Στη σύλληψη πέντε ατόμων, ανάμεσά τους ένας
σωφρονιστικός υπάλληλος και δύο
κρατούμενοι, για διακίνηση
κινητών τηλεφώνων και
ναρκωτικών στις φυλακές νέων Αυλώνα προχώρησαν αστυνομικοί από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας.
Η σύλληψη των πέντε πραγματοποιήθηκε το πρωί της Κυριακής ενώ στη δικογραφία που σχηματίσθηκε περιλαμβάνεται ακόμη ένα άτομο, τα στοιχεία του οποίου έχουν ταυτοποιηθεί.
Σε βάρος των πέντε συλληφθέντων σχηματίστηκε
δικογραφία –κατά περίπτωση– για παράβαση καθήκοντος, δωροληψία υπαλλήλου, πλαστογραφία και διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, καθώς και για παράβαση των νόμων περί αθλητισμού και περί όπλων και των νόμων για τις άδειες κεραιών και την εισαγωγή και διάθεση κινητών σε καταστήματα κράτησης.
Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε μετά από καταγγελία για άτομο που εισάγει ναρκωτικά σε
φυλακή κατόπιν «παραγγελιών» από κρατούμενους έναντι χρηματικής αμοιβής. Η έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε ένα δίκτυο εισαγωγής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, συσκευών κινητής τηλεφωνίας, καθώς και πακέτων τηλεφωνικών συνδέσεων.
Όπως ανακοινώθηκε από την ΕΛΑΣ για τον τρόπο δράσης της ομάδας, ένας
46χρονος κρατούμενος εκμεταλλευόταν τη θέση στην οποία απασχολείτο στις
φυλακές Αυλώνα ενώ παράλληλα διατηρούσε κομβικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων, αναθέτοντας την αναζήτηση ή παραλαβή της εκάστοτε παραγγελίας στο δίκτυο που είχε αναπτύξει.
Ο 46χρονος είχε, μάλιστα, κινητό τηλέφωνο εν γνώσει του συλληφθέντα σωφρονιστικού υπαλλήλου, μέσω του οποίου γνώριζε τις υπηρεσίες (ημέρες, πρόσωπα, σημεία) στις φυλακές και ειδικότερα στην πύλη που αποτελεί το σημείο ελέγχου των επισκεπτών. Επίσης είχε άμεση πληροφόρηση για ενδεχόμενες έρευνες στις φυλακές στους χώρους του οποίου κινούταν ελεύθερα, ακόμα και σε ώρες που οι υπόλοιποι κρατούμενοι βρίσκονταν σε περιορισμό.
Βασικοί υποστηρικτές του εν λόγω δικτύου ήταν οι δύο ιδιώτες (43χρονη και 24χρονος) συλληφθέντες, καθώς η πρώτη, κατείχε τον ρόλο του βασικού εισαγωγέα μέσω επισκεπτηρίων στο Σωφρονιστικό Κατάστημα και ο δεύτερος ήταν επιφορτισμένος, με την εύρεση και προμήθεια των ναρκωτικών ουσιών.
Από τη δράση τους, η οποία ήταν αδιάλειπτη, αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη αφού διακινούσαν το «εμπόρευμά» τους σε τιμές πολλαπλάσιες σε σχέση με αυτές εκτός της φυλακής (ενδεικτικά η τιμή πώλησης των κινητών κυμαινόταν από 500 έως 600 ευρώ). Η πληρωμή γινόταν μέσω εταιρειών μεταφοράς χρημάτων ή μέσω λογαριασμών συνδεδεμένων με προπληρωμένες κάρτες στα στοιχεία του 46χρονου ή συγγενικών του προσώπων.