Γιάννης Καλπούζος: Ο μετρ των λέξεων

Γιάννης Καλπούζος: Ο μετρ των λέξεων

Καταξιωμένος συγγραφέας, ποιητής και στιχουργός μεγάλων επιτυχιών, δηλώνει μέγας λάτρης της Ιστορίας, την οποία χρησιμοποιεί ως φόντο στα περίφημα μυθιστορήματά του. Τρανό παράδειγμα, το τελευταίο του πόνημα με τίτλο «Μεθυστής» και υπότιτλο «Στα χώματα της Κρήτης», το οποίο τυπώθηκε ως πρώτη έκδοση σε 40.000 αντίτυπα

Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Γιάννης Καλπούζος: Ο μετρ των λέξεων
Ακόμα κι αν κάποιος δεν ήξερε ότι ο Γιάννης Καλπούζος είναι συγγραφέας, ακούγοντάς τον να μιλάει με λέξεις παιδεμένες και προσεκτικά επιλεγμένες, εύκολα θα μάντευε ότι είναι πολύπειρος εργάτης του λόγου. Η πλούσια εργογραφία του περιλαμβάνει μυθιστορήματα που διαβάζονται απνευστί ξανά και ξανά, στοχαστικές ποιητικές συλλογές, αλλά και τραγούδια που ερμηνεύτηκαν από σπουδαίους καλλιτέχνες και αναδείχθηκαν σε μεγάλες επιτυχίες. Η συνάντησή μας έγινε με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Μεθυστής», που διαδραματίζεται στην Κρήτη την περίοδο 1937-1945, με τις ιστορίες των ηρώων του να εξελίσσονται παράλληλα με τη δικτατορία του Μεταξά, το ελληνοϊταλικό μέτωπο, τη Μάχη της Κρήτης, τη γερμανική κατοχή και τέλος την Αντίσταση. Ετσι είναι όμως όλα -ή σχεδόν όλα- τα βιβλία του: πάντα υπάρχει ένας ιστορικός καμβάς πάνω στον οποίο εκείνος κεντάει με λεπτοβελονιά την πλοκή. Κι αυτό καθιστά κάθε ανάγνωσμά του όχι μόνο συναρπαστικό, αλλά και με έναν τρόπο εκπαιδευτικό, σαν μια βουτιά στην Ιστορία, που όμως περπατάει αγκαλιασμένη με τη μυθοπλασία.

GALA: Γιατί, αλήθεια, όλα τα βιβλία σας διαδραματίζονται σε ένα ιστορικό πλαίσιο;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ: Η Ιστορία με ενδιαφέρει γιατί εκεί μέσα βρίσκεται όλη μας η ζωή - σαφέστατα το χτες, αλλά υπάρχουν και το σήμερα με έναν τρόπο και το αύριο. Θεωρώ ότι ο άνθρωπος χτίζεται, διαμορφώνεται κυρίως μέσα από την προφορική πατροπαράδοτη διδαχή από γενιά σε γενιά, από χαρακτήρες, συμπεριφορές, τρόπο σκέψης, καλά και κακά στοιχεία, παθογένειες. Εγραφα στο βιβλίο μου «Αγιοι και δαίμονες», «μα τούτα των βασιλέων και των δεσποτών δεν έχουν τελειωμό κι εγώ θέλω να μιλήσω για τα των απλών ανθρώπων γιατί θαρρώ ότι το μπόλι που βάνει στον νου του γιου ή της κόρης ο γονιός έχει πλειότερη αξία κι απ’ τα διδάγματα του σχολειού». Το πιστεύω πολύ βαθιά αυτό, δηλαδή ότι το έδαφος της ψυχής του ανθρώπου καλλιεργείται μέσα στην οικογένεια, μπολιάζεται από την πατροπαράδοτη διδαχή και εκεί πάνω έρχονται όλα τα υπόλοιπα να χτίσουν.

G.: Πώς έρχεται η έμπνευση για ένα βιβλίο;
Γ.Κ.: Κάθε φορά είναι κάτι διαφορετικό και σίγουρα κάθε φορά είναι πολλά πράγματα. Σ’ αυτό το βιβλίο, τον «Μεθυστή», ήθελα να γράψω για μια χρονική περίοδο φωτεινή, λεβέντικη, ανδρειωμένη, που να έρθει να μιλήσει στο σήμερα, σε μια εποχή που θεωρώ ότι βιώνουμε την παρακμή των αξιών και έναν απίστευτο αισθητικά κατήφορο. Πηγαίνοντας το 2021 στο Ηράκλειο της Κρήτης όπου παρουσίαζα το βιβλίο μου «Ραγιάς», γνωρίστηκα με τον παγκοσμίου φήμης μαέστρο Μύρωνα Μιχαηλίδη, ο οποίος, όταν βγήκαμε μετά, άρχισε να μου διηγείται πραγματικά γεγονότα από τη γερμανική κατοχή στην Κρήτη. Και είπα «αυτή είναι η χρονική περίοδος που θα υποστηρίξει τη θεματολογία μου», γιατί ήθελα να μιλήσω για πολλά θέματα: για την αξιοπρέπεια, για το φιλότιμο, για τη λεβεντιά, για την οικογένεια, για τις σχέσεις των ανθρώπων... Και μου έδιναν την ευκαιρία αυτή και η χρονική περίοδος και ο τόπος.
Γιάννης Καλπούζος: Ο μετρ των λέξεων

G.: Επομένως είναι οι αξίες για τις οποίες θέλετε να μιλήσετε που σας κατευθύνουν κάθε φορά;
Γ.Κ.: Περίπου όλα τα βιβλία μου είναι στο ίδιο πλαίσιο, δηλαδή η θεματολογία, ο τόπος, ο χρόνος. Το «Γινάτι», που αναφερόταν στα Γιάννενα από το 1917 έως το 1929, αρχικά σκεφτόμουν να το τοποθετήσω στα Χανιά, γιατί είχε ένα πολυφυλετικό περιβάλλον που μου επέτρεπε να μιλήσω για το ποιος είναι ο Ελληνας, τι είναι αυτό που κάνει τον Ελληνα, οι αξίες του - ως ένα θέμα μου, γιατί τα βιβλία μου είναι πολυθεματικά και πολυεπίπεδα. Ομως οι Τουρκοκρητικοί είχαν φύγει από τα Χανιά πολύ νωρίτερα, ενώ οι Τουρκογιαννιώτες έφυγαν Ιούνιο του 1924 κι αυτό με διευκόλυνε, οπότε το τοποθέτησα στα Γιάννενα. Ενα άλλο βιβλίο μου, ο «Ραγιάς», είχε αντικείμενο την ίδια την Ιστορία. Ηθελα να μιλήσω για τους αφανείς ήρωες του 1821. Κάθε φορά, λοιπόν, είναι ένα πλέγμα θεμάτων που με απασχολεί και συνδυάζεται και με την ιστορική περίοδο.

G.: Πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;
Γ.Κ.: Στη ζωή μου τα πράγματα έχουν συμβεί με έναν θα έλεγα καρμικό τρόπο. Μεγάλωσα σε ένα πολύ μικρό χωριό της ορεινής Αρτας. Δεν ξέραμε τι θα πει «εξωσχολικό βιβλίο». Ημασταν μια φτωχή οικογένεια, όπως όλοι στα χωριά. Η πρώτη μου επαφή με τη Λογοτεχνία ήταν στη Δ’ Δημοτικού, όπου ένας δάσκαλος από το Πέτα της Αρτας, ο Παναγιώτης ο Κώτσης, μας διάβαζε από τον «Καιρό του Βουλγαροκτόνου» της Πηνελόπης Δέλτα και από τα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου κάθε Σάββατο, γιατί τότε πηγαίναμε και τα Σάββατα στο σχολείο. Και θυμάμαι πόσο μαγευόμουν από αυτή την αφήγηση και περίμενα με αδημονία να έρθει το Σάββατο για να ακούσω τη συνέχεια. Μετά χάθηκε η Λογοτεχνία από τη ζωή μου και την ξαναβρήκα στον στρατό, όταν άρχισα μανιωδώς να διαβάζω. Ομως είχα την ευχέρεια πάντα να σκαρώνω στίχους, μικρές ιστορίες και τα έδειχνα. Είχα τη ματαιοδοξία ή τη φιλοδοξία να μου πουν οι άλλοι έναν καλό λόγο. Φίλοι και φίλες που είχα στη ζωή μου με παρότρυναν να ασχοληθώ πιο σοβαρά. Ασχολήθηκα λίγα χρόνια με στίχους για τραγούδια, που κάποια από αυτά έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Ο,τι αγαπώ είναι δικό σου» που ερμηνεύει η Γλυκερία, το «Γιατί πολύ σε αγάπησα» με τον Ορφέα Περίδη, το «Δέκα μάγισσες» και πάρα πολλά άλλα. Αυτό λειτούργησε ως άσκηση και μαθητεία πάνω στον λόγο, πώς σε τρία τετράστιχα μπορείς να διηγηθείς μια ιστορία, μια συναισθηματική κατάσταση και γενικά το παίδεμα με τις λέξεις.

