Τα «ρεύματα» στέλνουν πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ στην Εντατική
felekis_nikos

Νίκος Φελέκης

Τα «ρεύματα» στέλνουν πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ στην Εντατική

Οι κακές συνήθειες δεν κόβονται και οι διαπιστώσεις των δημοσκοπήσεων δείχνουν ότι ο Τσίπρας θα πρέπει να αλλάξει αφήγημα, πολιτικές και πρόσωπα - Βουλευτές και στελέχη ενδιαφέρονται να επιλύσουν, με όρους οργανωτικής κυριαρχίας, τις μεταξύ τους αντιθέσεις, παρά να ασχοληθούν με τα συμφέροντα των πολιτών

Φέτος, αγιασμός υδάτων, λόγω καραντίνας, δεν έγινε. Η Κουμουνδούρου όμως μούσκεψε. Αίφνης, στο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα άρχισε να βρέχει τάσεις, ομάδες, ρεύματα, φράξιες. Εκεί που όλοι ανέμεναν η αξιωματική αντιπολίτευση με την αλλαγή του χρόνου ν’ αρχίσει να παρουσιάζει κυβερνητική αντιπρόταση με τεκμηριωμένο πρόγραμμα και εναλλακτικές πολιτικές, είδαν να καταθέτουν μανιφέστα η «Ομπρέλα», η ΡΕΝΕ, η «Γέφυρα», ενώ αυτό το Σαββατοκύριακο έχει σειρά, μέσω διαδικτυακής ολομέλειας, η Ενωτική Κίνηση να πει τι πρέπει να γίνει στον ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν έχουν μιλήσει ακόμη οι «Καραβελιστές», οι «Δημαρίτες», οι «Ηρακλείς του στέμματος», οι πασοκογενείς ΑΝΕΚΟΝΕίτες και πάει λέγοντας. Και μόνο το γεγονός ότι οι αναγνώστες, όπως άλλωστε και οι πολίτες, χρειάζονται λεξικό και φροντιστήριο για το τι ακριβώς είναι και ποιους εκφράζει η κάθε εσωκομματική ομάδα, δείχνει γιατί η Κουμουνδούρου δεν μπορεί να επωφεληθεί από την (έστω μικρή) φθορά της κυβέρνησης και να ανακάμψει δημοσκοπικά.

Δυστυχώς για τον κύριο Τσίπρα, το κόμμα του αρνείται να κόψει τις κακές συνήθειες του παρελθόντος. Παρότι για πέντε χρόνια ήταν κυβέρνηση και τώρα αξιωματική αντιπολίτευση, οι βουλευτές και τα στελέχη του δίνουν την εντύπωση ότι πρωτίστως ενδιαφέρονται να επιλύσουν, με όρους οργανωτικής κυριαρχίας, τις μεταξύ τους αντιθέσεις παρά να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των πολιτών, που πλήττονται από τις παρενέργειες της πανδημίας και τις επιλογές της κυβέρνησης. Αυτός είναι και ο λόγος που η βάση του ΣΥΡΙΖΑ «βράζει». Οπως χαρακτηριστικά λέγεται: «Πολλά μέλη του κόμματος, αλλά και στελέχη της βάσης και πολλών τοπικών επιτροπών έχουν διαμηνύσει στα κεντρικά γραφεία τη δυσφορία και την ενόχλησή τους για την εικόνα ομφαλοσκόπησης που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ». Μάλιστα, αν κάποιος ρίξει μια ματιά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και ειδικά στο fb, θα διαπιστώσει, σύμφωνα με τα λεγόμενα ανθρώπου που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα τεκταινόμενα στην αξιωματική αντιπολίτευση, ότι «πολλοί οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ είναι εξαγριωμένοι και καλούν τα στελέχη που ασχολούνται με τις τάσεις και τα ρεύματα να βγουν από τα τείχη της Κουμουνδούρου και να βγάλουν τις κομματικές παρωπίδες, μπας και δουν τι τραβάει η κοινωνία».

Τα «συντρόφια»

Η ενασχόληση με τον κομματικό μικρόκοσμο είναι, σύμφωνα με αναλυτές της πολιτικής συμπεριφοράς, μία από τις αιτίες που οι ψηφοφόροι -παρότι τα προβλήματα των περισσοτέρων μεγαλώνουν και οξύνονται- δεν... ακούνε την Κουμουνδούρου. «Αντί να ασχολούμαστε με το πρόγραμμα και την εκπόνηση πολιτικών για μια παραγωγική Ελλάδα που θα δημιουργήσει νέο πλούτο, θα μειώσει τις ανισότητες, θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας, θα ενισχύσει το κοινωνικό κράτος, θα βελτιώσει τα εισοδήματα των εργαζομένων και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, αντί να ασχολούμαστε με το πώς θα αναστήσουμε τη μεσαία τάξη που την είχαμε γονατίσει με την υπερφορολόγηση, κοιτάζουμε πώς θα δυναμώσουν στο κόμμα ο Παππάς, ο Τσακαλώτος, ο Βίτσας, ο Τζανακόπουλος, ο Μπίστης και τ’ άλλα συντρόφια», μας λέει ένα από τα μετριοπαθή και νουνεχή στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ήταν και μέλος του τελευταίου Υπουργικού Συμβουλίου του Αλέξη Τσίπρα. Αυτή η συμπεριφορά σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικής αυτοκριτικής για τα (σοβαρά) λάθη την περίοδο της διακυβέρνησης, σύμφωνα με την παραδοχή και ιστορικού στελέχους της ανανεωτικής Αριστεράς, είναι και ο λόγος που οι πολίτες προτιμούν τον Μητσοτάκη και τη Ν.Δ. από τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Με τη διαπίστωση αυτή συμφωνούν και όσοι ασχολούνται επισταμένως με τις δημοσκοπήσεις. Γι’ αυτούς το πρόβλημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν (πρέπει να) είναι η μεγάλη διαφορά που έχει η Ν.Δ. στην πρόθεση ψήφου, αλλά οι διαφορές που καταγράφονται στα ποιοτικά ευρήματα των ερευνών. «Στην πρόθεση ψήφου μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να υστερεί κατά 15 μονάδες, ή 13 ή 17 δεν έχει σημασία, αν όμως ψάξει τις διαφορές στον βαθμό εμπιστοσύνης για τον χειρισμό θεμάτων, όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, η παιδεία, η δημόσια τάξη, η υγεία, η μετανάστευση, θα δει ότι καταγράφονται ακόμη μεγαλύτερες διαφορές υπέρ της Ν.Δ.», λένε. Και προσθέτουν: «Αυτό είναι το στρατηγικό πρόβλημα του Τσίπρα και όχι η διαφορά στην πρόθεση ψήφου και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή που δεν είναι εκλογική».

Εξυπακούεται πως αυτή η γνώμη των ψηφοφόρων είναι αποτέλεσμα της εικόνας που έχουν για τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τα πρόσωπα που την άσκησαν. Και επειδή το παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει, ο Τσίπρας θα πρέπει να αλλάξει αφήγημα, πολιτικές και πρόσωπα. Χρειάζεται να οργανώσει το κόμμα του με τέτοιο τρόπο, που η εικόνα την οποία θα εκπέμπει θα παραπέμπει όχι σε ρεβάνς -όπως ανοήτως φλυαρούν κάποιοι, με πρώτο και καλύτερο τον Παύλο Πολάκη- αλλά σε ριζοσπαστικά εναλλακτική και τεχνοκρατικά αποτελεσματική διακυβέρνηση με νέα πρόσωπα και άλλο ήθος και ύφος εξουσίας.

Μόνο έτσι μπορεί να αλλάξει τη γνώμη των ψηφοφόρων για τον ίδιο και το κόμμα του. Μόνο έτσι θα αλλάξει το πολιτικά παράδοξο της Μεταπολίτευσης: 18 μήνες μετά τις εκλογές -και με τη χώρα για ένα σχεδόν χρόνο σε καραντίνα- να μειώνεται η δημοτικότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι της κυβέρνησης! Τουλάχιστον αυτό του εισηγούνται. Οχι μόνο πολιτικά στελέχη, αλλά και ειδικοί σε επικοινωνία και στρατηγικές εξουσίας. Οσο δεν το κάνει και η εικόνα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι η οργανωτική νευρικότητα, η πολιτική αμφιθυμία και οι ιδεολογικές ονειρώξεις των στελεχών του, η αναδιοργάνωση και η ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ θα περιμένει για πολύ. Και «ευτυχώς για τον Αλέξη Τσίπρα και τους συνεργάτες του που υπάρχει κρίση ηγεσίας και στρατηγικής στο ΚΙΝ.ΑΛ., διαφορετικά αν στον χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς υπήρχε κάποια χαρισματική προσωπικότητα και ένα ελκυστικό εθνικό και κυβερνητικό αφήγημα ,τα πράγματα θα εξελίσσονταν με δυσάρεστο τρόπο για την Κουμουνδούρου», μάς επισημαίνει διακεκριμένος αναλυτής, που διάκειται φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Και ο οποίος θεωρεί ότι το «μπάχαλο» που εκπέμπει ως εικόνα ο ΣΥΡΙΖΑ βλάπτει σοβαρά τον Τσίπρα αν και, όπως μας επισημαίνει, «ακόμη και όταν ο Τσίπρας έχασε τις εκλογές, στη σύγκριση με τον Μητσοτάκη σε ηγετικότητα υπερτερούσε. Τώρα στη σύγκριση νικητής είναι ο Μητσοτάκης. Δεν είναι χαρισματικός όσο ο Τσίπρας, ούτε έχει το πολιτικό του ένστικτο, όμως η εντύπωση που σχηματίζουν οι ψηφοφόροι για τον Κυριάκο είναι ότι είναι εργατικός, αποφασιστικός και τεχνοκρατικά αποτελεσματικός. Ο,τι δηλαδή χρειάζονται οι πολίτες σε συνθήκες κρίσης. Κατά συνέπεια, εκτός από την εικόνα του κόμματός του, ο Αλέξης πρέπει να ενισχύσει και το δικό του προφίλ. Η φιλικότητα που εκπέμπει δεν αρκεί για να επιστρέψει στα κυβερνητικά έδρανα». Στην κατεύθυνση ενίσχυσης του προφίλ του Τσίπρα, αλλά και διόρθωσης της εικόνας της Κουμουνδούρου κινείται και ο ρόλος που έχει ανατεθεί στον Μιχάλη Καλογήρου, τον διευθυντή του γραφείου του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να προσεγγίσει προσωπικότητες, επιστήμονες, διανοούμενους, καλλιτέχνες, επαγγελματίες από τον χώρο του επιχειρείν και της εργασίας ώστε «να δημιουργηθεί ένας κύκλος συνομιλητών του Τσίπρα, που δεν είναι κομματικά στελέχη, αλλά έχουν προοδευτική σκέψη, τεχνοκρατική επάρκεια και με τις τοποθετήσεις τους σε σοβαρά θέματα της χώρας και της επικαιρότητας (μπορούν να) κάνουν γκελ στην κοινωνία».

Αναζήτηση συμμαχιών

Κλείσιμο
Οπωσδήποτε, «ο κύκλος συνομιλητών του Τσίπρα» θα βοηθήσει τον τέως πρωθυπουργό στην προσπάθεια να αλλάξει την εικόνα εκπροσώπησης του κόμματος στην κοινωνία, να μπολιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ με κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό που δεν προέρχεται από τα κομματικά έγκατα και δεν απευθύνεται αποκλειστικά στο (εσω)κομματικό ακροατήριο. Και το κυριότερο, όπως τουλάχιστον ευελπιστούν οι συνεργάτες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να ενισχύσει τη συζήτηση για ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες με στόχο την προοδευτική διακυβέρνηση.

Το εγχείρημα παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες. Οχι μόνο επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει και την καλύτερη φήμη στους ανθρώπους που μπορεί να διαθέτουν τα προσόντα που θέλει ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά και επειδή είναι ήκιστα ελκυστική έως και απωθητική η εικόνα με τις τάσεις, τα ρεύματα, τις ομάδες, τις φράξιες και του ακήρυχτου εσωκομματικού πολέμου για οργανωτική επικράτηση. Ο χώρος για ανεξάρτητες και εκτός ομαδοποιήσεων φωνές εμφανίζεται να είναι περιορισμένος, ακόμη και στενάχωρος. Οχι μόνο για τους εκτός κόμματος, αλλά και για τους εντός. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν όσοι αρνούνται να παίξουν στο παιχνίδι των ρευμάτων και των τάσεων (την «κομματική μονόπολι», όπως προσφυώς μας τη χαρακτήρισε συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα), το οποίο ελλείψει σοβαρής εναλλακτικής και προγραμματικής αντιπρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας το τελευταίο διάστημα γνωρίζει πιένες στην Κουμουνδούρου.

Και φυσικά δρα απαγορευτικά για συνεργασίες, ειδικά με το ΚΙΝ.ΑΛ. Την απομάκρυνση του Ανδρέα Λοβέρδου από τη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου ορισμένοι στην Κουμουνδούρου (θέλουν να) την ερμηνεύουν και ως κλείσιμο του ματιού της Φώφης Γεννηματά προς τον Αλέξη Τσίπρα για μελλοντική συνεργασία. Κάτι που δεν ισχύει. Οχι μόνο επειδή το διαψεύδει η Χαριλάου Τρικούπη, αλλά επειδή οι εκλογές με την απλή αναλογική δεν έχουν γίνει. Και πριν από τον Οκτώβριο του 2022, σύμφωνα και με έγκυρες κυβερνητικές πηγές, δεν πρόκειται να γίνουν. «Ο,τι είναι να γίνει, θα γίνει μετά τις πρώτες εκλογές και αφού συνεκτιμηθούν το τοπίο που θα έχει προκύψει από τις κάλπες, η κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων καθώς και οι προτεραιότητες που θα τεθούν σχετικά με τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο της διακυβέρνησης», υποστηρίζει παλαιός κοινοβουλευτικός του ΠΑΣΟΚ, που δεν είναι αντίθετος στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα νέο μεγάλο κεντροαριστερό και αντιδεξιό κόμμα, όπως αυτό που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Ο Τσίπρας σίγουρα το θέλει επειδή η συζήτηση για Προοδευτική Παράταξη και προοδευτική διακυβέρνηση τον ευνοεί αφού, εκ των πραγμάτων και με βάση την εκλογική δύναμη και την πολιτική απήχηση, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που θα έχει τον πρώτο και αποφασιστικό λόγο σε περίπτωση συνεργασίας. Επίσης, με διαφορετικές διαβαθμίσεις και προσεγγίσεις το θέλουν και η «Γέφυρα», η ΔΗΜ.ΑΡ., η ΡΕΝΕ και η Ενωτική Κίνηση. Η «Ομπρέλα» δεν το αρνείται, αλλά προτιμά τη συνεργασία με το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 καθώς και με δυνάμεις του ευρύτερου αριστερού χώρου, μεταξύ των οποίων και οι Οικολόγοι.

Οι «ομπρελοποιοί»

Η συζήτηση για τις πολιτικές συμμαχίες και τις κυβερνητικές συνεργασίες καταλαμβάνει μεγάλο χώρο συζήτησης στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή σχεδόν όλοι θεωρούν ότι ο Μητσοτάκης θα προσφύγει στις κάλπες, αν όχι τον προσεχή Ιούνιο, τον Οκτώβριο. Ομως υπάρχει και ένας ακόμη λόγος. Καταφεύγουν στη συζήτηση για τις συνεργασίες επειδή οι περισσότεροι έχουν ακόμη νοοτροπία δεύτερου κόμματος ή εν πάση περιπτώσει επειδή θεωρούν ότι η αυτοδυναμία δεν είναι εφικτός στόχος, ενδεχομένως και να μην πρέπει, για ένα κόμμα της Αριστεράς.

Συζητούν, λοιπόν, για τους συμμάχους και όχι για την πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία στην οποία πρέπει να στοχεύει ένα κυβερνητικό κόμμα που θέλει να καθιερωθεί ως ο ένας από τους δύο πόλους του νέου δικομματισμού. Τη νοοτροπία αυτή την έχουν πρωτίστως οι «ομπρελοποιοί», οι οποίοι προκρίνουν τις κοινωνικές συμμαχίες αντί για τις πολιτικές, όπως κάνουν και οι ΡΕΝΕδες, σε αντίθεση με τους «Ενωτικούς», που είναι υπέρ της μετωπικής αναμέτρησης με την κυβέρνηση, αλλά και τους λοιπούς της ευρύτερης προεδρικής πλειοψηφίας («Γέφυρα», ΔΗΜ.ΑΡ.) που για λόγους ρεαλισμού, αλλά και επειδή προέρχονται από τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς, προκρίνουν τη στρατηγική συνεργασία με το ΚΙΝ.ΑΛ.

Οι διαφορές μεταξύ των ομάδων -όπως φαίνεται από τα κείμενα που κυκλοφόρησαν και τις διαδικτυακές ολομέλειες της Ενωτικής Κίνησης και της ΡΕΝΕ αυτό το Σαββατοκύριακο- μπορεί να είναι αρκετές, ευτυχώς όμως για τον Αλέξη Τσίπρα αυτές δεν εμφανίζονται στις ψηφοφορίες της Βουλής. Οι 16-17 βουλευτές της «Ομπρέλας», οι 7-8 της ΡΕΝΕ, οι 30 της Ενωτικής Κίνησης και οι υπόλοιποι 30 ανεξάρτητοι, μεταξύ των οποίων και ο σκληρός πυρήνας του αρχηγού (Τζανακόπουλος, Φλαμπουράρης, Αχτσιόγλου, Χαρίτσης) ψήφισαν τη σύμβαση για την αγορά των Rafale, παρότι στο προεδρείο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας οι Τσακαλώτος, Σκουρλέτης, Βούτσης, συν ο Δρίτσας ως τομεάρχης Αμυνας, ήταν υπέρ του «παρών». Ομοφώνως θα ψηφίσουν και την Τετάρτη για την επέκταση των 12 μιλίων στο Ιόνιο. Εδώ πάντως δεν υπάρχουν διαφωνίες. Η μόνη ένσταση είναι γιατί δεν το είχαν κάνει οι ίδιοι το 2018.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