Σταμάτης Μπάκνης: Όταν με βλέπουν στη σκηνή, δεν με αναγνωρίζουν
Μια ερωτική ιστορία από άλλη εποχή μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ και ο πρωταγωνιστής του «Πιτσιμπούργκο» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου μάς μεταφέρει στον κόσμο της αγνής και ανόθευτης αγάπης
H Αρκαδία Ψάλτη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σκηνοθετεί τη μεταφορά του βιβλίου της Σώτης Τριανταφύλλου «Πιτσιμπούργκο», όπου ο Σταμάτης Μπάκνης με την Τζωρτζίνα Λιώση ζωντανεύουν μια ιστορία αγάπης στη διάρκεια του πρώτου μεγάλου μεταναστευτικού κύματος από την Ελλάδα προς την Αμερική. Μέσα από έναν έρωτα δι’ αλληλογραφίας ξεδιπλώνεται η ζωή της εποχής στο ελληνικό νησί, αλλά και στη βροχερή βιομηχανική αμερικανική πόλη. Μια ιστορία από τα παλιά, αποκαλυπτική για τη ζωή σήμερα.
Τον ρωτάω πώς μία χώρα όπως η Ελλάδα, που έχει ζήσει την προσφυγιά στο πετσί της, συχνά γίνεται εχθρική για μετανάστες και πρόσφυγες. Ο Σταμάτης αποδίδει το φαινόμενο στο βιωμένο τραύμα που ξαναβιώνεται, οδηγώντας σε φόβο για το καινούριο: «Ο φόβος αυτός εκδηλώνεται ως θυμός, επίθεση και υποτίμηση του διαφορετικού, γίνεται απώλεια αξιών όπως η ομορφιά, η αγάπη και η συλλογικότητα. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από τις επιφανειακές σχέσεις, την απουσία πραγματικής αγάπης και την ανάδειξη πολλών τραυμάτων. Εχουμε στραφεί στον εαυτό μας και απορρίπτουμε οτιδήποτε διαφορετικό ή ξένο επειδή φοβόμαστε την αλλαγή. Σαν ιστορική ειρωνεία, πόλεις όπως η Χίος όπου μεγάλωσα, χτίστηκαν από ανθρώπους που ήρθαν ως πρόσφυγες από τη Σμύρνη», λέει και επισημαίνει το θάρρος των Ελλήνων μεταναστών, ειδικά από τη Χίο προς την Αμερική, οι οποίοι ταξίδευαν για μήνες με πλοία κάτω από βάρβαρες συνθήκες χωρίς να γνωρίζουν τι τους περιμένει.
Στο «Πιτσιμπούργκο» περιγράφονται οι αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, όπως η συγκατοίκηση πολλών ατόμων σε ένα δωμάτιο, και η εύρεση εργασίας μέσω συστάσεων, οι σκληρές και επικίνδυνες δουλειές που αναλάμβαναν και προκαλούσαν προβλήματα στους πνεύμονες, τσάκιζαν τη ραχοκοκαλιά. Τονίζεται η τεράστια αντίθεση με την αγροτική ζωή της πατρίδας, την κοινωνική επαφή, το πολιτισμικό σοκ λόγω της γλώσσας και μεγεθών τεραστίων διαστάσεων, το γεγονός ότι πολλοί έβρισκαν μια ζωή χειρότερη από αυτή που άφησαν πίσω. «Η ανάγκη επιβίωσης και το αμερικανικό όνειρο ήταν η κινητήριος δύναμη.
Ενας ολόκληρος κόσμος σε κρίση, που προσπαθεί αποπροσανατολισμένος να βρει τον δρόμο του, κι εκεί ανάμεσα η ιστορία αγάπης δύο ανθρώπων, που προσπαθεί να ανθίσει», εξηγεί για το έργο και επισημαίνει πως το κείμενο της Σώτης Τριανταφύλλου είναι γραμμένο στην ντοπιολαλιά της Χίου. «Υποδύομαι τον Δημοσθένη, που μεταναστεύει στο Πίτσμπουργκ, τη μεγαλύτερη πόλη στην αμερικανική Πενσυλβανία επειδή στη Χίο δεν υπάρχει “μέλλο”, υπάρχουν σεισμοί, ναυάγια, πειρατές και το χώμα “που ’ναι στέρφο”», περιγράφει και αναρωτιόμαστε μαζί μήπως το νησί του, που σήμερα φημίζεται για τις παραλίες και την πολύτιμη μαστίχα του, τελικά δεν ήταν τόσο άγονο, αλλά υποκείμενο κακών πολιτικών χειρισμών.
Ρούχα: Zara Man
Εχοντας κάνει χρόνια πρωταθλητισμό στην κολύμβηση με την ομάδα των Θυμιανών στη Χίο προτού ακολουθήσει το όνειρο της υποκριτικής στην Αθήνα, έχει ένα καλοσχηματισμένο, συμμετρικό και δυνατό σώμα. Μου περιγράφει πώς οι προσωπικές εμπειρίες, όπως οι σπουδές στη φυσική αγωγή και ο αθλητισμός, επηρεάζουν την προσέγγισή του σε έναν χαρακτήρα. «Η σημασία της πειθαρχίας, της συνέπειας και της συνειδητής χρήσης του σώματος είναι όλα πράγματα που μου έμαθε ο αθλητισμός. Ολες μου οι εμπειρίες αυτές αποδείχτηκαν χρήσιμες για τις ερμηνείες των ρόλων μου στη σκηνή», λέει και επισημαίνει πόσο εκτιμά τη Δήμητρα Χατούπη, την οποία συνάντησε στη δραματική σχολή «Δήλος».
Χρησιμοποιεί κοινωνικά δίκτυα και εφαρμογές, γνωρίζοντας ότι για πολλούς του χώρου είναι ένα ακόμα εργαλείο για τη δουλειά τους. «Παρότι τα social media μπορούν να γίνουν μια “πόρτα” για να μπεις σε αυτόν τον χώρο, ευτυχώς το κοινό είναι αυτό που αποφασίζει ποιον θα κρατήσει.
Το επάγγελμά μας είναι ανοιχτό, μπορεί να μπει όποιος θέλει. Ενας TikToker ή μια παρουσιάστρια που έχει πολλούς followers μπορεί να παίξει στην τηλεόραση ή και στο θέατρο, αφού σε κάποιες περιπτώσεις δεν μετράνε ούτε το ταλέντο ούτε οι σπουδές. Προσωπικά χαίρομαι να έχω followers από τον χώρο της δουλειάς μου».
Τονίζει τη σημασία τού να μπορεί να βλέπει πραγματικά ένας ηθοποιός το βάθος της ανθρώπινης φύσης. «Συχνά βγαίνω έξω με σκοπό να παρατηρήσω τον κόσμο και τις συμπεριφορές. Το υλικό που συλλέγεις το αξιοποιείς και το φέρνεις στη σκηνή, αποτελεί μέρος της προσωπικής σου προετοιμασίας. Γενικότερα είμαι εσωστρεφής, δεν ανοίγομαι εύκολα και σε μεγάλες παρέες παραμένω συνήθως σιωπηλός.
Προτιμώ να ακούω και να παρατηρώ, εκφράζοντας άποψη μόνο αν ερωτηθώ. Προτιμώ τις ήσυχες παρέες. Υπάρχουν έξοδοι πλήρους επικοινωνίας μέσα από στιγμές σιωπής», λέει σε μια εντυπωσιακή αντίθεση της εσωστρέφειάς του στην καθημερινότητα και της πληθωρικής ενέργειας που βγάζει στη σκηνή. Εκεί μεταμορφώνεται από ένα χαμηλών τόνων άτομο σε κάποιον που εκφράζεται παραστατικά, φωνάζει, δίνεται ολοκληρωτικά και γοητεύει κοινό και κριτικούς. «Οταν με βλέπουν στη σκηνή δεν με αναγνωρίζουν. Χρησιμοποιώ προσωπικά μου στοιχεία που μου είναι εύκολο, αλλά πάντα θα τα μετατοπίσω. Δανείζω στον ρόλο διατηρώντας πάντα μια κριτική στάση και διάκριση».
Στη Χίο βρίσκονται οι πρώτες του μνήμες, οι εικόνες που τον διαμόρφωσαν, αλλά στην πρωτεύουσα βρίσκεται η ζωή που αποφάσισε να ζήσει: «Ηταν το όνειρό μου να μείνω στην Αθήνα». Προφανώς ανήκει στη μεγάλη πόλη. Οταν όμως τον ρωτάω αν τη μέρα που θα κυκλοφορήσει αυτό το τεύχος θα το μοιραστεί με τους συμπατριώτες του, μου λέει πως «κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί. Το νησί είναι πάντα οι άνθρωποί μου».