Στις 21 Μαΐου η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει δύο από τις σημαντικότερες μορφές του Χριστιανισμού: τον Μέγα Κωνσταντίνο, πρώτο Χριστιανό Ρωμαίο αυτοκράτορα, και τη μητέρα του Αγία Ελένη.
Οι δύο Άγιοι τιμώνται ως Ισαπόστολοι για την ισάξια με εκείνη των Αποστόλων συμβολή τους στη διάδοση και εδραίωση της χριστιανικής πίστης. Πρόκειται για μια από τις πιο λαοφιλείς θρησκευτικές εορτές στην Ελλάδα, καθώς τα ονόματα Κωνσταντίνος και Ελένη είναι από τα πλέον κοινά στη χώρα.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος – Ο Πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε γύρω στο 272 μ.Χ. στη Ναϊσό της Μοισίας (σημερινή Σερβία), γιος του Ρωμαίου αξιωματούχου Κωνστάντιου Χλωρού και της Ελένης. Ανήλθε στην εξουσία το 306 μ.Χ., ανακηρυσσόμενος αυτοκράτορας μετά τον θάνατο του πατέρα του, σε μια εποχή όπου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν διηρημένη και μαστιζόταν από εμφύλιες διαμάχες για τη διαδοχή.
Η καθοριστική στροφή στην πορεία του σημειώθηκε το 312 μ.Χ., λίγο πριν από τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας στη Ρώμη, όταν – σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο – ο Κωνσταντίνος είδε στον ουρανό ένα φωτεινό σταυρό με τη φράση «ἐν τούτῳ νίκα» (“με αυτό το σύμβολο θα νικήσεις”). Εντυπωσιασμένος, διέταξε να ζωγραφιστεί το σύμβολο του σταυρού στις ασπίδες των στρατιωτών του. Ο Κωνσταντίνος νίκησε στη μάχη, επικράτησε των αντιπάλων του και απέδωσε τη νίκη στον Θεό των Χριστιανών.
Τον επόμενο χρόνο, το 313 μ.Χ., προχώρησε στη συμφωνία γνωστή ως Διάταγμα των Μεδιολάνων, με την οποία κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και τερματίστηκαν οι διωγμοί κατά των χριστιανών. Ο Κωνσταντίνος έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος Ρωμαίος ηγεμόνας που ασπάστηκε και ευνόησε ανοιχτά τον Χριστιανισμό.
Υποστήριξε ενεργά την Εκκλησία, χρηματοδοτώντας την ανέγερση ναών, απαλλάσσοντας τον κλήρο από φόρους και αναγνωρίζοντας επίσημα τα δικαιώματά του. Παράλληλα, μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο αρχαίο Βυζάντιο, μετονομάζοντάς το σε Νέα Ρώμη, η οποία έμεινε γνωστή ως Κωνσταντινούπολη, δημιουργώντας έτσι την πρώτη χριστιανική αυτοκρατορική πόλη της ιστορίας. Οραματιζόμενος την ενότητα της νέας πίστης, ο αυτοκράτορας συγκάλεσε το 325 μ.Χ. την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Μικράς Ασίας.
Στη Σύνοδο αυτή, που αποτελεί σταθμό για την πορεία της Εκκλησίας, καταδικάστηκε η αίρεση του Αρείου (Αρειανισμός) και διατυπώθηκε το «Σύμβολο της Πίστεως» – η ομολογία πίστης της Εκκλησίας – θέτοντας τις βάσεις της δογματικής ενότητας του Χριστιανισμού. Ο Κωνσταντίνος δεν βαπτίστηκε χριστιανός αμέσως, αλλά ακολούθησε το έθιμο της εποχής βαπτιζόμενος λίγο πριν τον θάνατό του το 337 μ.Χ.
Αγία Ελένη – Η Βασιλομήτωρ και η Εύρεση του Τιμίου Σταυρού
Η Αγία Ελένη, μητέρα του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε γύρω στο 250 μ.Χ. και κατά την παράδοση προερχόταν από ταπεινή κοινωνική τάξη. Ο πατέρας του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, την παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία, όμως αργότερα την απομάκρυνε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας όταν ανέβηκε στην εξουσία. Ο Κωνσταντίνος, όμως, παρέμεινε αφοσιωμένος στη μητέρα του και, μετά τη στερέωσή του στην εξουσία, της απένειμε τον τίτλο της «Αυγούστας» (αυτοκράτειρας) δίνοντάς της εξέχοντα ρόλο στη νέα, χριστιανική πορεία της αυτοκρατορίας.
Σε προχωρημένη ηλικία, η Ελένη επιχείρησε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, αποφασισμένη να βρει τα ίχνη των Παθών του Χριστού. Το 326 μ.Χ., στα Ιεροσόλυμα, μετά από επίμονη έρευνα και με τη βοήθεια ενός ευλαβούς Ιουδαίου ονόματι Ιούδα, ανακάλυψε σε έναν λόφο τα λείψανα τριών σταυρών. Για να διακρίνει ποιος ήταν ο Σταυρός του Χριστού, ακούμπησε καθέναν από αυτούς σε μια νεκρή γυναίκα· όταν εκείνη αναστήθηκε μόλις ήρθε σε επαφή με τον τρίτο σταυρό, η Ελένη αναγνώρισε ότι αυτός ήταν ο Τίμιος Σταυρός, όπως λέει η παράδοση.
Το θαυμαστό αυτό γεγονός σκόρπισε συγκίνηση και πίστη, και η εύρεση του Τιμίου Σταυρού διαδόθηκε ως μήνυμα ελπίδας στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Μετά την εύρεση του Σταυρού, η Αγία Ελένη φρόντισε για την ανέγερση μεγαλόπρεπων ναών στους Αγίους Τόπους. Χρηματοδότησε την κατασκευή του Ναού της Αναστάσεως στον Πανάγιο Τάφο της Ιερουσαλήμ – στον τόπο όπου βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός – καθώς και της Βασιλικής της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και του Ναού της Ανάληψης στο Όρος των Ελαιών. Οι πρωτοβουλίες της αυτές ουσιαστικά καθιέρωσαν τη λατρεία στους τόπους όπου έζησε και δίδαξε ο Χριστός, διαμορφώνοντας την «ιερή γεωγραφία» της Χριστιανοσύνης.
Η Αγία Ελένη εκοιμήθη πιθανότατα το 327 μ.Χ., έχοντας κερδίσει τον σεβασμό του λαού και την τιμή της Εκκλησίας για την ευσέβεια και το έργο της.
Η Εορτή της 21ης Μαΐου και οι Παραδόσεις
Κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου, η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά πανηγυρικά τη μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Η ημέρα αυτή συγκαταλέγεται στις πολυπληθέστερες ονομαστικές εορτές, καθώς εορτάζουν άνδρες και γυναίκες με τα ονόματα Κωνσταντίνος, Κωνσταντίνα και Ελένη (με πολυάριθμα υποκοριστικά τους) – συνολικά εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων στην Ελλάδα.
Σε όλη τη χώρα πραγματοποιούνται θείες λειτουργίες, λιτανείες και τοπικά πανηγύρια στους ναούς που φέρουν το όνομα των Αγίων. Μάλιστα, σε πολλές περιοχές η 21η Μαΐου αποτελεί επίσημη τοπική αργία με ιδιαίτερες εκδηλώσεις (ενδεικτικά: Άνω Λιόσια, Καστελλόριζο, Γλυφάδα, Δεσκάτη, Μαρκόπουλο Αττικής κ.ά.). Σε ορισμένα χωριά της Βόρειας Ελλάδας διατηρείται έως σήμερα το πατροπαράδοτο έθιμο των «Αναστεναρίων», όπου οι πιστοί χορεύουν ξυπόλυτοι πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, σε μια τελετουργία κάθαρσης και βαθιάς πίστης.
Ισαπόστολοι: Κληρονομιά και Ιστορική Σημασία
Ο τίτλος «Ισαπόστολος» αποδίδεται από την Εκκλησία σε ελάχιστες μορφές, εκείνες που συνέβαλαν καθοριστικά στη διάδοση και εδραίωση του Χριστιανισμού, ισάξια με το έργο των ίδιων των Αποστόλων. Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη κατέχουν επάξια αυτή τη διάκριση.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος όχι μόνο έθεσε τέλος στους διωγμούς, αλλά ενσωμάτωσε την Εκκλησία στον κορμό της αυτοκρατορίας, μετατρέποντας τον Χριστιανισμό από διωκόμενη λατρεία σε βασικό πυλώνα του κράτους του.
Η παρουσία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης παραμένει ζωντανή έως σήμερα, τόσο στην εκκλησιαστική παράδοση όσο και στη λαϊκή συνείδηση. Αμέτρητοι ναοί είναι αφιερωμένοι στο όνομά τους και χιλιάδες πιστοί φέρουν το όνομα Κωνσταντίνος ή Ελένη, γεγονός που μαρτυρά τη διαρκή επίδρασή τους. Ο μοναδικός συνδυασμός βασιλικής εξουσίας και χριστιανικής αφοσίωσης που εκπροσώπησαν, τους ανέδειξε σε οικουμενικά πρότυπα ηγεσίας, πίστης και αποστολικού έργου.
Η 21η Μαΐου, ημέρα της κοινής τους εορτής, δεν είναι απλώς μια ακόμα ημερομηνία στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο, αλλά μια ζωντανή υπενθύμιση ότι η ιστορία της Εκκλησίας διαμορφώθηκε όχι μόνο από προφήτες και μοναχούς, αλλά και από αυτοκράτορες και βασιλομήτορες που έθεσαν την κοσμική δύναμή τους στην υπηρεσία της πίστης.