Όταν θίγεται το φιλότιμο...

Όταν θίγεται το φιλότιμο...

Μια παρεξήγηση από το πουθενά οδηγεί σε μια ευτράπελη δίκη

ptaismatodikio
Στο Πταισματοδικείο πιένα πάλι… Την περασμένη εβδομάδα δικαζόταν ο Μικές Καβοτρομάνας (… του Αναστασίου και της Παρθενώπης, γραφέας το επάγγελμα) επί αδίκω επιθέσει.
Στην σχετική πρόσκληση του κ. Πταισματοδίκου, όπως παρουσιαστεί και ο ενάγων, δύο χωροφύλακες φέρνουν υποβασταζόμενο κάποιον άνθρωπο, του οποίου το αριστερό πόδι και το δεξί χέρι είχαν τεθεί σε τελεία ακινησία. Επίσης και τα δύο του μάτια γύρω τους είχαν από έναν πλατύ μαύρο κύκλο, σαν να είχε κάνει ο δυστυχής εξαιρετική κατανάλωση ρίμελ. Το όνομά του –Νιόνιος Σανταφιόρος- μόλις μπορεί να το ψιθυρίσει ανάμεσα σε στεναγμούς και βογγητά.]

Στην θέα του, ο κ. Πταισματοδίκης εξαγριώνεται και στρεφόμενος προς τον κατηγορούμενο Καβουρομάνα τον κατακεραυνώνει με άγριες ματιές και με την ερώτηση:
-Δεν ντράπηκες μωρέ, να κάνεις τον άνθρωπο σε αυτά τα χάλια. Τί σου έκανε και τον έδειρες έτσι; Εμπρός σήκω επάνω και λέγε.

Ο Μικές, από τον τόνο της φωνής του Πταισματοδίκη, κατάλαβε πώς η κατάσταση δεν ήταν και πολύ ρόδινη, απεφάσισε λοιπόν να βάλει στην απολογία του όλη του την πειστικότητα, για να κλονίσει όσο μπορούσε πιο πολύ το αδίκημα πού τον βάραινε.
Κύριε Φταισματοδίκα, άρχισε να λέει, λυγίζοντας τη μέση του, θα σου ξηγηθώ στο πί και φί πώς έχουνε τα πράματα. Εγώ τρία χρονάκια τώρα, έχω στήσει το μαγαζί μου έξω ακριβώς από την πόρτα του Δημαρχείου. Δηλαδή, κύριε Φταισματοδίκα, ο Θεός να το κάνη μαγαζί. Ένα τραπέζι, μια καρέκλα και ένα καλαμάρι με μια πέννα. Έ, τι να κάνω, φτωχαδάκι κύριε Φταισματοδίκα. Άς είναι καλά μόνο ο Δήμαρχός μας ο κύρ-Μερκούρης, πού μ’ έχει βάλει κεί χάμου να βγάζω το ψωμί μου. Γράφω ότι θέλει η καρδούλα σου. Αίτηση θες; Βιβλιάριο θες; Πιστοποιητικά θες;

Κλείσιμο
SITARAS


-Έλα εμπρός, προχώρησε στο ενδιαφέρον σημείο, του παρατηρεί ο Πταισματοδίκης.
-Αμέσως, κύριε Φταισματοδίκα μου, μόνο να μη μού χαλάσεις τη ζαχαρένια σου κι εγώ θα σού ξηγηθώ ό,τι θέλεις σπαθί. Σήμερα το λοιπόν λίαν πρωΐαν, κύριε Φταισματοδίκα, πααίνω, ανοίγω το μαγαζί, κάθομαι στην καρέγλα, παραγγέλνω κι’ ένα καφεδάκι από το Μήτσο, το γωνιακό και περιμένω την πελατεία. Δεν περνά πολλή ώρα και να και φαίνεται ν’ αριβάρει προς το μέρος μου ετούτος δω ο κοψομεσιασμένος. Δεν πρόφτασε να σταματήσει και του απευθύνω τον λόγο. Έ, μουστερή, κύριε Φταισματοδίκα, να τον περιποιηθώ και λιγουλάκι.
-Τι θέλεις, κύριος, τον ρωτώ. Εδώ σε θέλω τώρα, κύριε Φταισματοδίκα, να βρεις τι μου είπε, αν δε βαριέσαι. Δεν θα το βρεις όσο και να σπαζοκεφαλιάσεις. Ετούτος πού λες είχε σηκωθεί φαίνεται το πρωΐ ανάποδα και τον έτρωγε η χούφτα του για να τις φάει. Γυρνά το λοιπόν και τί μού λέει;
-Θέλω τη χρεία μου.
Έ τώρα κύριε Φταισματοδίκα, ξέρεις ελόγου σου τι είναι να σού πούνε πρωΐαν, πρωΐαν μέσα στα μούτρα σου πώς θένε τη χρεία τους; Εγώ πάλι τον άρχισα να τον πάρω με το καλό.
-Μωρέ Χριστέ μου, γιατί δηλαδή το πέρασες το μαγαζί μου; Για αποτέτοιο;
-Όχι, μού λέει, θέλω τη χρεία μου. Εδώ θέλω να την κάνω.
Εμένα κύριε Φταισματοδίκα αρχίνησε να μού βράζει.
-Καλά, μωρέ και δεν βρήκες στο δρόμο σου καμιά μάντρα, κανένα χωράφι να κάνεις τη χρεία σου, μόνο θες καλά και σώνει να την κάνεις εδώ χάμου μπρός στα μάτια μου; Αυτός όμως, όσο θέλεις βρόντα στου κουφού την πόρτα, άρχισε ν’ αγριεύει.
-Θέλω τη χρεία μου πα να πει, θέλω τη χρεία μου.
Έ! Ποιος είδε το Θεούλη αδελφάκι Φταισματοδίκα μου, και δεν τον φοβήθηκε. Πετιέμαι απάνω και τον αρπάζω από το γιακά.
Φεύγεις ρε του λέω;

Κάτι πήγε να μού πει για τη χρεία του και το τι γίνηκε δεν το κατάλαβα. Σαν μας χωρίσανε ήτανε ο λεγάμενος σ’ αυτά τα χάλια.
Εδώ ακούστηκε να μιλά ραγισμένη και η φωνή του Σανταφιόρου.
Ψέματα τζογούλα κυρ-Πταισματοδίκα, ψέματα. Τη χρεία μου ήθελα να μού κάνει, πα να πει, είχα ανάγκη από μια αίτηση. Είμαι από το Τζάντε κι έτσι το λέμε εμείς.

Ο Μικές έμεινε και τον κοίταζε αποσβολωμένος, μέχρις ότου ο Πταισματοδίκης πήρε την απόφασή του.
-Πέντε μέρες κράτηση και 200 δραχμές ψυχική οδύνη στον ενάγοντα.
Μόνο σαν τον έπαιρναν οι χωροφύλακες να κάνη τη φυλάκισή του, πέρασε δίπλα από τον Σαναταφιόρο και του ψιθύρισε στ’ αυτί.
-Μωρ’ αδελφούλη μου, στο Θεό πού λατρεύεις, για πες μου, αφού την αίτησι στο Τζάντε τη λέτε χρεία, την άλλη τη δουλειά σας μπας και τη λέτε αίτηση;
Βασισμένο σε δικαστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας ¨Εξέλσιορ¨ 1932

Για περισσότερα: https://minoas.gr/syggrafeas/sitaras-thomas/
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Best of Network

Δείτε Επίσης