Πέρασαν δυο χρόνια από εκείνη τη μέρα που ο κόσμος άλλαξε
7 Οκτωβρίου 2023. Η Χαμάς εισέβαλε στο Ισραήλ
Το ίδιο βράδυ ήμουν σε ένα μπαρ στο κέντρο της Αθήνας.
Γέλια, μουσική, φώτα. Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο από το γραφείο.
«Θες να φύγεις για Ισραήλ;» Θυμάμαι πήρα τον συνάδελφο Χρήστο Νικολαίδη να ρωτήσω για τα διαδικαστικά. Λίγες ώρες αργότερα, ήμασταν ήδη έτοιμοι να φύγουμε. Ο Χρήστος έμεινε στο αεροδρόμιο για να περιμένει τον Σάββα που τότε καθυστέρησε να περάσει τον εξοπλισμό από τον έλεγχο.
Έναν άνθρωπο με τον οποίο μοιραστήκαμε στιγμές ζωής και που δυστυχώς δεν βρίσκεται πια κοντά μας. Όταν έφτασα στο Τελ Αβίβ, τίποτα δεν θύμιζε πόλεμο. Η εικόνα στο αεροδρόμιο ήταν ήρεμη, σχεδόν παραπλανητική. Κόσμος που ψώνιζε, ταξιδιώτες που χαμογελούσαν, παιδιά που έτρεχαν.
Πήρα τηλέφωνο πίσω στο γραφείο και είπα:«Εδώ δεν γίνεται τίποτα…».
Πόσο λάθος ήμουν. Στο ξενοδοχείο άφησα τη βαλίτσα και βγήκα έξω.
Στα πρώτα δέκα μέτρα είδα σπασμένες τζαμαρίες και γυαλιά να λαμπυρίζουν στο πεζοδρόμιο.
Νόμιζα πως κάποιος ασυνείδητος οδηγός είχε πέσει πάνω στα καταστήματα.
Επηρεασμένος από την εικόνα στο αεροδρόμιο, ίσως αρνιόμουν να πιστέψω ότι κάτι πιο βαρύ συνέβαινε. Στα επόμενα δέκα μέτρα, συνεργεία προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν ζημιές σε ένα κτίριο.Ένας ολόκληρος όροφος είχε καταρρεύσει. «Τι έγινε;» ρώτησα μια γυναίκα που περνούσε.
«Χτυπήθηκε χθες το βράδυ. Από ρουκέτα της Χαμάς», μου είπε ήρεμα. Εκείνη τη στιγμή όλα άλλαξαν. Το Τελ Αβίβ ερήμωσε. Οι σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν,
Το Iron Dome δούλευε ασταμάτητα, κόβοντας τη νύχτα με εκρήξεις και φως.
Κάθε αναλαμπή στον ουρανό μπορούσε να είναι η τελευταία.
Γέλια, μουσική, φώτα. Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο από το γραφείο.
«Θες να φύγεις για Ισραήλ;» Θυμάμαι πήρα τον συνάδελφο Χρήστο Νικολαίδη να ρωτήσω για τα διαδικαστικά. Λίγες ώρες αργότερα, ήμασταν ήδη έτοιμοι να φύγουμε. Ο Χρήστος έμεινε στο αεροδρόμιο για να περιμένει τον Σάββα που τότε καθυστέρησε να περάσει τον εξοπλισμό από τον έλεγχο.
Έναν άνθρωπο με τον οποίο μοιραστήκαμε στιγμές ζωής και που δυστυχώς δεν βρίσκεται πια κοντά μας. Όταν έφτασα στο Τελ Αβίβ, τίποτα δεν θύμιζε πόλεμο. Η εικόνα στο αεροδρόμιο ήταν ήρεμη, σχεδόν παραπλανητική. Κόσμος που ψώνιζε, ταξιδιώτες που χαμογελούσαν, παιδιά που έτρεχαν.
Πήρα τηλέφωνο πίσω στο γραφείο και είπα:«Εδώ δεν γίνεται τίποτα…».
Πόσο λάθος ήμουν. Στο ξενοδοχείο άφησα τη βαλίτσα και βγήκα έξω.
Στα πρώτα δέκα μέτρα είδα σπασμένες τζαμαρίες και γυαλιά να λαμπυρίζουν στο πεζοδρόμιο.
Νόμιζα πως κάποιος ασυνείδητος οδηγός είχε πέσει πάνω στα καταστήματα.
Επηρεασμένος από την εικόνα στο αεροδρόμιο, ίσως αρνιόμουν να πιστέψω ότι κάτι πιο βαρύ συνέβαινε. Στα επόμενα δέκα μέτρα, συνεργεία προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν ζημιές σε ένα κτίριο.Ένας ολόκληρος όροφος είχε καταρρεύσει. «Τι έγινε;» ρώτησα μια γυναίκα που περνούσε.
«Χτυπήθηκε χθες το βράδυ. Από ρουκέτα της Χαμάς», μου είπε ήρεμα. Εκείνη τη στιγμή όλα άλλαξαν. Το Τελ Αβίβ ερήμωσε. Οι σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν,
Το Iron Dome δούλευε ασταμάτητα, κόβοντας τη νύχτα με εκρήξεις και φως.
Κάθε αναλαμπή στον ουρανό μπορούσε να είναι η τελευταία.
Ένα φως, ένας ήχος, μια έκρηξη κι ύστερα σιωπή. Μόλις προσαρμοστήκαμε, κατεβήκαμε προς τον νότο. Εκεί όπου ο φόβος είχε αποκτήσει πρόσωπο. Κάθε μέρα πλησιάζαμε περισσότερο στη γραμμή του πυρός. Ένιωθες το σώμα σου να αντιδρά πριν καν σκεφτείς. Κάθε βόμβος, κάθε αναλαμπή, ένα ρίγος. Τον θάνατο τον μύρισα πραγματικά όταν φτάσαμε στο σημείο της μεγάλης σφαγής, εκεί όπου είχε γίνει το rave party. Η μεγαλύτερη σκηνή εγκλήματος που έχω αντικρίσει ποτέ. Η σιωπή είχε βάρος. Σκόνη, αίμα, ρούχα, καμένα αντικείμενα. Ένα παπούτσι, ένα κινητό, ένα άδειο μπουκάλι νερό. Κάθε λεπτομέρεια έμενε χαραγμένη στη μνήμη. Θυμάμαι ζήτησα από μια φωτογράφο του Reuters να με τραβήξει με το κινητό μου μια φωτογραφία.
Το χέρι της έτρεμε. Δεν ήταν από φόβο, ήταν από όσα έβλεπε εκείνη τη στιγμή. Τις επόμενες μέρες πλησιάσαμε ακόμη πιο κοντά στα σύνορα με τη Γάζα. Ο αέρας μύριζε πυρίτιδα και καμένο χώμα.
Περάσαμε πάνω από πτώματα μαχητών της Χαμάς, κορμιά “φουσκωμένα” σαν μπαλόνια από την ήλιο, σκεπασμένα με σκόνη. Είναι οι στιγμές που δεν έχεις χρόνο να φοβηθείς. Φοβάσαι μετά. Και έπειτα πήγαμε σε κηδείες. Μιλήσαμε με γονείς που είχαν χάσει τα παιδιά τους.
Είδα βλέμματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Κλάψαμε, πικραθήκαμε, φοβηθήκαμε, τρομάξαμε ξανά και ξανά. Οι συνάδελφοι στην άλλη πλευρά, μέσα στη Γάζα, έζησαν τη δική τους κόλαση.
Χιλιάδες παιδιά σκοτώθηκαν. Εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζώθηκαν. Πόνος, θλίψη και θάνατος παντού.
Ο πόλεμος δεν έχει νικητές.
Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι, τα παιδιά, οι γυναίκες, οι απλοί άνθρωποι που δεν φταίνε σε τίποτα. Δύο χρόνια μετά, θυμάμαι τα πάντα.
Το φως που άλλαζε χρώμα πριν από κάθε έκρηξη. Τη νύχτα που πετάχτηκα από το κρεβάτι ψάχνοντας τη λάμψη μιας έκρηξης που δεν συνέβη ποτέ (έβλεπα οράματα).
Τη νύχτα που επισκεφθήκαμε μια οικογένεια που είχε χάσει το παιδί της στο ματωμένο rave party , μια σιωπή που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Ένα μεσημέρι που βρέθηκα σε απόσταση αναπνοής και άκουσα για πρώτη φορά τον τσιριχτό ήχο μιας ρουκέτας να σκάει κοντά μας, πολύ κοντά. Και τους αιματοβαμμένους, διάτρητους από σφαίρες τοίχους των κιμπούτς, σιωπηλούς μάρτυρες ενός παραλογισμού που δεν χωρά στο μυαλό.
Αν κάτι εύχομαι σήμερα, είναι να μη ζήσουμε ποτέ κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.
Να μην αδειάσουν οι πόλεις μας, να μη φωτίσουν οι ουρανοί μας από ρουκέτες.
Να μη μυρίσουμε ποτέ τον θάνατο από τόσο κοντά.
Αυτό και μόνο εύχομαι.
Το χέρι της έτρεμε. Δεν ήταν από φόβο, ήταν από όσα έβλεπε εκείνη τη στιγμή. Τις επόμενες μέρες πλησιάσαμε ακόμη πιο κοντά στα σύνορα με τη Γάζα. Ο αέρας μύριζε πυρίτιδα και καμένο χώμα.
Περάσαμε πάνω από πτώματα μαχητών της Χαμάς, κορμιά “φουσκωμένα” σαν μπαλόνια από την ήλιο, σκεπασμένα με σκόνη. Είναι οι στιγμές που δεν έχεις χρόνο να φοβηθείς. Φοβάσαι μετά. Και έπειτα πήγαμε σε κηδείες. Μιλήσαμε με γονείς που είχαν χάσει τα παιδιά τους.
Είδα βλέμματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Κλάψαμε, πικραθήκαμε, φοβηθήκαμε, τρομάξαμε ξανά και ξανά. Οι συνάδελφοι στην άλλη πλευρά, μέσα στη Γάζα, έζησαν τη δική τους κόλαση.
Χιλιάδες παιδιά σκοτώθηκαν. Εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζώθηκαν. Πόνος, θλίψη και θάνατος παντού.
Ο πόλεμος δεν έχει νικητές.
Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι, τα παιδιά, οι γυναίκες, οι απλοί άνθρωποι που δεν φταίνε σε τίποτα. Δύο χρόνια μετά, θυμάμαι τα πάντα.
Το φως που άλλαζε χρώμα πριν από κάθε έκρηξη. Τη νύχτα που πετάχτηκα από το κρεβάτι ψάχνοντας τη λάμψη μιας έκρηξης που δεν συνέβη ποτέ (έβλεπα οράματα).
Τη νύχτα που επισκεφθήκαμε μια οικογένεια που είχε χάσει το παιδί της στο ματωμένο rave party , μια σιωπή που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Ένα μεσημέρι που βρέθηκα σε απόσταση αναπνοής και άκουσα για πρώτη φορά τον τσιριχτό ήχο μιας ρουκέτας να σκάει κοντά μας, πολύ κοντά. Και τους αιματοβαμμένους, διάτρητους από σφαίρες τοίχους των κιμπούτς, σιωπηλούς μάρτυρες ενός παραλογισμού που δεν χωρά στο μυαλό.
Αν κάτι εύχομαι σήμερα, είναι να μη ζήσουμε ποτέ κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.
Να μην αδειάσουν οι πόλεις μας, να μη φωτίσουν οι ουρανοί μας από ρουκέτες.
Να μη μυρίσουμε ποτέ τον θάνατο από τόσο κοντά.
Αυτό και μόνο εύχομαι.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα