Οι business και τα δολάρια του πολέμου
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει προαναγγείλει μεγάλες αλλαγές στον βαθμό και τον τρόπο συμμετοχής των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή άμυνα, προκάλεσε αρκετές κρίσεις πανικού στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και πολλές συζητήσεις, αλλά προς το παρόν δεν έχουμε δει ούτε υπαινιγμό για κάποιο ευρωπαϊκό σχέδιο την επόμενη μέρα
Η αλήθεια είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει πει κατά καιρούς πολλά διαφορετικά πράγματα για το θέμα, αλλά η κοινή συνισταμένη τους είναι ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για την άμυνά τους.
Η θέση αυτή έχει πυροδοτήσει αρκετές, θεωρητικές κυρίως, συζητήσεις για προώθηση κοινών δράσεων στον τομέα της άμυνας σε επίπεδο Ε.Ε., οι οποίες περιορίζονται όμως στον τομέα της παραγωγής και της προμήθειας αμυντικού υλικού.
Η Κάγια Κάλας, που έχει διοριστεί από τους ηγέτες της Ε.Ε. για να αναλάβει τη θέση της αντιπροέδρου της Κομισιόν και της ύπατης εκπροσώπου της Ευρωπαϊκης Ενωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, στη διάρκεια της ακρόασής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την περασμένη εβδομάδα ήταν ξεκάθαρη. Οπως είπε, η Ε.Ε. δεν πρόκειται να ανταγωνιστεί το ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ, το οποίο βρίσκεται υπό αμερικανικό έλεγχο, θα αποτελεί τη στρατιωτική δομή και η Ε.Ε., καθώς είναι κατά βάση οικονομική ένωση, θα περιοριστεί στην οικονομική συνεργασία για συντονισμό και κοινές προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού.
Αλλωστε, οι εξαγωγές πολεμικού υλικού είναι πάγια επιδίωξη της Ουάσινγκτον και του αμερικανικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος που οικοδομήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βασίζεται στη συμβιωτική σχέση μεταξύ του αμερικανικού στρατού και των ιδιωτικών εταιρειών. Το σύμπλεγμα αυτό βασίζεται στο δόγμα ότι οι ΗΠΑ διατηρούν ισχυρή στρατιωτική παρουσία και δυνατότητα παρέμβασης παγκοσμίως και στην οικονομική λογική της ανάθεσης μεγάλων συμβολαίων στις αμερικανικές βιομηχανίες, ώστε να ενισχύεται η οικονομική δραστηριότητα και να προάγεται η τεχνολογική καινοτομία.
Δεν είναι μυστικό άλλωστε ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν υποστηριχθεί διαχρονικά με τεράστια συμβόλαια, αναθέσεις και ερευνητικά προγράμματα από το υπουργείο Αμυνας, είτε πρόκειται για βαριά βιομηχανία, αεροναυπηγική, διαστημική τεχνολογία, είτε βέβαια για τα ψηφιακά μονοπώλια που έχουν επικρατήσει παγκοσμίως. Το «καλό» δε με τα αμυντικά συμβόλαια είναι ότι περιλαμβάνουν και απόρρητα κονδύλια τα οποία δεν υπόκεινται ούτε σε διαφάνεια ούτε στους κανόνες ανταγωνισμού.
Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους. Το 2023 οι ΗΠΑ είχαν αμυντικές δαπάνες περί τα 916 δισ. δολάρια (867 δισ. ευρώ), που αντιστοιχούν περίπου στο 3,5% του αμερικανικού ΑΕΠ και στο 40% της παγκόσμιας αμυντικής δαπάνης, που υπολογίζεται σε 2,4 τρισ. δολάρια (2,27 τρισ. ευρώ).
Στην Ε.Ε. το 2022, τη χρονιά που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες ήταν περίπου 240 δισ. ευρώ (253 δισ. δολάρια) και αντιστοιχούσαν στο 1,3% του ΑΕΠ. Εκτοτε, τα κράτη-μέλη έχουν αυξήσει τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς, με το σύνολο να αναμένεται να φτάσει στα 350 δισ. ευρώ για το 2024. Η αύξηση αυτή, όμως, διοχετεύτηκε κατά κύριο λόγο σε αμερικανικό πολεμικό υλικό, αφού οι προμήθειες των κρατών-μελών σε εξοπλισμούς την περίοδο εκείνη προήλθαν κατά 68% από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η Κομισιόν από την πλευρά της έχει υπολογίσει ότι εάν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δαπανούσαν το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα το διάστημα 2006-2020 θα έπρεπε να είχαν ξοδέψει 1,1 τρισ. ευρώ παραπάνω.
Αντίστοιχη είναι και η επιχειρηματική εικόνα: το 2024 μόνο 19 από 100 μεγαλύτερες αμυντικές εταιρείες είναι ευρωπαϊκές, ενώ οι 48 από αυτές είναι αμερικανικές. Η μεγαλύτερη και πιο κερδοφόρα αμυντική εταιρεία στον κόσμο, η αμερικανική Lockheed Martin, με έσοδα 65 δισ. δολάρια ετησίως, σχεδόν ισοφαρίζει τον τζίρο όλων των ευρωπαϊκών εταιρειών μαζί, που ανέρχεται σε 77 δισ. δολάρια. Εξι κινεζικές επιχειρήσεις βρίσκονται στην πρώτη 100άδα, με συνολικά έσοδα 115 δισ. δολάρια (105 δισ. ευρώ), ενώ οι ρωσικές εταιρείες δεν έχουν δώσει στοιχεία.
Υπό το φως αυτής της πραγματικότητας, η στάση του Ντόναλντ Τραμπ αποκτά και πιο συγκεκριμένο νόημα. Οταν ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ λέει ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνά τους, εννοεί προφανώς ότι πρέπει να αγοράζουν περισσότερο αμερικανικό πολεμικό υλικό και ότι η Ε.Ε. πρέπει να ενσωματωθεί περισσότερο στην αμερικανική αυτή «μηχανή».
Ο άνθρωπος που προειδοποίησε για το αμερικανικό «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» ήταν ο 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του το 1961. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο Αϊζενχάουερ, που είχε υπηρετήσει ως πεντάστερος στρατηγός, επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν από εκείνους που είχαν προωθήσει τη συνεργασία στρατού και ιδιωτικών εταιρειών, όταν ανέλαβε την προεδρία της χώρας του το 1953.
Στην ομιλία του για το «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα», την οποία προετοίμαζε επί δύο χρόνια και είχε κάνει 21 προσχέδια, μίλησε για την αυξανόμενη επιρροή του τελευταίου, για τους κινδύνους για τη δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες.
Η θέση αυτή έχει πυροδοτήσει αρκετές, θεωρητικές κυρίως, συζητήσεις για προώθηση κοινών δράσεων στον τομέα της άμυνας σε επίπεδο Ε.Ε., οι οποίες περιορίζονται όμως στον τομέα της παραγωγής και της προμήθειας αμυντικού υλικού.
Η Κάγια Κάλας, που έχει διοριστεί από τους ηγέτες της Ε.Ε. για να αναλάβει τη θέση της αντιπροέδρου της Κομισιόν και της ύπατης εκπροσώπου της Ευρωπαϊκης Ενωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, στη διάρκεια της ακρόασής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την περασμένη εβδομάδα ήταν ξεκάθαρη. Οπως είπε, η Ε.Ε. δεν πρόκειται να ανταγωνιστεί το ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ, το οποίο βρίσκεται υπό αμερικανικό έλεγχο, θα αποτελεί τη στρατιωτική δομή και η Ε.Ε., καθώς είναι κατά βάση οικονομική ένωση, θα περιοριστεί στην οικονομική συνεργασία για συντονισμό και κοινές προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού.
Αλλωστε, οι εξαγωγές πολεμικού υλικού είναι πάγια επιδίωξη της Ουάσινγκτον και του αμερικανικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος που οικοδομήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βασίζεται στη συμβιωτική σχέση μεταξύ του αμερικανικού στρατού και των ιδιωτικών εταιρειών. Το σύμπλεγμα αυτό βασίζεται στο δόγμα ότι οι ΗΠΑ διατηρούν ισχυρή στρατιωτική παρουσία και δυνατότητα παρέμβασης παγκοσμίως και στην οικονομική λογική της ανάθεσης μεγάλων συμβολαίων στις αμερικανικές βιομηχανίες, ώστε να ενισχύεται η οικονομική δραστηριότητα και να προάγεται η τεχνολογική καινοτομία.
