Ηράκλειος: Ο βυζαντινός αυτοκράτορας που συνέτριψε τους Πέρσες και καθιέρωσε τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα
Η συμφωνία ειρήνης με τους Αβάρους – Το ξεκίνημα της εκστρατείας – Οι πρώτες νίκες του Ηράκλειου – Η αποτυχημένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από Πέρσες, Αβάρους και Σλάβους(626) – Η μάχη της Νινευή (627) – Δόρκων, ο «Βουκεφάλας» του Ηρακλείου – Η επικράτηση των Βυζαντινών και η αναστήλωση του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα
Για περισσότερα από χίλια χρόνια, κυριότερος εχθρός Ελλήνων, Ρωμαίων και Βυζαντινών στην Ανατολή ήταν οι Πέρσες.
Η τελική σύγκρουση μεταξύ Βυζαντινών και Περσών έγινε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηράκλειου, συγκεκριμένα, μεταξύ 622 και 628. Η τελική επικράτηση του Ηράκλειου σήμανε ουσιαστικά το τέλος της περσικής αυτοκρατορίας, ωστόσο νέος εχθρός έκανε την εμφάνισή του στα ανατολικά: οι Άραβες, οι οποίοι ενωμένοι πλέον, λόγω της κοινής θρησκείας τους (Μουσουλμανισμός) άρχισαν να αποσπούν τη μία μετά την άλλη, τις επαρχίες του Βυζαντίου.
Θα ασχοληθούμε σήμερα με τους πολέμους Βυζαντινών και Περσών στα χρόνια του Ηράκλειου (622-628). Το άρθρο αυτό, δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς την πολύτιμη βοήθεια του κορυφαίου βυζαντινολόγου κύριου Αλέξιου Γ.Κ. Σαββίδη, Ομότιμου Καθηγητή Ιστορίας των Μεσαιωνικών και Βυζαντινών Χρόνων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και των βιβλίων του «ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ» και «THE CROSS AND THE SACRED FIRE» («Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΗ ΠΥΡΑ»), Εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ 2022. Ευχαριστούμε θερμά και από εδώ τον κύριο Αλέξιο Γ.Κ. Σαββίδη και τον εκδότη κύριο Δημήτριο Σταμούλη για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Ο βυζαντινός στόλος καταστρέφει τα εχθρικά πλοία στις 7 Αυγούστου 626
Ο Ηράκλειος στον θρόνο – Οι πρώτες δυσκολίες
Στις 23 Νοεμβρίου 602, ο εκατόνταρχος, ως τότε, Φωκάς ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου μετά από στάση των στρατευμάτων του Δούναβη, με τη βοήθεια των Δήμων του Ιπποδρόμου. Ο ικανός αυτοκράτορας Μαυρίκιος και οι γιοι του σφαγιάστηκαν. Ο Φωκάς που έμεινε στον θρόνο ως το 610 ήταν ένας από τους χειρότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Ο αείμνηστος ιστορικός και Ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυθηνός (1905-1993) γράφει: «Η τυραννική βασιλεία του Φωκά (23 Νοεμβρίου 602-3 Οκτωβρίου 610) εξήρθρωσεν την άμυναν της χώρα; Και προεκάλεσε βιαιοτάτας αντιδράσεις εν τω εσωτερικώ». Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, ο Θεοφάνης και ο συγγραφέας των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου» διεκτραγώδησαν την αναρχία που επικράτησε. Ο P. Goubert στο έργο του «Byzance avant l’ Islam», τόμος Α’, σελ. 25 γράφει ότι η επανάσταση του 602 «συνετέλεσεν εις το να αποτύχει οικτρώς η Reconquista (ανακατάληψη) και έθεσε βιαίως τέρμα εις το όνειρον της Βυζαντινής Μεσογείου». Ο ίδιος συγγραφέας παραθέτει μια πολύ σημαντική άποψη: «Η Εγίρα (μετάβαση του Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα και αρχή της χρονολογίας για τους Μουσουλμάνους) θα ήτο απλούν επεισόδιον Αραβικής τινος πόλεως άνευ σημασίας και η ουχί η αρχή νέας εποχής. Το 602 εξηγεί το 622». Στα χρόνια του Φωκά έγιναν πολλές εσωτερικές επαναστάσεις, οι Άβαροι, που επιτέθηκαν στη Θράκη κατευνάστηκαν με τεράστιες χορηγίες, ενώ οι Πέρσες, υπό τον Χοσρόη Β’ κατέλαβαν πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας και έφτασαν μέχρι τη Χαλκηδόνα, επί της ασιατικής όχθης του Βοσπόρου, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη (609).
Η δεινή αυτή κατάσταση αντιμετωπίστηκε με την επανάσταση του Ηράκλειου του Πρεσβύτερου, παλαιού στρατηγού του Μαυρίκιου, με πολλές επιτυχίες εναντίον των Περσών μεταξύ 572-591. Το 608 ο ανιψιός του Νικήτας κατέλαβε την Αίγυπτο. Το 609 ξεκινούν από την Καρχηδόνα ο Νικήτας με τον στρατό και ο Ηράκλειος (575-641), γιος του Ηράκλειου του Πρεσβύτερου, με τον στόλο για την Κωνσταντινούπολη. Και οι δύο αντιμετωπίζονται με ενθουσιασμό απ’ όπου περνούν. Πρώτος φτάνει στη Βασιλεύουσα ο Ηράκλειος, που ουσιαστικά χωρίς αντίσταση κατέλαβε τον θρόνο, θανατώνοντας τον Φωκά.
Παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ευδοκία με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Όμως, το 612 η Ευδοκία που έπασχε από επιληψία πέθανε. Έτσι o Ηράκλειος παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ανιψιά του Μαρτίνα, κόρη της αδελφής του Μαρίας από τον πρώτο γάμο της με τον Μαρτίνο. Για την πράξη του αυτή, ο Ηράκλειος αποδοκιμάστηκε έντονα στον Ιππόδρομο. Ο αδελφός του Θεόδωρος τον λοιδορούσε και φυλακίστηκε για ένα διάστημα. Ο Σέργιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως επιχείρησε να αποτρέψει τον Ηράκλειο από το να νυμφευθεί την ανιψιά του, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος.
Κλείσιμο
Μπροστά στους εξωτερικούς κινδύνους όμως αναγκάστηκε να ευλογήσει τον γάμο. Η Μαρτίνα ανακηρύχθηκε Αυγούστα. Ο Ηράκλειος απέκτησε μαζί της εννιά παιδιά, τα τέσσερα από τα οποία πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία. Τουλάχιστον δύο γεννήθηκαν καχεκτικά και με αναπηρίες. Ο Ηράκλειος είχε έναν ακόμα γιο, νόθο, από εξωσυζυγική σχέση, τον Ιωάννη Αθαλάριχο.
Μάχες σώμα με σώμα στη Νινευή το 627
Άβαροι, Σλάβοι και Πέρσες πολιορκούν το Βυζάντιο
Όπως αναφέραμε, η κατάσταση που συνάντησε ο Ηράκλειος όταν ανέβηκε στον θρόνο ήταν δραματική. Ο Θεοφάνης γράφει χαρακτηριστικά: «Ηράκλειος δε ο βασιλεύς, εύρε παραλελυμένα τα της πολιτείας Ρωμαίων πράγματα. Την τε γαρ Ευρώπην οι Αβάρεις ηρήμωσαν και την Ασίαν οι Πέρσαι πάσαν ατέστρεψαν και τας πόλεις ηχμαλώτευσαν και τον των Ρωμαίων στρατόν εν τοις πολέμοις ανήλωσαν (έφθειραν, κατέστρεψαν)».
Στο μεταξύ και οι Πέρσες στην Ανατολή κατέλαβαν πολλές βυζαντινές επαρχίες και πόλεις. Στις 5 Μαΐου 614 μετά από σύντομη πολιορκία καταλήφθηκε η Ιερουσαλήμ. Η άλωση και η λεηλασία της ιερής πόλης, καθώς και η μεταφορά του Τίμιου Σταυρού στην Κτησιφώντα, πρωτεύουσα των Σασσανιδών προκάλεσαν ζωηρή αίσθηση και θλίψη σε όλη την αυτοκρατορία. Η βυζαντινή Ισπανία δέχτηκε αλλεπάλληλες επιθέσεις από τους Βησιγότθους, στους οποίους υποτάχθηκε οριστικά το 624. Οι παραδουνάβιες, αλλά και οι υπόλοιπες επαρχίες της Ευρώπης δέχονταν αφόρητες πιέσεις Αβάρων και Σλάβων, οι οποίοι το 604 είχαν πολιορκήσει τη Θεσσαλονίκη. Το 614 το έθνος των Σκλαβηνών, «πλήθος άπειρον» κατασκεύασε ξύλινα καράβια και εκπόρθησε «πάσαν την Θετταλίαν και τας περί αυτήν νήσους και της Ελλάδος, έτι μην και τας Κυκλάδας νήσους και την Αχαΐαν, την τε Ήπειρον και το πλείστον του Ιλλυρικού και μέρος της Ασίας» («Θαύματα Αγίου Δημητρίου»: Migne, Patrologia Graeca, τόμ. 116, στ. 1325). Το 617 οι Άβαροι πολιόρκησαν και την Κωνσταντινούπολη. Η κατάσταση για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν τραγική. Το 618 ο Ηράκλειος σκέφτηκε να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Καρχηδόνα της Αφρικής, όμως δέχτηκε έντονες πιέσεις, ιδιαίτερα από τον Πατριάρχη Σέργιο να μην κάνει κάτι τέτοιο. Έτσι, ο αυτοκράτορας ανασύνταξε τις δυνάμεις του και αφού «εξαγόρασε» την ειρήνη από τους Αβάρους με ακριβά ανταλλάγματα σε χρυσάφι και ομήρους, ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει κατά των Σασσανιδών της Περσίας.
