
Η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα χρειάζεται νέο κοινωνικό συμβόλαιο
Ο νέος Γερμανός καγκελάριος μετά την -περιπετειώδη- ανάληψη των καθηκόντων του από κοινού με τον Γάλλο πρόεδρο ανήγγειλαν τη δημιουργία ενός γαλλο-γερμανικού συμβουλίου ασφαλείας, το οποίο «πέρα από τανκς, μαχητικά αεροσκάφη και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς (...) θα συνεδριάζει τακτικά για να παρέχει λειτουργικά σχέδια αντιμετώπισης των κοινών στρατηγικών προκλήσεων», όπως είπε ο Εμανουέλ Μακρόν, διευκρινίζοντας επίσης ότι η κεντρική «πρόκληση» είναι «η συστηματική απειλή που αποτελεί η Ρωσία για το ευρωπαϊκό μας σύστημα»
Ετσι, επιχειρείται η αναβίωση του γαλλογερμανικού άξονα για να τραβήξει την Ε.Ε. μπροστά με όσες χώρες είναι πρόθυμες να «τα ρίξουν όλα στην άμυνα».
Ο γαλλο-γερμανικός άξονας είναι εκτός λειτουργίας εδώ και πολλά χρόνια, ενώ και οι δύο κυβερνήσεις είναι αδύναμες. Επιπλέον, δεν ασπάζονται όλες οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. την ίδια θέση για τη Ρωσία, θέμα που ίσως εξελιχθεί σε βασική διαχωριστική γραμμή στην αναγκαία οριοθέτηση κοινής εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε.
Πιθανώς αυτός είναι και ο λόγος που τα αμυντικά σχέδια για την Ευρώπη παραπέμπουν σε συνεργασία όχι όλων των χωρών, αλλά μόνο όσων θέλουν και μπορούν να συμμετάσχουν σε σχήματα που παραπέμπουν σε ομόκεντρους κύκλους ή τη λεγόμενη «Ευρώπη αλά καρτ».
Εκεί που θα κριθούν όμως όλα τα σχέδια επί χάρτου που κάνουν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες είναι στον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει η στροφή στις αμυντικές δαπάνες, με 800 δισ. ευρώ, ίσως και παραπάνω μέχρι το 2030, η οποία έχει ως βασικό σκοπό να στηριχθεί η παρακμάζουσα ευρωπαϊκή βιομηχανία και η ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες φαίνεται ότι ανακαλύπτουν με καθυστέρηση τον λεγόμενο «στρατιωτικό κεϊνσιανισμό» που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με μεγάλες κρατικές δαπάνες για αμυντικά προγράμματα τα οποία τροφοδότησαν αμερικανικές επιχειρήσεις, προκειμένου να αναπτύξουν υλικό «διπλής» χρήσης, στρατιωτικής και πολιτικής.
Ο «στρατιωτικός κεϊνσιανισμός», όμως, έχει ορισμένες παράπλευρες συνέπειες.
Οι ΗΠΑ τον χρησιμοποιούν με οικονομική επιτυχία, αλλά συντηρούν έναν τεράστιο στρατό με παρουσία σε όλο τον κόσμο και συνεχείς παρεμβάσεις και συμμετοχή σε πολέμους. Δυστυχώς το αμυντικό υλικό όταν συσσωρεύεται έχει την τάση να... καταναλώνεται.
Ταυτόχρονα, οι αμυντικές κρατικές δαπάνες σημαίνουν μεγάλα βάρη για τους κρατικούς προϋπολογισμούς, ελλείμματα, μελλοντικούς φόρους, πιθανόν σε βάρος των κοινωνικών δαπανών.
Από την άλλη, κακά τα ψέματα, έχουμε μπει σε μια περίοδο όπου δυστυχώς οι συγκρούσεις θα αυξάνονται και, ανεξάρτητα από το ποιος θα «οριστεί» ως αντίπαλος, η ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών δεν μπορεί να επαφίεται στην καλή θέληση των άλλων.
Υπό προϋποθέσεις επομένως η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα εκτός από αναγκαίο κακό θα μπορούσε να διασφαλίσει το αγαθό της ασφάλειας και να αποτελέσει ταυτόχρονα εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης.
Προϋπόθεση όμως για κάτι τέτοιο είναι ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ώστε η κατανομή του κόστους και του οφέλους της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας να μην οδηγήσει σε νέες κοινωνικές και ενδοευρωπαϊκές ασυμμετρίες.
Με άλλα λόγια, εάν είναι να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι το κόστος των εξοπλισμών για να αναστηθεί η βιομηχανία των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών σε βάρος του Νότου, όπως συστηματικά έχει συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες, το αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό.
Ο γαλλο-γερμανικός άξονας είναι εκτός λειτουργίας εδώ και πολλά χρόνια, ενώ και οι δύο κυβερνήσεις είναι αδύναμες. Επιπλέον, δεν ασπάζονται όλες οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. την ίδια θέση για τη Ρωσία, θέμα που ίσως εξελιχθεί σε βασική διαχωριστική γραμμή στην αναγκαία οριοθέτηση κοινής εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε.
Πιθανώς αυτός είναι και ο λόγος που τα αμυντικά σχέδια για την Ευρώπη παραπέμπουν σε συνεργασία όχι όλων των χωρών, αλλά μόνο όσων θέλουν και μπορούν να συμμετάσχουν σε σχήματα που παραπέμπουν σε ομόκεντρους κύκλους ή τη λεγόμενη «Ευρώπη αλά καρτ».
Εκεί που θα κριθούν όμως όλα τα σχέδια επί χάρτου που κάνουν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες είναι στον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει η στροφή στις αμυντικές δαπάνες, με 800 δισ. ευρώ, ίσως και παραπάνω μέχρι το 2030, η οποία έχει ως βασικό σκοπό να στηριχθεί η παρακμάζουσα ευρωπαϊκή βιομηχανία και η ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες φαίνεται ότι ανακαλύπτουν με καθυστέρηση τον λεγόμενο «στρατιωτικό κεϊνσιανισμό» που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με μεγάλες κρατικές δαπάνες για αμυντικά προγράμματα τα οποία τροφοδότησαν αμερικανικές επιχειρήσεις, προκειμένου να αναπτύξουν υλικό «διπλής» χρήσης, στρατιωτικής και πολιτικής.
Ο «στρατιωτικός κεϊνσιανισμός», όμως, έχει ορισμένες παράπλευρες συνέπειες.
Οι ΗΠΑ τον χρησιμοποιούν με οικονομική επιτυχία, αλλά συντηρούν έναν τεράστιο στρατό με παρουσία σε όλο τον κόσμο και συνεχείς παρεμβάσεις και συμμετοχή σε πολέμους. Δυστυχώς το αμυντικό υλικό όταν συσσωρεύεται έχει την τάση να... καταναλώνεται.
Ταυτόχρονα, οι αμυντικές κρατικές δαπάνες σημαίνουν μεγάλα βάρη για τους κρατικούς προϋπολογισμούς, ελλείμματα, μελλοντικούς φόρους, πιθανόν σε βάρος των κοινωνικών δαπανών.
Από την άλλη, κακά τα ψέματα, έχουμε μπει σε μια περίοδο όπου δυστυχώς οι συγκρούσεις θα αυξάνονται και, ανεξάρτητα από το ποιος θα «οριστεί» ως αντίπαλος, η ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών δεν μπορεί να επαφίεται στην καλή θέληση των άλλων.
Υπό προϋποθέσεις επομένως η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα εκτός από αναγκαίο κακό θα μπορούσε να διασφαλίσει το αγαθό της ασφάλειας και να αποτελέσει ταυτόχρονα εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης.
Προϋπόθεση όμως για κάτι τέτοιο είναι ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ώστε η κατανομή του κόστους και του οφέλους της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας να μην οδηγήσει σε νέες κοινωνικές και ενδοευρωπαϊκές ασυμμετρίες.
Με άλλα λόγια, εάν είναι να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι το κόστος των εξοπλισμών για να αναστηθεί η βιομηχανία των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών σε βάρος του Νότου, όπως συστηματικά έχει συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες, το αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό.
Ειδικά για την Ελλάδα που δεν έχει... φανταστικούς εχθρούς, αλλά πραγματικούς, και αφιερώνει μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ στις αμυντικές δαπάνες, η κοινή αμυντική προσπάθεια θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να δημιουργήσει ευκαιρίες για την εγχώρια παραγωγή, η οποία έμεινε ασυγχώρητα εκτός των αμυντικών προγραμμάτων των τελευταίων ετών.
Είναι βέβαια κακό το παρελθόν και πολλές οι αμαρτίες με τα εξοπλιστικά προγράμματα, τα οποία τροφοδότησαν διαφθορά και μίζες.
Τώρα όμως που η ευρωπαϊκή άμυνα έρχεται στο προσκήνιο, είναι απαραίτητο να διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο εθνικό σχέδιο τόσο για τη θέση που θα διεκδικήσει η Ελλάδα στο νέο ευρωπαϊκό παραγωγικό τοπίο που σχεδιάζεται στις μεγάλες πρωτεύουσες όσο και για το πώς θα διαμορφωθούν οι ισορροπίες στο εσωτερικό της χώρας ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και των επιχειρήσεων. Τούτο, βέβαια, προϋποθέτει διάλογο και σύνθεση ανάμεσα στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και αναβαθμισμένο διάλογο των κοινωνικών εταίρων.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος την περασμένη εβδομάδα έβαλε στο τραπέζι ορισμένα κρίσιμα θέματα, όπως αυτό της παραγωγικότητας, η οποία, όπως είπε, πρέπει να αυξηθεί για να ανέβουν και οι πραγματικοί μισθοί. «Πρέπει να επενδύσουμε, οι εργαζόμενοι πρέπει να μας δώσουν καλύτερες μορφές ευελιξίας και εμείς να τους δώσουμε καλύτερους μισθούς», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Δεν ακούσαμε όμως κάτι από την πλευρά των συνδικάτων για τα θέματα που έχουν μπει στο τραπέζι την ώρα που ο κόσμος «ξαναμοιράζεται», αλλά και οι εσωτερικές κοινωνικές ισορροπίες οδηγούνται σε νέες ανατροπές.
Είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίος από ποτέ ο πολιτικός και κοινωνικός διάλογος για να μη βρεθεί η χώρα μας σε ακόμα χειρότερη θέση μετά το μεγάλο παζάρι που βρίσκεται σε εξέλιξη. Και βέβαια, με συνθήκες διαφάνειας και λογοδοσίας για κάθε κρατικό ευρώ που θα πάει σε εξοπλισμούς για να μην ξαναζήσουμε τις μαύρες σελίδες του παρελθόντος.
Είναι βέβαια κακό το παρελθόν και πολλές οι αμαρτίες με τα εξοπλιστικά προγράμματα, τα οποία τροφοδότησαν διαφθορά και μίζες.
Τώρα όμως που η ευρωπαϊκή άμυνα έρχεται στο προσκήνιο, είναι απαραίτητο να διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο εθνικό σχέδιο τόσο για τη θέση που θα διεκδικήσει η Ελλάδα στο νέο ευρωπαϊκό παραγωγικό τοπίο που σχεδιάζεται στις μεγάλες πρωτεύουσες όσο και για το πώς θα διαμορφωθούν οι ισορροπίες στο εσωτερικό της χώρας ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και των επιχειρήσεων. Τούτο, βέβαια, προϋποθέτει διάλογο και σύνθεση ανάμεσα στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και αναβαθμισμένο διάλογο των κοινωνικών εταίρων.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος την περασμένη εβδομάδα έβαλε στο τραπέζι ορισμένα κρίσιμα θέματα, όπως αυτό της παραγωγικότητας, η οποία, όπως είπε, πρέπει να αυξηθεί για να ανέβουν και οι πραγματικοί μισθοί. «Πρέπει να επενδύσουμε, οι εργαζόμενοι πρέπει να μας δώσουν καλύτερες μορφές ευελιξίας και εμείς να τους δώσουμε καλύτερους μισθούς», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Δεν ακούσαμε όμως κάτι από την πλευρά των συνδικάτων για τα θέματα που έχουν μπει στο τραπέζι την ώρα που ο κόσμος «ξαναμοιράζεται», αλλά και οι εσωτερικές κοινωνικές ισορροπίες οδηγούνται σε νέες ανατροπές.
Είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίος από ποτέ ο πολιτικός και κοινωνικός διάλογος για να μη βρεθεί η χώρα μας σε ακόμα χειρότερη θέση μετά το μεγάλο παζάρι που βρίσκεται σε εξέλιξη. Και βέβαια, με συνθήκες διαφάνειας και λογοδοσίας για κάθε κρατικό ευρώ που θα πάει σε εξοπλισμούς για να μην ξαναζήσουμε τις μαύρες σελίδες του παρελθόντος.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα