και μετά να δουν ποιες ριζικές αλλαγές σε στρατηγική, πολιτικές και πρόσωπα πρέπει να κάνουν αν θέλουν να ξαναγίνουν μεγάλο κυβερνητικό κόμμα. Θα έχουν περίπου ένα χρόνο, μέχρι τις ευρωεκλογές, για να κάνουν ενδοσκόπηση. Και εμβρυουλκός των εξελίξεων -πρέπει να- είναι ο Τσίπρας. Εκτός κι αν το αποτέλεσμα της 25ης Μαΐου ανατρέψει και επισπεύσει τα πάντα...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα