Ελληνιστική Κοινή: Η πιο φυσική γέφυρα προς τα Αρχαία Ελληνικά
Ευγενία Μανωλίδου

Ευγενία Μανωλίδου

Ελληνιστική Κοινή: Η πιο φυσική γέφυρα προς τα Αρχαία Ελληνικά

Η ομιλία της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη στη Σαμαρκάνδη, στο πλαίσιο της 43ης Γενικής Συνόδου της UNESCO, εστίασε στην ιστορική διάρκεια και την οικουμενική παρουσία της ελληνικής γλώσσας

Αυτή η επισήμανση μάς υπενθυμίζει τη σημασία της γλωσσικής συνέχειας και μας επιτρέπει να θέσουμε ξανά στο τραπέζι το ερώτημα: με ποιον τρόπο διδάσκονται τα παιδιά τη γλώσσα που αποτελεί το υπόβαθρο των Νέων Ελληνικών;

Ξεχώρισα την παρατήρηση «δεν μιλούμε τη γλώσσα του Ομήρου ή του Σοφοκλή, αλλά η αττική διάλεκτος, που εξελίχθηκε στην ελληνιστική κοινή, αποτελεί τη βάση της νεοελληνικής». Η επισήμανση αυτή, απλή και ακριβής, συγκεντρώνει μέσα της ολόκληρη τη συζήτηση για τη γλωσσική συνέχεια: άλλη μορφή ήταν η ομηρική, άλλη η κλασική, άλλη η ελληνιστική, αλλά όλες ανήκουν στον ίδιο ζωντανό κορμό που οδήγησε στα Νέα Ελληνικά. Κι όμως, ενώ αυτό είναι κοινώς και διεθνώς παραδεκτό και δηλώνεται σε όλα τα σχολικά βιβλία, η εκπαιδευτική πρακτική κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η Ελληνιστική Κοινή - η βάση των Νέων Ελληνικών - είναι η γλώσσα στην οποία γράφτηκε η Καινή Διαθήκη, η γλώσσα του Διοδώρου, του Πολυβίου, των Αλεξανδρινών, των Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι η γλώσσα που αποτέλεσε το βασικό μορφωτικό υπόβαθρο της Ευρώπης από τον 15ο αιώνα έως και τις αρχές του 20ού. Πλούσιο υλικό και άφθονες μαρτυρίες διαθέτουμε από τους μεγάλους Ευρωπαίους λογίους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού: από τον Έρασμο και τον Μελάγθωνα μέχρι τους μεγάλους δασκάλους των πανεπιστημίων της Οξφόρδης, του Κέιμπριτζ, της Λειψίας και της Βιέννης. Η Κοινή ήταν η μορφή των Ελληνικών που μελετούσαν συστηματικά οι Ευρωπαίοι μαθητές, διότι ήταν απλούστερη στη δομή και σαφώς πιο προσιτή στους νεοτέρους. Με αυτήν διδάσκονταν τη γλώσσα, αλλά και τη δυνατότητα του λόγου να αναλύει, να συγκρίνει, να συστηματοποιεί τη γνώση.

Η στροφή προς την αττική διάλεκτο ως κύρια μορφή διδασκαλίας στα σχολεία της Ελλάδας και της Ευρώπης συνδέεται με τις μεγάλες γερμανικές φιλολογικές σχολές του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Οι Γερμανοί φιλόλογοι, με την επιμονή τους στην ακριβή ανάλυση, στη γραμματική και στη συγκριτική γλωσσολογία, έθεσαν υψηλά επιστημονικά πρότυπα που καθόρισαν την πανεπιστημιακή μελέτη των αρχαίων κειμένων. Η συμβολή τους υπήρξε ανυπολόγιστη για την κλασική φιλολογία. Ωστόσο, αυτό το μοντέλο, που αναπτύχθηκε πρωτίστως για ώριμους φοιτητές και ερευνητές, υιοθετήθηκε σταδιακά και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να ζητούμε από εφήβους μαθητές να προσεγγίσουν μια μορφή Ελληνικών ιδιαίτερα απομακρυσμένη από τη δική τους γλωσσική πραγματικότητα και κειμενικά πολύ πιο απαιτητική.

Έτσι επικράτησε ένα παράδοξο: ενώ όλοι αναγνωρίζουμε ότι η βάση της νεοελληνικής είναι η Κοινή, το σχολείο εξακολουθεί να ξεκινά από την Αττική, απαιτώντας από τα παιδιά να διεισδύσουν σε μια γλωσσική πραγματικότητα που δεν τους είναι ακόμη προσιτή. Η σύνδεση νέας και αρχαίας ελληνικής διατυπώνεται μεν σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά δεν διδάσκεται στην πράξη. Τα παιδιά εξετάζονται κυρίως στα γραμματικοσυντακτικά φαινόμενα, στα τριτόκλιτα, στα φωνηεντόληκτα, στις λεπτομέρειες, στους κανόνες και στις εξαιρέσεις, και λιγότερο στο νόημα, στην κατανόηση, στη σχέση της γλώσσας με το σήμερα.

Η παιδαγωγική επιστήμη έχει δείξει εδώ και δεκαετίες ότι η κατανόηση προηγείται της ανάλυσης και ότι η γλωσσική εκμάθηση θεμελιώνεται καλύτερα μέσα από το νόημα, τη χρήση και τη βιωματική διδασκαλία. Το ίδιο μαρτυρούν και τα ιστορικά παραδείγματα: οι Ευρωπαίοι λόγιοι της Αναγέννησης χρησιμοποιούσαν παιδαγωγικές μεθόδους βιωματικές, προφορικές, διαλογικές, στηρίζονταν στην απαγγελία, στη δραματοποίηση, στη συζήτηση πάνω στο νόημα του κειμένου πριν από οποιαδήποτε γραμματική ανάλυση, η οποία φυσικά, ακολουθούσε. Σήμερα, με τα εργαλεία που διαθέτει η παιδεία - τεχνολογικά και επιστημονικά - μπορεί να δημιουργηθεί μια σύγχρονη μέθοδος που να βασίζεται ακριβώς σε αυτό: στην κατανόηση της γέφυρας από τη νέα στην αρχαία ελληνική γλώσσα.

Μια τέτοια προσέγγιση θα επιτρέψει στα παιδιά να νιώσουν τη γλώσσα ως δική τους, γιατί θα είναι σε θέση να αντιληφθούν τη συνέχεια που ακούν, αλλά δεν βλέπουν. Επιπλέον όμως, θα ενισχύσει την επικοινωνία μεταξύ τους, θα καλλιεργήσει τη φιλομάθεια και τον σεβασμό, θα τους φέρει σε επαφή με τα ηθικά πρότυπα και τις αξίες των κειμένων, και κυρίως θα τους δώσει πραγματική πρόσβαση στην αττική διάλεκτο, για όσους θελήσουν να συνεχίσουν σε κλασικές ή ανθρωπιστικές σπουδές.

Η ομιλία της υπουργού στη Σαμαρκάνδη ολοκληρώθηκε με έναν συμβολισμό που προβλήθηκε αρκετά και δικαίως: ακολουθώντας το παράδειγμα του Ξενοφώντα Ζολώτα, μίλησε στα Αγγλικά χρησιμοποιώντας αποκλειστικά λέξεις ελληνικής προελεύσεως. Η επιλογή αυτή, πέρα από τη ρητορική της δύναμη, υπενθύμισε ότι η ελληνική γλώσσα παραμένει σήμερα, όπως και στην αρχαιότητα, εργαλείο σκέψης, δημιουργίας και διεθνούς επικοινωνίας.

Κλείσιμο
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναγνώριση της 9ης Φεβρουαρίου ως Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας δεν ήταν μια εύκολη ούτε τυχαία διαδικασία, αλλά το αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής προσπάθειας, το βάρος της οποίας σήκωσε με υπομονή και επιμονή ο καθηγητής Γιάννης Κορίνθιος και η ομάδα των συνεργατών του. Η επιτυχία του αποτελεί, ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μια υπενθύμιση σε όλους μας ότι η ελληνική γλώσσα το προνόμιο της οποίας φέρουμε ως φυσικοί κληρονόμοι, δεν είναι κληρονομιά που απλώς τιμούμε, αλλά παρακαταθήκη που οφείλουμε να υπηρετούμε και να μεταδίδουμε καθημερινά με τρόπο αντάξιο της ιστορίας της.

Η Ευγενία Μανωλίδου είναι μουσικός και διευθύντρια της Σχολής Αρχαίων Ελληνικών «Ελληνική Αγωγή».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Δείτε Επίσης