Δεν είναι μυστικό άλλωστε ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν υποστηριχθεί διαχρονικά με τεράστια συμβόλαια, αναθέσεις και ερευνητικά προγράμματα από το υπουργείο Αμυνας, είτε πρόκειται για βαριά βιομηχανία, αεροναυπηγική, διαστημική τεχνολογία, είτε βέβαια για τα ψηφιακά μονοπώλια που έχουν επικρατήσει παγκοσμίως. Το «καλό» δε με τα αμυντικά συμβόλαια είναι ότι περιλαμβάνουν και απόρρητα κονδύλια τα οποία δεν υπόκεινται ούτε σε διαφάνεια ούτε στους κανόνες ανταγωνισμού.
Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους. Το 2023 οι ΗΠΑ είχαν αμυντικές δαπάνες περί τα 916 δισ. δολάρια (867 δισ. ευρώ), που αντιστοιχούν περίπου στο 3,5% του αμερικανικού ΑΕΠ και στο 40% της παγκόσμιας αμυντικής δαπάνης, που υπολογίζεται σε 2,4 τρισ. δολάρια (2,27 τρισ. ευρώ).
Στην Ε.Ε. το 2022, τη χρονιά που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες ήταν περίπου 240 δισ. ευρώ (253 δισ. δολάρια) και αντιστοιχούσαν στο 1,3% του ΑΕΠ. Εκτοτε, τα κράτη-μέλη έχουν αυξήσει τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς, με το σύνολο να αναμένεται να φτάσει στα 350 δισ. ευρώ για το 2024. Η αύξηση αυτή, όμως, διοχετεύτηκε κατά κύριο λόγο σε αμερικανικό πολεμικό υλικό, αφού οι προμήθειες των κρατών-μελών σε εξοπλισμούς την περίοδο εκείνη προήλθαν κατά 68% από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η Κομισιόν από την πλευρά της έχει υπολογίσει ότι εάν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δαπανούσαν το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα το διάστημα 2006-2020 θα έπρεπε να είχαν ξοδέψει 1,1 τρισ. ευρώ παραπάνω.
Αντίστοιχη είναι και η επιχειρηματική εικόνα: το 2024 μόνο 19 από 100 μεγαλύτερες αμυντικές εταιρείες είναι ευρωπαϊκές, ενώ οι 48 από αυτές είναι αμερικανικές. Η μεγαλύτερη και πιο κερδοφόρα αμυντική εταιρεία στον κόσμο, η αμερικανική Lockheed Martin, με έσοδα 65 δισ. δολάρια ετησίως, σχεδόν ισοφαρίζει τον τζίρο όλων των ευρωπαϊκών εταιρειών μαζί, που ανέρχεται σε 77 δισ. δολάρια. Εξι κινεζικές επιχειρήσεις βρίσκονται στην πρώτη 100άδα, με συνολικά έσοδα 115 δισ. δολάρια (105 δισ. ευρώ), ενώ οι ρωσικές εταιρείες δεν έχουν δώσει στοιχεία.
Υπό το φως αυτής της πραγματικότητας, η στάση του Ντόναλντ Τραμπ αποκτά και πιο συγκεκριμένο νόημα. Οταν ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ λέει ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνά τους, εννοεί προφανώς ότι πρέπει να αγοράζουν περισσότερο αμερικανικό πολεμικό υλικό και ότι η Ε.Ε. πρέπει να ενσωματωθεί περισσότερο στην αμερικανική αυτή «μηχανή».
Ο άνθρωπος που προειδοποίησε για το αμερικανικό «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» ήταν ο 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του το 1961. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο Αϊζενχάουερ, που είχε υπηρετήσει ως πεντάστερος στρατηγός, επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν από εκείνους που είχαν προωθήσει τη συνεργασία στρατού και ιδιωτικών εταιρειών, όταν ανέλαβε την προεδρία της χώρας του το 1953.
Στην ομιλία του για το «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα», την οποία προετοίμαζε επί δύο χρόνια και είχε κάνει 21 προσχέδια, μίλησε για την αυξανόμενη επιρροή του τελευταίου, για τους κινδύνους για τη δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι οι πολεμικές μηχανές για να συντηρηθούν χρειάζονται πολέμους.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα