Βασιλική Καρακώστα: Παντρεύεται η κλασική με την ελληνική παραδοσιακή μουσική;
Την απάντηση δίνει η ίδια η τραγουδίστρια όχι με λόγια, αλλά με την επερχόμενη παράσταση στο Θέατρο «Ολύμπια» που θα χτυπήσει στην ψυχή μας
Συνέντευξη στον Γιώργο Παπαϊωάννου
Φωτογράφος Πάνος Γιαννακόπουλος
Επιμέλεια Λίζη Παπάζογλου
Είναι άδικο που τα έντυπα μέσα δεν μπορούν να σας μεταφέρουν ήχο, αλλιώς θα ήταν ο πιο εύκολος τρόπος να σας συστήσουμε -σε περίπτωση που κάποιοι το χρειάζεστε- μια τραγουδίστρια που με τη φωνή και την τέχνη της, στην επερχόμενη εμφάνισή της στο Θέατρο «Ολύμπια», θέλει να μας χαρίσει μια νύχτα «σαν να ακούς τον καλπασμό των αλόγων στις κορυφογραμμές της Θράκης, σαν να ανοίγεις πανιά και να σε αλατίζει η θάλασσα στο πρόσωπο». Τάδε έφη Βασιλική Καρακώστα, η τραγουδίστρια που θέλει «να διασκεδάζει τον κόσμο και να τον μεθάει χωρίς να πίνει» λίγο πριν. Πολύ δυνατά λόγια για να συνεχίζουμε να μιλάμε εμείς και να μην την αφήσουμε να πει η ίδια την ιστορία της, σωστά;
GALA: Πάντοτε ήταν το τραγούδι ο αποκωδικοποιητής των σκέψεών σας;
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ: Ναι, από παιδί με το τραγούδι σκεφτόμουν. Ηταν το μέσο με το οποίο μπορούσα να καταλάβω τον κόσμο και να συνομιλήσω μαζί του. Δεν ήταν ένα επάγγελμα που είχα πει «εγώ αυτό θα κάνω». Δεν το έκανε και κανένας άλλος στην οικογένειά μου για να πω ότι παραδειγματίστηκα. Ηταν απλώς ο τρόπος της ζωής μου.
G.: Δηλαδή ως παιδί τι λέγατε ότι θέλετε να γίνετε όταν μεγαλώσετε;
Β.Κ.: Κάποια στιγμή είχα δει στην τηλεόραση μπαλαρίνες και έπαθα σοκ, πρώτη φορά ένιωσα το «θέλω να γίνω αυτό»! Αλλά στο χωριό όπου γεννήθηκα και έζησα ως τα δώδεκα, τη Γλύφα Φθιώτιδας, δεν είχε κάπου να πάω να μάθω μπαλέτο. Μεγάλη ευλογία να έχεις μεγαλώσει στο χωριό, δεν πειράζει που δεν είχε μπαλέτο. Ετσι, μετά ήθελα να γίνω βρεφονηπιοκόμος. Αγαπώ πολύ τα παιδιά, έχω πολύ καλή επικοινωνία μαζί τους.
G.: Κάνατε κάτι γι’ αυτό;
Β.Κ.: Τίποτα δεν έκανα, διότι από μικρή, από τα 15 μου, άρχισα να τραγουδάω επαγγελματικά. Προστατευμένα, βέβαια, με «ειδική φρουρά» τους μουσικούς που ήξεραν τους δικούς μου, στον Βόλο, οπότε τις ξέχασα τις σπουδές της Βρεφονηπιοκομικής.
G.: Εχετε τραγουδήσει άλλου είδους τραγούδια πέραν των δημοτικών. Πώς ή μάλλον ποιος σας προέτρεψε να ασχοληθείτε τόσο ιδιαίτερα με τη δημοτική μουσική;
Β.Κ.: Τα δημοτικά τραγούδια είναι μια πλευρά μου που την κρατώ -και θα την κρατώ- ανεξαρτήτως όλων των άλλων που μπορεί να τραγουδάω. Ηταν ο Νίκος Παπάζογλου εκείνος που με προέτρεψε. Κάναμε πρόβες με τον Σαββόπουλο και μου είπε ο Παπάζογλου να τους τραγουδήσω κάτι. Διάλεξα ένα δημοτικό και όταν τελείωσα μου είπε: «Μη σταματήσεις ποτέ να τα τραγουδάς. Πάντα να επιστρέφεις σε αυτά».
G.: Ακόμα και πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη, παρατηρώ ότι έχετε αναφέρει πενταπλάσιες φορές το όνομα του Σαββόπουλου απ’ ό,τι άλλων τραγουδοποιών με τους οποίους είχατε πολύ στενή συνεργασία.
Β.Κ.: Μάλλον ξέρω γιατί. Ο Σαββόπουλος ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος. Νομίζω ότι σε μια άλλη ζωή ήταν πατέρας μου. Γενικώς, είμαι σεβαστικός άνθρωπος, όμως νομίζω ότι εμπιστεύτηκα περισσότερο τους δασκάλους μου παρά τον εαυτό μου - κι αυτό είναι λάθος. Πρέπει να ακούμε αυτό το αγνό ένστικτο που έχουμε μέσα μας.
G.: Εννοείτε ότι υπήρξαν άνθρωποι με τους οποίους συνεργαστήκατε και σας πήγαν πίσω;
Β.Κ.: Δεν σε πάνε οι άνθρωποι πίσω. Εσύ το νιώθεις αυτό. Αν νιώθεις ότι οι άλλοι ξέρουν καλύτερα, αυτό είναι λάθος, υπερβολή. Μόνο εσύ ξέρεις, ποτέ δεν ξέρει κανείς
καλύτερα από εσένα.
G.: Θα λέγατε λοιπόν ότι είστε ευτυχισμένη από τις συνεργασίες σας;
Β.Κ.: Φυσικά και νιώθω ευγνωμοσύνη για όσους έχουμε συνεργαστεί. Να αναφέρω για παράδειγμα -εκτός από τον Σαββόπουλο, με τον οποίο έχω στοιχεία πολύ συγγενικά- τον Κότσιρα, έναν εκπληκτικό άνθρωπο που σέβεται τους νεότερους, ή τον Πορτοκάλογλου, ο οποίος μου πρόσφερε τα πρώτα τραγούδια.
G.: Ας περάσουμε στην παράσταση στο «Ολύμπια». Να πω την αλήθεια, ίσως επειδή τρελαίνομαι να ακούω κλαρίνα, φαντάστηκα ότι θα τραγουδήσετε κλασικά δημοτικά τραγούδια, αλλά με πιο «ευρωπαϊκή» ενορχήστρωση. Τελικά, τι σημαίνει «κλασική δημοτική μουσική»;
Β.Κ.: Πρώτα απ’ όλα μου αρέσει που τρελαίνεστε για τα κλαρίνα. Το φυσιολογικό θα ήταν να βγω να σας τραγουδήσω τα δημοτικά τραγούδια με δημοτική ορχήστρα. Μεγάλωσα και με τα δύο: και με λαϊκές δημοτικές ορχήστρες και με υποτροφία σε ωδείο, δηλαδή και με τη δυτική πλευρά της μουσικής. Αλλά πάντοτε η αλάνα ήταν το δημοτικό τραγούδι, τα πανηγύρια στο Πήλιο, αργότερα κάποιες γωνιές της Ηπείρου, στο Μέτσοβο όπου παίζανε χωρίς ρεύμα, με δάδες. Αυτή την ομορφιά θέλησα να μεταφέρω στον κόσμο με έναν κλασικό τρόπο, χωρίς όμως να του βάλω γραβάτα. Θα ήταν πολύ εύκολο να βάλουμε μια λύρα για να πει τη μουσική ιστορία του Πόντου, ένα κλαρίνο για να πει την ιστορία της Ηπείρου, αλλά -αν και τα λατρεύω και υποκλίνομαι στο μεγαλείο τους- ήθελα να μπω πιο βαθιά, στον πυρήνα και στα κύτταρα της μουσικής μας παράδοσης, και να πω στον κόσμο γιατί γράφτηκαν, να πω την ιστορία τους όχι μουσικολογικά, αλλά με τη φωνή μου. Ετσι, αποφασίσαμε να μεταφέρουμε όλη αυτή την πληροφορία με έγχορδα όργανα.
G.: Τι θα ακούσουμε, λοιπόν, στο «Ολύμπια»;
Β.Κ.: Θα ακούσετε πρώτο και δεύτερο βιολί, βιόλα, τσέλο και κοντραμπάσο από το κλιμάκιο της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων. Θα ακούσετε, κάπου στο βάθος,
και τη λύρα του Πόντου, ας πούμε, αλλά ως «σχόλιο». Η μόνη εξαίρεση θα είναι η Στέλλα Βαλάση που είναι σαντουρίστρια. Το σαντούρι είναι το πιάνο της Ανατολής. Ξέρετε, τα έγχορδα μπορούν να μιμηθούν πολλούς ήχους και έχουν μεγάλη δύναμη. Θέλουμε να ενεργοποιηθεί η φαντασία, να νιώσουν όλοι όσοι θα είναι εκεί ότι με ένα θρακιώτικο βρίσκονται στη Θράκη και τρέχουν άλογα ή με ένα νησιώτικο ότι λύνονται τα πανιά, ότι βρέχονται από τα νερά. Θέλουμε να ταξιδέψουν.
G.: Τι πιστεύετε ότι κάνει τόσο δυνατή τη δημοτική μας μουσική;
Β.Κ.: Καταρχήν θεωρώ ότι είναι η δική μας κλασική μουσική και με την έννοια της δεξιοτεχνίας, όχι μόνο λόγω εντοπιότητας. Τα δημοτικά τραγούδια έχουν μια γενναιοδωρία, δεν τσιγκουνεύονται. Εχουν διαφάνεια, δεν κρατάνε πόζα, είναι δημιούργημα πολλών ψυχών και χτίστηκαν μέσα στα χρόνια και στους αιώνες. Υπάρχει ένα τραγούδι που λέω και καταλαβαίνεις ότι έχει βαρύ ενεργειακό φορτίο.
G.: Να υποθέσω ότι αυτό είναι και το πιο αγαπημένο σας δημοτικό τραγούδι;
Β.Κ.: Ναι, ναι! Είναι το «Πάρθεν η Ρωμανία», ένα ποντιακό του 1700. Είναι το τραγούδι που είπα όταν με ανέβασε ο Σαββόπουλος στη σκηνή, στο Καλλιμάρμαρο, να τραγουδήσω. Είμαι Σαρακατσάνα, αλλά εμένα μου αρέσει ο Πόντος κι ας μην έχω ρίζες ποντιακές. Ολο αυτό, όμως, που οι ρυθμοί τους έχουν σχέση με τη γη, το πάτημα το γερό, το ότι θα παραδεχτούν την ήττα τους αλλά με το κεφάλι σταθερά μπροστά, έχει μια γενναιότητα απίστευτη. Θυμάμαι, μια φορά τραγουδούσα στο Μέγαρο και με το που βγάζω την πρώτη ιαχή από το «Πάρθεν» ήταν σαν να βγαίνει σπαθί και βλέπω έναν γέροντα 90 χρόνων να αρπάζει την καρέκλα μπροστά του σαν να πήρε δύναμη μέσα του.
G.: Πιστεύετε ότι στις μέρες μας, με τη μουσική που ακούνε οι πιο νέες γενιές, το δημοτικό τραγούδι έχει αντίκρισμα;
Β.Κ.: Ως πηγή έμπνευσης πιστεύω ότι πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι που θα στρέφονται στο δημοτικό τραγούδι. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν πάρα πολλοί χορευτικοί σύλλογοι και στην πλειονότητά τους απαρτίζονται από νέα παιδιά. Υπάρχει άνθηση σε αυτό το κομμάτι.
G.: Είναι κάτι σαν μόδα να ακούς δημοτικά; Ακούγεται λίγο «φασέικο», όπως με τα πανηγύρια που τα έκαναν μόδα στην Ικαρία...
Β.Κ.: Κατ' αρχάς γελάω όταν λένε κάποιοι ότι ξαναήρθαν στη μόδα τα δημοτικά. Δεν ισχύει, με την έννοια ότι ποτέ δεν έφυγαν. Στην Αθήνα γίνονται μόδα. Στην επαρχία ήταν και είναι μέρος της ζωής τους.
G.: Γιατί όμως τελικά έχει επικρατήσει φτηνή μουσική, χωρίς υπόβαθρο και χωρίς κανένα νόημα στο περιεχόμενο των στίχων;
Β.Κ.: Κοιτάξτε, δεν είμαι αυστηρή, ούτε κρατάω κάποιο λάβαρο του έντεχνου. Μου αρέσει να τα παρατηρώ και να έχω κατανόηση. Να λέω «γιατί συμβαίνει αυτό τώρα;».
G.: Γιατί, λοιπόν, συμβαίνει αυτό τώρα;
Β.Κ.: Νομίζω ότι ο λόγος δεν είναι επειδή αρέσει. Είναι επειδή επιβάλλεται. Δεν υπάρχει και κριτήριο, οπότε συνηθίζεις μια μουσική και την ακούς. Ευκολία είναι, καθώς με όλα
αυτά που ζούμε δεν βάζουμε το μυαλό μας να σκεφτεί και πολύ. Θέλουμε κάτι εύκολο.
G.: Για να επανέλθουμε και να κλείσουμε με το «Ολύμπια». Τι στοχεύετε με την παράστασή σας;
Β.Κ.: Είναι μια παράσταση που θέλει να σε χτυπήσει στην ψυχή, ούτε στο μυαλό, ούτε πουθενά αλλού. Πιστεύω πως με το τραγούδι -και δη με το δημοτικό σε αυτή τη μορφή που περιγράψαμε- έχω αποκτήσει μια σχέση που είναι πιο της ψυχής, πιο επικοινωνιακή. Οτι μπορώ να σε μεθύσω χωρίς να πιεις ◆