Οι μάχες του Ηράκλειου με τους Πέρσες
Μέσα σε έντονη εθνική και θρησκευτική έξαρση, ο Ηράκλειος τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής των στρατευμάτων του. Οι θρησκευτικές τελετές που προηγήθηκαν της αναχώρησης έδωσαν στην εκστρατεία αυτή τον χαρακτήρα σταυροφορίας. Ο Λατίνος ιστορικός των Σταυροφοριών Γουλιέλμος ο Τύριος είναι χαρακτηριστικό ότι αρχίζει την αφήγησή του, από τις επιτυχίες του Ηράκλειου. Ο αυτοκράτορας, αφού ανέθεσε την προστασία του ανήλικου γιου του Ηράκλειου Κωνσταντίνου και τον χειρισμό των κρατικών υποθέσεων, στον Πατριάρχη Σέργιο και τον μάγιστρο και πατρίκιο Βώνο (ή Βώνοσο) αναχώρησε τη Δευτέρα του Πάσχα του 622 μ.Χ.(5 Απριλίου) από την Κωνσταντινούπολη. Είχαν προηγηθεί λιτανείες, ενώ η αχειροποίητη (που δεν φτιάχτηκε από ανθρώπινο χέρι) εικόνα της Θεοτόκου συνόδευε τα βυζαντινά στρατεύματα. Τον Ηράκλειο συνόδευε ο αυλικός ποιητής και ιαμβογράφος Γεώργιος Πισίδης. Τα βυζαντινά στρατεύματα κινήθηκαν αρχικά προς τη Μικρά Ασία, όπου το φθινόπωρο του 622 άρχισαν οι συγκρούσεις με τους Πέρσες. Το λιμάνι της Τραπεζούντας ήταν ο βασικός σταθμός ανεφοδιασμού των Βυζαντινών. Ο πόλεμος του Ηράκλειου με τους Πέρσες έγινε σε τρεις φάσεις.
Η περιφορά της εικόνας της Θεοτόκου στα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 626
Στην πρώτη φάση, οι Πέρσες οπισθοχώρησαν από τη δυτική και την κεντρική Μικρά Ασία. Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση έγινε στην Αρμενία και έληξε με ήττα του Πέρση στρατηγού Sahrbaraz (Σαρβαραζάς ή Σάρβαρος στα ελληνικά) και την ανακατάληψη όλης της Μικράς Ασίας (αρχές του 623) από τους Βυζαντινούς.
Όμως ο Ηράκλειος αναγκάστηκε να επιστρέψει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη για να ανανεώσει, με νέες ταπεινωτικές παραχωρήσεις την ειρήνη με τους Αβάρους. Πολύ σύντομα πάντως γύρισε στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ανατολή, αντιδρώντας στην προσβλητική επιστολή του Σασσανίδη ηγεμόνα Χοσρόη Β’, που έγραφε ότι θα παραχωρούσε ειρήνη μόνο αν οι Βυζαντινοί «απαρνιούνταν τον Χριστό και προσκυνούσαν τον Ήλιο», όπως γράφει ο Αρμένιος επίσκοπος και ιστοριογράφος Σεβέος, στην «Ιστορία Ηρακλείου».
Επίθεση του ναυτικού των Αβαροσλάβων στην Κωνσταντινούπολη το 626
Στη δεύτερη φάση του πολέμου, ο Ηράκλειος εισέβαλε στα αρμενικά εδάφη και την Ατροπατηνή Μηδία (το σημερινό Αζερμπαϊτζάν). Μαζί του είχε και άλλους λαούς: Λαζούς, Ίβηρες (τους σημερινούς Γεωργιανούς), τους Αβασγούς και τους τουρκόφωνους Χαζάρους. Πολλά περσικά φρούρια κατακτήθηκαν. Ο Ηράκλειος καταδίωξε τον Χοσρόη μέχρι την πόλη Γάνζακα ή Γανζακό την οποία και κατέλαβε. Σειρά είχε η πόλη Θηβαρμαΐς. Γράφει χαρακτηριστικά ο Θεοφάνης: «… ο δε βασιλεύς απάρας (φεύγοντας, αφού έφυγε) από Γαζακών καταλαμβάνει την Θηβαρμαΐς και εισελθών εν ταύτη πυρί ανήλωσε (κατέστρεψε) τον του Πυρός ναόν και πάσαν της πόλιν πυρί αναλώσας…». Ο ναός του Πυρός (ναός του Ζωροάστρη) πυρπολήθηκε για εκδίκηση των καταστροφών της Ιερουσαλήμ, δέκα χρόνια πριν. Τον βαρύ χειμώνα του 623-624, ο Ηράκλειος αποσύρθηκε στην Αλβανία του Καυκάσου. Οι Χάζαροι, λόγω των καιρικών συνθηκών εγκατέλειψαν τον Ηράκλειο, ο οποίος το 624-625 παρέμεινε στον Πόντο με πολλούς αιχμαλώτους και λάφυρα.
Τότε Πέρσες και Άβαροι κινήθηκαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Παλαιότερα υπήρχε η άποψη ότι οι δύο λαοί έδρασαν από κοινού. Φαίνεται όμως, από νεότερες έρευνες, ότι οι επιχειρήσεις τους ήταν ανεξάρτητες. Ο Σαρβαραζάς έφτασε πάλι στον Βόσπορο, ενώ ο χαγάνος των Αβάρων δεν τήρησε τη συμφωνία ειρήνης και επικεφαλής πλήθους Αβαροσλάβων και των υπολειμμάτων των γερμανόφωνων Γεπιδών απέκλεισε από ξηρά και θάλασσα τη Βασιλεύουσα (στα μέσα του 626). Ο Ηράκλειος έχοντας εμπιστοσύνη στους υπερασπιστές της Πόλης, δεν έκανε το λάθος να εγκαταλείψει τις θέσεις του στην Ανατολή.
Ο Ηράκλειος και ο χαγάνος των Αβάρων
Οι ολιγάριθμοι υπερασπιστές της Πόλης και ο ηρωισμός των συνεργατών του αυτοκράτορα, ιδίως του Πατριάρχη Σέργιου που πηγαινοερχόταν στις επάλξεις εμψυχώνοντας τους υπερασπιστές της κρατώντας στα χέρια του την εικόνα της Θεοτόκου ανάγκασαν Αβάρους και Σλάβους, τα πλοιάρια των οποίων καταστράφηκαν από τον βυζαντινό στόλο και τον Σαρβαραζά να εγκαταλείψουν την πολιορκία (Αύγουστος 626). Το «Πασχάλιο Χρονικό» και ο Λόγος για την πρώτη επέτειο της πολιορκίας, τον οποίο συνέθεσε το 627 ο κληρικός Θεόδωρος Σύγκελλος δίνουν πολλές λεπτομέρειες γι’ αυτή. Μεγάλη βοήθεια στους υπερασπιστές της Πόλης προσέφερε και ο αδελφός του Ηράκλειου Θεόδωρος, ο οποίος αφού συνέτριψε τον Sahin (Σαΐν), υπαρχηγό των Περσών στη ΒΑ Μικρά Ασία επέστρεψε στη Βασιλεύουσα. Η μάλλον ανέλπιστη νίκη αποδόθηκε στην «Υπέρμαχο Στρατηγό», τη Θεοτόκο των Βλαχερνών, αφού η τελική νικηφόρα ναυμαχία έγινε στο μέρος του Κεράτιου κοντά στα ανάκτορα των Βλαχερνών, στο βορειοανατολικό άκρο της Κων/πολης και από τότε, προς τιμή της Παναγίας ψάλλεται ο «Ακάθιστος Ύμνος», που αποδίδεται στον Ρωμανό τον Μελωδό, τον Γεώργιο Πισίδη ή και τον ίδιο τον Πατριάρχη Σέργιο.
Η τρίτη φάση του πολέμου Βυζαντινών – Περσών – Η μάχη της Νινευή (627) – Δόρκων: ο Βουκεφάλας του Ηράκλειου
Μετά από όλα αυτά, οι περσικές βλέψεις στη ΝΑ Μεσόγειο και το Αιγαίο τερματίστηκαν. Έπρεπε πάντως να εκκενωθεί από τους εχθρούς του Βυζαντίου η ΒΑ Μ. Ασία. αυτό το κατάφερε ο Ηράκλειος, ο οποίος επανέφερε υπό βυζαντινό έλεγχο και τις περιοχές της Αρμενίας και του Καυκάσου, με τη βοήθεια των τοπικών εκχριστιανισμένων φύλων και των Χαζάρων (627). Έπρεπε πλέον να δοθεί το τελικό χτύπημα στους Πέρσες. Η καθοριστική μάχη έγινε κοντά στα ερείπια της αρχαίας Νινευή, ανατολικά του Τίγρη, κοντά στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων, εκεί όπου κατά την αρχαιότητα καταλύθηκαν μετά από φοβερές μάχες δύο αυτοκρατορίες: των Ασσυρίων από τους Βαβυλώνιους (612 π.Χ.) και των Αχαιμενιδών Περσών από τον Μέγα Αλέξανδρο (331 π.Χ.). Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει: «… όλοι οι χρονικογράφοι εξυμνούν την προσωπική ανδρεία του Ηράκλειου, που την αλησμόνητη εκείνη μέρα (12 Σεπτεμβρίου του 627) αναδείχθηκε ισάξια της ακατάσχετης ορμής του Μεγάλου Αλεξάνδρου…». Αλλά και ο Θεοφάνης περιγράφει την ανδρεία του αυτοκράτορα, το άλογο του οποίου, ο Δόρκων, τον οδήγησε σαν άλλος Βουκεφάλος θριαμβευτή ανάμεσα στις εχθρικές γραμμές. Ο Ηράκλειος είχε κι ένα άλλο κοινό στοιχείο με τον Αλέξανδρο. Έμπαινε μπροστά από τα στρατεύματά του ως επικεφαλής και πολεμούσε. Ας δούμε τι γράφει ο Θεοφάνης: «… Και ο ηγεμόνας μας μπήκε στην πρώτη γραμμή και άρχισε να χτυπιέται με τον αρχηγό των Περσών (τον στρατηγό Ραζάτη), τον οποίο νίκησε με τη βοήθεια της Θεοτόκου. Κάποιος άλλος (Πέρσης) που του επιτέθηκε κατόπιν κατάφερε να τον πετύχει στα χείλη, όπου άρχισε να τρέχει αίμα από την πληγή, αλλά ο αυτοκράτορας τον σκότωσε. Μετά ακούστηκε ο ήχος των σαλπιγγών και άρχισε σφοδρή μάχη που σε λίγο γενικεύτηκε και από τις δύο πλευρές. Το άλογο του αυτοκράτορα, ο Δόρκων, πληγώθηκε από έναν Πέρση πεζό στον μηρό, αλλά ο κατάφρακτος θώρακας που φορούσε εμπόδισε τα χτυπήματα των εχθρών, να τον τραυματίσουν (τον Δόρκωνα) καταπρόσωπα…».
Η μάχη της Νινευή το 627
Ο Ραζάτης και άλλοι επιφανείς Πέρσες αξιωματούχοι σκοτώθηκαν στη μάχη της Νινευή. Ακολούθησε η κατάληψη των δύο σημαντικότερων πόλεων του περσικού βασιλείου: της Δασδαγέρδης και της πρωτεύουσας Κτησιφώντας (628). Ο Χοσρόης Β’ δολοφονήθηκε. Ο γιος και διάδοχός του Καβάδης Β’ – Σιρόης, με την «αειπαγή ειρήνην», όπως την αποκαλεί ο Θεοφάνης επέστρεψε στο Βυζάντιο την Αρμενία, τη Μεσοποταμία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή/Τριπολίτιδα (σημ. Λιβύη). Τα βυζαντινοπερσικά σύνορα επανήλθαν σε αυτά της εποχής του Μαυρίκιου (591), ενώ ο Σιρόης υποσχέθηκε ότι θα σέβεται τους Χριστιανούς που ζουν στην επικράτειά του. Επρόκειτο για την τελευταία σύγκρουση του ελληνορωμαϊκού με τον περσικό (ιρανικό) κόσμο. Ο βυζαντινολόγος L. Brehier , που ανήκε σ’ αυτούς που θεωρούσαν ότι το Βυζάντιο αποτελούσε συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους χαρακτηρίζει τον Ηράκλειο ως τον μεγαλύτερο στρατηγό του ρωμαϊκού κράτους από την εποχή του Τραϊανού (Ρωμαίος αυτοκράτορας, 98-117).
Σκληρές μάχες στα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 626
Τα επινίκια
Με το πανηγυρικό νικητήριο διάγγελμα του 628, το Βυζάντιο ενημερώθηκε για την ήττα του μεγάλου εχθρού όπως περιγράφει και το «Πασχάλιο Χρονικό»: «… Ας υμνήσουν με δοξολογίες χαράς όλοι οι Χριστιανοί το άγιο όνομα του ενός και μοναδικού θεού… γιατί έπεσε ο υπερόπτης, ασεβής και θεομάχος Χοσρόης και το άψυχο πτώμα του καταβαραθρώθηκε στα έγκατα της γης και έσβησε για πάντα η θύμησή του, εκείνου που είχε την τόλμη και το θράσος να ξεστομίσει καυχησιάρικα λόγια και να μην λογαριάσει τη μεγαλοσύνη του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού…».
Ο Θεοφάνης στη «Χρονογραφία» περιγράφει τη θριαμβευτική υποδοχή του Ηράκλειου στη Βασιλεύουσα: «… Όταν οι κάτοικοι της Πόλης πληροφορήθηκαν τον ερχομό του, τον υποδέχτηκαν μαζί με τον Πατριάρχη (Σέργιο) και τον γιο του Κωνσταντίνο (τον μετέπειτα Ηράκλειο Β’) με γιορταστικές λαμπάδες, με κλαδιά ελιάς και με δάκρυα χαράς στα μάτια… ευχαριστώντας τον Μεγαλοδύναμο με ύμνους δοξαστικούς…».
Βυζαντινοπερσική σύγκρουση
Στις 21 Μαρτίου 630 ο Ηράκλειος αναστήλωσε και έθεσε σε δημόσιο προσκύνημα τον Τίμιο Σταυρό στα Ιεροσόλυμα. «Ο αυτοκράτορας αναστήλωσε τον Σταυρό στη θέση (στην κρύπτη του Πανάγιου Τάφου) και επέστρεψε όλα τα ιερά εκκλησιαστικά σκεύη (που είχαν αρπάξει οι Πέρσες το 614), ενώ ακόμα μοίρασε δώρα στους κληρικούς και στον λαό της πόλης», γράφει ο Αρμένιος Σεβέος, στη «Ιστορία Ηρακλείου». Ο υμνητής του Ηράκλειου, Γεώργιος Πισίδης έφτασε στο σημείο, «απευθυνόμενος» με στίχους στον Πλούταρχο(τον Βοιωτό συγγραφέα των «Βίων Παραλλήλων»), να επισημάνει ότι ο αυτοκράτοράς του ενσωμάτωνε τη δόξα όλων των σπουδαίων μορφών της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης.
Επίλογος
Εκτός από τα πολεμικά του κατορθώματα ο Ηράκλειος καθιέρωσε τον θεσμό των θεμάτων (διοικητικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας), ενίσχυσε τα δημόσια ταμεία, επιχείρησε και πέτυχε σε μεγάλο βαθμό τη θρησκευτική ενότητα, ενώ αυτός καθιέρωσε την ελληνική ως επίσημη γλώσσα του κράτους αντικαθιστώντας το «Imperator Caesar Augustus» με το «Βασιλείς» στα επίσημα έγγραφα, τις επιγραφές και τα νομίσματα.
Όμως η καταστροφική περίοδος του Φωκά και η υποτίμηση του Μωάμεθ και της νέας θρησκείας, σε συνδυασμό με μια σειρά από ήττες των Βυζαντινών οδήγησαν σύντομα στην απώλεια πολλών επαρχιών και στην επικράτηση του Ισλάμ σ’ αυτές Και τον σπουδαίο, γενναίο πολεμιστή αυτοκράτορα σε κατάθλιψη και κλονισμένη σωματική υγεία ως το τέλος της ζωής του, το 641…
Πηγές: Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, «ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 1990
Alexios G.C. Savvides, «THE CROSS AND THE SACRED FIRE», Εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, 2022.
H ΔΕΗ αναδεικνύει τη διαχρονική της στήριξη στον πολιτισμό και στους ανθρώπους που με το έργο τους «φωτίζουν» το σήμερα και το αύριο του ελληνικού σινεμά