Η INALAN προσέλκυσε 40 εκατ. ευρώ ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, τριπλασίασε το προσωπικό της σε ένα χρόνο και παρέχει δυνατότητα σύνδεσης γρήγορου internet σε πάνω από 600.000 νοικοκυριά - Κατά 44% αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών της.
«Η βιβλιοθηκάριος του Άουσβιτς»: Προδημοσίευση μιας συγκλονιστικής αληθινής ιστορίας
«Η βιβλιοθηκάριος του Άουσβιτς»: Προδημοσίευση μιας συγκλονιστικής αληθινής ιστορίας
Θα κυκλοφορήσει στις 13 Μαρτίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος
Μπορεί να υπάρξουν ακτίδες φωτός μέσα στη φρίκη; Μπορεί να υπάρξει θέληση για ζωή μέσα στο απόλυτο σκοτάδι; Και τί είναι αυτό που έχει τη δύναμη να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα όταν τα πάντα μοιάζουν μάταια; Απαντήσεις στα παραπάνω δύσκολα, ομολογουμένως, ερωτήματα βρίσκει ο αναγνώστης του συγκλονιστικού ιστορικού μυθιστορήματος «Η βιβλιοθηκάριος του Άουσβιτς», αποσπάσματα από το οποίο προδημοσιεύει σήμερα το protothema.gr, που θα κυκλοφορήσει στις 13 Μαρτίου, από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος,
Πρόκειται για μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή, με συναισθήματα σπαρακτικά και εικόνες σκληρές τις οποίες, ωστόσο, καταφέρνει να υπερνικήσει η ασίγαστη θέληση για τη ζωή. Είναι, επί της ουσίας, το προσωπικό ημερολόγιο της Ντίτα Κράους, μιας έφηβης που βρέθηκε το 1944 στο στρατόπεδο Άουσβιτς – Μπιρκενάου και ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους ανθρώπους που κατάφεραν να βγουν ζωντανοί!
Χρόνια αργότερα, ασφαλής μεν με τις μνήμες, ωστόσο, ολοζώντανα χαραγμένες μέσα στο μυαλό και την ψυχή της, η Ντίτα θα διηγηθεί την ιστορία της στον Αντόνιο Ιτούρμπε. Θα τού αποκαλύψει πως αυτό που την κράτησε στη ζωή, τις άγριες εκείνες ημέρες ήταν μια η ύπαρξη μιας κρυφής βιβλιοθήκης την οποία οι ίδιοι οι κρατούμενοι δημιούργησαν με κίνδυνο της ζωής τους. Ήταν η μικρότερη αλλά και η πιο σπουδαία βιβλιοθήκη στην ανθρωπινη ιστορία…!
«Δεν είναι εύκολο για την Ντίτα. Η απουσία του πατέρα της τη βαραίνει αφόρητα. Κυκλοφορεί στο στρατόπεδο σαν να έχει μια σιδερένια μπάλα δεμένη στον αστράγαλο. Πώς μπορεί κάτι που δεν υπάρχει πια να είναι τόσο ασήκωτο; Πώς μπορεί να έχει βάρος το κενό;
Ε, λοιπόν, μπορεί.
Εκείνο το πρωί σχεδόν δεν μπορούσε να κατέβει από την κουκέτα της. Το έκανε τόσο αργά, που έβγαλε εκτός εαυτού τη διπλανή της, η οποία άρχισε να βρίζει με τα πιο χυδαία λόγια που είχε ακούσει ποτέ η Ντίτα. Οποιαδήποτε άλλη μέρα θα τρόμαζε από την οργή της γυναίκας, αλλά τώρα δεν είχε ούτε την ενέργεια να τρομάξει. Γύρισε το κεφάλι της και της έριξε ένα βλέμμα τέτοιας αδιαφορίας, που παραδόξως εκείνη σταμάτησε να βρίζει και δεν έβγαλε λέξη μέχρι να ολοκληρώσει η Ντίτα την αργή της κατάβαση.
Μετά την απογευματινή καταμέτρηση, τα παιδιά του μπλοκ 31 έσπευσαν θορυβωδώς είτε να παίξουν είτε να επιστρέψουν στους γονείς τους. Η Ντίτα, εντελώς μουδιασμένη, αρχίζει να μαζεύει αργά τα βιβλία και σέρνεται ως το δωμάτιο του διευθυντή, για να τα κρύψει. Ο Φρέντι ψαχουλεύει κάτι μισοάδεια κουτιά, όπου όλο και κάτι ίσως να έβρισκε για να ζωντανέψει τη γιορτή του Σαμπάτ στον θάλαμο.
«Εχω κάτι για σένα, για να επισκευάσεις τα βιβλία», λέει ο Χιρς.
Κρατά ένα χαριτωμένο μπλε ψαλίδι, από αυτά που χρησιμοποιούν τα μικρά παιδάκια στο σχολείο. Δεν θα πρέπει να ήταν εύκολο να αποκτήσει ένα τόσο πολύτιμο αντικείμενο. Ο διευθυντής φεύγει αμέσως, πριν προλάβει εκείνη να τον ευχαριστήσει.
Η Ντίτα αποφασίζει να αξιοποιήσει το ψαλίδι για να κόψει μερικές κλωστές που κρέμονται από το παλιό τσέχικο βιβλίο. Προτιμά να μείνει και να κάνει οποιαδήποτε δουλειά στο μπλοκ 31. Ξέρει ότι η κυρία Τουρνόβσκα και μερικές γνωστές από την Τερεζίν κρατούν συντροφιά στη μητέρα της· και δεν έχει όρεξη να δει κανέναν. Ταξινομεί όλα τα βιβλία στηνκρυψώνα τους, εκτός από το ρημαγμένο μυθιστόρημα. Άπό την κρυψώνα βγάζει και ένα μικρό βελούδινο σακουλάκι. Κλείνει με ένα κορδόνι και στεγάζει το κουτί πρώτων βοηθειώνγια τα βιβλία της. Το σακουλάκι περιείχε κάποτε τέσσερα κουφέτα. Ηταν το βραβείο ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού παιχνιδιού λεξομαχίας. Η Ντίτα περιστασιακά φέρνει στη μύτη της το βελούδινο ύφασμα και εισπνέει την υπέροχη μυρωδιά εκείνων των κουφέτων.
Πηγαίνει στη γωνία με τις σανίδες, όπου κάθεται συνήθως, και αφοσιώνεται με ζήλο στη δουλειά. Άρχικά κόβει με το ψαλίδι όλες τις κλωστές που κρέμονται. Μετά, σαν να ράβει κάποια ανοιχτή πληγή, χρησιμοποιεί μια υποτυπώδη βελόνα και κλωστή για να ξαναδέσει μερικές σελίδες που ήταν έτοιμες να ξεκολλήσουν. Το αποτέλεσμα δεν είναι όμορφο, αλλά οι σελίδες τώρα δεν πρόκειται να βγουν. Βάζει και μερικά κομμάτια λευκοπλάστη όπου υπάρχουν σκισίματα, και το βιβλίο σταματά να δείχνει σαν να είναι έτοιμο να διαλυθεί.
Θέλει να δραπετεύσει από την επαίσχυντη πραγματικότητα αυτού του στρατοπέδου που σκότωσε τον πατέρα της. Και ξέρει ότι ένα βιβλίο είναι σαν μια μπουκαπόρτα που σε οδηγείσε ένα μυστικό δωμάτιο: μπορείς να την ανοίξεις και να μπεις μέσα. Και ο κόσμος σου είναι διαφορετικός.
Προς στιγμήν διστάζει· αναρωτιέται αν θα έπρεπε ή όχι να διαβάσει το βιβλίο με τις σελίδεςπου λείπουν και που, σύμφωνα με τον Χιρς, είναι ακατάλληλο για δεσποινίδες και φέρει τον τίτλο Ο καλός στρατιώτης Σβέικ. Άλλά ο ενδοιασμός της διαρκεί λιγότερο κι από τη μεσημεριανή σούπα της.
Στο κάτω κάτω, ποιος είπε ότι θέλει να είναι μια νεαρή δεσποινίς;
Θα προτιμούσε να είναι ερευνήτρια που μελετά μικρόβια ή πιλότος, αντί να είναι ένα σεμνότυφο πλάσμα με δαντελωτά φορέματα και καλτσόν με λευκούς φιόγκους.
Το βιβλίο διαδραματίζεται στην Πράγα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου και ο συγγραφέας του, ο Γιάροσλαβ Χάσεκ, περιγράφει τον πρωταγωνιστή του ως έναν παχουλό πολυλογά που, αφού γλίτωσε ήδη μία φορά τη στράτευση –κρίθηκε ακατάλληλος «λόγω ηλιθιότητας»–, τελικά καλείται πάλι να υπηρετήσει. Φτάνει στο κέντρο στρατολογίας σε αναπηρικό καροτσάκι, γιατί υποτίθεται πως πάσχει από ρευματισμούς στα γόνατα. Είναι ένας κατεργάρης που θέλει να τρώει και να πίνει ό,τι βρίσκει μπροστά του και να δουλεύει όσο το δυνατόν λιγότερο. Το όνομά του είναι Σβέικ και βγάζει μεροκάματο πιάνοντας αδέσποτα σκυλιά και πουλώντας τα σαν καθαρόαιμα ράτσας. Μιλά πολύ ευγενικά σε όλους, ενώ οι κινήσεις του και το φιλικό του βλέμμα είναι πάντα καλοσυνάτα. Κάθε φορά που κάποιος τον ρωτάει κάτι, συνήθως λέει μια ιστορία ή ένα αστείο για να συνοδέψει την απάντησή του, αν και τις περισσότερες φορές δεν έχουν κάποια σχέση με το εν λόγω θέμα και κανείς δεν ζήτησε να τα ακούσει. Και όλοι προβληματίζονται από το γεγονός ότι, κάθε φορά που κάποιος του επιτίθεται ή του φωνάζει ή τον προσβάλλει, αυτός δεν αντιδρά, αλλά συμφωνεί μαζί του. Με αυτόν τον τρόπο τούς πείθει ότι είναι απολύτως ηλίθιος και τον αφήνουν ήσυχο.
«Είσαι ζωντόβολο!»
«Μάλιστα, κύριε, έχετε απόλυτο δίκιο», απαντάει ο Σβέικ με τον πιο ταπεινό του τόνο.
Η Ντίτα νοσταλγεί τον γιατρό Μάνσον, ο οποίος την ταξίδεψε στις πόλεις των ανθρακωρύχων στην Ουαλία, ή ακόμα και τον Χανς Κάστορπ, που τεντωνόταν ήρεμος στη σεζλόνγκ του αγναντεύοντας τις Άλπεις. Άυτό το βιβλίο επιμένει να τη δέσει με τη Βοημία και τον πόλεμο. Τα μάτια της ξεφυλλίζουν τις σελίδες και δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς προσπαθεί να της πει ο συγγραφέας. Ενας έξαλλος αξιωματικός επιπλήττει τον πρωταγωνιστή, αυτόν τον παχουλό και χαζούλη φτωχοδιάβολο με τα ταλαιπωρημένα ρούχα. Δεν της αρέσει αυτό που διαβάζει: η κατάσταση είναι σχεδόν παρακμιακή. Της αρέσουν τα βιβλία που υμνούν τη ζωή, όχι που τη μικραίνουν.
.Άλλά υπάρχει κάτι οικείο σε αυτόν τον χαρακτήρα. Και, σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος που βιώνει γύρω της είναι πολύ χειρότερος, οπότε προτιμά να μείνει καθισμένη στο σκαμνάκι της, συγκεντρωμένη στο διάβασμά της, ελπίζοντας πως οι καθηγητές που κάθονται γύρω της και συζητούν δεν θα της δώσουν πολλή σημασία.
Λίγο πιο κάτω στο βιβλίο συναντά τον Σβέικ ντυμένο παράταιρα με τη στρατιωτική στολή της Άυστροουγγρικής Άυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι οι Τσέχοι, τουλάχιστον αυτοί τηςεργατικής τάξης, δεν ήταν διόλου χαρούμενοι που βρίσκονταν υπό τις διαταγές των άτεγκτων Γερμανών στον Μεγάλο Πόλεμο.
Και πόσο δίκιο είχαν, σκέφτεται η Ντίτα.
Είναι υπασπιστής του υπολοχαγού Λούκας, που του φωνάζει, τον αποκαλεί ζώο και του δίνει σφαλιάρες κάθε φορά που ο Σβέικ τον κάνει έξω φρενών. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σβέικ έχει ένα ταλέντο στο να κάνει τα πράγματα πολύπλοκα· τοποθετεί σε τυχαία σημεία τα έγγραφα που του είχαν εμπιστευτεί· κάνει το ακριβώς αντίθετο από την εντολή που του έδωσαν, με αποτέλεσμα να γελοιοποιεί τον αξιωματικό. Κι όλα αυτά παρόλο που πάντα δείχνει να ενεργεί με τις καλύτερες των προθέσεων, απλώς με μηδαμινήπνευματική ικανότητα. Σε αυτό το σημείο του βιβλίου, η Ντίτα ακόμη δεν μπορεί να καταλάβει αν ο Σβέικ κάνει τον ηλίθιο ή αν είναι όντως ένας ανόητος.
Εχει πολύ μεγάλη δυσκολία να καταλάβει τι προσπαθεί να πει ο συγγραφέας. Ο εξωφρενικός στρατιώτης απαντά στις ερωτήσεις και στις διαταγές του ανωτέρου του με έναν τόσο επώδυνα αναλυτικό τρόπο, που οι απαντήσεις του δεν έχουν τέλος. Διακλαδίζονται συνέχεια σε μικρές ιστορίες συγγενών και γειτόνων που ο στρατιώτης εισάγει με απόλυτη σοβαρότητα στην απάντησή του με τον πιο παράλογο τρόπο: «Συνάντησα κάποιον Πάλιβετς, που είχε μια ταβέρνα στο Λίμπεν. Κάποια στιγμή μέθυσε με τζιν ένας τηλεγραφητής και, αντί να παραδώσει στους συγγενείς ενός φτωχού ανθρώπου που είχε πεθάνει τα μηνύματα συλλυπητηρίων, τους παρέδωσε τον τιμοκατάλογο του μπαρ. Προκλήθηκε μεγάλο σκάνδαλο. Κυρίως επειδή μέχρι τότε κανείς δεν είχε διαβάσει τον τιμοκατάλογο και, όπως αποδείχθηκε, ο γερο-Πάλιβετς χρέωνε το κατιτίς παραπάνω γιακάθε ποτό· αν και αργότερα εξήγησε ότι τα επιπλέον χρήματα ήταν για φιλανθρωπικό σκοπό…».
Οι ιστορίες που χρησιμοποιεί για να διανθίσει τις εξηγήσεις του γίνονται τόσο μακροσκελείς και σουρεαλιστικές, που ο λοχαγός καταλήγει να του φωνάξει να εξαφανιστεί: «Χάσου από μπροστά μου, κουφιοκέφαλε!».
Και η Ντίτα εκπλήσσεται που πιάνει τον εαυτό της να γελάει στη σκέψη της έκφρασης του υπολοχαγού. Άμέσως μαλώνει τον εαυτό της. Πώς μπορεί ένας τόσο ηλίθιος χαρακτήρας νατην κάνει να γελά; Μέχρι που αναρωτιέται προς στιγμήν αν έχει το δικαίωμα να γελά μετά από αυτό που έγινε· και με όσα ακόμη γίνονται.
Πώς μπορείς να γελάς όταν οι άνθρωποι που αγαπάς πεθαίνουν;»
Πρόκειται για μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή, με συναισθήματα σπαρακτικά και εικόνες σκληρές τις οποίες, ωστόσο, καταφέρνει να υπερνικήσει η ασίγαστη θέληση για τη ζωή. Είναι, επί της ουσίας, το προσωπικό ημερολόγιο της Ντίτα Κράους, μιας έφηβης που βρέθηκε το 1944 στο στρατόπεδο Άουσβιτς – Μπιρκενάου και ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους ανθρώπους που κατάφεραν να βγουν ζωντανοί!
Χρόνια αργότερα, ασφαλής μεν με τις μνήμες, ωστόσο, ολοζώντανα χαραγμένες μέσα στο μυαλό και την ψυχή της, η Ντίτα θα διηγηθεί την ιστορία της στον Αντόνιο Ιτούρμπε. Θα τού αποκαλύψει πως αυτό που την κράτησε στη ζωή, τις άγριες εκείνες ημέρες ήταν μια η ύπαρξη μιας κρυφής βιβλιοθήκης την οποία οι ίδιοι οι κρατούμενοι δημιούργησαν με κίνδυνο της ζωής τους. Ήταν η μικρότερη αλλά και η πιο σπουδαία βιβλιοθήκη στην ανθρωπινη ιστορία…!
«Δεν είναι εύκολο για την Ντίτα. Η απουσία του πατέρα της τη βαραίνει αφόρητα. Κυκλοφορεί στο στρατόπεδο σαν να έχει μια σιδερένια μπάλα δεμένη στον αστράγαλο. Πώς μπορεί κάτι που δεν υπάρχει πια να είναι τόσο ασήκωτο; Πώς μπορεί να έχει βάρος το κενό;
Ε, λοιπόν, μπορεί.
Εκείνο το πρωί σχεδόν δεν μπορούσε να κατέβει από την κουκέτα της. Το έκανε τόσο αργά, που έβγαλε εκτός εαυτού τη διπλανή της, η οποία άρχισε να βρίζει με τα πιο χυδαία λόγια που είχε ακούσει ποτέ η Ντίτα. Οποιαδήποτε άλλη μέρα θα τρόμαζε από την οργή της γυναίκας, αλλά τώρα δεν είχε ούτε την ενέργεια να τρομάξει. Γύρισε το κεφάλι της και της έριξε ένα βλέμμα τέτοιας αδιαφορίας, που παραδόξως εκείνη σταμάτησε να βρίζει και δεν έβγαλε λέξη μέχρι να ολοκληρώσει η Ντίτα την αργή της κατάβαση.
Μετά την απογευματινή καταμέτρηση, τα παιδιά του μπλοκ 31 έσπευσαν θορυβωδώς είτε να παίξουν είτε να επιστρέψουν στους γονείς τους. Η Ντίτα, εντελώς μουδιασμένη, αρχίζει να μαζεύει αργά τα βιβλία και σέρνεται ως το δωμάτιο του διευθυντή, για να τα κρύψει. Ο Φρέντι ψαχουλεύει κάτι μισοάδεια κουτιά, όπου όλο και κάτι ίσως να έβρισκε για να ζωντανέψει τη γιορτή του Σαμπάτ στον θάλαμο.
«Εχω κάτι για σένα, για να επισκευάσεις τα βιβλία», λέει ο Χιρς.
Κρατά ένα χαριτωμένο μπλε ψαλίδι, από αυτά που χρησιμοποιούν τα μικρά παιδάκια στο σχολείο. Δεν θα πρέπει να ήταν εύκολο να αποκτήσει ένα τόσο πολύτιμο αντικείμενο. Ο διευθυντής φεύγει αμέσως, πριν προλάβει εκείνη να τον ευχαριστήσει.
Η Ντίτα αποφασίζει να αξιοποιήσει το ψαλίδι για να κόψει μερικές κλωστές που κρέμονται από το παλιό τσέχικο βιβλίο. Προτιμά να μείνει και να κάνει οποιαδήποτε δουλειά στο μπλοκ 31. Ξέρει ότι η κυρία Τουρνόβσκα και μερικές γνωστές από την Τερεζίν κρατούν συντροφιά στη μητέρα της· και δεν έχει όρεξη να δει κανέναν. Ταξινομεί όλα τα βιβλία στηνκρυψώνα τους, εκτός από το ρημαγμένο μυθιστόρημα. Άπό την κρυψώνα βγάζει και ένα μικρό βελούδινο σακουλάκι. Κλείνει με ένα κορδόνι και στεγάζει το κουτί πρώτων βοηθειώνγια τα βιβλία της. Το σακουλάκι περιείχε κάποτε τέσσερα κουφέτα. Ηταν το βραβείο ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού παιχνιδιού λεξομαχίας. Η Ντίτα περιστασιακά φέρνει στη μύτη της το βελούδινο ύφασμα και εισπνέει την υπέροχη μυρωδιά εκείνων των κουφέτων.
Πηγαίνει στη γωνία με τις σανίδες, όπου κάθεται συνήθως, και αφοσιώνεται με ζήλο στη δουλειά. Άρχικά κόβει με το ψαλίδι όλες τις κλωστές που κρέμονται. Μετά, σαν να ράβει κάποια ανοιχτή πληγή, χρησιμοποιεί μια υποτυπώδη βελόνα και κλωστή για να ξαναδέσει μερικές σελίδες που ήταν έτοιμες να ξεκολλήσουν. Το αποτέλεσμα δεν είναι όμορφο, αλλά οι σελίδες τώρα δεν πρόκειται να βγουν. Βάζει και μερικά κομμάτια λευκοπλάστη όπου υπάρχουν σκισίματα, και το βιβλίο σταματά να δείχνει σαν να είναι έτοιμο να διαλυθεί.
Θέλει να δραπετεύσει από την επαίσχυντη πραγματικότητα αυτού του στρατοπέδου που σκότωσε τον πατέρα της. Και ξέρει ότι ένα βιβλίο είναι σαν μια μπουκαπόρτα που σε οδηγείσε ένα μυστικό δωμάτιο: μπορείς να την ανοίξεις και να μπεις μέσα. Και ο κόσμος σου είναι διαφορετικός.
Προς στιγμήν διστάζει· αναρωτιέται αν θα έπρεπε ή όχι να διαβάσει το βιβλίο με τις σελίδεςπου λείπουν και που, σύμφωνα με τον Χιρς, είναι ακατάλληλο για δεσποινίδες και φέρει τον τίτλο Ο καλός στρατιώτης Σβέικ. Άλλά ο ενδοιασμός της διαρκεί λιγότερο κι από τη μεσημεριανή σούπα της.
Στο κάτω κάτω, ποιος είπε ότι θέλει να είναι μια νεαρή δεσποινίς;
Θα προτιμούσε να είναι ερευνήτρια που μελετά μικρόβια ή πιλότος, αντί να είναι ένα σεμνότυφο πλάσμα με δαντελωτά φορέματα και καλτσόν με λευκούς φιόγκους.
Το βιβλίο διαδραματίζεται στην Πράγα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου και ο συγγραφέας του, ο Γιάροσλαβ Χάσεκ, περιγράφει τον πρωταγωνιστή του ως έναν παχουλό πολυλογά που, αφού γλίτωσε ήδη μία φορά τη στράτευση –κρίθηκε ακατάλληλος «λόγω ηλιθιότητας»–, τελικά καλείται πάλι να υπηρετήσει. Φτάνει στο κέντρο στρατολογίας σε αναπηρικό καροτσάκι, γιατί υποτίθεται πως πάσχει από ρευματισμούς στα γόνατα. Είναι ένας κατεργάρης που θέλει να τρώει και να πίνει ό,τι βρίσκει μπροστά του και να δουλεύει όσο το δυνατόν λιγότερο. Το όνομά του είναι Σβέικ και βγάζει μεροκάματο πιάνοντας αδέσποτα σκυλιά και πουλώντας τα σαν καθαρόαιμα ράτσας. Μιλά πολύ ευγενικά σε όλους, ενώ οι κινήσεις του και το φιλικό του βλέμμα είναι πάντα καλοσυνάτα. Κάθε φορά που κάποιος τον ρωτάει κάτι, συνήθως λέει μια ιστορία ή ένα αστείο για να συνοδέψει την απάντησή του, αν και τις περισσότερες φορές δεν έχουν κάποια σχέση με το εν λόγω θέμα και κανείς δεν ζήτησε να τα ακούσει. Και όλοι προβληματίζονται από το γεγονός ότι, κάθε φορά που κάποιος του επιτίθεται ή του φωνάζει ή τον προσβάλλει, αυτός δεν αντιδρά, αλλά συμφωνεί μαζί του. Με αυτόν τον τρόπο τούς πείθει ότι είναι απολύτως ηλίθιος και τον αφήνουν ήσυχο.
«Είσαι ζωντόβολο!»
«Μάλιστα, κύριε, έχετε απόλυτο δίκιο», απαντάει ο Σβέικ με τον πιο ταπεινό του τόνο.
Η Ντίτα νοσταλγεί τον γιατρό Μάνσον, ο οποίος την ταξίδεψε στις πόλεις των ανθρακωρύχων στην Ουαλία, ή ακόμα και τον Χανς Κάστορπ, που τεντωνόταν ήρεμος στη σεζλόνγκ του αγναντεύοντας τις Άλπεις. Άυτό το βιβλίο επιμένει να τη δέσει με τη Βοημία και τον πόλεμο. Τα μάτια της ξεφυλλίζουν τις σελίδες και δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς προσπαθεί να της πει ο συγγραφέας. Ενας έξαλλος αξιωματικός επιπλήττει τον πρωταγωνιστή, αυτόν τον παχουλό και χαζούλη φτωχοδιάβολο με τα ταλαιπωρημένα ρούχα. Δεν της αρέσει αυτό που διαβάζει: η κατάσταση είναι σχεδόν παρακμιακή. Της αρέσουν τα βιβλία που υμνούν τη ζωή, όχι που τη μικραίνουν.
.Άλλά υπάρχει κάτι οικείο σε αυτόν τον χαρακτήρα. Και, σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος που βιώνει γύρω της είναι πολύ χειρότερος, οπότε προτιμά να μείνει καθισμένη στο σκαμνάκι της, συγκεντρωμένη στο διάβασμά της, ελπίζοντας πως οι καθηγητές που κάθονται γύρω της και συζητούν δεν θα της δώσουν πολλή σημασία.
Λίγο πιο κάτω στο βιβλίο συναντά τον Σβέικ ντυμένο παράταιρα με τη στρατιωτική στολή της Άυστροουγγρικής Άυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι οι Τσέχοι, τουλάχιστον αυτοί τηςεργατικής τάξης, δεν ήταν διόλου χαρούμενοι που βρίσκονταν υπό τις διαταγές των άτεγκτων Γερμανών στον Μεγάλο Πόλεμο.
Και πόσο δίκιο είχαν, σκέφτεται η Ντίτα.
Είναι υπασπιστής του υπολοχαγού Λούκας, που του φωνάζει, τον αποκαλεί ζώο και του δίνει σφαλιάρες κάθε φορά που ο Σβέικ τον κάνει έξω φρενών. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σβέικ έχει ένα ταλέντο στο να κάνει τα πράγματα πολύπλοκα· τοποθετεί σε τυχαία σημεία τα έγγραφα που του είχαν εμπιστευτεί· κάνει το ακριβώς αντίθετο από την εντολή που του έδωσαν, με αποτέλεσμα να γελοιοποιεί τον αξιωματικό. Κι όλα αυτά παρόλο που πάντα δείχνει να ενεργεί με τις καλύτερες των προθέσεων, απλώς με μηδαμινήπνευματική ικανότητα. Σε αυτό το σημείο του βιβλίου, η Ντίτα ακόμη δεν μπορεί να καταλάβει αν ο Σβέικ κάνει τον ηλίθιο ή αν είναι όντως ένας ανόητος.
Εχει πολύ μεγάλη δυσκολία να καταλάβει τι προσπαθεί να πει ο συγγραφέας. Ο εξωφρενικός στρατιώτης απαντά στις ερωτήσεις και στις διαταγές του ανωτέρου του με έναν τόσο επώδυνα αναλυτικό τρόπο, που οι απαντήσεις του δεν έχουν τέλος. Διακλαδίζονται συνέχεια σε μικρές ιστορίες συγγενών και γειτόνων που ο στρατιώτης εισάγει με απόλυτη σοβαρότητα στην απάντησή του με τον πιο παράλογο τρόπο: «Συνάντησα κάποιον Πάλιβετς, που είχε μια ταβέρνα στο Λίμπεν. Κάποια στιγμή μέθυσε με τζιν ένας τηλεγραφητής και, αντί να παραδώσει στους συγγενείς ενός φτωχού ανθρώπου που είχε πεθάνει τα μηνύματα συλλυπητηρίων, τους παρέδωσε τον τιμοκατάλογο του μπαρ. Προκλήθηκε μεγάλο σκάνδαλο. Κυρίως επειδή μέχρι τότε κανείς δεν είχε διαβάσει τον τιμοκατάλογο και, όπως αποδείχθηκε, ο γερο-Πάλιβετς χρέωνε το κατιτίς παραπάνω γιακάθε ποτό· αν και αργότερα εξήγησε ότι τα επιπλέον χρήματα ήταν για φιλανθρωπικό σκοπό…».
Οι ιστορίες που χρησιμοποιεί για να διανθίσει τις εξηγήσεις του γίνονται τόσο μακροσκελείς και σουρεαλιστικές, που ο λοχαγός καταλήγει να του φωνάξει να εξαφανιστεί: «Χάσου από μπροστά μου, κουφιοκέφαλε!».
Και η Ντίτα εκπλήσσεται που πιάνει τον εαυτό της να γελάει στη σκέψη της έκφρασης του υπολοχαγού. Άμέσως μαλώνει τον εαυτό της. Πώς μπορεί ένας τόσο ηλίθιος χαρακτήρας νατην κάνει να γελά; Μέχρι που αναρωτιέται προς στιγμήν αν έχει το δικαίωμα να γελά μετά από αυτό που έγινε· και με όσα ακόμη γίνονται.
Πώς μπορείς να γελάς όταν οι άνθρωποι που αγαπάς πεθαίνουν;»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα