Απέτυχε η συνταγή για τα κόκκινα δάνεια, ώρα για λύσεις
Σε μεγάλο βαρίδι για την οικονομία έχουν εξελιχθεί τα κόκκινα δάνεια καθώς η εξυγίανση δεν έχει ολοκληρωθεί, ενώ η διαδικασία προχωρά με ρυθμούς χελώνας και αμφισβητούμενη πρόοδο
Τα δεδομένα δείχνουν ότι ο χειρισμός της υπόθεσης αποδείχθηκε ατελέσφορος, το πρόβλημα δεν λύθηκε και παραμένει ανοιχτή πληγή στην οικονομία.
Και δεν είναι μόνο το κοινωνικό κόστος που επωμίζονται εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικές μονάδες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά υπάρχει και σημαντικό οικονομικό κόστος για το σύνολο της αγοράς και της οικονομίας.
Ενα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας τάξης και ένα εξίσου μεγάλο τμήμα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας βρίσκονται εγκλωβισμένα σε τραπεζικά χρέη του παρελθόντος, τα οποία έχουν μεταφερθεί από τις τράπεζες σε ξένες εταιρείες και funds -με τη διευκόλυνση κρατικών εγγυήσεων άνω των 20 δισ. ευρώ- και βρίσκονται υπό τη διαχείριση των εισπρακτικών εταιρειών, των λεγόμενων servicers.
Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες «καθάρισαν» τους ισολογισμούς τους και η διαχείριση των κόκκινων δανείων πέρασε στις εισπρακτικές, η ύπαρξη των οποίων θεσμοθετήθηκε επειδή υποτίθεται ότι θα είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια για να κάνουν γενναίες ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις και «κουρέματα», τα οποία δεν μπορούσαν να κάνουν οι τράπεζες λόγω των αυστηρών εποπτικών κανόνων στους οποίους υπόκεινται. Αντί γι’ αυτό, όμως, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι εισπρακτικές εκμεταλλεύονται τα κόκκινα δάνεια και γράφουν κέρδη χωρίς να τα ρυθμίζουν. Τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι έχουν θέσει υπό ρύθμιση λιγότερο από ένα στα τέσσερα δάνεια και αποτυγχάνουν συστηματικά να καλύψουν τους στόχους που έχουν τεθεί στα business plans τους, με αποτέλεσμα να εγείρεται και ο κίνδυνος ενεργοποίησης των κρατικών εγγυήσεων για να καλυφθεί το κενό που έχουν τα ξένα funds στις εισπράξεις από κόκκινα δάνεια. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εισπρακτικές ζήτησαν και πέτυχαν να απελευθερωθούν ακόμα περισσότερο οι διαδικασίες πλειστηριασμών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας Εκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τραπέζης της Ελλάδος, τα κόκκινα δάνεια που μεταφέρθηκαν από τις τράπεζες σε funds και τέθηκαν υπό τη διαχείριση των εισπρακτικών εταιρειών έχουν φτάσει τα 81,6 δισ. ευρώ και «είναι χαμηλής ποιότητας», με το 89,6% αυτών (σ.σ.: δηλαδή τα 73 δισ. ευρώ) να αφορά «μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Διευκρινίζεται επίσης ότι από αυτά τα 73 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων, η πλειονότητα είναι καταγγελμένα ανοίγματα (77,4%), το 17,7% αφορά ανοίγματα σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ενώ το 4,9% ανοίγματα ταξινομημένα ως αβέβαιης είσπραξης.
Η εικόνα είναι ασφαλώς ζοφερή και δεν παραπέμπει ούτε κατά διάνοια στην «εξυγίανση» ή «εκκαθάριση» η οποία διαφημιζόταν την περίοδο που λαμβάνονταν αυτές οι αποφάσεις και προωθήθηκε η σχετική νομοθεσία (κυρίως το διάστημα 2018-2020).
Εκείνο που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι από το σύνολο των 73 δισ. ευρώ που είναι υπό τη διαχείριση των εισπρακτικών εταιρειών και χαρακτηρίζονται ως «μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα» μόνο το 23,4%, ήτοι δάνεια αξίας 18 δισ. ευρώ, έχουν ρυθμιστεί. Η δε φύση των «ρυθμίσεων» αυτών δεν παραπέμπει απαραίτητα και σε συναινετική λύση.
Οπως αναφέρεται στην Εκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, από τα δάνεια που είναι σε ρύθμιση πάνω από τα μισά (58,2% ή δάνεια αξίας περίπου 10 δισ. ευρώ) είναι σε καθεστώς «οριστικής διευθέτησης», που σημαίνει ότι στην κατηγορία αυτή καταχωρούνται δάνεια που έκλεισαν λόγω πλειστηριασμών ή εξόφλησης με πώληση των ενεχυριασμένων ακινήτων, δάνεια που έχουν υπαχθεί στον Νόμο Κατσέλη και άλλες περιπτώσεις που δεν διευκρινίζονται.
Τα δάνεια που είναι σε μακροπρόθεσμη ρύθμιση είναι το 37% (6,8 δισ. ευρώ) και οι βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις είναι το 4,7% ή δάνεια αξίας 0,5 δισ. ευρώ.
Το συμπέρασμα είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των δανείων που διαχειρίζονται οι εισπρακτικές είναι εκτός ρύθμισης και τα αντίστοιχα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βρίσκονται εκτός αγοράς. Εκτός αγοράς όμως βρίσκονται και όσοι έχουν ρυθμίσει τα δάνειά τους και τα εξυπηρετούν, αφού θεωρούνται «κόκκινοι» και δεν επιτρέπεται να χρηματοδοτηθούν.
Με λίγα λόγια, η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών επιτεύχθηκε επειδή το πρόβλημα των 73 δισ. ευρώ μεταφέρθηκε αλλού και χρονίζει.
Και δεν είναι μόνο το κοινωνικό κόστος που επωμίζονται εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικές μονάδες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά υπάρχει και σημαντικό οικονομικό κόστος για το σύνολο της αγοράς και της οικονομίας.
Ενα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας τάξης και ένα εξίσου μεγάλο τμήμα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας βρίσκονται εγκλωβισμένα σε τραπεζικά χρέη του παρελθόντος, τα οποία έχουν μεταφερθεί από τις τράπεζες σε ξένες εταιρείες και funds -με τη διευκόλυνση κρατικών εγγυήσεων άνω των 20 δισ. ευρώ- και βρίσκονται υπό τη διαχείριση των εισπρακτικών εταιρειών, των λεγόμενων servicers.
Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες «καθάρισαν» τους ισολογισμούς τους και η διαχείριση των κόκκινων δανείων πέρασε στις εισπρακτικές, η ύπαρξη των οποίων θεσμοθετήθηκε επειδή υποτίθεται ότι θα είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια για να κάνουν γενναίες ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις και «κουρέματα», τα οποία δεν μπορούσαν να κάνουν οι τράπεζες λόγω των αυστηρών εποπτικών κανόνων στους οποίους υπόκεινται. Αντί γι’ αυτό, όμως, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι εισπρακτικές εκμεταλλεύονται τα κόκκινα δάνεια και γράφουν κέρδη χωρίς να τα ρυθμίζουν. Τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι έχουν θέσει υπό ρύθμιση λιγότερο από ένα στα τέσσερα δάνεια και αποτυγχάνουν συστηματικά να καλύψουν τους στόχους που έχουν τεθεί στα business plans τους, με αποτέλεσμα να εγείρεται και ο κίνδυνος ενεργοποίησης των κρατικών εγγυήσεων για να καλυφθεί το κενό που έχουν τα ξένα funds στις εισπράξεις από κόκκινα δάνεια. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εισπρακτικές ζήτησαν και πέτυχαν να απελευθερωθούν ακόμα περισσότερο οι διαδικασίες πλειστηριασμών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας Εκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τραπέζης της Ελλάδος, τα κόκκινα δάνεια που μεταφέρθηκαν από τις τράπεζες σε funds και τέθηκαν υπό τη διαχείριση των εισπρακτικών εταιρειών έχουν φτάσει τα 81,6 δισ. ευρώ και «είναι χαμηλής ποιότητας», με το 89,6% αυτών (σ.σ.: δηλαδή τα 73 δισ. ευρώ) να αφορά «μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Διευκρινίζεται επίσης ότι από αυτά τα 73 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων, η πλειονότητα είναι καταγγελμένα ανοίγματα (77,4%), το 17,7% αφορά ανοίγματα σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ενώ το 4,9% ανοίγματα ταξινομημένα ως αβέβαιης είσπραξης.
Η εικόνα είναι ασφαλώς ζοφερή και δεν παραπέμπει ούτε κατά διάνοια στην «εξυγίανση» ή «εκκαθάριση» η οποία διαφημιζόταν την περίοδο που λαμβάνονταν αυτές οι αποφάσεις και προωθήθηκε η σχετική νομοθεσία (κυρίως το διάστημα 2018-2020).
Εκείνο που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι από το σύνολο των 73 δισ. ευρώ που είναι υπό τη διαχείριση των εισπρακτικών εταιρειών και χαρακτηρίζονται ως «μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα» μόνο το 23,4%, ήτοι δάνεια αξίας 18 δισ. ευρώ, έχουν ρυθμιστεί. Η δε φύση των «ρυθμίσεων» αυτών δεν παραπέμπει απαραίτητα και σε συναινετική λύση.
Οπως αναφέρεται στην Εκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, από τα δάνεια που είναι σε ρύθμιση πάνω από τα μισά (58,2% ή δάνεια αξίας περίπου 10 δισ. ευρώ) είναι σε καθεστώς «οριστικής διευθέτησης», που σημαίνει ότι στην κατηγορία αυτή καταχωρούνται δάνεια που έκλεισαν λόγω πλειστηριασμών ή εξόφλησης με πώληση των ενεχυριασμένων ακινήτων, δάνεια που έχουν υπαχθεί στον Νόμο Κατσέλη και άλλες περιπτώσεις που δεν διευκρινίζονται.
Τα δάνεια που είναι σε μακροπρόθεσμη ρύθμιση είναι το 37% (6,8 δισ. ευρώ) και οι βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις είναι το 4,7% ή δάνεια αξίας 0,5 δισ. ευρώ.
Το συμπέρασμα είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των δανείων που διαχειρίζονται οι εισπρακτικές είναι εκτός ρύθμισης και τα αντίστοιχα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βρίσκονται εκτός αγοράς. Εκτός αγοράς όμως βρίσκονται και όσοι έχουν ρυθμίσει τα δάνειά τους και τα εξυπηρετούν, αφού θεωρούνται «κόκκινοι» και δεν επιτρέπεται να χρηματοδοτηθούν.
Με λίγα λόγια, η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών επιτεύχθηκε επειδή το πρόβλημα των 73 δισ. ευρώ μεταφέρθηκε αλλού και χρονίζει.
Σε συνδυασμό με τις οφειλές των φορολογουμένων στο Δημόσιο, που έχουν φτάσει τα 110 δισ. ευρώ από 4 εκατομμύρια ΑΦΜ, το ιδιωτικό χρέος αποτελεί βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας.
Οι συνταγές αντιμετώπισης που εφαρμόστηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια αποδεικνύονται ατελέσφορες, με μόνους ωφελούμενους κάποια ξένα funds που αγόρασαν τα δάνεια με μεγάλη έκπτωση και κρατική εγγύηση.
Είναι ώρα λοιπόν το πρόβλημα να τεθεί πάλι επί τάπητος και να αναζητηθούν διορθωτικές κινήσεις.
Οι συνταγές αντιμετώπισης που εφαρμόστηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια αποδεικνύονται ατελέσφορες, με μόνους ωφελούμενους κάποια ξένα funds που αγόρασαν τα δάνεια με μεγάλη έκπτωση και κρατική εγγύηση.
Είναι ώρα λοιπόν το πρόβλημα να τεθεί πάλι επί τάπητος και να αναζητηθούν διορθωτικές κινήσεις.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα