Σπύρος Χατζηαγγελάκης: Είμαι το εύκολο θύμα του εαυτού μου
Πίσω από τον Ιησουίτη μοναχό της σειράς «Η Μάγισσα - Φλεγόμενη καρδιά» του ANT1 και τον 45άρη party goer του θεατρικού «Blue Train» βρίσκεται ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης που δεν σταματά να ψάχνεται, να δοκιμάζει και να αναζητεί την καλύτερη εκδοχή του εαυτού του
Συνέντευξη στη Μαριλού Πανταζή
Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος
Επιμέλεια Λίζη Παπάζογλου
Ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης είναι ηθοποιός. Και φωτογράφος. Και επιχειρηματίας. Και ποιος ξέρει τι άλλο μπορεί να γίνει όταν μεγαλώσει. Αλλά εκείνος δεν θέλει να μεγαλώσει. Γι’ αυτό τρέχει συνέχεια για να προλάβει τον χρόνο: από τα γυρίσματα της σειράς «Η Μάγισσα - Φλεγόμενη καρδιά» του ANT1, στις παραστάσεις του «Blue Train» και στα ενδιάμεσα στη «Λόντζα της γειτονιάς» στα Εξάρχεια, το δικό του ταχυφαγείο νέας γενιάς που σερβίρει πεντανόστιμο γιαγιαδίστικο φαγητό, όπως αυτό που έτρωγε στα παιδικά του χρόνια στην Ορεστιάδα. Εκεί ακριβώς τον ξαναγυρίζω με την πρώτη μου ερώτηση.
GALA: Ηταν ωραία τα παιδικά σου χρόνια;
ΣΠΥΡΟΣ ΧΑΤΖΗΑΓΓΕΛΑΚΗΣ:Νομίζω ότι ήταν τα ιδανικά παιδικά χρόνια. Μέχρι τα 18 μου είχα ό,τι χρειάζεται ένα παιδί για να μεγαλώσει: εξοχή, αλάνες για να παίζεις, το κλειδί στην εξώπορτα, παρέες, φίλοι... Ευτυχώς δεν υπήρχε τότε το Internet. Ερχόταν ο άλλος έξω από το σπίτι σου να σε φωνάξει.
G.: Δεν είσαι και τόσο μεγάλος για να μην είχες Internet τότε.
Σ.Χ.: Δεν είχα. Εφυγα για να σπουδάσω στη Θεσσαλονίκη το 2004 και το Internet ήταν ακόμα πολύ καινούριο. Είχε καμιά πενταετία που είχε μπει στους υπολογιστές και η σύνδεση ήταν ακόμα τραγική. Δεν ασχολούμασταν τότε. Και για να ξέρεις, είμαι στα 39.
G.: Σοβαρά; Φαίνεσαι πολύ μικρότερος. Πώς νιώθεις, λοιπόν, που είσαι στο κατώφλι των 40;
Σ.Χ.: Και μου κάνεις αυτή την ερώτηση έτσι ανέμελα... (γελάει) Η παράσταση όπου παίζω τώρα αφορά ακριβώς αυτό, την κρίση ηλικίας γύρω στα 40-45.
G.: Σε αγγίζει αυτό;
Σ.Χ.:Η πρώτη μου αντίδραση είναι να σου πω ότι δεν με αγγίζει, αλλά μάλλον θα το πω γιατί θέλω να διώξω το συναίσθημα.
G.: Γιατί σε αγγίζει λοιπόν;
Σ.Χ.: Γιατί πολύ απλά φοβάμαι τον θάνατο. Κάθε μέρα που περνάει νιώθω ότι με φέρνει πιο κοντά. Ασυνείδητα και ασυναίσθητα μου συμβαίνει αυτό. Αλλά στο νόμισμα υπάρχουν δύο όψεις. Ο φόβος του να μεγαλώσω, ο φόβος του να πεθάνω, μου δίνει τα εφόδια και την ανάγκη να ζήσω τη ζωή στο έπακρο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο φόβος είναι κινητήριος δύναμη για τα πάντα. Βέβαια και η δουλειά που κάνω κάπως σε ανατροφοδοτεί, σου δίνει ζωή. Δηλαδή, το ότι τρέχω από δουλειά σε δουλειά, αλλάζω από ρόλο σε ρόλο, η επιλογή μου είναι τέτοια ώστε να μην είμαι μόνιμος και σταθερός κάπου γιατί νιώθω ότι τότε θα γεράσω, θα πεθάνω.
G.: Γι’ αυτό έγινες ηθοποιός;
Σ.Χ.: Οχι, δεν νομίζω. Φυσικός έχω σπουδάσει και ποδοσφαιριστής είχα όνειρο να γίνω, γιατί από μικρός πάντα έπαιζα σε ομάδες. Το θέατρο εμφανίστηκε μπροστά μου εντελώς τυχαία μέσω μιας φοιτητικής θεατρικής ομάδας και ξαφνικά άνοιξε ένας κόσμος που δεν τον ήξερα και ενθουσιάστηκα, το θαύμασα. Ηταν σαν να ανακάλυψα ξανά εμένα. Αυτό με ιντρίγκαρε.
G.: Η φωτογραφία πώς προέκυψε;
Σ.Χ.: Η φωτογραφία μπήκε στη ζωή μου τυχαία, το 2017. Την αγαπάω ως χόμπι, με εκφράζει, είναι ένας δημιουργικός τρόπος σκέψης με βασικό άξονα την παρατήρηση. Ολα κάπως συνδέονται σε μένα, γιατί και ως ηθοποιός το βασικό που έχεις να κάνεις είναι να παρατηρείς τη ζωή γύρω σου και μετά να της δίνεις ζωή με τα δικά σου εκφραστικά μέσα. Αντίστοιχα η φωτογραφία είναι η μεγέθυνση μιας ζωντανής στιγμής. Την έχω αφήσει όμως στην άκρη τον τελευταίο χρόνο γιατί δεν προλαβαίνω.
G.: Τι φωτογραφίζεις;
Σ.Χ.:Ανθρώπους, πορτρέτα... Δεν μπορώ να φωτογραφίσω τοπία, πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε άνθρωπος, γιατί είναι το στοιχείο της ζωής. Για παράδειγμα, ένα βουνό θα βρίσκεται στη θέση του για αιώνες χωρίς να μεταβληθεί. Μπορείς να πηγαίνεις κάθε πρωί και να το βλέπεις. Ο άνθρωπος μέρα με τη μέρα αλλάζει. Ο τρόπος που θα κοιτάξεις αυτή τη στιγμή θα είναι τελείως διαφορετικός ένα λεπτό μετά. Αυτό για μένα είναι το στοιχείο της παρατήρησης που με ενδιαφέρει και με αφορά και θέλω να το φωτογραφίζω, να το μεγεθύνω.
G.: Φέτος υποδύεσαι έναν Ιησουίτη μοναχό από τη μία και έναν σαραντάρη party animal από την άλλη. Είναι κάποιος από τους δύο πιο κοντά σου;
Σ.Χ.:Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει επειδή με βρήκαν σε αυτή τη φάση της ζωής μου, αλλά συνδέομαι απόλυτα και με τους δύο, παρότι μοιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Είναι σαν ο ένας να είναι η συνέχεια του άλλου. Δηλαδή, με τον μεν Μιχάλη, τον 45άρη γκέι στο «Blue Train» που δεν έχει αποδεχτεί τη ζωή του, που βρίσκεται σε κρίση ηλικίας, που δεν τον έχουν αποδεχτεί οι γύρω του και επιλέγει να ζήσει μια ζωή με καταχρήσεις και εφήμερες σχέσεις, έχω πολλά κοινά στοιχεία στον τρόπο που αντιδρώ στα πράγματα και στη ζωή και σε αυτά που φέρνει. Η εξέλιξή του, όταν πια αποδεχτεί τη ζωή του και τον εαυτό του, όταν πια τον αποδεχτούν οι άλλοι, όταν πια κατανοήσει ποιος είναι και τι κάνει, είναι ο πατέρας Αντόνιο στη «Μάγισσα - Φλεγόμενη καρδιά», ο οποίος ήταν πρώην εγκληματίας, έχει αποδεχτεί ότι είναι αμαρτωλός, «αυτομαστιγώνεται» και προσπαθεί να εξαγνίσει την ψυχή του και να πρεσβεύει το καλό. Οπότε αυτούς τους δύο τους βλέπω ως εξελικτική πορεία του εαυτού μου.
G.: Το έχεις κι εσύ το αυτομαστίγωμα;
Σ.Χ.:Αυτομαστιγώνομαι σε πολλές στιγμές. Είμαι το εύκολο θύμα του εαυτού μου. Δηλαδή σπάνια ρίχνω την ευθύνη στον άλλο. Θα πω «Σπύρο, δεν έκανες καλά αυτό. Γιατί;», αντί να κοιτάξω τη συνολική εικόνα.
G.: Λόγω τελειομανίας ίσως;
Σ.Χ.:Ναι, η τελειομανία δεν είναι πάντα καλό πράγμα. Εχει μέσα της λίγο και το στοιχείο του ανικανοποίητου.
G.: Δεν είσαι ικανοποιημένος με τον εαυτό σου;
Σ.Χ.:Είμαι χαρούμενος με τον εαυτό μου, αλλά πάντα αναζητώ κάτι που να μου δώσει άλλη μια έξτρα σπίθα. Στη δουλειά μου, ας πούμε, δεν μπορώ να εφησυχάσω μετά από τρεις-τέσσερις μήνες που παίζεται η παράσταση και να πω «τέλεια, ήρθα να κάνω τη δουλίτσα μου σήμερα». Πάντα θα βρω κάτι, θα μιλήσω με τους συμπαίκτες μου, θα αναρωτηθώ μήπως πρέπει να κάνω κάτι αλλιώς, δεν γίνεται να ησυχάσει η ψυχή μου αλλιώς. Το ίδιο κάνω και στη σειρά. Και στο μαγαζί που έχω, ενώ ρέει πολύ όμορφα, πάντα βρίσκω κάτι για να επιλύσω, για να εξελίξω. Είμαι παθιασμένος με τη δουλειά μου και ξερόλας. Γίνομαι σπαστικός στους γύρω μου από ένα σημείο και μετά. Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να είμαι τόσο εμμονικός, χρειάζεται και μια ησυχία κάπου κάπου. Εγώ όμως περνάω καλά με τη συνεχή ανατροφοδότηση σε ιδέες και προθέσεις.
G.: Γιατί αλήθεια άνοιξες και μαγαζί;
Σ.Χ.: Η ανάγκη μου για το μαγαζί ήταν πολύ συγκεκριμένη, πολύ πηγαία, αυθόρμητη και ειλικρινής - και έτσι είναι εντέλει και το μαγαζί και γι’ αυτό πάει και καλά. Υπήρχαν δύο βασικοί λόγοι: ο πρώτος ήταν ότι με τη ζωή που κάνουμε, με τις δουλειές που έχουμε -εγώ τουλάχιστον-, δεν προλαβαίνουμε να γυρίσουμε το μεσημέρι στο σπίτι για να μαγειρέψουμε ένα φαγητό και τρώμε στον δρόμο κάτι πρόχειρο. Και θυμόμουν τη γιαγιά μου στο χωριό, που όταν ως παιδί τής έλεγα ότι πεινάω, μέσα σε δέκα λεπτά θα μου ετοίμαζε ένα φαγητό που θα έμπαινε μέσα στην καρδιά μου. Ο άλλος λόγος είναι ότι σε αυτούς τους φρενήρεις ρυθμούς χρειαζόμαστε έστω και για δέκα λεπτά μια ησυχία, αυτό το φίλεμα και τη θαλπωρή της γιαγιάς, να φας κάτι, να ηρεμήσεις, να ξαναβρείς το παιδί μέσα σου, να πάρεις μια ανάσα και να συνεχίσεις τη μέρα σου.
G.: Και γιατί το ονόμασες «Λόντζα της γειτονιάς»;
Σ.Χ.: Λόντζα, σε εμάς στον Εβρο, είναι το σημείο όπου τα απογεύματα μαζεύονται οι γιαγιάδες σε πεζούλια και παγκάκια και λένε τα κουτσομπολιά της ημέρας. Και επειδή αυτό είναι ένα μαγαζί στη μνήμη των γιαγιάδων μου, το ονόμασα «Λόντζα». Το μενού έχει έξι πιάτα της λογικής που σου είπα πριν, του φαγητού που θα σου έφτιαχνε η γιαγιά σου γρήγορα, αλλά με πολύ ποιοτικά υλικά και απόλυτη φροντίδα. Εχει, ας πούμε, χυλοπίτες με φρέσκο βούτυρο και φέτα, κεφτέδες με σπιτική κόκκινη σάλτσα και πατατούλες, αυγά με πατάτες, βραστό μοσχαράκι... Πολύ basic πιάτα, καθόλου όμως δεδομένα για την Αθήνα. Είναι γεύσεις που είναι στη μνήμη του καθένα μας και μας λείπουν.
G.: Απ’ όλα όσα κάνεις, υπάρχει κάτι που να κρατάει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σου;
Σ.Χ.: Νομίζω ότι είναι ισοζυγισμένα. Θα έλεγα ότι με τη «Λόντζα» ολοκληρώθηκαν τα πράγματα που θέλω να κάνω. Εχω την υποκριτική, τη φωτογραφία και το μαγαζί.
G.: Είσαι σίγουρος ότι δεν θα ανακαλύψεις και κάτι καινούριο να κάνεις;
Σ.Χ.: Οχι. (γελάει) Ετσι ανήσυχος που είμαι, ποτέ δεν ξέρεις.