Οι λέξεις είναι πάρα πολύ ακριβές, ενώ κουβαλούν δέος, θρησκευτικό και ιστορικό. Σε μεγάλη ηλικία πια, στα 40 μου, πέρασα στην πεζογραφία. Εκανα ένα πρωτόλειο μυθιστόρημα, το «Μεθυσμένος δρόμος», που μετά, όταν το ξαναδιάβαζα έβλεπα ατεχνίες, γι’ αυτό δεν το επανεξέδωσα. Από το 2002 και έπειτα ό,τι έχω γράψει το έχω επανεκδώσει.

G.: Πώς εμπνέεστε τους ήρωές σας; Είναι κάποιοι βασισμένοι σε πραγματικά πρόσωπα;
Γ.Κ.: Κατ' αρχάς προσπαθώ να αποφύγω τα βιώματά μου. Ομως βίωμα είναι και οι αναγνώσεις, οι θεατρικές παραστάσεις που έχεις παρακολουθήσει, οι ιστορίες που έχεις ακούσει να σου διηγούνται. Ολα αυτά διηθούνται μέσα σου και δεν ξέρεις πώς και αν εισχωρούν στη γραφή σου, δεν μπορείς να τα εντοπίσεις. Γενικά υποδύομαι ρόλους. Είτε αφορά τα τραγούδια είτε τα μυθιστορήματα είμαι ο πάσχων - ο άντρας, η γυναίκα, ο καλός, ο κακός… Γελάω, κλαίω. Θυμάμαι όταν έγραφα το «Ιμαρέτ», ο γιος μου -πρέπει να ήταν 12-13 χρόνων- μπαίνει κάποια στιγμή στο γραφείο μου και με βλέπει να κλαίω. «Τι έπαθες, μπαμπά;». Ηταν μια σκηνή από το βιβλίο, όταν χωρίζει ο Νετζίπ με την Καλίλα κι εγώ έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. Και τώρα άμα το διαβάσω, πάλι θα κλαίω. Αγαπάω τους ήρωές μου, προσπαθώ να τους κατανοήσω, είτε είναι καλοί είτε είναι κακοί, τους παρακολουθώ από τη δική τους ματιά. Υπάρχει ένα αρχικό μικρό σχέδιο, αλλά ανατρέπεται. Χτίζονται στην πορεία - και αυτή είναι η μαγεία της γραφής, να μην ξέρεις τι θα γίνει παρακάτω.

G.: Δηλαδή, όταν ξεκινάτε ένα βιβλίο δεν ξέρετε πώς θα τελειώσει;
Γ.Κ.: Ο φίλος μου ο Κώστας Μουρσελάς μού είχε πει παλαιότερα: «Ποτέ μη σχεδιάζεις το τέλος, γιατί τότε εγκλωβίζεσαι σε ένα συγκεκριμένο κλείσιμο και προσπαθείς να οδηγήσεις τα πράγματα προς τα εκεί». Ηταν μια συμβουλή που μου είχε δώσει το 2000, την οποία κράτησα πολύ πιστά - και όντως είχε μέγα δίκιο. Ανοίγει η φαντασία σου και γράφεις πιο ελεύθερα ή σε οδηγούν οι ήρωες, ανάλογα με το ποιοι είναι οι χαρακτήρες, και έτσι προκύπτει μια πλοκή πολύ πιο στέρεη και πολύ πιο συναρπαστική.

G.: Ζείτε μέσα στα βιβλία σας όταν γράφετε;
Γ.Κ.: Πιο πολύ ζω εκεί παρά στην πραγματική ζωή. Δεν υπάρχει καλός συγγραφέας που να μην το έχει ζήσει αυτό γράφοντας - και ειδικά μυθιστόρημα που σε θέλει για πολύ μεγάλο διάστημα να ζεις στον μυθοπλαστικό σου κόσμο. Η πραγματική ζωή είναι σαν παράπλευρη πραγματικότητα. Το «πάλι δεν ακούς;» είναι η πιο συνηθισμένη φράση της συζύγου μου στο σπίτι. Ολες τις ώρες, όμως, ακόμα κι όταν δεν γράφω, είμαι εκεί, στον κόσμο της μυθιστορίας μου. Και όταν έχει κανείς πάρα πολλά βιβλία πίσω του, όπως εγώ που έχω γράψει μέχρι στιγμής 11 μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές συν διηγήματα, πρέπει να μην επαναλαμβάνομαι, είτε σε μυθοπλασία είτε σε χαρακτήρες είτε σε περιγραφές. Ψάχνω νέα εκφραστικά μέσα, λεκτικά παιχνίδια, κι από την άλλη προσπαθώ να κρατάω το ύφος μου. Είναι πολύ σημαντικό ένας συγγραφέας να διατηρήσει το ύφος του, να είναι αναγνωρίσιμο. Να διαβάζεις μια σελίδα και να λες «αυτό είναι Καλπούζος».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Δείτε Επίσης