Μια κωμωδία για τους πολλαπλούς μας εαυτούς
Μια κωμωδία για τους πολλαπλούς μας εαυτούς
Η κωμωδία του Andrew Cowie «Η ζωή μου στην τέχνη», πατάει σε μια ανατρεπτική εκδοχή του «Δον Ζουάν» που φέρνει επικίνδυνα κοντά τρεις ανθρώπους
Μία ανατρεπτική εκδοχή του «Δον Ζουάν» φέρνει επικίνδυνα κοντά τρεις ανθρώπους της… τέχνης με διαφορετικές αφετηρίες και θέλω. Η σπινθηροβόλα κωμωδία του Andrew Cowie «Η ζωή μου στην τέχνη», που παρουσιάζεται στο θέατρο 104 σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά, χρησιμοποιεί ως όχημα τον έρωτα για να μιλήσει για τους πολλαπλούς μας εαυτούς πάνω και κάτω από τη σκηνή.
Ο Γκράχαμ, ένας νεαρός σκηνοθέτης, φιλοδοξεί να αφήσει το στίγμα του στον χώρο με μία παράσταση του «Δον Ζουάν» που θα ταράξει τα νερά. Ή έτσι τουλάχιστον νομίζει. Κατά τη διάρκεια των προβών όμως μοιάζει να έχει περισσότερο το μυαλό του στον Στίβεν, τον γοητευτικό πρωταγωνιστή του, παρά στην παράσταση.
Την ίδια στιγμή ο Στίβεν, που στο βιογραφικό του ως ηθοποιός (;) έχει μόνο κάτι διαφημίσεις, είναι ερωτευμένος με τη συμπρωταγωνίστριά του, τη Ρεβέκκα, η οποία στην προσπάθειά της να ανελιχθεί επαγγελματικά και να κάνει καριέρα (;) κάνει τα γλυκά μάτια στον Γκράχαμ χωρίς να ξέρει ότι ο τελευταίος είναι gay.
Ο Andrew Cowie, όντας ο ίδιος ηθοποιός και σκηνοθέτης, μοιάζει να γνωρίζει πολύ καλά τα μυστικά του θεατρικού μικρόκοσμου και δεν φοβάται να σατιρίσει ανελέητα και με τρόπο ευφυή τη σοβαροφάνεια των ανθρώπων του και τη γελοιότητα που μπορεί να χαρακτηρίζει ενίοτε τις πράξεις τους στην προσπάθειά τους να υπηρετήσουν το ζωτικό τους ψεύδος.
Ο Γκράχαμ, ο Στίβεν και η Ρεβέκκα έχουν πιστέψει ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι. Άγονται και φέρονται από την ανάγκη τους να αρέσουν. Αποζητούν απεγνωσμένα την επιβεβαίωση όχι της αλήθειας τους, αλλά μίας εικόνας που έχουν οι ίδιοι κατασκευάσει για τους εαυτούς τους. Στον αγώνα τους αυτόν αλλάζουν με χαρακτηριστική ευκολία στάσεις και απόψεις απέναντι στα πράγματα. Το μόνο που εντέλει καταφέρνουν είναι να μην χτίσουν τίποτα το ουσιαστικό. Βουλιάζουν ολοένα και περισσότερο στο ψέμα τους, αρνούμενοι πεισματικά να συμφιλιωθούν με τους εαυτούς τους.
Αλήθεια, πόσο διαφέρουμε από αυτούς τους τρεις ήρωες; Αυτά συμβαίνουν μόνο στο θέατρο ή μήπως και στις ζωές μας; Το έργο του Cowie στρέφει αναπάντεχα τον καθρέφτη πάνω μας. Το κάνει φυσικά με όχημα την κωμωδία καταστάσεων, αλλά την ίδια στιγμή που γελάς δυνατά με τα όσα τραγελαφικά συμβαίνουν στη σκηνή σκέφτεσαι ότι πολλές φορές έχεις υπάρξει κι εσύ το ίδιο σοβαροφανής, το ίδιο αντιφατικός, το ίδιο… γελοίος.
Ο σκηνοθέτης Θοδωρής Βουρνάς, με σύμμαχο τη ρέουσα και θεατρικότατη μετάφραση της Κατερίνας Βαϊμάκη, φώτισε έξοχα τη βαθύτερη ουσία του έργου χωρίς φυσικά να θολώσει τα κωμικά του στοιχεία. Τα διαχειρίστηκε ωστόσο με θαυμαστή αυτοσυγκράτηση, δεν οδήγησε τους ηθοποιούς του στη «μπαλαφάρα», κράτησε το μέτρο, ανέδειξε το λεπτό χιούμορ του κειμένου και έφτιαξε μία εύρυθμη παράσταση, που σε κρατάει σε εγρήγορση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό χαρίζοντας σου απλόχερα το γέλιο.
