Ο καθηγητής Γρηγόρης Κωσταράς αναλύει Παλαμά και Δροσίνη

Ο καθηγητής Γρηγόρης Κωσταράς αναλύει Παλαμά και Δροσίνη

Με αφορμή τη συμπλήρωση 160 χρόνων από τη γέννηση των δύο σπουδαίων Ελλήνων λογοτεχνών και ποιητών, το «Πρώτο Θέμα» δημοσιεύει σε συνέχειες δοκίμια του καθηγητή Φιλοσοφίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας

kostaras
Το έτος 1859 γεννήθηκαν δύο μεγάλοι ποιητές, το έργο των οποίων θα φώτιζε μία δύσκολη εποχή για τον ελληνισμό. Φέτος συμπληρώνονται 160 χρόνια από τη γέννηση του Κωστή Παλαμά και του Γεώργιου Δροσίνη, οι οποίοι άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στην πνευματική ζωή της Ελλάδας και όχι μόνο. Το «Πρώτο Θέμα», τιμώντας τις δύο μεγάλες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης, μετέχει στους εορτασμούς των 160 χρόνων από τη γέννησή τους, δημοσιεύοντας βαρυσήμαντα ερευνητικά δοκίμια του καθηγητή Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γρηγορίου Φιλ. Κωσταρά.

Ο Γρηγόρης Φιλ. Κωσταράς γεννήθηκε στο Πυργί του δήμου Αγρινίου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικεύτηκε στη φιλοσοφία-ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, στη Γερμανία, καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, στη Δανία. Αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και αποφοίτησε από τη «Σχολή Ψυχολογικής Αμύνης» του Οϊσκίρχεν. Αργότερα εξελέγη επιμελητής του Εργαστηρίου Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εντεταλμένος αφηγητής και επίκουρος καθηγητής αναπληρωτής και τέλος καθηγητής. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται 46 πολυσέλιδα αυτοτελή βιβλία και τουλάχιστον 255 διατριβές, μελέτες και ανακοινώσεις, δημοσιευμένες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά.

Ο Γρηγόρης Φιλ. Κωσταράς ανέλυσε τον Κωστή Παλαμά, γράφοντας:

Ὑπάρχει ἕνα περίσσευμα ἐλευθερίας στόν ποιητή. Ὁ ποιητής εἶναι δημιουργική φύση, μή δεσμευόμενη ἀπό μεθοδολογικούς κανόνες οὔτε ἀπό παραδοσιακούς δεσμούς, οὔτε ἀπό τήν ἀλήθεια τους: Ἔχει τήν ποιητική του ἀλήθειαν καί τήν ποιητικήν του ἄδειαν... Ὁ ἐπιστήμων ἐξετάζει, λεπτολογεῖ, πειρᾶται νά διακριβώσει καί νά τεκμηριώσει τήν καθαρή ἀλήθεια. Αὐτός δέν δημιουργεῖ ἀλλά ἀσχολεῖται μέ τήν δημιουργίαν. Τοῦτο δέν εἶναι μικρό ἤ λίγο. Κάποτε εἶναι πιό δύσκολο καί ὡραιότερο καί ἀπό τήν ἴδια τή δημιουργία!(1)

Τά 160 χρόνια, πού πέρασαν ἀπό τή γέννηση τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Δροσίνη, εἶναι φορτωμένα μέ τόν ἄμετρο μόχθο ―πολύτιμο ἤ μή― ὅσων ἀσχολήθηκαν μέ τά «ἔργα καί τίς ἡμέρες» τους. Ἔτσι ἡ σκέψη, ἀναπόφευκτα, ὁδηγεῖται ἐνώπιον μιᾶς σφίγγας - ἀπορίας: τί μένει, πρωτοτύπως ἀξιόλογο, νά προσθέσει σ᾽ αὐτά ἕνας σημερινός μελετητής, πεπαιδευμένος ὄχι ἀργόσχολος «λογοτέχνης»; Πολλά! Γιατί τά ἔργα τῶν γνήσιων δημιουργῶν δέν ἐξαντλοῦνται, ἔχουν ἀγέραστη νεότητα καί ἐπικαιρότητα καί ἄπειρες ὀπτικές γωνίες θεώρησης καί ἀξιολόγησης. Εἶναι κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον αἱώνια μνημεῖα τοῦ πνεύματος, τοῦ πανανθρώπινου πνεύματος.

Πέρασαν ἑκατόν ἐξήντα (160) χρόνια ἀπό τότε πού ἀντίκρυζαν τό φῶς τοῦ ἥλιου δύο σπουδαῖοι πνευματικοί δημιουργοί, οἱ Κωστῆς Παλαμᾶς (13.1.1859 ἕως 27.2.1943) καί Γεώργιος Δροσίνης (9.12.1859 ἕως 3.1.1951), τέκνα τῆς Ἱερᾶς Πόλεως τοῦ Μεσολογγίου.

Ἡ ἱστορική τους ὥρα ἐσήμανε, ὅταν δέν εἶχεν ἀκόμη κατασιγάσει ἡ πανελλήνια συγκίνηση ἀπό τό θάνατο τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ Δ. Σολωμοῦ (1798 - 1857), ἐμπρός στή μνήμη τοῦ ὁποίου οἱ δύο ὁμότεχνοί του στάθηκαν μέ σεβασμό καί θαυμασμό. Τούς δύο αὐτούς κορυφαίους ποιητές μας συνδέει τό γεγονός ὅτι δέν γεννήθηκαν στόν τόπο τῶν γονέων τους, στό Μεσολόγγι, ἀλλά ὁ μέν Παλαμᾶς στήν Πάτρα, ὁ δέ Δροσίνης στήν Ἀθήνα. Ὅμως, οὐσιαστικός καί βαθύς ὑπῆρξεν ὁ δεσμός τῆς ἀμοιβαίας ἐκτίμησης καί φιλίας, πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ τους καί ὁ ὁποῖος μετουσιώθηκε σέ ἑκατέρωθεν ποιητικές φιλοφρονήσεις, γεμᾶτες εὐγένεια καί ἀναγνώριση. Ἔτσι τήν 30ήν Μαΐου 1925 πρῶτος ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς ἀφιερώνει στόν Δροσίνη ἕνα ποίημά του, μέ τίτλο: «Στό Δροσίνη».

«Πῶς ἀλλιῶς
νά σέ πῶ; Ὁ συνοδοιπόρος
Κλείσιμο
χαῖρε, ὁ πιό γερός, ὁ πιό παλιός,
γιά τ᾽ ἀνέβασμα στοῦ τραγουδιοῦ
τ᾽ Ἁγιονόρος...!»
.......................................................................

Ἀφιέρωση, (γραμμένη μπροστά στούς «Πεντασύλλαβους» καί τά «Κρυφομιλήματα»). Ἡ ἀπάντηση τοῦ Δροσίνη ἦρθε 2 ἔτη, 4 μῆνες καί 4 ἡμέρες ὕστερα, τήν 12η Σεπτεμβρίου 1927. «Ἀπόκριση», (γραμμένη μπροστά στό «Μοιρολόι τῆς Ὄμορφης») ἦταν ὁ τίτλος τοῦ 16στροφου ποιήματός του, πού ἀφιέρωσε στό Παλαμᾶ:

«Συνοδοιπόροι ναί μαζί κινήσαμε
στῆς Τέχνης τό γλυκοξημέρωμα - ὅμως,
μέ τοῦ καιροῦ τό πέρασμα χαράχτηκε
τοῦ καθενός μας χωριστός ὁ δρόμος........
.................................................................................»

Τούς χωριστούς αὐτούς δρόμους στήν Τέχνη, πού βάδισαν οἱ δύο σπάνιες προσωπικότητες, οἱ προικισμένες μέ τό θεῖο φῶς τῆς ποιήσεως καί πού τό ἀχτινοβόλημά τους ἀπέσπασεν ὅλων τό θαυμασμό, θά ἀκολουθήσω ἀρχίζοντας ἀπό τόν Παλαμᾶ.

Ι. Κωστῆς Παλαμᾶς

«Καί μή μοῦ πεῖς «ἔλα κοντά» καί μή μοῦ κράξεις «φεύγα»,
Ὤ ξένε, πού σ᾽ ἀγνάντεψα καί γνώρισα ποιός θἆσαι!
Ὅσο κοντά σου καί νά ’ρθῶ, πάντα μακριά θά στέκω».
«Ἀσκραῖος»

Τί νά πεῖ, τώρα, κανείς γιά τόν Παλαμᾶ καί τήν ἀσάλευτη ζωή του! Γιά τόν Παλαμᾶ, τόν πρωθιερέα τοῦ Λόγου καί Παιδαγωγό τοῦ καιροῦ του καί τοῦ Ἔθνους του! Τόν μέγα Μυσταγωγό τῆς ποιητικῆς Τέχνης, τόν βαθύ στοχαστή καί συγχρόνως τοῦ αἰσθήματος τόν κελαϊδιστή! Κλίνομε γόνυ καρδίας μπροστά στῆς δημιουργίας του τήν ὑπερύψηλη πυραμίδα! Λένε: οἱ πυραμίδες φοβοῦνται τόν χρόνο καί ὁ χρόνος φοβᾶται τίς πυραμίδες. Τό ἴδιο ἀνθεκτικό στά 160 ἔτη, πού πέρασαν ἀπό τήν γέννησή του, εἶναι καί τό λογοτεχνικό ἔργο τοῦ ποιητῆ.

Εἶναι καί αὐτός τέκνο τῆς ἰοστέφανης, Ἱερῆς Γῆς τοῦ Μεσολογγίου καί ἔνθεος ψάλτης της. Οὐσία τῆς ὕπαρξής του τό «ποιητικῶς ζῆν», ὅπως ἐξομολογεῖται ὁ ἴδιος στή κριτική του γιά τά «Φωτερά Σκοτάδια» τοῦ Δροσίνη, φίλου καί συμπολίτη του: «Ἡ ποίηση δέν εἶναι στά ἀντικείμενα· ὑπάρχει μέσα μας, τή ρίχνουμε στά πράγματα σάν ἠλεχτρική προβολή· τή βρίσκουμε, τή σέρνουμ᾽ ἔξω, τή δημιουργοῦμε ἀπ᾽ ὅ,τι συγκρατοῦμε στή μνήμη καί στή φαντασία μας καί στή γνώση μας καί στήν καρδιά, στήν ἱδέα μας καί στό πεῖσμα, στήν εἰλικρίνεια καί στήν ὑποκρισία μας... Κανείς τοῦ φυσικοῦ ποιητής δέν πάει μπροστά χωρίς νά συμβολίζη ἡ τέχνη του μιά ψυχική κατάσταση· καί κανείς ἐσωτεριστής, νά ποῦμε δέ μᾶς συγκινεῖ, ἀνίσως δέν ξέρει νά ὑλοποιεῖ ὁπωσδήποτε τήν ἐσωτερικότητά του μέ τή βοήθεια τοῦ φυσικοῦ στοιχείου γύρω του».

Ἡ ποίηση, λοιπόν, εἶναι μέσα μας· δέν ἔρχεται ἀπ᾽ ἔξω ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀλλά εἶναι, στόν ἀληθινό ποιητή, ἐκ τῶν προτέρων ἐγχαραγμένη μέσα του· ἡ ὕπαρξή του εἶναι διάβροχη ποιητικά. Ὡς γνήσιος ποιητής ὁ Παλαμᾶς ὁμοιάζει μέ τήν σιωπηλή καί μυστική νύχτα, πού κρύβει μέσα της μιά βέβαιη ἐλπίδα: ὅτι ὁ ἥλιος θά ἀνατείλει θριαμβευτής, νικηφόρος! Καί πράγματι, τό κεραυνωμένο ἀπό τήν διπλῆ ὀρφάνεια παιδί μᾶς δίνει σέ ἡλικία 9 ἐτῶν, τό 1868, τόν πρῶτο εὔχυμο καρπό τοῦ πνεύματός του:
Σέ ἀγαπῶ! ἐφώνησα,
κι᾽ ἐσύ μ᾽ ἀστράπτον βλέμμα
«Μή ―μ᾽ ἀπεκρίθης― μή, θνητέ,
τολμήσης νά μιάνης
διά τῆς παρουσίας σου
τάς ὥρας τάς ὡραίας
πού ἔζησα στόν κόσμον!

Μόνον ἔρχεσαι ἐδῶ
νά μοῦ ἐκθέσης ἔρωτα,
καί νά τάς κηλιδώσης
τάς ἀργυρᾶς σελίδας
τοῦ ἁγνοτάτου βίου μου!»
Ταῦτα εἶπεν ἡ ὡραία
κι᾽ ἐνῶ ἔλεγεν αὐτά
ἦταν ὡραιοτάτη
ὡς ἡ νύμφη Εὐριδίκη.

Καί ἀπέπτη ἀπ᾽ ἐμπρός μου
ὡς ὄναρ στιγμιαῖον,
ἀφήνουσά μ᾽ ἀναίσθητον
στοῦ ἔρωτος τάς χεῖρας.(2)


Ὕστερα ἀπό 75 χρόνια ὁ γέρων πλέον ποιητής ἀξιολογεῖ τό παιδικό πόνημά του: «Τό ποίημα μπορεῖ νά μήν εἶναι μόνον γιά γέλια. Μέσα στήν ἀδεξιοσύνη του, δέν ἔχει μήτε τήν ἀφέλεια, πού θά περίμενε κανείς ἀπό παιδί ἐννιά χρονῶν... Μά τό πρῶτο μου ποίημα, ὅ,τι κι ἄν εἶναι, τ᾽ ἀγάπησα καί τό χάρηκα καί γιά πολύν καιρό περήφανος ἔστεκα γιά κεῖνο». Ἡ περηφάνεια τοῦ ποιητῆ τότε, τό 1871, ἐκδηλώθηκε ὡς συγκίνηση ἀκράτητη, ὅταν ὁ δωδεκαετής Παλαμᾶς εἶδε τό ποίημά του δημοσιευμένο στό περιοδικό «Ἐθνική Βιβλιοθήκη» τῶν Ἀθηνῶν. «Ἔσκυψα στά γράμματα τοῦ περιοδικοῦ μέ ἀπερίγραπτα χτυποκάρδια. Δέν τό πίστευα. Τά γράμματα (...) παρ᾽ ὅλη τους τή σιωπή, μεγαλοφωνοῦσαν τοῦ κόσμου: «Κωνσταντῖνος Παλαμᾶς». Ἤμουν ἐγώ»!!(3)

Ἐννέα ἐτῶν καί ἦταν ἤδη Αὐτός! Ποιητής! Μία ὁμολογία κομβική, πολυσήμαντη, εἰδικοῦ βάρους γιά τήν μετέπειτα ἐξέλιξή του καί τήν ὀρθή θεώρηση τοῦ ὄντως θαυμαστοῦ ἔργου του. Τόν Παλαμᾶ, τώρα, γεννημένο στήν Πάτρα, τήν 13η Ἰανουαρίου 1859, ἀπό γονεῖς Μεσολογγίτες, ἔπληξε ἀνοικτίρμονα(*) σκληρό τό πεπρωμένο: ἔχασε καί τούς δύο γονεῖς του! Καί ἔμεινε στήν πρώτη παιδική, τήν πιό τρυφερή ἡλικία «παιδάκι χαϊδεμένο καί σάν παρατημένο...»! «Παρατημένο»; Ὄχι! Ὁ θεῖος του Δημήτριος Παλαμᾶς τό πῆρε, σέ ἡλικία 7 ἐτῶν, στό Μεσολόγγι, ὅπου μέ πατρική στοργή καί ἔγνοια μεγάλωνε ὁ ποιητής, συνεπαρμένος ἀπό τό πνεῦμα τῶν ἔνδοξων προγόνων του. «Ἦταν ―γράφει ὁ Ποιητής― ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ πατέρα, ὁ θεῖος, ὁ διδάσκαλος καθώς ἀπ᾽ ὅλους κράζονταν, ὁ ἑλληνιστής, ὁ θεολόγος, ὁ φιλόσοφος, ὁ μυστικιστής, ὁ ἡσυχαστής, ὁ τεχνίτης τοῦ λόγου καί τοῦ Λόγου ὁ διδάχος, ὁ σφραγισμένος μέ σφραγίδα χάρης μυστηριακῆς...»!(4) Τό ἀρχοντικό τῶν Παλαμάδων στό Μεσολόγγι ἦταν κατάφορτο ἀπό πνεῦμα, γεμᾶτο ὑγεία, εὐγένεια καί δυναμισμό. Καί ὄχι μόνο!

Ὁ ποιητής, ὡς παιδί καί ὡς ἔφηβος, ἀνέπνεε μέσα σέ ἕνα κλίμα γεμᾶτο ἐθνική ἔξαρση, ἀλλ᾽ ὄχι ἔπαρση: ἀσίγαστες οἱ φωνές τῶν ἡρώων προγόνων του, τοῦ θύμιζαν τή βαρειά του εὐθύνη! Ἕνα δεῖγμα: «Ἕνας ἀπό τούς συγγενεῖς - προγόνους του, ὁ Ἀναστάσιος Παλαμᾶς, προεστώς τοῦ Μεσολογγίου, ἔλαβεν ἐνεργό μέρος στήν πολιορκία τήν πρώτη καί τήν δεύτερη, καί ἀγωνιζόμενος μέ τό σπαθί στό χέρι ἔπεσε κατά τήν ἔξοδο».(5) Ἄλλο ἕνα δεῖγμα: οἰ τρεῖς θεῖοι τοῦ ποιητῆ, ἀδελφοί τοῦ πατέρα του, διακρίθηκαν ὡς ἐπιδέξιοι χειριστές τῆς πέννας καί τοῦ ξίφους! Γιά τόν Νικόλαον μάλιστα, ἀξιωματικόν τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων, ὁ δύσκολος σέ ἐπαίνους Νεόφυτος Δούκας θά γράψει ἐνθουσιώδη λόγια: «ραγδαῖοι μέν, ἐν οἷς οὕτως ἔδει, ἐμπίπτοντες ταῖς ἐπιφοραῖς, συνείκοντες δέ ἐν μετριωτέροις, ἐφύλαξαν τόν τοῦ Ἥρωος χαρακτῆρα ἀνεπίληπτον πανταχοῦ, δείξαντες ἐν προοιμίοις ἔτι, οἷοι οἵων ἀπόγονοι ὄντες οἱ Ἕλληνες, ἐπιδεικτικοί εἰσί τῶν καλῶν».(6)

Ἀλλά μέσα στήν ψυχή τοῦ ποιητῆ δέν ἱερουργοῦσαν μόνον οἱ πρόγονοι· λειτουργοῦσε μέσα του ζωντανό ὡς παρόν τό αἱματωμένο καί πανένδοξο παρελθόν. Μαζί μέ τό παιδικό καί ἅγιο βίωμα τοῦ Ἀγῶνα, ἀνέμιζεν ἡ σημαία τῆς ἁγνότητας καί τῆς Ἑλλάδος στήν γαλανόλευκη συνείδησή του. Νωπά ἀκόμη τά γεγονότα τόν ξενοδοχοῦσαν στούς ἱερούς τόπους καί χρόνους τῆς Παλιγγενεσίας: ψηλαφοῦσε τή μεγαλωσύνη της καί ἰχνηλατοῦσε τίς ἀθλιότητες πού ἀπείλησαν θανάσιμα νά τήν παγιδεύσουν· ἄκουε τή φωνή καί τήν προτροπή τοῦ μεγάλου Μπάυρον, τοῦ Βύρωνα: «Ἡ χώρα τοῦ τιμημένου θανάτου εἶναι ἐδῶ. Ἐμπρός στή μάχη. Καί βγᾶλε ἐκεῖ τήν ὕστερη πνοή σου»! Σάλπισμα Τυρταίου. Ἔβλεπε, πρός τούτοις, ὁ Παλαμᾶς μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τόν ἄγγλο ποιητή νά δίνει τή ζωή του στό ρημαγμένο Μεσολόγγι καί ἐνωτιζόταν τόν θρῆνο τοῦ ἀσύγκριτου Δ. Σολωμοῦ:

«Ἄκου, Μπάυρον, πόσον θρῆνον
κάμνει, ἐνῶ σέ χαιρετᾶ,
ἡ πατρίδα τῶν Ἑλλήνων·
κλαῖγε, κλαῖγε,Ἐλευθεριά»!(7)

Ἤ μήπως οἱ σπαραξικάρδιες οἰμωγές τῶν ἡρώων τῆς Ἐξόδου δέν διαπερνοῦσαν τήν εὐαίσθητη ψυχή του, καθώς μάλιστα στίς φλέβες τοῦ νεανίσκου Παλαμᾶ κυλοῦσεν ἡ πολύμοχθη Ἀρετή τῶν προγόνων του καί τό ἅλικο Αἷμα τους, ἀνήσυχο, δημιουργικό καί ἀκατάλυτο;

Πολύφερνη, λοιπόν, ἐσωτερική προῖκα καί γόνιμες ἐξωτερικές συνθῆκες ἦταν ἡ δίδυμη πηγή πού γέννησε τόν καταρράκτη τῆς παλαμικῆς ποίησης καί τῆς ἄλλης του δημιουργίας: Μυστικές καί φανερές δυνάμεις, διαμόρφωσαν τή ζωή του καί ὡσάν καταπέλτες τήν ἐκτόξευσαν στούς οὐρανούς τῆς ἐπιτυχίας· ἐνδογενεῖς καί ἐξωγενεῖς παράγοντες πλαστούργησαν τό μεγαλεῖο τῆς προσωπικότητας τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ καί ἐλάξευσαν τό πανώριο ἄγαλμα τοῦ ἐθνικοῦ, πνευματικοῦ καί ἠθικοῦ του ἀναστήματος! Ἔτσι ἡ ὀμορφιά καί ἡ ρώμη τῆς ψυχῆς του, ἡ βαθύτητα καί ἡ φωτεινότητα τοῦ πνεύματός του μετουσιώθηκαν σέ μέγεθος ποιητικό, σχεδόν ἀπλησίαστο. Ἁπλούστερα:

Ὁ Παλαμᾶς ὡς ἐσωτεριστής (: ὁ ὅρος εἶναι δικός του) παραδέχεται ὅτι «ὑλοποίησε τήν ἐσωτερικότητά του μέ τή βοήθεια τοῦ φυσικοῦ του στοιχείου». Ἑπομένως, τό ποιητικό σύμπαν εἶναι ἐντός μας· κατοικητήριό του ἡ κεχαριτωμένη ἀνθρώπινη ψυχή. Τό ἐπικυρώνει μέ ἕνα στίχο του ὁ μεγάλος Γερμανός ποιητής Ράινερ - Μαρία Ρίλκε, ἀποδημητής καί μύστης θεήλατος: «Niergens, Gelibte, wird Weltsein als innen: Πουθενά, Ποθεινή μου, δέν ἐκτείνεται ὁ κόσμος ἐκτός ἀπό μέσα μας»!(8) Μέσα μας «κρίνους ὁ λίθος ἔβγανε, χρυσό στεφάνι ὁ ἥλιος»,(9) τραγουδάει καί ὁ Σολωμός, ἐπιχειρώντας νά «ἀναγνώσει» τόν σύμπαντα κόσμο καί τά ὄντα του μέσα μας, μέσα στήν αἰθρία τοῦ ἑαυτοῦ μας, μέσα στό διάφωτο τοῦ Ἐγώ καί στήν διακριτική του λάμψη.

Νά προσεγγίσει καί νά ἀναλύσει ἀξιολογικά τά Γραπτά τοῦ Παλαμᾶ, μέσα μάλιστα σέ ἕνα τόσο περιορισμένο χῶρο, δέν εἶναι ὁ σκοπός αὐτοῦ τοῦ «Σημειώματός» μου. Κάτι παρόμοιο θά ἦταν βλάσφημη συντομία καί προσβλητική ἀσέβεια πρός τόν ποιητή· ἀποπειρῶμαι νά ἐξορύξω κάποια σουδαῖα, διαχρονικά μηνύματα ἀπό τό πλούσιο μεταλλεῖο τῆς λογοτεχνικῆς του δημουργίας, ὅπως αὐτό, πού ἐκπορεύεται ἀπό τήν ἀντίληψη τοῦ ποιητή ὅτι ἀπό τόν ἐσωτερικό ἑαυτό μας ἐξακτινώνονται ὅλες οἰ μορφές δημιουργικῶν δράσεων: Τό φωτεινό πνευματικό ξύπνημα εἶναι τελικά ἔργο καί κατόρθωμα τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ καί τῆς ἀποκλειστικῆς του εὐθύνης! Τό συμπέρασμα αὐτό παραπέμπει κατ᾽ εὐθεῖαν στόν τελευταῖο μεγάλον ἐκπρόσωπο τῆς ἀρχαιοελληνικῆς διανόησης, στόν Πλωτῖνο (204 - 270 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀποφαίνεται: «Μέχρι γάρ τῆς ὁδοῦ καί τῆς πορείας ἡ δίδαξις, ἡ δέ θέα αὐτοῦ ἔργον ἴδιον τοῦ ἰδεῖν βεβουλημένου».(10) Ὅλες οἱ σκέψεις ἤ οἱ μυστικές ἐμβιώσεις καί συλλήψεις ἐξελαύνονται ἀπό τήν δυναμογόνο βούληση τοῦ προσώπου, ὅταν μάλιστα αὐτό ἔχει δεχθεῖ τήν δρόσον τῆς παιδείας. Ἡ ὁποία ἐνεργοποιεῖ τά ἐσωτερικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.

Τό 1903, ἡ ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» στό πρωτοχρονιάτικο φύλλο της (ὑπ᾽ ἀριθμ. 7483) ἐδημοσίευσε, μαζί μέ τίς εὐχές τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ «ἐπί τῷ Νέῳ Ἔτει», καί τήν ἀπάντησή του στό ἐρώτημα: «Ποιά εἶναι ἡ μᾶλλον κατεπείγουσα ἀνάγκη διά τό Ἑλληνικόν Κράτος, τῆς ὁποίας τήν ἐκπλήρωσιν θέλει πᾶς Ἕλλην νά εὐχηθῇ κατά τό νέον ἔτος»: (α) «Τό στρατιωτικό δυνάμωμα τοῦ τόπου μας θά ἦταν ἡ μᾶλλον κατεπείγουσα ἀνάγκη· καί (β) γιά τό στρατιωτικό δυνάμωμα τοῦτο πρῶτα θά μᾶς χρειάζεται ἀνθρώπων ἀπόχτημα. Καί τούς ἀνθρώπους θά μᾶς ἔδινε ἡ παιδεία... Δέομαι κάποιο ἄλλο ἀλφαβητάρι ν᾽ ἀνοιχτῇ ἐμπρός στά μάτια τοῦ σημερινοῦ παιδιοῦ, τοῦ αὐριανοῦ πολίτη. Δάσκαλος νά γίνη ὁ ποιητής»!!(11) Τόν Δάσκαλο ὁραματίσθηκεν ὁ Παλαμᾶς ὡς μυσταγωγό καί ὁδηγό καί ἱεροφάντη, πρωθιεράρχη στόν ἄχραντο ναό τῆς παιδείας καί πραγματικό Ἄτλαντα τῆς ζωῆς. Ἰδού, μία στροφή ἀπό τήν δραματική ποιητική ἔκκληση, πού ἀπευθύνει πρός τόν ἀνθρωποποιό παιδαγωγό, ὁ ὁποῖος χτίζει τῆς κοινωνίας τό παλάτι:

«Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές
κι᾽ ὅ,τι σ᾽ ἀπόμεινε ἀκόμη στή ζωή σου
μήν τ᾽ ἀρνηθεῖς, θυσίαστο ὥς τή στερνή πνοή σου»!

Πρώτη ἔγνοια γιά τόν ποιητή ἡ Παιδεία τοῦ Ἔθνους μας «καί κατεπείγουσα ἀνάγκη τό στρατιωτικό του δυνάμωμα»! Θεέ μου, τί ἐπίκαιρος! Ἤ μήπως καί ἐδῶ ὁ Παλαμᾶς ἀκολουθεῖ τά βήματα τοῦ μακρινοῦ προγόνου του» τοῦ ἀγέραστης νεότητας Πλάτωνος: «Ἡ παιδεία, καθάπερ εὐδαίμων χώρα, πάντα τ᾽ ἀγαθά φέρει: ἡ παιδεία, ὅπως ἀκριβῶς μιά εὔφορη γῆ, φέρνει ὅλα τά καλά»· ἤ «πολλά καί μεγάλα αὐτοῖς προστάττομεν ἀλλά πάντα φαῦλα, ἐάν τό λεγόμενον ἕν μέγα φυλάττωσι... Τήν παιδείαν... καί τροφήν: Σέ ἕνα Κράτος τά ἄλλα ὅλα εἶναι ἀσήμαντα, ἐάν οἱ πολίτες προσέχουν αὐτό πού τό λέμε ἕνα καί μεγάλο, δῆλα δή τήν παιδεία καί τήν ἀνατροφή»(12) τῶν νέων ἀνθρώπων! Ὁ Πλάτων, ὁ Ἀθηναῖος λαμπαδηδρόμος τοῦ πνεύματος, ἐγχειρίζει τήν σκυτάλη του στόν Μεσολογγίτη Νεοέλληνα ποιητή. Καί ὁ Παλαμᾶς:

(α) Συζευγνύει μέσα στό πολυδύναμο ἔργο του τόν ἀρχαιοελληνικό Πολιτισμό μέ τό ἀπύθμενο βάθος τοῦ Χριστιανικοῦ Ἀνθρωπισμοῦ. Στήν ψυχή καί στό πνεῦμα τοῦ Παλαμᾶ πνέει ὁ καθαρός ἄνεμος τοῦ «ἰοστεφάνου ἄστεως» καί τῶν ἀσκητῶν τοῦ Βυζαντίου ἡ δέηση καί ἡ μεσιτεία, ὁ πόνος καί ὁ στοχασμός, ἡ συντριβή τοῦ «ἐγώ», ἡ ἀσταμάτητη ἐγρήγορση καί ἡ ὁλάκερη παράδοση στόν Κύριο (: «χαρά σέ σέ χώρα λευκή καί χώρα εὐτυχισμένη·... Τῆς ἰστορίας μᾶς φέγγουν τρεῖς χιλιάδες χρόνια... Κύριε, κράτα με μακρυά ἀπ᾽ τίς κακίες τοῦ κόσμου·...» Ὤ! μέσα μου γεννιέται ἕνας Θεός! Καί τό κορμί μου γίνεται ναός»).

(β) Ἀποτελεῖ ὁ ποιητής ἕναν ἀπό τούς χρυσούς κρίκους στήν ἁλυσίδα τῶν ἀληθῶς πεπαιδευμένων Ἑλλήνων διανοητῶν, ἕναν πού ―ὅπως οἱ ἔνδοξοι ὁμότεχνοί του σέ ἐκεῖνα τά πυκνά σκότη τῶν δύσκολων καιρῶν― κράτησε ἀναμμένο τόν πυρσό τῆς ποιητικῆς δημιουργίας καί πυρπόλησε τίς κυκλωμένες ἀπό ἐθνική ραθυμία ψυχές μέ τήν τροφική δύναμη τῆς Ἱστορικῆς Ἑλληνικῆς συνέχειας (: «Καί θ᾽ ἀκούσης τή φωνή τοῦ λυτρωτῆ... γιά τ᾽ ἀνέβασμα ξανά πού σέ καλεῖ/θά αἱσθανθῆς νά σοῦ φυτρώνουν, ὦ χαρά!/τά φτερά,/τά φτερά τά πρωτινά σου τά μεγάλα!»).

(γ) Συμβολίζει τήν ἀκατάλυτη δύναμη τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ καί θυμίζει τό ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα· ὑπογραμμίζει τήν σημασία τοῦ γλαυκοῦ μας Αἰγαίου Πελάγους ἕως τίς ἐσχατιές του καί τονίζει τήν ἀχόρταγη τουρκική κατακτητική βουλιμία· καί ἀνάβει τά πολυκάνδηλα τῆς βεβαιότητας ὅτι ὁ ἑλληνισμός θά συνεχίσει τήν ἱστορική του ἀποστολή (: «Ἡ ἀρχαία ψυχή ζῆ μέσα μας/ἀθέλητα κρυμμένη· Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι χάροντα... Δέν χάνομαι στά Τάρταρα... κι᾽ ἀπ᾽ τῶν αἱώνων τούς καημούς κι᾽ ἀπό τά πάθη/τοῦ Διγενῆ ἡ πνοή παντοῦ χυμένη· οἰ λίμνες τῆς Γεννησαρέτ καί τῆς Τιβεριάδας/τά ρόδα τῆς Γεθσημανή, τά κρίνα τῆς κοιλάδας/Σέ ξέρουν...».

(δ) Ἐκφράζει τήν ἀδιάλειπτη πορεία καί οὐσία τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος καί ἐκπτύσσει τό ἀξιακό Ἦθος τῶν βυζαντινῶν καί τῶν νέων καιρῶν.Ἔτσι διανοίγει καινούριες προοπτικές γιά τό παρόν καί τό μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τόν βοηθεῖ νά ἀποκτήσει γρηγοροῦσα καί τήν πληρότητα ἐγγίζουσα ἱστορική συνείδηση: νά αἰσθανθεῖ τό ἱστορικό βάθος καί συγχρόνως, τό ἱστορικό του βάρος (: «Μ᾽ ἀνάθρεψαν τά βροντερά τραγούδια τοῦ Τυρταίου· Παραμερίστε, Ἀπόλλωνες καί Πᾶνες,/μέ συνεπαίρνει ἡ χριστιανική ὀπτασία· Ὅπου καρδιά, ὅπου φρόνημα, τό Γένος, ἡ Ἐκκλησία,/καί τῶν Ἑλλήνων οἰ χοροί καί τῶν πιστῶν τά πλήθη,/σοῦ προσκυνοῦμεν, ἄμωμε, τή θεία δοκιμασία,/καί τό μεταλαβαίνομε τό αἷμα σου πού ἐχύθη... (: διά τόν μάρτυρα μητροπολίτην Σμύρνης Χρυσόστομου)· οὐράνια χάρη, βοήθα τ᾽ ὀρφανό...»).

(ε) Συνδυάζει τόν ποιητικό μέ τόν θεωρητικό στοχασμό· καί μέ τά φιλοσοφικά καί εἰδικώτερα τά μεταφυσικά του πετάγματα ἀνεβαίνει στίς ἀπρόσιτες κορυφές προβληματισμοῦ καί τυλίγεται στό ἅγιο καί λυτρωτικό μειδίαμα τοῦ Ἐπέκεινα! (: «Ἐκεῖ πού ὁ νοῦς μέ τά ὑπέρτατα παλεύει/κάτι πανάθλιο μᾶς κρατεῖ καί μᾶς μολεύει· Βουλήθη ὁ θεῖος κόσμος κι ἔγινεν Ἰδέα/καί στή δική μας φανερώθηκε τή σκέψη· τά πάντα ὑπάρχουν ἀπό τή στιγμή/πού βλέπονται σέ νοῦ τρανοῦ καθρέφτη· τοῦ Θεοῦ τόσο δέ βλέπετε τή δύναμη/ὅσο τοῦ ἀνθρώπου αἱσθάνεστε τή χάρη»).

«Φιλόσοφος ὁ νοῦς, νεφελοχτίστης/... Μά γροικῶ τήν καρδιά μου μέσ᾽ στά στήθια,/κι᾽ εἶναι χρησμός, ἀλάθευτος, τῆς πίστης»(13) Ἡ γνήσια Φιλοσοφία, ἡ ὑψηλή Τέχνη καί ἡ χριστιανική Πίστη συναιροῦνται στόν Παλαμᾶ, σέ ἕνα ρωμαλέο καί πηγαῖο δημιουργό. Ὁ ὁποῖος σέ κάθε στίχο του πειρᾶται νά αἰχμαλωτίσει τήν ἱερότητα τοῦ Ὄντος καί νά ἐμβιώσει τό ἀσύλληπτο βάθος του!

Γνώρισμα, ὡστόσο, ὅλης τῆς Παλαμικῆς δημιουργίας εἶναι οἱ βαθειές φιλοσοφικές συλλήψεις. Ὁ Παλαμᾶς ἀνεβαίνει ὅλες τίς βαθμίδες τοῦ Ὄντος, τῆς πραγματικότητας, καί συγχρόνως βαθαίνει στήν ἑρμηνεία τῆς οὐσίας του. Ξεκινάει ἀπό τό αἰσθητό, τό ἐκτατό, τό χωρο-χρονικό Εἶναι: ἐνωτίζεται τήν ἁρμονία του, οἰκεῖ μέσα στούς κόλπους τῆς φυσικῆς του παρουσίας καί πρωτόγνωρα τό ἀναπλάθει· διοδεύει ὕστερα μέσω τοῦ αἰσθητοῦ πρός τό ψυχικό Εἶναι, τή δεύτερη τοῦ Ὄντος βαθμίδα, «ἄλλης φύσεως (: natura aliqua), καί τή θεωρεῖ μέ ὀξύτατη ψυχογραφική ματιά· τήν ἀνατέμνει καί μαζύ ἐπισημαίνει τά ἀνείκαστα βάθη της, ὅπως ὁ Ἡράκλειτος: «ψυχῆς πείρατα ἰών οὐκ ἄν ἐξεύροιο, πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθύν λόγον ἔχει».(14) Ἀκαταπόνητος ὁ ποιητής ἀνέρχεται στήν τρίτη βαθμίδα τοῦ Ὄντος, στό ἱστορικό Εἶναι, καί ἐπισκοπεῖ τήν πορεία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί εἰδικά τήν περιπέτεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τό μεγαλεῖο του ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους ὥς τίς ἡμέρες μας. Γίνεται ὁ Ποιητής τοῦ Ἔθνους του, ὁ ὑμνητής τῆς ἐλευθερίας του, ὁ ραψωδός τῶν πολύαθλων αἱματηρῶν ἀγώνων του. Θεήλατος ὑποφήτης, ὁ Παλαμᾶς εἰσορμᾶ στούς ἀτελεύτητους κόσμους τῆς τέταρτης πραγματικότητας, στό νοητό Εἶναι καί τέλος ἀφικνεῖται στήν πέμπτη βαθμίδα, στό Ὑπερνοητό Εἶναι, στόν ἀκήρατο κόσμο τῆς ἄφθιτης Ἰδέας!

Κατερχόμενος, τώρα, ἀπό τόν ἀπρόσιτο κόσμο τῆς Παλαμικῆς Ἰδέας στήν πραγματικότητα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, σκέφτομαι πόσο καλό θά ἦταν νά δανεισθῶ ἀπό τά μύρια ὅσα βαθύνοα μηνύματα τοῦ ἔργου του ἐλάχιστα ψίχουλα - ζαφειρόπετρες, ἐθνικά καί ἀτομικά ζώπυρα:

(i) Ὕστερ᾽ ἀπ᾽ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
εἶν᾽ ἡ ἀγάπη τῆς Πατρίδας. Ἡ πατρίδα!(15)

(ii) Μάννα, ἡ πατρίδα χάνεται,
Μάννα μου ὁ κόσμος χάνεται!(16)

(iii) Σβυσμένες ὅλες οἰ φωτιές οἰ πλάστρες μές τή χώρα...
Κι᾽ ὅταν τριγύρω σου οἱ φωτιές ἀνάψουν πάλι οἱ πλάστρες
ξαναζωντάνεψε κι᾽ ἐσύ καί ρίξου, ὦ φλόγα, ὦ φλόγα...(17)

(iv) Δέν ζεῖ χωρίς πατρίδες ἡ ἀνθρώπινη ψυχή.

(v) ...Xρωστᾶτε
καί σέ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν,
θά ’ρθοῦνε, θά περάσουν.
Κριτές, θά μᾶς δικάσουν(18)
οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί! Καί

(vi) Χειμώνας ἄγριος. Κι᾽ ἡ φωτιά, καλοκαιριά, στήν κάμαρά μου.
Ντρέπομαι γιά τή ζέστα μου καί γιά τήν ἀνθρωπιά μου!(19)

(vii) Τῆς πίστης ὅλα τἄνθη πέρα ὥς πέρα
δέν μοῦ τά μάρανε ὁ βοριᾶς!(20)

Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς εἶναι δρῦς ὑψηλόκορμη. Ἡ κορυφή της χάνεται μέσα στά νέφη - καί ἡ θέασή της εἶναι σχεδόν ἀνέφικτη. Σκαρφαλώνοντας κανείς ἐπάνω σέ τέτοιες κορυφές νοιώθει νά τόν τυλίγει ἕνα παράξενο πολικό ρῖγος. Τέτοιες κορυφές μοιάζουν μέ μοναχικά ἔλατα πού χυμοῦν πρός τόν οὐρανό· τά δέρνουν οἱ ἄνεμοι καί τά σαρώνουν οἱ καταιγίδες καί τά καῖνε οἱ ἀστραπές, ἐνῷ μόνο τά ἀγριοπερίστερα ἔρχονται καί κουρνιάζουν στά κλαδιά τους!(21)

Στην ανάλυσή του για τον Γεώργιο Δροσίνη, ο Γρηγόρης Φιλ. Κωσταράς γράφει:

Γεώργιος Δροσίνης
(9.12.1859 - 31.1.1951)

Οἱ ἀγαθοί ἄνθρωποι

Ὤ τούς ἀγαθούς ἀνθρώπους! μέ τά πρόσχαρα
μάτια καί τό λιγομίλητό τους στόμα,
πού γεννιῶνται, ζοῦν, πεθαίνουν σάν τά δέντρα τους
ριζωμένοι στό ἴδιο χῶμα.

Ὤ τούς ἀγαθούς ἀνθρώπους! ἀσπρομάλληδες
γεροπλάτανους κι ἔλατα παλικάρια,
καί πολύκαρπες μανάδες, κι ὀμορφόπαιδα,
νεροκαλαμιᾶς βλαστάρια.

Ὤ τούς ἀγαθούς ἀνθρώπους! ἀπ᾽ τόν κίνδυνο
τῆς ἀνθρώπινης νεροποντῆς ἐκεῖνοι
θά μᾶς σώσουν, ὁλογύρω μας ἁπλώνοντας
τήν ἀνθρώπινη γαλήνη.
(Ἀπό τό «ΘΑ ΒΡΑΔΥΑΖΕΙ»)



Χῶμα ἑλληνικόν

Τώρα πού θά φύγω καί θά πάω στά ξένα
καί θά ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμέ-νοι,
ἄφησε νά πάρω κάτι κι ἀπό σένα,
γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη·
ἄφησε μαζί μου φυλαχτό νά πάρω
γιά τήν κάθε λύπη, κάθε τί κακό,
φυλαχτό ἀπ᾽ ἀρρώστια, φυλαχτό ἀπό
Χάρο,
μόνον λίγο χῶμα, χῶμα Ἑλληνικό.

Χῶμα δροσισμένο μέ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μέ βροχή τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾽ τό καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα πού γεννάει,
μόνο μέ τῆς Πούλιας τήν οὐράνια χάρη,
μόνο μέ τοῦ Ἥλιου τά θερμά φιλιά,
τό μοσχάτο κλῆμα, τό ξανθό σιτάρι,
τή χλωρή τή δάφνη, τήν πικρήν ἐλιά.

Χῶμα τιμημένο, πὄχουν ἀνασκάψει
γιά νά θεμελιώσουν ἕνα Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, πὄχουν ροδοβάψει
αἵματα στό Σούλι καί στόν Μαραθώνα,
χῶμα πόχει θάψει λείψαν᾽ ἁγιασμένα
ἀπ᾽ τό Μεσολόγγι κι ἀπό τά Ψαρά,
χῶμα πού θά φέρνει στόν μικρόν ἐμένα
θάρρος, περηφάνεια, δόξα καί χαρά.

Θέ νά σέ κρεμάσω φυλαχτό στά στήθια,
κι ὅταν ἡ ἡ καρδιά μου φυλαχτό σέ βάλει,
ἀπό σέ θά παίρνει δύναμη, βοήθεια,
μήν τήν ξεπλανέσουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου χάρη θά μέ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἄν γυρίζω, κι ὅπου κι ἄν
σταθῶ,
σύ θέ νά μοῦ δίνεις μιά λαχτάρα μόνη:
Πότε στήν Ἑλλάδα πίσω θέ ναρθῶ.

Κι ἄν τό ριζικό μου ―ἔρημο καί μαῦρο―
μοὔγραψε νά φύγω καί νά μή γυρίσω,
τό ὑστερνό συχώριο εἱς ἐσένα θἄβρω,
τό ὑστερνό φιλί μου θέ νά σοῦ χαρίσω.
Ἔσι, κι ἄν σέ ξένα χώματα πεθάνω,
καί τό ξένο μνῆμα θἄναι πιό γλυκό,
σάν θαφτεῖς μαζί μου στήν καρδιά μου, ἀπά-
νω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα Ἑλληνικό!

(Ἀπό τά «ΑΜΑΡΑΝΤΑ»)

Ξύπνημα

Ἀραχνιασμένα εἶναι τά φλάμπουρα
καί τ᾽ ἅρματα ἡ σκουριά τά δένει:
Δέν πέθαναν, ἀποκοιμήθηκαν...
ἀθάνατοι εἶναι οἰ δοξασμένοι.

Καί μιά νυχτιά, σάν νά ὀνειρεύτηκαν
μές στόν ἀτέλειωτο τό χρόνο,
ἀναστηλώθηκαν τά φλάμπουρα
καί τ᾽ ἅρματα ἔτριξαν μέ πόνο.

(Ἀπό τήν «ΠΥΡΙΝΗ ΡΟΜΦΑΙΑ»)


Γιά τόν Παλαμᾶ καί τόν Δροσίνη


Σημείωμα τοῦ Γρηγ. Φιλ. Kωσταρᾶ*


ΙΙ. Γεώργιος Δροσίνης
Τί λοιπόν;

Κάτι ἀνέγγιχτο, ἀνάκουστο, ἀθώρητο
μήπως κάτω ἀπ᾽ τούς τάφους ἀνθίζει
κι ὅ,τι μέσα μας κρύβεται ἀγνώριστο
μήπως πέρ᾽ ἀπ᾽ τόν θάνατο ἀρχίζει;

Μήπως ὅ,τι θαρροῦμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ᾽ αὐγῆς εἶναι πέρα
κι ἀντί νἄρθει μιά νύχτ᾽ ἀξημέρωτη
ξημερώνει μι᾽ ἀβράδιαστη μέρα;

Μήπως εἶν᾽ ἡ ἀλήθεια στό θάνατο
κι ἡ ζωή μήπως κρύβει τήν πλάνη;
Ὅ,τι λέμε πώς ζεῖ μήπως πέθανε
κι εἶν᾽ ἀθάνατο ὅ,τι ἔχει πεθάνει;
Βαθυά τη νύχτα...

Βαθυά τή νύχτα, τά μεσάνυχτα,
Μέ τ᾽ ἀνοιχτά φτερά τοῦ ὀνείρου,
Πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
Στούς μυστικούς κόσμους τοῦ Ἀπείρου.

Τή νύχτα βλέπει ὅλα τ᾽ ἀθώρητα,
Ποῦ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα ἡ ’μέρα.
Τή νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾽ ἀνάκουστα
Στόν ἀτρικύμιστον ἀέρα.

Οἰ στροφές τῶν ποιημάτων «Τί λοιπόν;» καί «Βαθυά νύχτα» τοῦ Γεωργίου Δροσίνη εἶναι εἰλημμένες ἀπό τή Συλλογή μέ τόν ὀξύμωρο τίτλο «Φωτερά Σκοτάδια», ἕναν τόμο τῶν 240 σελίδων. Τά «Φωτερά Σκοτάδια» κυοφορήθηκαν μέσα σέ μιά ποιητική σιγή ἕνδεκα ἐτῶν ἀπό τήν ἔκδοση τῆς «Γαλήνης». Ὅταν ὅμως, τό 1915, εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητας ἐχαιρετήσθηκαν ἀπό τούς κριτικούς μέ πολύν ἐνθουσιασμό: «...Ὁ τόμος αὐτός εἶνε τό ὡραιότερο δεῖγμα τῆς ὡρίμου παραγωγῆς ἑνός ἀληθινοῦ ποιητοῦ, μέ ὡραίαν ἔμπνευσιν, μέ μουσικόν στίχο, μέ κρυσταλλίνην διαύγειαν, μέ ἐλαφροτάτην ποιητικήν μελαγχολίαν, τήν ὁποίαν συμβολίζει καί ὁ τίτλος του».(1)
Τά «Φωτερά Σκοτάδια» εἶναι θησαυρός Τέχνης, ὁμιλούσας ζωγραφικῆς· ἕνας ἀληθινός θησαυρός ὀμορφιᾶς, ἔρωτος, εὐγένειας καί συγχρόνως φιλοσοφικοῦ προβληματισμοῦ· περιέχουν ἰδέες, πού ξαφνικά σάν λάμψη ἀστραπῆς φωτίζουν τόν νοῦ καί θέτουν ὅλες τίς αἰσθήσεις σέ συναγερμό· εἰσάγουν τήν λογοτεχνία μας στήν ἑλληνική ζωή καί στήν ἑλληνική φύση, τήν ὁποία ὁ Δροσίνης δοξολογεῖ μέ ἕναν ἁγνό καί ὑψηλό λυρισμό πού θέλγει ὅσους τόν γεύονται. Τό πιό σημαντικό, ὅμως, ὅλων εἶναι ὅτι τά «Φωτερά Σκοτάδια» ἀναιροῦν μίαν ὁμολογία τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ Δροσίνη πρός τόν ἐπισκέπτη του Δημ. Μάργαρη:

― Ποτέ μου δέν ἔγραψα τίποτε φανταστικό. Ὅ,τι βρίσκεται στά ποιήματά μου: τά πρόσωπα, ἡ εἰκόνα, ἡ περιγραφή τά εἶδα καί τά ἔζησα. Στίς Γοῦβες (ὅπου τό κτῆμα του στήν Εὔβοια), στό Πήλιο καί στήν Ἀθήνα.(2)

Ὡστόσο, τά «Φωτερά Σκοτάδια» μαρτυροῦν ὅτι ὁ Δροσίνης ἦταν ἱκανός νά ἀνέρχεται κατάστηθα τόν Ὄλυμπο τοῦ στοχασμοῦ καί εἰδικώτερα ἱκανός νά πραγματοποιεῖ ρωμαλέες μεταφυσικές πτήσεις: Τί εἶναι ἡ ψυχή καί ποιά ἡ οὐσία της; Ποιά ἡ τύχη της μετά θάνατον; Εἶναι ἡ ψυχή ἀθάνατη; Τί εἶναι ἡ ζωή καί ποιό τό νόημά της; Μήπως αὐτά πού βλέπομε, δῆλα δή ὅλα τά αἰσθητά, μήπως ἐπειδή φθείρονται, δέν εἶναι τά ἀληθινά; Ἤ μήπως τά νοητά, οἱ ἰδέες ἔχουν αἰώνιο κῦρος; Εἶναι πράγματι ἐκπληκτικό τό πῶς μπόρεσε μέσα σέ λίγες στροφές ὁ ποιητής νά συμπυκνώσει προβληματισμό αἰώνων. Ἡ ψυχή του πετᾶ «Στούς μυστικούς κόσμους τοῦ Ἀπείρου» καί διαπορεῖ: «...Ὅ,τι λέμε πώς ζεῖ μήπως πέθανε/κι᾽ εἶν᾽ ἀθάνατο ὅ,τι ἔχει πεθάνει;». Ὄχι μόνο στήν ὑψηλή λογοτεχνική του ἀξία ἀλλά καί στόν βαθύ φιλοσοφικό του προβληματισμό χρωστάει ὁ Δροσίνης τήν διεθνή του ἀναγνώριση καί καταξίωση:

Ὁ ἀδέκαστος Γάλλος κριτικός, μεταφραστής τοῦ ἔργου τοῦ Παλαμᾶ, καθηγητής Clement ἔγραφε ἤδη τό 1932 γιά τήν ποιητική συλλογή «Θά βραδυάζει» τοῦ Γ. Δροσίνη: «Ἡ συλλογή αὐτή εἶναι γιά μένα τό ὀμορφότερο λουλούδι ἀπό τά ἔργα τοῦ Δροσίνη. Ἄν καί ἡ γενική ἔκφραση εἶναι μία, κάθε ποίημα ἀποκαλύπτει ἕναν ἱδιαίτερο χαρακτῆρα δικό του καί ὁ ἀναγνώστης αἱχμαλωτίζεται ἀπό τό ἐξακολουθητικό ξετύλιγμα τῶν εἱκόνων τοῦ ἑνός ποιήματος μετά τό ἄλλο». Καί συνεχίζει ὁ καθηγητής Clement:(3)

«Ἡ ἐργασία τοῦ καλοπροικισμένου αὐτοῦ Ἕλληνα ποιητῆ ἔχει γιά μᾶς μιά γοητευτική ἰδιότητα, πού κατακτᾶ ἀμέσως τήν φαντασία μας καί τήν καρδιά μας. Οἱ χιλιοπαινεμένοι ἀρχαῖοι δέν τόν ξεπέρασαν στό θέλγητρο καί τήν ἁπλότητα τῶν εἰκόνων του καί αὐτος ἀκόμα ὁ Θεόκριτος μέ τή θαυμαστή ὄντως τέχνη του, ἐμᾶς τούς νεώτερους μᾶς συγκινεῖ λιγώτερο, γιατί ἡ ποίησή του στερεῖται μιᾶς μεγάλης ἀρετῆς, πού συχνά τήν βρίσκομε στήν ποίηση τοῦ Δροσίνη. Τήν ἀποκάλυψη ὁλόκληρης τῆς ψυχῆς τοῦ καλλιτέχνη». Συμπληρώνοντας τόν Clement ὁ κριτικός τῆς Revue Contemporaine πλειοδοτεῖ: «Ὁ Δροσίνης εἶναι ὁ ἡγέτης τῆς Νεοελληνικῆς ποιήσεως καί διακρίνεται γιά τή φιλοσοφική του σκέψη, τή δύναμη τῆς ἀναλύσεως, τίς πλούσιες καί μυριόπτυχες λεπτότητες τῆς καρδιᾶς»!

Στίς μεταφυσικές του πτήσεις ὁ Δροσίνης καταφεύγει στήν σκέψη τῶν σοφῶν προγόνων του, ὅπως τοῦ Εὐριπίδη, ἑνός ἀπό τούς μέγιστους τραγικούς ποιητές τοῦ κόσμου: «Τίς δ᾽ οἶδεν, εἱ ζῆν τοῦθ᾽ ὅ κέκληται θανεῖν, τό δέ ζῆν θνῄσκειν ἐστί;: ποιός, λοιπόν, γνωρίζει, ἄν αὐτό πού τό λέμε θάνατο εἶναι ζωή, ἐνῶ ἡ ζωή εἶναι θάνατος;».(4) Δέν γνωρίζω, ἄν κάποια ἄλλα ποιήματα στόν νεοελληνικό γενικώτερα χῶρο περιέχουν τόσα καί τόσο δύσκολα προβλήματα Μεταφυσικῆς. Πέρα, τώρα, ἀπό τά «λογοκρατούμενα» ποιήματά του, ὁ Δροσίνης χαιρόταν τό γελούμενο πρωινό, τό πρᾶο δειλινό, τό ὁλοπόρφυρο ἑσπέρας· συνέδεε τή σιγανή βροχή μέ τήν γλυκειά θαλπωρή, τή δημιουργό μοναξιά μέ τή θολή ημέρα, τήν νοτισμένη γῆ μέ τόν ἀνασασμό τῆς ὁμιλούσας Σιωπῆς, τήν σταχτιά ἀντάρα μέ τήν ἐλπιδοφόρα λαχτάρα· τραγουδοῦσε τίς ἀρωματισμένες πνοές τοῦ κήπου του στήν Κηφισιά, πού ἔμπαιναν ἀπό τό ἀνοιχτό παράθυρο καί τόν γέμιζαν εὐφρόσυνη μελαγχολία, καί λάτρευε τήν σεμνή διστακτικότητα καί τήν ὑπερβολική αἰδημοσύνη τοῦ καλογιάννου:

Καί μέ ξυπνᾶ κάθε ξημέρωμα
― σά μακρινή βοσκοῦ φλογέρα,
καθώς στά χρόνια τά παιδιάτικα,
τοῦ καλογιάννου ἡ καλημέρα.
....................................................................
Τό ξέρω πώς, κι ἀφοῦ πεθάνω,
κάθε χρονιά θἄχω στό χῶμα μου
τόν καλογιάννο.
(Φευγάτα χελιδόνια)

Ὁ Δροσίνης ζοῦσε στίς Γοῦβες τῆς Εὔβοιας καί κυρίως στήν ἐξοχική του κατοικία στήν Κηφισιά μέσα στή φύση καί διοχέτευε τή μέθη τῶν βιωμάτων του σέ ὑπέροχης ὀμορφιᾶς στίχους, παρακολουθοῦσε τίς ἀλλαγές τῆς ζωῆς καί τίς μετέφραζε σέ ὡραῖες, ζωντανές εἰκόνες· παρατηροῦσε τά ἁπλᾶ, καθημερινά γεγονότα, καί τά μεταποιοῦσε μέ τό μαγικό ραβδί τῆς ποιητικῆς του λύρας· μετέτρεπε τοῦ βασανισμοῦ τήν πτήση σέ χαρά:

Θά σέ πάω

Στούς ἀγρούς, στά βαλτολίβαδα,
στά σπαρτά, στά καρπερά.
..................................................................
Καί στά δάση τά βαθύσκιωτα
καί στά λιόφυτα τ᾽ ἀνάρια,
στίς βρυσοῦλες, στ᾽ ἀκροθάλασσα,
στά τρεχούμενα νερά.

Τό φτάσιμο

Θά βραδυάζη ἡμέρα, ὅταν θά φτάνωμε
στοῦ χωριοῦ τ᾽ ἀποσκιωμένα ἁλώνια·
θά φανοῦν λευκά τά χωριατόσπιτα
πίσω ἀπό τῶν πεύκων τ᾽ ἀκροκλώνια.
(Θά βραδυάζη)

Ἄν, τώρα, ἕνα ἀλάθητο μέτρο κρίσεως καί ἀξιολογήσεως ἑνός ποιητῆ εἶναι ἡ μικρή ἤ μεγάλη ἀπήχηση, πού ἔχει στό λαό του, ἄν εἶναι ἄμεση καί βαθειά ἡ ἐπαφή μέ τήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, μέ τά αἰσθήματά του καί τά πνευματικά του αἰτήματα, τότε δίκαια καί ἐπάξια ὁ Δροσίνης θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους ποιητές μας. Μοναδική, ἐξ᾽ ἄλλου, ὑπῆρξεν ἡ εὐαισθησία του στό νά συλλαμβάνει καί νά ἀποδίδει τό νόημα τῆς ἱστορικῆς μας πορείας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας καί εἰλικρινής ἡ συγκίνησή του γιά τά μεγάλα πανανθρώπινα προβλήματα. Πρός τήν συγκίνηση αὐτή δέν εἶναι ἄσχετο τό γεγονός ὅτι τό ἔργο τοῦ Δροσίνη ἔχει μεταφρασθεῖ σέ δέκα τρεῖς ξένες γλῶσσες μέ ἐκτενεῖς κριτικές ἀναλύσεις καί σχόλια διθυραμβικά. Τώρα:

Ἅλωση τῆς ψυχῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ θά μποροῦσε κανείς νά χαρακτηρίσει τήν ποίηση τοῦ Δροσίνη. Ἡ «Ἀμυγδαλιά» του:

Ἐκούνησε τήν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά
μέ τά χεράκια της,
καί γέμισ᾽ ἀπό τ᾽ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιά
καί τά μαλλάκια της...

εἶναι πανελλήνιο τραγούδι πού σκορπίζει θλίψη καί γεμίζει τίς ἄδουσες ψυχές μέ γλυκειά νοσταλγία! Ἀποδεικτικό τῆς διείσδυσης τῆς ποίησης τοῦ Δροσίνη μέσα στίς ἑλληνικές καρδιές καί τῆς ἔκφρασης τῆς ἑλληνικῆς νοοτροπίας εἶναι τό γεγονός ὅτι πολλά δίστιχα θεωρήθηκαν ὡς δημοτικά τραγούδια καί καταχωρίσθηκαν σέ Λαογραφική (5,586) Συλλογή:

«Ροδοντυμένη ἀγάπη μου, τ᾽ ἀηδόνια ἅμα σέ δοῦνε,
θαρροῦν πῶς ἦρθ᾽ ἡ ἄνοιξις, καί γλυκοκελαδοῦνε!»

Σέ πολλές ἐπίσης, Συλλογές λαϊκῶν τραγουδιῶν εὑρίσκονται δίστιχα τοῦ Δροσίνη. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι τό περίπυστο:

«Μέτρησε νύχτα τ᾽ ἄστρα σου κι᾽ ἄν λείπει ἕνα ζευγάρι,
ρώτησε μένα νά σοῦ πῶ ποιός κλέφτης στά ’χει πάρει».
Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων, πού τραγουδοῦν στίχους τοῦ Δροσίνη, δέν γνωρίζουν τόν δημιουργό τους. Ἔτσι ὁ ποιητής κινδυνεύει νά ἀπολέσει τήν πνευματική του ταυτότητα(!), καθώς θεωροῦν ὅτι τά δίστιχα εἶναι κριτικές μαντινάδες ἤ στίχοι δημοτικῶν τραγουδιῶν. Δύο ἀκόμη δείγματα:

«Ἐγώ ’μαι ’να μικρό δενδρί καί σύ πουλάκι ἄν εἶσαι,
πέταξε κ᾽ ἔλα στό δεντρί, καί τή φωλιά σου κτίσε».

«Θέλεις νά δῆς, ἄν σ᾽ ἀγαπῶ; Γιά κύτταξέ με πρῶτα·
τά δυό μου χείλη μή ρωτᾶς, τά δυό μου μάτια ρώτα».

Ὅ,τι, ὡστόσο, βαθαίνει τόν στοχασμό καί μαθαίνει τόν φιλότεχνο ὄχι σκέψεις, ἀλλά νά σκέπτεται αυτόνομα καί ἴσως πρωτότυπα, εἶναι ὁ ἀποφθεγματικός χαρακτῆρας κάποιων ποιημάτων τοῦ Δροσίνη, πού μοιάζουν βιβλικές ἐντολές ἤ πολύτιμες, μεγάλης πρακτικῆς ἀξίας, συμβουλές γιά τή ζωή. Ἀπό ἕνα χειρόγραφο ἀνέκδοτου ποιήματος τοῦ Δροσίνη:

«Μήν πάρης πέτρα ἀπό ναοῦ
χαλάσματα, διαβάτη:
ἄν ξαναχτίσουν τό ναό,
θά λείψη ἕνα κομμάτι».

«Ἀπό μιά πόρτα τρίψηλη
― μήπως καί δέ χωρέση!―
σκυφτός ὁ πετεινός περνᾶ
μέ τό στραβό του φέσι»!

Τόν ἴδιο ἀποφθεματικό χαρακτῆρα, τό ἴδιο πνευματικό ἦθος ἔχουν οἱ, σέ ἀνέκδοτα κείμενά του, «Σκέψεις τοῦ Δροσίνη», γραμμένες τό 1950 σ᾽ ἕνα μικρό του Ἡμερολόγιο, χαρισμένο σέ μιά φίλη του. Μερικές ἀπό αὐτές:

«Ἀπό τόν ἥλιο παίρνει φῶς κι᾽ ἡ δάφνη κι ἡ τσουκνίδα...
Εἶναι ὡραῖο τή νύχτα νά πιστεύεις στό φῶς...
Δέν θά εἶχε καμμιά χάρη ἡ ζωή στά γεράματα, ἄν δέν
τήν τριγύριζαν τά νιάτα...
Πάντα ψηλότερα ν᾽ ἀνεβαίνουμε, πάντα μακρύτερα νά κυττάζουμε.
Ἡ Κριτική εἶναι ἡ χωροφυλακή τῆς Τέχνης...
Παρηγορήτρα θύμηση καί ξελογιάστρα Ἐλπίδα...».

Μία, πρός τούτοις, ἀπό τίς «Σκέψεις» τοῦ Δροσίνη, εἰλημμένη ἀπό τό «Ἡμερολόγιό» του, εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτική τοῦ ἐσωτερικοῦ του πολιτισμοῦ καί τῆς μεγαλωσύνης του. Ἀναφέρεται στό πρωτόλειο ποίημά του: «Ἡ ἀνθισμένη Ἀμυγδαλιά» καί ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος αὐτοκριτικῆς. Ὁμολογεῖ ὁ Δροσίνης: «Ἄν ἔγραφα σήμερα τήν «Ἀνθισμένη Ἀμυγδαλιά», θά τῆς ἔδινα βέβαια ἐντελῶς διαφορετικό τόνο. Μέ τήν ἀπειρία τῆς ζωῆς τότε, καί μέ τήν θλιβερή ἐπίδραση τοῦ ρωμαντισμοῦ, εἶδα στ᾽ ἄνθη τῆς Ἀμυγδαλιᾶς ὄχι ταιριαστά στολίδια τῆς ἀνοιξιάτικης χαρᾶς στά μαλλιά καί στήν πλάτη ἐκείνης, πού ἐκούνησε τό πάνανθο δέντρο μέ τά χεράκια της, εἶδα τό προμήνυμα τῆς χιονιᾶς, τό πρόσκαιρο τῆς νιότης καί τή φοβέρα τῶν γηρατειῶν. Χάλασα τή χαρά τῆς ἀνθοστόλιστης καί τήν ἀφροντισιά δείχνοντάς της τό μοιραῖο τέλος κάθε ὡραίου μέ τή δική της εἰκόνα:

Γριοῦλα μέ τά κάτασπρα μαλλιά καί τά γυαλάκια της... Στά κορίτσια, πού τήν τραγούδησαν χωρίς νά προσέξουν στό θλιβερό νόημά της, ἔπρεπε νά σηκωθῶ καί νά πῶ:

«Μήν ἀκοῦτε τ᾽ ἀνόητα λόγια τοῦ τραγουδιστῆ. Ὅσες Μυγδαλιές ἀνθισμένες σᾶς τύχουν στήν Ἄνοιξη τῆς νιότης σας, σαλεύτε τες γιά νά πέσουν ὅλα τ᾽ ἄνθη ἀπάνω σας καί νά σᾶς στολίσουν σάν νυφοῦλες ἀνοιξιάτικες»!!

Ὡς ὕμνος πρός τήν συναρπαστική ὑπόθεση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ προτροπή τοῦ Δροσίνη πρός τά νεαρά κορίτσια· θυμίζει μάλιστα μίαν ἔκκληση τοῦ μεγάλου Γερμανοῦ ποιητῆ Γκαῖτε: «Παιδιά! Γυρίστε πίσω... στή ζωή... Φύγετε μακριά ἀπό τή Νύχτα. Φῶς καί χαρά καί ἁγνότητα εἶναι ὁ κλῆρος τῶν πραγματικά ζωντανῶν ... Παιδιά! Τρέξτε ψηλά στή ζωή!»(5)

Ὁ Δροσίνης ὑπῆρξε πρωτοστάτης τῶν ἑλληνικῶν Γραμμάτων καί πνευματικός ἐργάτης πολύφωνος. Ἡ ἰδέα του νά μετατρέψει τό περιοδικό «ΕΣΤΙΑ» σέ καθημερινή ἐφημερίδα, τήν «ΕΣΤΙΑΝ» ἦταν καθοριστική γιά τήν λογοτεχνική ζωή τῆς χώρας. Τά Γραφεῖα τῆς ἐφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» ἔγιναν ἑστία Παιδείας καί Τέχνης, Σχολεῖον σύναξης τῶν τότε κορυφαίων ποιητῶν - καί ὄχι μόνον! Στήν ψυχή τοῦ Δροσίνη βοοῦσεν ἡ διαιώνια παράδοση, ἡ πολιτιστική, τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου εἶδε τό πρῶτο φῶς τῆς ζωῆς του, καί ἡ ἀσυμφιλίωτη Ἀρετή τῆς Ρουμελιώτικης - καί εἰδικώτερα τῆς Ἱερῆς Μεσολογγίτικης γῆς, γενέθλιου τόπου τῶν πατέρων του. Μέ μόλις συγκρατούμενη ὑπερηφάνεια θά πεῖ ὁ ποιητής:

«Στόν ἴσκιο τῆς Ἀκρόπολης
γεννήθηκα Πλακιώτης...»,

τήν 9ην Δεκεμβρίου 1859 στό Πλακιώτικο ἀρχοντικό τῶν ὁδῶν Ἀδριανοῦ καί Θ έσπιδος. Ἄσβεστα στή μνήμη του μένουν διά βίου τά θορυβώδη ἔθιμα τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας: ἡ καμήλα, τό γαϊτανάκι καί τό ἆσμα:

«Μασκαράδες καί πολῖται
στίς Κολῶνες νά βρεθῆτε»,

καθώς καί ὁ βροντερός ἦχος τῶν κανονιοβολισμῶν γιά τά γενέθλια τῆς βασίλισσας Ἀμαλίας.(6)
Μεσολογγίτης ἀπό πατέρα, ὁ Δροσίνης εἶχε προπάππο του τόν πρωτοκλέφτη τῶν Ἀγράφων Καπετάν Ἀναστάση, ὁ ὁποῖος κατεβαίνοντας στά χωριά τοῦ Βάλτου «φιλοξενήθηκε» στοῦ Βαλτινοῦ τό σπίτι. Τόν ἄγριο καπετάνιο «τράταρε» ἡ μοναχοκόρη τοῦ νοικοκύρη. Ὁ κλέφτης τοῦ βουνοῦ ἔμεινε ὡσάν ἀποσβολωμένος ἀπό τήν ὀμορφιά της· καί τό πρωΐ:

― «Θά μοῦ δώσεις τήν τσοῦπα σου γυναῖκα», εἶπε στόν κεραυνωμένο πατέρα, μέ τόνο φωνῆς πού δέν «σήκωνε» ἀντιρρήσεις! Καί ἡ «τσοῦπα ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη»! Ἐν τούτοις, ὁ καπετάνιος, ἡμερωμένος ἀπό τήν ἀήττητη δύναμη τῆς ἀγάπης, ἔμεινε στό Βάλτο καί ἀναδείχθηκε ἐκεῖ ὡς ἕνας ἀπό τούς πρώτους νοικοκυραίους. Παπποῦς τοῦ ποιητῆ Δροσίνη, πού πολέμησε στό Μεσολόγγι καί ἔπεσε κατά τήν Ἔξοδο, ἦταν ὁ Καραγιῶργος, ἕνα ἀπό τά ἄρρενα τέκνα τοῦ Ἀναστάση.

Ἀλλά καί ἡ μητέρα του, τό γένος Πετροκόκκινου, καταγόταν ἀπό οἰκογένεια πλουσίων ἐμπόρων ἀπό τήν Χίο καί ἀγωνιστῶν γιά τήν ἀνεξαρτησία καί τήν ἐλευθερία τῆς πατρίδας. Ὁ παπποῦς τοῦ ποιητῆ, ἀπό τή μητέρα του, συνώδευσε τόν Δημήτριον Ὑψηλάντη στήν Ἑλλάδα, παίρνοντας ἐνεργό μέρος στόν ἀγῶνα. Μετά τό τέλος ἐγκαταστάθηκε στήν Χαλκίδα, ὅπου ἀγόρασε στίς Γοῦβες ἕνα κτῆμα μέ σπάνιες φυσικές ὀμορφιές. Τό κληρονόμησεν ὁ ποιητής καί στόν πύργο του, ὅπου κατά καιρούς ἔμενε, ἔγραψε τίς «Ἀγροτικές Ἐπιστολές» καί τό «Θά βραδυάζη», ὕμνο πρός τό μεγαλεῖο τῆς φύσεως. Ἐκεῖ γνώρισε καί τή Μορφούλα, ἀπό τήν ὁποία ἐμπνεύσθηκε τό ἐκτενές καί συγκινητικό ποίημα «Μοιρολόι τῆς Ὄμορφης». Ἀπό τήν Χαλκίδα ὁ παπποῦς μετακόμισε στήν Ἀθήνα, στό διώροφο σπίτι πού ἔχτισε στήν Πλάκα. Ὡς λογιστής στό Ἐλεγκτικό Συνέδριο ἐκτίμησε ἰδιαίτερα ἕναν νεαρό ὑπάλληλο γιά τό ἦθος καί τήν ἐργατικότητά του, τόν πατέρα τοῦ Δροσίνη, καί τοῦ ἔδωκε γιά γυναῖκα τήν κόρη του Ἀμαλία, τήν μητέρα τοῦ ποιητῆ. Ἀπό τή διαμονή του στήν Πλάκα λίγα καί θολά εἶναι τά ἐνθυμήματα. Οἱ Ἀναμνήσεις του ξεκινοῦν ἀπό τό νέο σπίτι του ἀπέναντι ἀπό τό Ἀρσάκειο μέ εὐρύχωρο καί πλούσιο φυσικό περιβάλλον.

Οἱ Ἀναμνήσεις, φυλαγμένες στά μύχια τῆς ψυχῆς τοῦ Δροσίνη, ἀποτελοῦν τόν πνευματικό του κῆπο. Ἐκεῖ πρωτογνώρισε τόν δειλό καλογιάννο, τό ἀγαπημένο του πουλί:

«Μόνος ἀπ᾽ ὅλα τά πουλιά, πού ἡ χειμωνιά σκορπίζει,
πιστός ὁ καλογιάννος στούς κάμπους κελαδεῖ». (Φ.Σ.)

Ἐκεῖ, βλέποντας τήν ἐξαδέλφη του Δροσίνα νά κουνάει μιά νεραντζιά καί τά ξανθά μαλλιά της νά γίνονται κατάλευκα ἀπό τόν ἀνθό, ἔγραψε τήν μυριαγάπητη «Ἀμυγδαλιά»:

«Ἐκούνησε τήν ἀνθισμένη Ἀμυγδαλιά...».

Μία πολύ ἐνδιαφέρουσα καί πολύ χαρακτηριστική ἀνάμνηση τοῦ Δροσίνη εἶναι ἡ ἑπόμενη: «Συνήθισα ἀπ᾽ τόν καιρό πού ἕνας φύλακας τοῦ Ἱεροῦ Βράχου μοῦ πρόσφερε ἕνα χορταράκι, πού φύτρωσε μέσ᾽ τή σχισμή ἑνός μαρμάρου τοῦ Παρθενῶνα, νά πηγαίνω καθημερινά γιά νά χαιρετίζω τό θεϊκό φυτό μ᾽ αὐτούς τούς στίχους:

«Δέ θέλησε στό χῶμα τοῦ κάμπου νά βλαστήση,
ν᾽ ἀνθίση, νά πεθάνη σάν πλάσμα ταπεινό·
τῆς πεταλούδας πῆρε φτερά νά φτερουγίση
κι᾽ ὑψώθηκε ν᾽ ἀνέβη κατά τόν οὐρανό!

Ἀνάερα ριζωμένο, φτωχό τῆς γῆς χορτάρι,
σέ μιά τοῦ Παρθενῶνος ἀθάνατη γλυφή,
χωρίς κἄν νἆναι δάφνης, ἐλιᾶς, μυρτιᾶς κλωνάρι,
τῆς δόξας στεφανώνει τήν πιό ψηλή κορφή».

Στή σκέψη, ἐπίσης, τοῦ ποιητῆ καί στήν ψυχή του ―τήν γεμάτη ἀπό φῶς καί ζωή, ἀπό ὀμορφιά καί ἀγάπη, ἀπό ἄνθη καί καλωσύνη―, μᾶς βοηθεῖ νά εἰσέλθουμε μία ἀπάντησή του σέ ἐπιστολή ἑνός ἁπλοϊκοῦ κοριτσιοῦ, ἀπελπισμένου:

«Καλό μου κορίτσι,
μέ πολλή χαρά ἔλαβα τό γράμμα σου καί μέ μεγάλη συγκίνηση τό διάβασα. Εἶναι μιά παρθενική ἐξομολόγηση πού μοῦ κάνεις, μέ τήν ἴδια ἐμπιστοσύνη πού θά ἐξομολογοῦσαν στόν παπᾶ τῆς ἐνορίας σου, γιά νά μεταλάβης. Ὅμως γιά Θεία Κοινωνία δέν ἔχω νά σοῦ δώσω τό τίμιον αἷμα τοῦ Θεανθρώπου. Λάβε μόνον τήν εὐχή ἑνός πρεσβύτη 90 χειμώνων, πού βρίσκεται στό τελευταῖο κατηφόρισμα τῆς πρόσκαιρης ζωῆς καί σ᾽ ἀποχαιρετᾶ γιά τό ἀγύριστο ταξείδι. Ζῆσε βρίσκοντας τή χαρά καί τή δύναμη στήν ἐργασία καί ἔχε τά μάτια στυλωμένα πρός τά Οὐράνια, ἀπάνω ἀπό κάθε ταπεινό. Νόμος σου ἄς εἶναι ὅ,τι ἔλεγαν οἱ Ἀρχαῖοι, «Ἀρετή».
Σέ φιλῶ στό μέτωπο σάν παιδί μου
Γ. Δροσίνης

Ἐντυπωσιακός, ἐπί πλέον, εἶναι ὁ εὐγενικός σεβασμός τοῦ ποιητῆ πρός τόν πατέρα του Χρίστο Δροσίνη, ὑπάλληλο τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου, ὁ ὁποῖος μέ περισσή ἔγνοια ἐνίσχυε τόν γιό του κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν του: ὡς μαθητή στό Λύκειο Σουρμελῆ καί στή Βαρβάκειο ἕως φοιτητή στήν Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Λειψίας στήν Γερμανία, τό 1885. Κατά τό δεύτερο ταξίδι του, τό φθινόπωρο τοῦ 1886, παρακολούθησε τά μαθήματα, τίς παραδόσεις τοῦ διάσημου Γερμανοῦ Καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας τῆς Τέχνης Ὄβερμπεγκ.

Πέραν ἀπό τήν στοργική ἠθική βοήθεια ἡ οἰκογένεια τοῦ Γ. Δροσίνη τοῦ ἐξασφάλισε καί ἄνετη διαβίωση. ᾽Από τό τριώροφο σπίτι τῆς ὁδοῦ Παρθεναγωγείου 12 (τώρα Πεσμαζόγλου) μετακόμισε στήν νεόχτιστη οἰκία του Πατησίων καί Πολυτεχνείου 2, ὅπου ἔμεινε ἀπό τά 52 του χρόνια ἕως τά 79! Εἶναι τά ἔτη τῆς ἡφαιστειακῆς δημιουργίας, ὄχι μόνο τῆς λογοτεχνικῆς: τυπώνει τήν Καλλιτεχνική Πινακοθήκη τῆς «Ἑστίας», παίρνει στά χέρια του τήν Διεύθυνση τῆς «Ἑστίας», ἀσχολεῖται μέ τήν ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ «Ἐθνική Ἀγωγή» (1898 - 1903, τόμοι 6), πρωτοστατεῖ στήν ἵδρυση «Σχολῆς Τυφλῶν», εἰσηγεῖται, ὡς Γραμματεύς τοῦ «Συλλόγου Ὡφελίμων Βιβλίων», τήν ἵδρυση ἐργατικῆς Σχολῆς καί μέ χορηγούς τόν Σεβαστόπουλον, πέντε χρόνια ἀργότερα ―τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1909― ἀνοίγει τίς πύλες της ἡ «Σεβαστοπούλειος Ἐργατική Σχολή», λειτουργεῖ ὡς Διευθυντής τῆς «Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως», ἐγκαινιάζει τήν σύνταξη τοῦ «Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης», δημιουργεῖ Γραφεῖον «Σχολικῆς Ὑγιεινῆς», καθιερώνει τήν ἑορτήν τῆς Σημαίας, διοργανώνει Πανελλήνιους Σκοπευτικούς ἀγῶνες, τά «Ἐλευθέρια», στό Ρίον, διευθύνει τό νεοσύστατο Τμῆμα «Γραμμάτων καί Καλῶν Τεχνῶν» (τό 1913) καί ὔστερα ἀπό θητεία δέκα ἐτῶν (τό 1923), ἀφήνοντας τή θέση του στά πανάξια χέρια τοῦ Ἰ. Γρυπάρη στό Ὑπουργεῖο Παιδείας, ὀργανώνει τό «Μουσεῖον τῶν Κοσμητικῶν Τεχνῶν». Ἡ Ἀκαδημία «εἰς ἀναγνώρισιν» τοῦ ἔργου του τόν δέχεται ὡς ποιητικόν μέλος της καί Γραμματέα ἐπί τῶν Δημοσιευμάτων.

Ἔτσι ὁ Ποιητής γίνεται ἕνα πνευματικό, λογοτεχνικό, κοινωνικό καί ἐθνικό μέγεθος καί, «ὡς ἡ ὄρνις συνάγει τά νοσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας», ἕλκει πλησίον σπουδαίους ἄνδρες θέτοντας τήν σφραγῖδα του στήν σύνολη ζωή τοῦ καιροῦ του. Ἐν τῷ μεταξύ ἡ ποιητική καί πεζογραφική Μοῦσα, ἀκούραστη, δίνει τούς εὔχυμους καρπούς της.

(α) Στήν Ποίηση: Ἱστοί Ἀράχνης, 1880· Σταλακτῖται, 1881· Εἰδύλλια, 1884· Ἀμάραντα, 1890· Γαλήνη, 1902· Φωτερά Σκοτάδια, 1915· Κλειστά Βλέφαρα, 1918· Πύρινη Ρομφαία - Ἀλκυονίδες, 1921· Τό μοιρολόι τῆς Ὄμορφης, 1927· Θά βραδυάζη 1930· Εἶπε, 1932· Φευγάτα Χελιδόνια, 1936· Σπίθες στή στάχτη, 1940· Λάμπες 1947.

(β) Μυθιστορήματα: Ἀμαρυλλίς, 1886· Τό βοτάνι τῆς ζωῆς, 1901· Τό βοτάνι τῆς ἀγάπης, 1901· Ἔρση, 1922· Εἰρήνη, 1945.

(γ) Συλλογές Διηγημάτων: Ἀγροτικαί Ἐπιστολαί, 1882· Διηγήματα καί Ἀναμνήσεις, 1886· Διηγήματα τῶν ἀγρῶν καί τῆς πόλεως, 1904· Τό ἀνθισμένο ξύλο - Τρεῖς εἰκόνες, 1948.

(δ) Παραμύθια: Παιδικά παραμύθια, 1889· Ἑλληνική Χαλιμά, τά ὡραιότερα παραμύθια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, 1921 καί 1926.

(ε) Ἄλλα - Ἀνάλεκτα: Παράδοξος Γάμος, κωμωδία μονόπρακτη, 1878· Τό μῆλον, κωμωδία, 1884· Τρεῖς ἡμέραι ἐν Τήνῳ 1888· Αἱ μέλισσαι, 1890· Αἱ ὄρνιθες, 1895· Τό ψάρευμα, 1908· Συλλογαί φυσικῆς ἱστορίας, 1912· Οἱ τυφλοί, 1924· Ἡ σκοπευτική ἄσκηση τοῦ Ἔθνους, 1938· Ὁ κυνηγός, 1948· Ἡμερολόγιο τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου, 1958· Γεώργιος Νάζος, 1966· Ἐπιστολαί τοῦ Νικολάου Γύζη 1969· Ὁ Μπάρμπα-Δῆμος, 1974· Θαλασσινά τραγούδια,(7) 1884· Ἱστορικό Λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας (ἔκδ. «Δωρική»).

Ὁ ἄμετρος πνευματικός μόχθος ὁδηγεῖ τόν πρεσβύτη πλέον ποιητή στήν ἀπόφαση νά ἐγκατασταθεῖ, τό 1938, μονίμως τώρα στήν Κηφισιά, ὅπου εἶναι ἡ ἔπαυλή του, ἡ περίφημη «Ἀμαρυλλίς»· ἐδῶ πέρασε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ ποιητής ἐργαζόμενος. Ἡ οἰκία του, ἡ «Ἀμαρυλλίς» συνεχίζει νά ἐκπέμπει ἕως σήμερα λαμπρό, Δροσίνειο πνευματικό φῶς: στεγάζει τό Μουσεῖο Δροσίνη, τήν Βιβλιοθήκη καί φιλοξενεῖ τό «Ἐλεύθερο Πανεπιστήμιο» τοῦ Δήμου Κηφισιᾶς, ὅπου ὁ γράφων εἶχε τή χαρά καί τήν τιμή νά διδάξει μέ θέμα: «Φιλοσοφία - Ψυχολογία καί Ζωή» κατά τό χειμερινό Ἑξάμηνο τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 2018 - 2019. Περιηγούμενος κανείς τίς αἴθουσες τῆς οἰκίας ―νῦν Μουσείου― τοῦ Δροσίνη καί βλέποντας τό ὑπνοδωμάτιό του, τό γραφεῖο του, τά χειρόγραφά του, τίς φωτογραφίες καί τά προσωπικά του ἀντικείμενα, νοιώθει ἔντονη, ζωντανή καί φωτεινή τήν «παρουσία» του, στεφανωμένη μέ ἕνα ἤπιο μειδίαμα βαθειᾶς ἱκανοποίησης πού ἡ ἔπαυλή του ἐξακολουθεῖ νά λειτουργεῖ ὡς οἶκος τοῦ πνεύματος!

Ἡ πνευματική, τώρα, παρουσία τοῦ Δροσίνη καί εἰδικώτερα ἡ λογοτεχική καί ποιητική του δημιουργία εἶναι πολυδύναμη, πολύφωτη καί πολυπρόσωπη. Μέ καλλιτεχνικό νοῦ ρωμαλέο καί ἀνοιχτό, καί συναίσθημα βαθύ καί θερμό ἐπιχειρεῖ νά πνευματοποιήσει τή φύση μέ τήν αἰσθητική ἀναπαράσταση. Ἡ λογοτεχνία ἦταν γι᾽ αὐτόν ἕνα εἶδος θεϊκῆς ἀποκάλυψης. Πίσω, ὅμως, ἀπό τήν ποιητική του δεξιοτεχνία καί τήν καλλιεπῆ μορφή τῆς ἔκφρασής του κρύβεται ἡ πίστη στίς ἀξίες τῆς ζωῆς, τήν εἰκόνα τῆς ὁποίας ζωγράφιζε ὁ Δροσίνης μέ χρωματική εὐγένεια, περισσή εὐαισθησία καί θαυμαστή καθαρότητα. Δέν τύλιγε μέ ὁμιχλώδεις ἀοριστίες καί αἰνιγματώδεις σκέψεις τό ἀληθινό νόημα τῶν μηνυμάτων του, γιατί θεωροῦσεν ὅτι ἡ ἴδια ἡ ζωή ἀποτελεῖ αἴνιγμα:

Το δαχτυλίδι

Στό ροδογάλανο νερό
βαρκοῦλα ἀργοσαλεύει
καί μέ τ᾽ ἀγκίστρι τ᾽ ἀργυρό,
μιά ἀρχόντισσα ψαρεύει.

Εἶναι τά πλούτη της πολλά,
κι᾽ ἀτίμητο στολίδι
στό χέρι της φεγγοβολᾷ
διαμάντι δαχτυλίδι.
............................................................

Κι᾽ ἕνα ναυτόπουλο τρελλό
πού τό φλουρί προσμένει
πέφτει βουτάει μέσ᾽ στό γιαλό,
μά λαβωμένο βγαίνει.
Εἶπα ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Δροσίνη στήν πνευματική ζωή τῆς χώρας ὑπῆρξε πολυπρόσωπη. Ἕνα ἀπό τά πολλά της πρόσωπα, μία ἀπό τίς πολλές ὄψεις αὐτῆς τῆς παρουσίας εἶναι ἡ πατριωτική, ἡ λατρεία πρός τήν Ἑλλάδα:

Καλότυχη

Καλότυχη, πού λούζεσαι
σέ μιά πηγή τοῦ Ὡραίου,
στά κύματα τοῦ Αἱγαίου,
πού βρέχουν τό νησί.
Μέσ᾽ στά νερά, πού γέννησ᾽
τήν Ἀφρογεννημένη,
τό Ὡραῖο γιά πάντα μένει
καί θά τό βρῇς κ᾽ ἐσύ.

Κι᾽ ἄν ἡ στεριά σέ μόλυνε
μέ τόν ἀνασασμό της,
κι᾽ ἄν μάρανε τῆς νιότης
τήν ἄδολη χαρά,
σάν τήν Κυματογέννητη
μιά ἐσύ κι᾽ ἀπ᾽ ὅλες χώρια,
Πάναγνη καί Πανώρια,
θά βγῇς ἀπ᾽ τά νερά.

Καλότυχη, πού χαίρεσαι
τοῦ ἥλιου τό φῶς περίσσιο,
καθάριο, πελαγίσιο,
χρυσάφι ἀναλυτό,
χυμένο ἀπ᾽ τόν Ἀπόλλωνα
τότε, πού τόν ἐγέννα
κρυφά ἀπ᾽ τήν Ἥρα σ᾽ ἕνα
τοῦ Αἱγαίου νησί ἡ Λητώ.

Κι᾽ ἄν κορνιαχτός σοῦ θόλωσε
τά μάτια, κι᾽ ἄν στήν ἄκρη
σ᾽ ἀνέβασε ἕνα δάκρυ
κάποιος καϋμός κρυφός,
θά λάμψει ἀντιφέγγοντας
μέ τῆς αὐγῆς τίς ὧρες
στίς τρίσβαθές τους κόρες
τό Ἀπολλώνειο φῶς.
(Ἀπό τήν συλλογή «Φευγάτα Χελιδόνια»)

Ἡ ἀγάπη τοῦ ποιητῆ γιά τήν πατρίδα, ὁ πόνος γιά τό «πατρῶον ἔδαφος» εἶναι ὁ βαθύτερος ἑλληνικός πόνος καί ἡ ποίηση γίνεται ὁ ὡραιότερος ναός του. Ἀπό τόν πόνον αὐτόν ἐκπηδοῦν στίχοι θεϊκοί, «ὕμνος τῶν Προγόνων»: «Ἐσεῖς πού πρωτοσπείρατε/τῆς λευτεριᾶς τό σπόρο/λαχταρισμένο δῶρο/στή σκλαβωμένη γῆ,/ἐσεῖς κι ὅταν ὡρίμασαν τά στάχυα καρποφόρα/τοῦ θερισμοῦ τήν ὥρα/μᾶς γίνατε ὁδηγοί...». Μέσα σ᾽ αὐτό τό πνεῦμα κυοφοροῦνται καί βλέπουν τό φῶς ὑψηλές ποιητικές δημιουργίες, εὐγνώμονες εὐχαριστίες πρός τούς ἥρωες, ὅπως τό «Τάμα τοῦ Κανάρη» (: «Μεσάνυχτα ὁ πυρπολητής ἐγύρισε/καί πήδησε ἀπ᾽ τό γρήγορο καΐκι»), τό «Πρσκύνημα τοῦ Βουλγαροκτόνου», ἡ «Γοργόνα» γιά τό Βασιλιά - Ἀλέξανδρο ἤ «Ἡ πατρίδα μας»: «Ξένε, πού μόνος κι᾽ ἔρημος/σέ ξένους τόπους τρέχεις.../Στή μακρινή Πατρίδα μου/ἔχει εὐωδιά καί χάρη,/τό ταπεινότερο δεντρί,/τό πιό φτωχό χορτάρι...». Ἔτσι ἀναδείχνεται ὁ Δροσίνης Ὀργοτόμος τοῦ πατριωτικοῦ πνεύματος καί γεωργός τῆς ἐθνικῆς ψυχῆς τοῦ Λαοῦ.

Τοῦ Λαοῦ αὐτοῦ ἡ συγκίνηση ἔγινε μέθη ἀληθινή, ὅταν ὁ Δροσίνης ἔδωσε στή δημοσιότητα τό ποίημά του «Χῶμα Ἑλληνικό». Ἰδού ἕνα ἀπόσπασμά του:

Τώρα πού θά φύγω καί θά πάω στά ξένα
καί θά ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νά πάρω κάτι κι ἀπό Σένα
γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη.
Ἄφησε μαζί μου φυλαχτό νά πάρω
γιά τήν κάθε λύπη, καθετί κακό,
φυλαχτό ἀπ᾽ ἀρρώστια, φυλαχτό ἀπό Χάρο
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα Ἑλληνικό.
Χῶμα τιμημένο πω χουν ἀνασκάψει
γιά νά θεμελιώσουν ἕναν Παρθενῶνα,
χῶμα δοξασμένο πὤχουν ροδοβάψει
αἵματα στό Σοῦλι καί τό Μαραθῶνα,
χῶμα πὤχει θάψει λείψανα ἁγιασμένα
ἀπό τό Μεσολόγγι κι ἀπό τά Ψαρά.
...............................................................................
Ἔτσι κι ἄν σέ ξένα χώματα πεθάνω
καί τό ξένο μνῆμα θἄναι πιό γλυκό,
σάν θαφτεῖς μαζί μου, στήν καρδιά μου ἀπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα Ἑλληνικό.

Τό ποίημα, πού ἔγινε κτῆμα τοῦ Λαοῦ καί τραγούδι του ―γιά νά θυμηθοῦμε τόν ἀνυπέρβλητο ζωγράφο Γκόγια― ἠχεῖ σέ ὅλη τή σφαίρα τῆς πατριωτικῆς συνείδησης καί γι᾽ αὐτό εἶναι ὄμορφο, ἡ δέ συγκίνηση καί ἡ ἀνάταση τῶν ψυχῶν πού προκαλεῖ ξυπνοῦν ἐντός μας τά γνησιώτερα συναισθήματα καί τίς ὑψηλότερες σκέψεις.

Ὡς Ἀγωγή τοῦ πατριωτικοῦ πνεύματος θά ἐχαρακτήριζα σύνολο τό ἔργο τοῦ ποιητῆ Γ. Δροσίνη καί θά συνιστοῦσα:
«Νά τό φυλᾶν στολίδι τους,
νά τό κρατᾶν καϋμό τους...»,

σύμφωνα μέ τήν ποιητική παραίνεση τοῦ Κωνστ. Τσάτσου,(8) τοῦ μέγιστου διανοητῆ τῶν ἡμερῶν μας!

Πέρα ἀπό τά ὑψηλόφρονα Γραπτά, τά κεντημένα μέ πρωτόφαντη αἰσθητική ὀμορφιά καί χάρη, ὁ Δροσίνης ἀγωνιοῦσε ἀπό τότε γιά τήν πορεία τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἄγρυπνη πατριωτική του συνείδηση τόν εἰδοποιοῦσε ―ἤδη πρό τοῦ 1897― γιά τόν κίνδυνο πού διέτρεχεν ἡ ἱερή Γῆ τῆς Μακεδονίας μας. Ἔτσι μυεῖται στήν «Ἐθνική Ἑταιρεία». Καί ἰδού πῶς:

«Ἕνα πρωΐ, πρίν ἀνέβω [στό γραφεῖο μου στήν «Ἑστία»]... μέ ἐσταμάτησεν ὁ Παῦλος Μελᾶς, ἀνθυπολοχαγός τοῦ πυροβολικοῦ... Μιλοῦσε ψιθυριστά σχεδόν καί μέ τόνον μυστηριώδη... Ἔχω κάτι πολύ σπουδαῖο νά σᾶς ἐμπιστευθῶ, εἶπε... Ἐλᾶτε αὔριο τό μεσημέρι... νά προγευματίσωμε στό σπίτι μου... Ἐπῆγα... Ἐκεῖ ἐπρωτογνώρισα καί τήν γυναῖκα του Ναταλία, κόρην τοῦ (πρωθυπουργοῦ) Στεφάνου Δραγούμη... Ἐκαθήσαμε σ᾽ ἕνα καναπεδάκι κι ἄρχισε νά μοῦ ἐξιστορῆ πῶς τέσσαρες νέοι ἀξιωματικοί συνέλαβαν τήν ἰδέα νά ἱδρύσουν μιά μυστική πατριωτική ἑταιρεία κατά τόν τύπον τῆς Ἑταιρείας τῶν Φιλικῶν καί νά τήν ὀνομάσουν «Ἐθνική Ἑταιρεία»... Κι ἔβγαλε ἀπό τό... συσταράκι... τό Καταστατικόν τῆς Ἑταιρείας. Στό πρῶτον του ἄρθρον ὥριζεν ὅτι σκοπός της εἶναι: «ἡ ἐνίσχυσις τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος εἰς τό ἐλεύθερον Κράτος καί ἡ ἐνθάρρυνσις τῶν ὑποδούλων ἀδελφῶν διά τῆς προσδοκίας ταχείας ἀπελευθερώσεως». Ἡ φωνή τοῦ Παύλου Μελᾶ ἔτρεμεν ἀπό συγκίνησιν, ἐνῶ ἐδιάβαζε τά κατόπιν ἄρθρα πού ἐκανόνιζαν... «οἱ μεμυημένοι νά διαθέτουν ὅλας τάς ὑλικάς καί ἠθικάς δυνάμεις των πρός ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ της παραμερίζοντες πᾶσαν ἄλλην ὑποχρέωσιν καί καταστέλλοντες πᾶν αἴσθημα ἄλλο πλήν τῆς ἀγάπης πρός τήν πατρίδα»... Τόν ἔβλεπα καί τόν ἄκουα μ᾽ ἔκστασιν... Ποῦ νά φαντασθῶ... πώς θά τά ὑπέγραφε μίαν ἡμέρα μέ τό αἷμα του καί θά τά ἐσφράγιζε μέ τήν ζωή του, σέ μιά βαλτωμένη φαραγγιά τῆς Μακεδονίας... Ὅταν ἐτελείωσε τό διάβασμα τοῦ Καταστατικοῦ... τοῦ ἐπῆρα τά δυό χέρια καί τά ἔσφιξα μέσ᾽ τά δικά μου: ―Ἡ «Ἑστία» εἶναι δική σας κι᾽ ἐγώ ὁλόψυχα μαζί σας! Ἐξέστραψεν [ὁ Παῦλος Μελᾶς] ἀπό χαράν!... Μυστικότητα ἀπόλυτη γιά τή σημερινή μας συνάντησι... Θά περάσω... νά σᾶς πῶ πότε θά σᾶς μυήσωμε γιά νά γίνετε μέλος... Μετά δύο ἡμέρες ἐπέρασεν ἀπό τήν «Ἑστία»... γιά νά μοῦ πῆ σιγά - σιγά στό αὐτί: «Αὔριο στίς δέκα (πάντα νύχτα)... Λίγο πρό τῶν δέκα... μιά κλειστή ἅμαξα ἐστάθηκε μπροστά μου... Ἡ πόρτα ἀνοίχθηκεν ἀπό μέσα κι ἕνα χέρι ἁπλώθηκε μπροστά μου νά μέ βοηθήση ν᾽ ἀνέβω... Καμμιά ὁμιλία. Ὁ Μελᾶς, ἴσως γιά νά μοῦ δείξη τήν παρουσία του, μ᾽ ἐκαλησπέρισε σιγαλά... Ἡ ἅμαξα δέν ἄργησε νά σταθῆ... Μ᾽ ἐβοήθησε νά κατέβω ὁ Μελᾶς... Ἀνεβήκαμε, ψηλαφητά, μιά πέτρινη σκάλα... κι ἐμπήκαμε σ᾽ ἕνα σαλονάκι... Ἡ λάμπα ἔρριχνε τό πρασινωπό φῶς της... Ὁ κάτοικος τοῦ σπιτιοῦ, πού μοῦ τόν συνέστησε πρῶτον ὁ Μελᾶς, ἦταν ὁ ἀνθυπολοχαγός Καλλέργης. Οἱ ἄλλοι δύο ἦσαν ὁ ἀνθυπολοχαγός τοῦ Πυροβολικοῦ Κ. Πάλλης κι᾽ ὁ ἀνθυπολοχαγός τοῦ Πεζικοῦ Γ. Κολοκοτρώνης... Ὁ Πάλλης εἶχε φέρει μαζί του ἕνα μικρό, παληό μαυροντυμένο Εὐαγγέλιο... Οἱ τέσσαρες ἀξιωματικοί, σοβαροί κι᾽ ἄφωνοι, ἐστάθηκαν γύρω μου καί μ᾽ ἔβαλαν στή μέση, μέ τό χέρι ἁπλωμένο στό Εὐαγγέλιον. Ὁ Πάλλης μοῦ εἶπε νά διαβάσω τόν ὅρκο μου ἀργά. Μόλις ἀκούμπησα τό χέρι στό ἱερό βιβλίο οἱ τέσσαρες ἀξιωματικοί ἔκαναν τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ κι ἐστάθηκαν εἰς προσοχήν ὥς τό τέλος τοῦ ὅρκου... Τά λόγια τοῦ ὅρκου, δεμένος ἀπ᾽ αὐτόν τόν ὅρκον, δέν ἔχω δικαίωμα νά τά ξαναπῶ, γιατί μοῦ ἐπέβαλλε νά μήν τόν ἐπαναλάβω ποτέ, ἕως τήν τελευταία πνοή της ζωῆς μου. Ὅσο διάβαζα τόν ὅρκο μου, μέ συντάραζε κατάβαθα ἕνα ἱερό ρῖγος...».(9)

Ἄφησα τόν ποιητή ἀρκούντως νά ὁμιλήσει· κι᾽ ὁ γράφων (ὥρα) νά σιωπήσει, μήπως καί αἰσθανθοῦμε τό ἴδιο ἱερό ρῖγος, μήπως σκεφθοῦμε καλλίτερα καί βαθύτερα τόν χαρακτῆρα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καί τῶν προσώπων της, μήπως συλλάβομε τό ἦθος καί κατανοήσομε τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ Γ. Δροσίνη, γιά τόν ὁποῖο θά ἄξιζε νά ἐπαναληφθοῦν ὅσα γιά τόν μοναδικό Ἰωάννη Παῦλο Ρίχτερ ἔχουν γραφεῖ:

«Ἀθάνατος ποιητής, φῶς καί ἀγλάϊσμα τοῦ αἰῶνος, ἡγεμών τῆς διανοίας, μεγαλοφυής, σοφώτατος»!(10)
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης