Με πέντε χρόνια σταθερής παρουσίας στον χώρο, δύσκολα θα χαρακτηριστεί «πρωτοεμφανιζόμενος» και πολύ πιο εύκολα «σταθερά ανερχόμενος». Ο Αλκης της σειράς του ANT1 «Ο Δικαστής» είναι αποφασισμένος να μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον
Συνέντευξη στη Μαριλού Πανταζή
Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος
Ο Νικόλας Χαλκιαδάκης δεν ήξερε από την αρχή ότι θα γινόταν ηθοποιός, πάντα όμως υποπτευόταν ότι θα ασχολιόταν με τις τέχνες. Και παρότι μάλλον τυχαία βρέθηκε στον χώρο της υποκριτικής, καθόλου τυχαία τα τελευταία πέντε χρόνια παίζει ανελλιπώς στην τηλεόραση («Ηλιος», «Μια νύχτα του Αυγούστου», «Η δική μας οικογένεια», «Κάνε ότι κοιμάσαι», «Ο Τιμωρός») και έχει προλάβει να κάνει και δυο-τρία περάσματα από τον κινηματογράφο - σε ταινίες μικρού μήκους κυρίως, αλλά με βάπτισμα του πυρός τη βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα ταινία του Ρούμπεν Εστλγουντ «Το τρίγωνο της θλίψης». Κι ας συμμετείχε μόνο σε μία σκηνή. Αλλά σκηνή-σκηνή χτίζονται οι καριέρες. Φέτος υποδύεται τον ευαίσθητο Αλκη στη δημοφιλή σειρά του ANT1 «Ο Δικαστής» και δοκιμάζει για δεύτερη φορά τις δυνάμεις του στο θεατρικό σανίδι μετά το περσινό ντεμπούτο του στην παράσταση «Αγρυπνία», σε σκηνοθεσία Αντώνη Καλογρίδη.
GALA: Ποιος είσαι στον «Δικαστή»;
ΝΙΚΟΛΑΣ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ: Είμαι ο Αλκης Δημητρίου, ο γιος του δικαστή Πέτρου Δημητρίου. Η ιστορία ουσιαστικά βασίζεται στη σχέση τους και περιστρέφεται γύρω από το δίλημμα του πατέρα αν θα πρέπει να τηρήσει το γράμμα του νόμου ή να προστατεύσει τον γιο του μετά την εμπλοκή του σε ένα τροχαίο.
G.: Τι τύπος είναι ο Αλκης; Βρήκες κοινά στοιχεία;
Ν.Χ.: Είναι ένα κανονικό παιδί 19 ετών, σπουδάζει Αρχιτεκτονική, έχει την κοπέλα του και τους φίλους του, πάσχει από άσθμα, αγαπάει τη φωτογραφία, γιατί η μητέρα του ήταν φωτογράφος και είχε σκοτωθεί την προηγούμενη χρονιά. Οπότε βρίσκεται σε πένθος, κι αυτό συμβάλλει στον έντονο συναισθηματισμό του και τη δυσκολία του να διαχειρίζεται τις καταστάσεις. Τα κοινά που έχω μαζί του είναι ότι κι εγώ έχω έντονο συναισθηματισμό και μου αρέσει η φωτογραφία, ευτυχώς δεν βρίσκομαι σε πένθος, αλλά σίγουρα χρησιμοποίησα πολλές προσωπικές μου απώλειες για να μπορέσω να καταλάβω τι περνάει αυτή τη στιγμή. Οι διαφορές μας πάντως είναι πολύ περισσότερες από ό,τι τα κοινά μας - και αυτό το κάνει ακόμα πιο challenging και ενδιαφέρον.
G.: Ισχύει το ότι δεν έχεις σπουδάσει υποκριτική;
Ν.Χ.: Ναι, δεν έχω πάει σε δραματική σχολή. Ολα τα πράγματα στη ζωή μου τα έχω κάνει πιο πολύ με το τι νιώθω ότι ταιριάζει σε μένα και όχι με το τι επιβάλλεται. Εχω κάνει βέβαια πολλά σεμινάρια υποκριτικής. Δεν είναι ότι ξύπνησα ένα πρωί και είπα «γεια σας, ήρθα».
G.: Οπότε ακολουθεί η κλισέ ερώτηση: πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Ν.Χ.: Στην πραγματικότητα δεν το αποφάσισα ποτέ. Είχα μια καλλιτεχνική τάση από πολύ μικρός, που την εξέφραζα με διάφορους τρόπους: με τη φωτογραφία, όπως σου είπα, τη ζωγραφική, με το να βλέπω ταινίες. Ηξερα ότι αυτό που θα κάνω στη ζωή μου θα έχει σχέση με κάποιας μορφής τέχνη, οπότε όταν ήρθαν τα πράγματα έτσι που να βρεθώ στον χώρο είπα «όπα, εδώ είμαστε».
G.: Και πώς ήρθαν δηλαδή τα πράγματα;
Ν.Χ.: Ηρθε ο COVID, που ήταν μία συνθήκη γενικής αναθεώρησης για πολλούς ανθρώπους πιστεύω. Εκείνη την περίοδο σπούδαζα στο ΤΕΦΑΑ στη Θεσσαλονίκη, γιατί έπαιζα κι ακόμα παίζω βόλεϊ, και επειδή μου άρεσε ο αθλητισμός είχα πει, ως 17χρονος που οφείλει να μην ξέρει τι θα κάνει στη ζωή του, να ακολουθήσω αυτό τον δρόμο. Στη σχολή όμως μπήκα σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα και μου άρεσε πολύ, το ένιωσα πολύ οικείο. Οπότε άρχισα σιγά-σιγά να παρακολουθώ σεμινάρια, ήρθαν και τα πρώτα ρολάκια και κάπως έτσι μπήκα στον χώρο.
G.: Η πρώτη σου δουλειά ήταν στην ταινία «Το τρίγωνο της θλίψης». Πώς προέκυψε η συμμετοχή σου σε μια παραγωγή διεθνών προδιαγραφών που κέρδισε και τον Χρυσό Φοίνικα;
Ν.Χ.: Είχα κάνει ένα διαφημιστικό, του οποίου η casting director είχε αναλάβει και αυτή την ταινία. Και επειδή ένα μέρος της θα γυριζόταν στην Ελλάδα και αναζητούσαν κόσμο για κάποιους μικρούς ρόλους, έκανα οντισιόν και με πήραν για να παίξω σε μία σκηνή. Η εμπειρία ήταν πολύ ωραία σε μια ταινία πολλών εκατομμυρίων και με καταπληκτικό σετ, οπότε το είδα στην καλύτερη δυνατή εκδοχή του. Ηδη μου άρεσε το θέατρο που το είχα δοκιμάσει ερασιτεχνικά, αλλά με τη συμμετοχή μου σε αυτή την ταινία λάτρεψα και το σινεμά. Ως μέσο για να δουλέψω εννοώ, γιατί ο κινηματογράφος πάντα μου άρεσε ως θεατής.
G.: Φέτος όμως παίζεις και στο θέατρο...
Ν.Χ.: Παίζω τα Δευτερότριτα στην «Offelia», στο Θέατρο «Σημείο», που είχε ξανανέβει για δύο παραστάσεις στο Φεστιβάλ Πεντέλης. Είναι μια μεταμοντέρνα εκδοχή του «Αμλετ», ένα θέατρο μέσα στο θέατρο. Παρακολουθούμε έναν θίασο που ετοιμάζεται να ανεβάσει τη σαιξπηρική παράσταση και στην ουσία δείχνουμε όσα συμβαίνουν στις πρόβες τους. Spoiler alert, δεν καταλήγει καλά. Εγώ κάνω τον ηθοποιό που θα κάνει τον Αμλετ. Είναι ένα project πολύ παρεΐστικο, με πολλή ενέργεια, το οποίο μου αρέσει πολύ.
G.: Στα πέντε χρόνια που δουλεύεις, έχεις προλάβει να συμφιλιωθείς με την απόρριψη; Ν.Χ.: Η απόρριψη είναι κομμάτι της δουλειάς και το αγκαλιάζω. Εννοείται ότι πονάει όταν θέλεις κάτι και δεν σου έρχεται, αλλά κοιτάζοντας πίσω, όποια απόρριψη έχω δεχτεί έχει οδηγήσει σε κάτι άλλο που ήταν πολύ όμορφο. Οπότε προσπαθώ να εστιάσω σε αυτό και να πω «OK, ίσως δεν ήταν αυτή η στιγμή γι’ αυτό το πράγμα».
Με είχαν, ας πούμε, απορρίψει για μια πολύ επιτυχημένη σειρά και είχα στενοχωρηθεί τότε, αργότερα όμως συνειδητοποίησα ότι ευτυχώς που δεν με πήραν γιατί δεν ήμουν έτοιμος να σηκώσω τον ρόλο. Τα πράγματα έχουν έρθει πολύ σταδιακά στην πορεία μου στον χώρο και αυτό με έχει βοηθήσει στο να προσαρμόζομαι καλύτερα. Γιατί αν σου έρθει κάτι τεράστιο πολύ νωρίς είναι εύκολο να χαθείς.
G.: Εχεις βιώσει απορρίψεις και στη ζωή;
Ν.Χ.: Ισως όχι όσες θα έπρεπε. Αν και εμένα η απόρριψη περισσότερο με κινητοποιεί παρά με βραχυκυκλώνει. Η στάση μου γενικά είναι ότι τα πράγματα λίγο μας πάνε, λίγο τα πάμε. Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Είμαστε σε κίνηση, κάποια πράγματα θα γίνουν, κάποια άλλα όχι, κάποιοι άνθρωποι έρχονται και μένουν, κάποιοι άλλοι φεύγουν - και προχωράμε. Σε κάθε περίπτωση, θέλω να βιώνω τα συναισθήματά μου, είτε είναι χαρά, είτε λύπη, είτε απόρριψη, γιατί δεν θέλω να αποστασιοποιούμαι από τα δύσκολα πράγματα, θέλω να περνάω μέσα από αυτά. Θα έλεγα ότι είμαι συλλέκτης εμπειριών, μου αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός. Κι αυτό είναι συν και στην υποκριτική. Οσα περισσότερα δουν τα μάτια σου και όσα περισσότερα βιώσει η καρδούλα σου είναι πράγματα που μπορείς να ανακαλέσεις στη δουλειά. Βέβαια αυτό δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, γιατί τότε μπορεί να οδηγήσει σε άλλα μονοπάτια, περίεργα.
G.: Εχεις εντοπίσει τι είναι αυτό που σου αρέσει στην υποκριτική;
Ν.Χ.: Ενας λόγος είναι ότι ανακαλύπτω πτυχές του εαυτού μου και πώς αλλιώς θα μπορούσα να χειριστώ κάποιες καταστάσεις μέσα από τους χαρακτήρες μου. Ο άλλος λόγος είναι ότι μου αρέσει πολύ η συλλογικότητα, γιατί αυτή η δουλειά είναι ταυτόχρονα συλλογικό και ατομικό σπορ. Βρίσκω πολλά κοινά στην υποκριτική και τον αθλητισμό, που είναι επίσης ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Ο σκηνοθέτης είναι ο προπονητής, οι πρόβες είναι οι προπονήσεις, η παράσταση είναι ο αγώνας. Και μου αρέσει πολύ το γύρισμα, να βλέπω άλλους ηθοποιούς να παίζουν, να συζητάω μαζί τους για την υποκριτική. Δεν είναι εύκολη δουλειά, έχει απαιτητικά και περίεργα ωράρια, θέλει να έχεις μια λόξα για να την κάνεις, αλλά το ότι μαζευόμαστε 30 άτομα, μια μικρή κοινωνία, για να φτιάξουμε κάτι που μετά θα φύγει από τα χέρια μας και θα περάσει στον κόσμο είναι κάτι που ως έννοια και διαδικασία μου αρέσει πολύ.
G.: Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που σου έχουν δώσει;
Ν.Χ.: Γενικά δεν λειτουργώ με την έννοια της συμβουλής. Εχω κάνει πολύ ωραίες συζητήσεις με συναδέλφους και μου έχουν μείνει πράγματα, αλλά τώρα θυμάμαι κάτι που είχε πει ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο σε μια συνέντευξή του: στο ξεκίνημά του ένας σκηνοθέτης τού είχε πει ότι «ο πόνος είναι προσωρινός, αλλά η ταινία παντοτινή». Για να το μεταφέρω στην περίπτωσή μου, οι δυσκολίες στο γύρισμα είναι πάρα πολλές και μπορεί να νιώθεις κάποιες στιγμές ότι δεν αντέχεις. Αλλά εκείνη την ώρα πρέπει να σφίξεις τα δόντια, να πιέσεις τον εαυτό σου λίγο παραπάνω, γιατί αυτό που κάνεις εκείνη τη στιγμή θα μείνει για πάντα.
G.: Υπάρχει κάτι που φοβάσαι;
Ν.Χ.: Κυρίως υπαρξιακοί είναι οι φόβοι μου. Φοβάμαι μήπως δεν ζήσω τη ζωή μου με τους όρους μου. Αλλά κι αυτόν τον φόβο προσπαθώ να τον μετατρέπω σε κινητήριο δύναμη