Η Ντέπυ Γοργογιάννη κίνησε με τρόπο ευρηματικό και πάντα στο πνεύμα του έργου τους τρεις ηθοποιούς. Η Σοφία Λεγάτου διαμόρφωσε ένα λιτό σκηνικό με λευκούς κύβους στη μικρή σκηνή του θεάτρου 104, το οποίο εξυπηρετεί την κινηματογραφική δομή του έργου, ενώ στην ίδια γραμμή κινήθηκαν και τα κοστούμια της με αρκετές κωμικές πινελιές. Η ταλαντούχα Σίσσυ Βλαχογιάννη έχει γράψει για ακόμα μία φορά εξαιρετικές μουσικές που υπηρετούν και αναδεικνύουν τη δράση του έργου σχολιάζοντας παράλληλα το «γελοίον του πράγματος», ενώ οι φωτισμοί του Αποστόλη Κουτσιανικούλη – αν και χωρίς ιδιαίτερες αρετές – μοιάζουν επαρκείς.
Το μεγάλο ατού ωστόσο της παράστασης είναι οι τρεις ηθοποιοί της, που, έχοντας κατακτήσει μία φοβερή χημεία επί σκηνής, μοιάζουν να παίζουν την κωμωδία στα δάχτυλα χωρίς υπερβολές και «ευκολίες». Η Φιόνα Γεωργιάδη σκιαγραφεί μοναδικά τον χαρακτήρα της Ρεβέκκας. Μοιάζει να ανασαίνει μαζί με την ηρωίδα της. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη εκδοχή της. Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος - στον πλέον αβανταδόρικο ομολογουμένως ρόλο του έργου – είναι πραγματικά απολαυστικός ως Στίβεν. Χωρίς να χάνει το μέτρο και διατηρώντας σε εγρήγορση όλα τα εκφραστικά του μέσα αναδεικνύει υπέροχα την αφέλεια και την ωραιοπάθεια του ήρωα του. Δεν χορταίνεις να τον βλέπεις. Τέλος, ο Βαγγέλης Σαλευρής υποδυόμενος τον ομοφυλόφιλο Γκράχαμ κατάφερε να αποφύγει όλα τα κλισέ και να μας χαρίσει έναν παλλόμενο συναισθηματικά ήρωα. Η ερμηνεία του φέρει αλήθεια και μερικές έξοχες κωμικές στιγμές. Με δυο λόγια, και οι τρεις τους είναι υπέροχοι.
Ο Γκράχαμ, ένας νεαρός σκηνοθέτης, φιλοδοξεί να αφήσει το στίγμα του στον χώρο με μία παράσταση του «Δον Ζουάν» που θα ταράξει τα νερά. Ή έτσι τουλάχιστον νομίζει. Κατά τη διάρκεια των προβών όμως μοιάζει να έχει περισσότερο το μυαλό του στον Στίβεν, τον γοητευτικό πρωταγωνιστή του, παρά στην παράσταση.
Την ίδια στιγμή ο Στίβεν, που στο βιογραφικό του ως ηθοποιός (;) έχει μόνο κάτι διαφημίσεις, είναι ερωτευμένος με τη συμπρωταγωνίστριά του, τη Ρεβέκκα, η οποία στην προσπάθειά της να ανελιχθεί επαγγελματικά και να κάνει καριέρα (;) κάνει τα γλυκά μάτια στον Γκράχαμ χωρίς να ξέρει ότι ο τελευταίος είναι gay.
Ο Andrew Cowie, όντας ο ίδιος ηθοποιός και σκηνοθέτης, μοιάζει να γνωρίζει πολύ καλά τα μυστικά του θεατρικού μικρόκοσμου και δεν φοβάται να σατιρίσει ανελέητα και με τρόπο ευφυή τη σοβαροφάνεια των ανθρώπων του και τη γελοιότητα που μπορεί να χαρακτηρίζει ενίοτε τις πράξεις τους στην προσπάθειά τους να υπηρετήσουν το ζωτικό τους ψεύδος.
Ο Γκράχαμ, ο Στίβεν και η Ρεβέκκα έχουν πιστέψει ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι. Άγονται και φέρονται από την ανάγκη τους να αρέσουν. Αποζητούν απεγνωσμένα την επιβεβαίωση όχι της αλήθειας τους, αλλά μίας εικόνας που έχουν οι ίδιοι κατασκευάσει για τους εαυτούς τους. Στον αγώνα τους αυτόν αλλάζουν με χαρακτηριστική ευκολία στάσεις και απόψεις απέναντι στα πράγματα. Το μόνο που εντέλει καταφέρνουν είναι να μην χτίσουν τίποτα το ουσιαστικό. Βουλιάζουν ολοένα και περισσότερο στο ψέμα τους, αρνούμενοι πεισματικά να συμφιλιωθούν με τους εαυτούς τους.
Αλήθεια, πόσο διαφέρουμε από αυτούς τους τρεις ήρωες; Αυτά συμβαίνουν μόνο στο θέατρο ή μήπως και στις ζωές μας; Το έργο του Cowie στρέφει αναπάντεχα τον καθρέφτη πάνω μας. Το κάνει φυσικά με όχημα την κωμωδία καταστάσεων, αλλά την ίδια στιγμή που γελάς δυνατά με τα όσα τραγελαφικά συμβαίνουν στη σκηνή σκέφτεσαι ότι πολλές φορές έχεις υπάρξει κι εσύ το ίδιο σοβαροφανής, το ίδιο αντιφατικός, το ίδιο… γελοίος.
Ο σκηνοθέτης Θοδωρής Βουρνάς, με σύμμαχο τη ρέουσα και θεατρικότατη μετάφραση της Κατερίνας Βαϊμάκη, φώτισε έξοχα τη βαθύτερη ουσία του έργου χωρίς φυσικά να θολώσει τα κωμικά του στοιχεία. Τα διαχειρίστηκε ωστόσο με θαυμαστή αυτοσυγκράτηση, δεν οδήγησε τους ηθοποιούς του στη «μπαλαφάρα», κράτησε το μέτρο, ανέδειξε το λεπτό χιούμορ του κειμένου και έφτιαξε μία εύρυθμη παράσταση, που σε κρατάει σε εγρήγορση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό χαρίζοντας σου απλόχερα το γέλιο.
Η Ντέπυ Γοργογιάννη κίνησε με τρόπο ευρηματικό και πάντα στο πνεύμα του έργου τους τρεις ηθοποιούς. Η Σοφία Λεγάτου διαμόρφωσε ένα λιτό σκηνικό με λευκούς κύβους στη μικρή σκηνή του θεάτρου 104, το οποίο εξυπηρετεί την κινηματογραφική δομή του έργου, ενώ στην ίδια γραμμή κινήθηκαν και τα κοστούμια της με αρκετές κωμικές πινελιές. Η ταλαντούχα Σίσσυ Βλαχογιάννη έχει γράψει για ακόμα μία φορά εξαιρετικές μουσικές που υπηρετούν και αναδεικνύουν τη δράση του έργου σχολιάζοντας παράλληλα το «γελοίον του πράγματος», ενώ οι φωτισμοί του Αποστόλη Κουτσιανικούλη – αν και χωρίς ιδιαίτερες αρετές – μοιάζουν επαρκείς.
Το μεγάλο ατού ωστόσο της παράστασης είναι οι τρεις ηθοποιοί της, που, έχοντας κατακτήσει μία φοβερή χημεία επί σκηνής, μοιάζουν να παίζουν την κωμωδία στα δάχτυλα χωρίς υπερβολές και «ευκολίες». Η Φιόνα Γεωργιάδη σκιαγραφεί μοναδικά τον χαρακτήρα της Ρεβέκκας. Μοιάζει να ανασαίνει μαζί με την ηρωίδα της. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη εκδοχή της. Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος - στον πλέον αβανταδόρικο ομολογουμένως ρόλο του έργου – είναι πραγματικά απολαυστικός ως Στίβεν. Χωρίς να χάνει το μέτρο και διατηρώντας σε εγρήγορση όλα τα εκφραστικά του μέσα αναδεικνύει υπέροχα την αφέλεια και την ωραιοπάθεια του ήρωα του. Δεν χορταίνεις να τον βλέπεις. Τέλος, ο Βαγγέλης Σαλευρής υποδυόμενος τον ομοφυλόφιλο Γκράχαμ κατάφερε να αποφύγει όλα τα κλισέ και να μας χαρίσει έναν παλλόμενο συναισθηματικά ήρωα. Η ερμηνεία του φέρει αλήθεια και μερικές έξοχες κωμικές στιγμές. Με δυο λόγια, και οι τρεις τους είναι υπέροχοι.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα