Η κατάρρευση της παγκόσμιας «νεοφιλελεύθερης» συναίνεσης και το χάσμα Βορρά και Νότου στην Ε.Ε.
Τα δεδομένα για το διεθνές εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία αλλάζουν συνεχώς, ανάλογα με τις αποφάσεις του προέδρου των ΗΠΑ για τους δασμούς, οι οποίοι όμως κρίθηκαν παράνομοι από αρμόδιο αμερικανικό δικαστήριο
Το σκεπτικό των δικαστών ήταν ότι οι αποφάσεις υπερβαίνουν την εξουσία του προέδρου, ενώ η σχετική ανακοίνωση προκάλεσε ευφορία στη χρηματιστηριακή αγορά και μια αίσθηση δικαίωσης στους επικριτές του Τραμπ.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο ότι μια δικαστική απόφαση μπορεί να ανατρέψει την πορεία των πραγμάτων και είναι βέβαιο ότι η παγκόσμια οικονομία δεν πρόκειται να επιστρέψει στο καθεστώς ελεύθερου εμπορίου των προηγούμενων δεκαετιών.
Στην πραγματικότητα, ο πρόεδρος Τραμπ εκφράζει το τέλος της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον», τον όρο που έχει επικρατήσει για τις λεγόμενες «νεοφιλελεύθερες» (κατ’ άλλους, «νεοσυντηρητικές») οικονομικές πολιτικές που προωθήθηκαν τη δεκαετία του 1980 και του 1990 από θεσμούς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, με έμφαση στην απελευθέρωση των αγορών, τη δημοσιονομική πειθαρχία, το ελεύθερο εμπόριο, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη συρρίκνωση του κράτους και την απορρύθμιση δημόσιων μονοπωλίων.
Οι πολιτικές αυτές έφεραν μεν οικονομική μεγέθυνση, αλλά είχαν και πολλές παρενέργειες, όπως οι εσωτερικές ρήξεις και ανισότητες που δημιουργήθηκαν σε πολλές χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ΗΠΑ με τη βιομηχανική «Ζώνη της Σκουριάς», αλλά και το χάσμα Βορρά και Νότου εντός της Ε.Ε.
Το ελεύθερο εμπόριο δημιούργησε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα στην Κίνα και τη Γερμανία, τα οποία, όμως, αποδεικνύονται μη διατηρήσιμα, καθώς βασίζονται στα ελλείμματα των άλλων. Επιπλέον, η περίφημη ψηφιακή επανάσταση δημιούργησε τεχνολογικά μονοπώλια με τεράστια δύναμη, όχι μόνο οικονομική, αλλά και στα πεδία της πολιτικής, του πολιτισμού, ακόμα και της άμυνας, όπως φάνηκε με τη στρατιωτική χρήση των δορυφόρων του Ιλον Μασκ. Αλλά και οι διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες εμφανίζουν στρεβλώσεις, όπως για παράδειγμα στους επεξεργαστές υψηλής τεχνολογίας που παράγονται κατά 90% στην Ταϊβάν.
Είναι ξεκάθαρο ότι το παλιό υπόδειγμα του ελεύθερου εμπορίου, χωρίς να ορίζονται εθνικές βαλβίδες ασφαλείας και χωρίς να προλαμβάνεται η καταστροφή μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας δεν είναι διατηρήσιμο. Οι ανισορροπίες είναι μεγάλες και παράγουν εντάσεις και συγκρούσεις.
Η εναλλακτική δεν έχει φανεί ακόμα, αλλά είναι σαφές ότι οι προτεραιότητες παντού αναδιατάσσονται. Ο ρόλος του κράτους έρχεται πάλι στο προσκήνιο, η εγχώρια παραγωγή γίνεται κρίσιμος παράγοντας και το διεθνές εμπόριο συνδέεται με γεωπολιτικές και διπλωματικές ισορροπίες.
Μπορεί η σωστή απάντηση να μην είναι ένας εμπορικός πόλεμος, αλλά είναι προφανώς αναγκαία μια νέα διεθνής διευθέτηση, μια νέα «Διεθνής Συναίνεση» που θα λάβει υπόψη την ανάγκη για μια νέα ισορροπία.
Νέα ισορροπία χρειάζεται και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου οι παρενέργειες του ελεύθερου εμπορίου είναι επίσης υπαρκτές, καθώς η μεν εμπορική ολοκλήρωση είναι πλήρης με την ενιαία αγορά, αλλά η απουσία πολιτικής και οικονομικής ένωσης δημιουργεί πολλές και σοβαρές στρεβλώσεις.
Η οικονομική υπερτροφία της Γερμανίας, που ευνοήθηκε από το «σκληρό» ευρώ και το φθηνό ρωσικό αέριο, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στρέβλωσης, καθώς συνδυάστηκε με παραγωγική υποβάθμιση του Νότου, ακόμα και της ισχυρής βιομηχανικά Ιταλίας αλλά και της Γαλλίας.
Η οικονομική ισχύς έδωσε τη δυνατότητα στο Βερολίνο να ασκήσει πολιτική μονοκρατορία, όπως φάνηκε στη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, όταν ο τότε Γερμανός υπουργός Οικονομικών επέβαλε πλήρως τη βούλησή του και τα συμφέροντα της δικής του χώρας, καταναγκάζοντας σε πολιτικές λιτότητας και «τιμωρίας» την Ελλάδα. Οι πολιτικές αυτές αναγνωρίστηκαν εκ των υστέρων ως λάθος και στην επόμενη κρίση, αυτή του COVID, έγιναν τα ακριβώς αντίθετα.
Τώρα η Γερμανία, μετά το σοκ που της προκάλεσε η ενεργειακή κρίση, ετοιμάζεται για μεγάλη αντεπίθεση, με δαπάνες γύρω στο 1 τρισ. ευρώ για την κατασκευή υποδομών, την ανόρθωση της βιομηχανίας και του αμυντικού τομέα με τη δημιουργία ισχυρού στρατού.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο ότι μια δικαστική απόφαση μπορεί να ανατρέψει την πορεία των πραγμάτων και είναι βέβαιο ότι η παγκόσμια οικονομία δεν πρόκειται να επιστρέψει στο καθεστώς ελεύθερου εμπορίου των προηγούμενων δεκαετιών.
Στην πραγματικότητα, ο πρόεδρος Τραμπ εκφράζει το τέλος της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον», τον όρο που έχει επικρατήσει για τις λεγόμενες «νεοφιλελεύθερες» (κατ’ άλλους, «νεοσυντηρητικές») οικονομικές πολιτικές που προωθήθηκαν τη δεκαετία του 1980 και του 1990 από θεσμούς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, με έμφαση στην απελευθέρωση των αγορών, τη δημοσιονομική πειθαρχία, το ελεύθερο εμπόριο, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη συρρίκνωση του κράτους και την απορρύθμιση δημόσιων μονοπωλίων.
Οι πολιτικές αυτές έφεραν μεν οικονομική μεγέθυνση, αλλά είχαν και πολλές παρενέργειες, όπως οι εσωτερικές ρήξεις και ανισότητες που δημιουργήθηκαν σε πολλές χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ΗΠΑ με τη βιομηχανική «Ζώνη της Σκουριάς», αλλά και το χάσμα Βορρά και Νότου εντός της Ε.Ε.
Το ελεύθερο εμπόριο δημιούργησε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα στην Κίνα και τη Γερμανία, τα οποία, όμως, αποδεικνύονται μη διατηρήσιμα, καθώς βασίζονται στα ελλείμματα των άλλων. Επιπλέον, η περίφημη ψηφιακή επανάσταση δημιούργησε τεχνολογικά μονοπώλια με τεράστια δύναμη, όχι μόνο οικονομική, αλλά και στα πεδία της πολιτικής, του πολιτισμού, ακόμα και της άμυνας, όπως φάνηκε με τη στρατιωτική χρήση των δορυφόρων του Ιλον Μασκ. Αλλά και οι διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες εμφανίζουν στρεβλώσεις, όπως για παράδειγμα στους επεξεργαστές υψηλής τεχνολογίας που παράγονται κατά 90% στην Ταϊβάν.
Είναι ξεκάθαρο ότι το παλιό υπόδειγμα του ελεύθερου εμπορίου, χωρίς να ορίζονται εθνικές βαλβίδες ασφαλείας και χωρίς να προλαμβάνεται η καταστροφή μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας δεν είναι διατηρήσιμο. Οι ανισορροπίες είναι μεγάλες και παράγουν εντάσεις και συγκρούσεις.
Η εναλλακτική δεν έχει φανεί ακόμα, αλλά είναι σαφές ότι οι προτεραιότητες παντού αναδιατάσσονται. Ο ρόλος του κράτους έρχεται πάλι στο προσκήνιο, η εγχώρια παραγωγή γίνεται κρίσιμος παράγοντας και το διεθνές εμπόριο συνδέεται με γεωπολιτικές και διπλωματικές ισορροπίες.
Μπορεί η σωστή απάντηση να μην είναι ένας εμπορικός πόλεμος, αλλά είναι προφανώς αναγκαία μια νέα διεθνής διευθέτηση, μια νέα «Διεθνής Συναίνεση» που θα λάβει υπόψη την ανάγκη για μια νέα ισορροπία.
Νέα ισορροπία χρειάζεται και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου οι παρενέργειες του ελεύθερου εμπορίου είναι επίσης υπαρκτές, καθώς η μεν εμπορική ολοκλήρωση είναι πλήρης με την ενιαία αγορά, αλλά η απουσία πολιτικής και οικονομικής ένωσης δημιουργεί πολλές και σοβαρές στρεβλώσεις.
Η οικονομική υπερτροφία της Γερμανίας, που ευνοήθηκε από το «σκληρό» ευρώ και το φθηνό ρωσικό αέριο, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στρέβλωσης, καθώς συνδυάστηκε με παραγωγική υποβάθμιση του Νότου, ακόμα και της ισχυρής βιομηχανικά Ιταλίας αλλά και της Γαλλίας.
Η οικονομική ισχύς έδωσε τη δυνατότητα στο Βερολίνο να ασκήσει πολιτική μονοκρατορία, όπως φάνηκε στη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, όταν ο τότε Γερμανός υπουργός Οικονομικών επέβαλε πλήρως τη βούλησή του και τα συμφέροντα της δικής του χώρας, καταναγκάζοντας σε πολιτικές λιτότητας και «τιμωρίας» την Ελλάδα. Οι πολιτικές αυτές αναγνωρίστηκαν εκ των υστέρων ως λάθος και στην επόμενη κρίση, αυτή του COVID, έγιναν τα ακριβώς αντίθετα.
Τώρα η Γερμανία, μετά το σοκ που της προκάλεσε η ενεργειακή κρίση, ετοιμάζεται για μεγάλη αντεπίθεση, με δαπάνες γύρω στο 1 τρισ. ευρώ για την κατασκευή υποδομών, την ανόρθωση της βιομηχανίας και του αμυντικού τομέα με τη δημιουργία ισχυρού στρατού.
Η νέα κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς έχει υποσχεθεί να μειώσει το κόστος του ηλεκτρικού για τη βιομηχανία, ώστε να ενισχύσει τη βιομηχανία αυτοκινήτων, χάλυβα και χημικών, ώστε να ανακάμψουν και η χώρα να εξασφαλίσει ανεξαρτησία από χώρες όπως η Κίνα.
H Γερμανία, με χαμηλό δημόσιο χρέος, γύρω στο 65% του ΑΕΠ, έχει περιθώρια να ξοδέψει και ζητά από τις ευρωπαϊκές αρχές να εγκρίνουν ένα πρόγραμμα κρατικών ενισχύσεων για τη γερμανική βιομηχανία.
Ολες οι χώρες του Νότου έχουν χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ και δεν μπορούν να ακολουθήσουν, επομένως, εάν δεν ληφθούν αποφάσεις για μέτρα εξισορρόπησης στο εσωτερικό της Ε.Ε., το χάσμα και οι στρεβλώσεις θα μεγαλώσουν.
Είναι λοιπόν κρίσιμο για τις χώρες του Νότου, και ειδικά για την Ελλάδα, να καταρτίσουν στρατηγική για την παραγωγική ενίσχυση του Νότου και να την προωθήσουν στο μεγάλο ευρωπαϊκό παζάρι που διεξάγεται για τη θέση της Ευρώπης εν μέσω των τεκτονικών παγκόσμιων αλλαγών.
Διαφορετικά, το χάσμα που τις χωρίζει από τον Βορρά θα μεγαλώσει.
H Γερμανία, με χαμηλό δημόσιο χρέος, γύρω στο 65% του ΑΕΠ, έχει περιθώρια να ξοδέψει και ζητά από τις ευρωπαϊκές αρχές να εγκρίνουν ένα πρόγραμμα κρατικών ενισχύσεων για τη γερμανική βιομηχανία.
Ολες οι χώρες του Νότου έχουν χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ και δεν μπορούν να ακολουθήσουν, επομένως, εάν δεν ληφθούν αποφάσεις για μέτρα εξισορρόπησης στο εσωτερικό της Ε.Ε., το χάσμα και οι στρεβλώσεις θα μεγαλώσουν.
Είναι λοιπόν κρίσιμο για τις χώρες του Νότου, και ειδικά για την Ελλάδα, να καταρτίσουν στρατηγική για την παραγωγική ενίσχυση του Νότου και να την προωθήσουν στο μεγάλο ευρωπαϊκό παζάρι που διεξάγεται για τη θέση της Ευρώπης εν μέσω των τεκτονικών παγκόσμιων αλλαγών.
Διαφορετικά, το χάσμα που τις χωρίζει από τον Βορρά θα μεγαλώσει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα