Μια τρελή και ανισόρροπη ζωή: από την αλλοτρίωση στην αποξένωση
Το περασμένο Σάββατο, όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν στο Ηρώδειο, μπόρεσαν να απολαύσουν την ξεχωριστή εμπειρία της επαναπροβολής, μετά από 40 χρόνια, της εμβληματικής ταινίας Koyaanisqatsi, με τη συνοδεία ζωντανής ορχήστρας και μιας πολυμελούς χορωδίας η οποία ερμήνευσε μοναδικά το περίφημο σάουντρακ του Φίλιπ Γκλας που έχει αφήσει εποχή
Την πειραματική αυτή ταινία του 1983, σε σκηνοθεσία του Γκόντφρη Ρέτζιο και παραγωγή του Φράνσις Φορντ Κόππολα, θα μπορούσε ίσως κανείς να την κατατάξει στην κατηγορία των ντοκυμαντέρ αλλά περισσότερο παραπέμπει σε μια ποιητική των εικόνων με θέμα τον αλλοτριωμένο άνθρωπο της σύγχρονης εποχής. Ο δυσπρόφερτος τίτλος της άλλωστε που προέρχεται από στη διάλεκτο Hopi (των ιθαγενών Αμερικανών της Αριζόνα) σημαίνει, “τρελή ή ανισόρροπη ζωή”, πάντως μια ζωή που χρήζει επαναπροσδιορισμού διότι έχει χάσει το κέντρο βάρους της.
Όχι και τόσο μοντέρνοι καιροί
Η προβληματική της ταινίας απηχεί την κοινωνιολογική συζήτηση, που ήταν της μόδας την εποχή που γυρίστηκε, περί της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου των πόλεων ο οποίος έχει απωλέσει αφενός την ισορροπημένη σχέση του με την φύση, η οποία διέπνεε επί αιώνες τις ανθρώπινες κοινότητες, αφετέρου την άμεση επαφή του με τα παράγωγα της εργασίας του. Εξ ου και στην ταινία βλέπουμε έναν καταιγισμό από γρήγορα εναλλασσόμενες εικόνες βιομηχανικών εργατών που καλούνται να κάνουν κάθε μέρα, στο οκτάωρο του εργασιακού τους ωραρίου, τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις, χωρίς να απαιτείται καμία σκέψη και φαντασία από την πλευρά τους, γεγονός που έχει ως συνέπεια να τους οδηγεί σε μια ανούσια εργασιακή ζωή.
Αυτός είναι άλλωστε και ο ορισμός της αλλοτρίωσης μιλώντας με τυπικούς μαρξιανούς όρους: όταν χάνεται η άμεση επαφή του ανθρώπου-παραγωγού με το παραγόμενο προϊόν του, και αντ΄αυτού απομένει μόνο μια μερική σχέση με ένα μόνο τμήμα του. Όπως ακριβώς συνέβαινε άλλοτε στον χώρο του εργοστασίου όπου ο εργάτης ήταν υπεύθυνος μόνο ως προς ένα μικρό κομμάτι της γραμμής παραγωγής, αγνοώντας όλα τα υπόλοιπα στάδιά της μέχρι το τελικό και ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Εν συνεχεία, ο ίδιος αυτός άνθρωπος θα επέτεινε το αίσθημα της αλλοτρίωσης με όλον τον τρόπο ζωής και “διασκέδασης”, αμέσως μετά την άχαρη δουλειά του. Η ταινία δείχνει, για παράδειγμα, μιλούνια ανθρώπων να περιφέρονται σε αχανή εμπορικά κέντρα καταναλώνοντας αδηφάγα τα πάντα, από αχρείαστα προϊόντα, μέχρι χαμηλής ποιότητας τροφή σε απρόσωπες αλυσίδες ταχυφαγείων.
Η τεχνολογική επανάσταση που έχει ήδη ξεκινήσει τα χρόνια εκείνα, παρουσιάζεται όχι αναγκαστικά ως κάτι που έρχεται να βελτιώσει την ζωή των κοινωνιών αλλά μάλλον ως κάτι που συμβάλει στην ενίσχυση της αλαζονείας του ανθρώπου. Η διαρκής επεκτατική του διάθεση έναντι του φυσικού περιβάλλοντος αλλά ακόμη κι εκτός του πλανήτη δεν προμηνύει καλές ειδήσεις -κι εδώ η ταινία αποδεικνύεται μάλλον προφητική ως προς την κλιματική κρίση την οποία βιώνει πλέον η δική μας γενιά σήμερα σε όλη της την έκταση.
Το Koyaanisqatsi, παρότι ριζοσπαστικό στα μηνύματα για την εποχή του, βασίζεται ωστόσο σε μια ανάλυση η οποία απηχεί την δομή του βιομηχανικού καπιταλισμού και του φορντικού τύπου παραγωγής που την γνωρίζουμε ήδη προπολεμικά από τους Μοντέρνους Καιρούς (1936) του Τσάρλυ Τσάπλιν, ο οποίος είχε υπάρξει πρωτοπόρος στην πικρή του σάτιρα για την αλλοτρίωση των εργατών σε ένα αμερικανικό εργοστάσιο.
Καπιταλισμός των συναισθημάτων
Αντιθέτως, οι δικές μας κοινωνίες σήμερα, στη Δύση ή και αλλού, βασίζονται σε ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο όπου το βιομηχανικό εργοστάστιο έχει πάψει να αποτελεί τον χώρο της κοινωνιο-ψυχικής συγκρότησης των υποκειμένων. Ιδίως μετά την πανδημία, είναι όλο και περισσότεροι οι εργαζόμενοι που συνδέονται με έναν πιο χαλαρό και περισσότερο ευέλικτο τρόπο με την εργασία τους, η οποία ενίοτε γίνεται εξ αποστάσεως (ακόμη και από άλλη χώρα), είναι ανασφάλιστη, απρόσωπη, επισφαλής και υποκείμενη συχνά σε ανατροπές και κρίσεις.
Το δε εργασιακό αυτό πρότυπο έρχεται να ταιριάξει και με ένα αντίστοιχο μοντέλο ανθρώπινων σχέσεων, ερωτικών, οικογενειακών και φιλικών μεγάλης ρευστότητας και ασάφειας. Το τυπικό άτομο της εποχής μας, ιδίως στις νεότερες ηλικίες, είναι εκείνο που δεν αντέχει την συναισθηματική δέσμευση, την επένδυση και τα όρια ή τους κανόνες σεβασμού έναντι του άλλου που θέτει αναγκαστικά κάθε είδος σχέσης. Έτσι, οι δικοί μας μεταμοντέρνοι καιροί, αντί για την αλλοτρίωση εκτρέφουν περισσότερο την αποξένωση και τον κοινωνικό κατακερματισμό αμφισβητώντας βασικές σταθερές χιλιετιών όπως ήταν η οικογένεια, η τεκνοποιία, η μονογαμία κλπ. Στην εποχή της αλλοτρίωσης, ο κόσμος του εργοστασίου τουλάχιστον επέτρεπε ή και επέβαλε τη σύναψη ποικίλων δεσμών μεταξύ των ανθρώπων του: δεσμών συναδελφικών, συνδικαλιστικών, ταξικών. Η σημερινή κοινωνικό-οικονομική δομή οδηγεί, αντίστροφα, σε μια μοναξιά που ενίοτε καταντά απάνθρωπη.
Το εν λόγω θέμα πραγματεύεται εξαιρετικά, αυτό το διάστημα, μια έκθεση στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην Αθήνα, με τίτλο, “Modern Love, η αγάπη στα χρόνια της ψυχρής οικειότητας” (επιμ. Κ. Γρέγου). Η έκθεση επιτρέπει μάλιστα να σκεφτεί κανείς βαθύτερα, φθάνοντας σε ακόμη πιο απογοητευτικά συμπεράσματα. Διότι εκτός από το στοιχείο της αποξένωσης, οι εξ αποστάσεως σχέσεις, διαμεσολαβημένες από τις ποικίλες ψηφιακές πλατφόρμες, μοιάζουν να τείνουν να υποκαταστήσουν όλο και περισσότερο τις δια ζώσης ανθρώπινες επαφές. Ένα άτομο της εποχής μας μπορεί δυνητικά να ικανοποιήσει μέσω αυτών σχεδόν κάθε είδος ανάγκης του: να εργαστεί, να ενημερωθεί, να διασκεδάσει, να επικοινωνήσει, να γνωρίσει νέους ανθρώπους και να φλερτάρει ή και να (αυτο)ικανοποιηθεί σεξουαλικά, να παραγγείλει το γεύμα του ή να πληρώσει τους λογαριασμούς του και να οργανώσει τα ταξίδια, την διαμονή και τις μετακινήσεις του. Ενώ αυτό προφανώς διευκολύνει αφάνταστα την πρακτική διάσταση της ζωής, θέτει, από την άλλη, σοβαρά ζητήματα στην οργάνωση των σχέσεων, ιδίως των συναισθηματικών.
Οι σχέσεις αυτές τείνουν όλο και πιο πολύ να ακολουθούν ένα οικονομικό-ανταλλακτικό πρότυπο κατά το οποίο αυτό που δίνεται από την κάθε πλευρά πρέπει να εξισορροπείται απόλυτα από την άλλη. Και δεν σημαίνει ότι αυτό περιορίζεται μόνο στο υλικό επίπεδο αλλά διαπερνά και τα ίδια τα συναισθήματα, που μετατρέπονται έτσι κι αυτά σε ένα “νόμισμα” ανταλλαγής μεταξύ των υποκειμένων. Πρόκειται γι' αυτό που έχει ευφυώς χαρακτηριστεί ως emotional capitalism (καπιταλισμός των συναισθημάτων), περιγράφοντας ακριβώς μια ελεύθερη αγορά του έρωτα που δεν περιλαμβάνει αναγκαστικά φυσικές και επώνυμες επαφές, και που πάντως όλα μέσα σε αυτήν γίνονται αντικείμενα συναλλαγής, υλικής ή συναισθηματικής.
Εύλογα θα αντιτείνει κανείς σε τι διαφέρει αυτό το μοντέλο σχέσεων από εκείνο των “συνοικεσίων” των παππούδων μας όπου η προίκα (δηλαδή μια καθαρά υλική συνθήκη) έπαιζε καταλυτικό λόγο στις επιλογές των τότε υποκειμένων. Το ζήτημα των δικών μας μεταμοντέρνων σχέσεων της ψυχρής οικειότητας αφορά κυρίως τον μεγάλο κοινωνικό κατακερματισμό που με τη σειρά του γεννά μοναξιά και συναισθηματική απόσυρση από την κοινή και συλλογική ζωή των κοινωνιών. Και ίσως μάλιστα σε αυτήν την απεμπλοκή να κρύβεται και μια σοβαρή απειλή για τις ίδιες τις Δημοκρατίες που δεν μπορούν να υπάρξουν ουσιαστικά δίχως υποκείμενα που νιώθουν και συναισθηματική δέσμευση αναφορικά με τις δημόσιες υποθέσεις.
Όχι και τόσο μοντέρνοι καιροί
Η προβληματική της ταινίας απηχεί την κοινωνιολογική συζήτηση, που ήταν της μόδας την εποχή που γυρίστηκε, περί της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου των πόλεων ο οποίος έχει απωλέσει αφενός την ισορροπημένη σχέση του με την φύση, η οποία διέπνεε επί αιώνες τις ανθρώπινες κοινότητες, αφετέρου την άμεση επαφή του με τα παράγωγα της εργασίας του. Εξ ου και στην ταινία βλέπουμε έναν καταιγισμό από γρήγορα εναλλασσόμενες εικόνες βιομηχανικών εργατών που καλούνται να κάνουν κάθε μέρα, στο οκτάωρο του εργασιακού τους ωραρίου, τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις, χωρίς να απαιτείται καμία σκέψη και φαντασία από την πλευρά τους, γεγονός που έχει ως συνέπεια να τους οδηγεί σε μια ανούσια εργασιακή ζωή.
Αυτός είναι άλλωστε και ο ορισμός της αλλοτρίωσης μιλώντας με τυπικούς μαρξιανούς όρους: όταν χάνεται η άμεση επαφή του ανθρώπου-παραγωγού με το παραγόμενο προϊόν του, και αντ΄αυτού απομένει μόνο μια μερική σχέση με ένα μόνο τμήμα του. Όπως ακριβώς συνέβαινε άλλοτε στον χώρο του εργοστασίου όπου ο εργάτης ήταν υπεύθυνος μόνο ως προς ένα μικρό κομμάτι της γραμμής παραγωγής, αγνοώντας όλα τα υπόλοιπα στάδιά της μέχρι το τελικό και ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Εν συνεχεία, ο ίδιος αυτός άνθρωπος θα επέτεινε το αίσθημα της αλλοτρίωσης με όλον τον τρόπο ζωής και “διασκέδασης”, αμέσως μετά την άχαρη δουλειά του. Η ταινία δείχνει, για παράδειγμα, μιλούνια ανθρώπων να περιφέρονται σε αχανή εμπορικά κέντρα καταναλώνοντας αδηφάγα τα πάντα, από αχρείαστα προϊόντα, μέχρι χαμηλής ποιότητας τροφή σε απρόσωπες αλυσίδες ταχυφαγείων.
Η τεχνολογική επανάσταση που έχει ήδη ξεκινήσει τα χρόνια εκείνα, παρουσιάζεται όχι αναγκαστικά ως κάτι που έρχεται να βελτιώσει την ζωή των κοινωνιών αλλά μάλλον ως κάτι που συμβάλει στην ενίσχυση της αλαζονείας του ανθρώπου. Η διαρκής επεκτατική του διάθεση έναντι του φυσικού περιβάλλοντος αλλά ακόμη κι εκτός του πλανήτη δεν προμηνύει καλές ειδήσεις -κι εδώ η ταινία αποδεικνύεται μάλλον προφητική ως προς την κλιματική κρίση την οποία βιώνει πλέον η δική μας γενιά σήμερα σε όλη της την έκταση.
Το Koyaanisqatsi, παρότι ριζοσπαστικό στα μηνύματα για την εποχή του, βασίζεται ωστόσο σε μια ανάλυση η οποία απηχεί την δομή του βιομηχανικού καπιταλισμού και του φορντικού τύπου παραγωγής που την γνωρίζουμε ήδη προπολεμικά από τους Μοντέρνους Καιρούς (1936) του Τσάρλυ Τσάπλιν, ο οποίος είχε υπάρξει πρωτοπόρος στην πικρή του σάτιρα για την αλλοτρίωση των εργατών σε ένα αμερικανικό εργοστάσιο.
Καπιταλισμός των συναισθημάτων
Αντιθέτως, οι δικές μας κοινωνίες σήμερα, στη Δύση ή και αλλού, βασίζονται σε ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο όπου το βιομηχανικό εργοστάστιο έχει πάψει να αποτελεί τον χώρο της κοινωνιο-ψυχικής συγκρότησης των υποκειμένων. Ιδίως μετά την πανδημία, είναι όλο και περισσότεροι οι εργαζόμενοι που συνδέονται με έναν πιο χαλαρό και περισσότερο ευέλικτο τρόπο με την εργασία τους, η οποία ενίοτε γίνεται εξ αποστάσεως (ακόμη και από άλλη χώρα), είναι ανασφάλιστη, απρόσωπη, επισφαλής και υποκείμενη συχνά σε ανατροπές και κρίσεις.
Το δε εργασιακό αυτό πρότυπο έρχεται να ταιριάξει και με ένα αντίστοιχο μοντέλο ανθρώπινων σχέσεων, ερωτικών, οικογενειακών και φιλικών μεγάλης ρευστότητας και ασάφειας. Το τυπικό άτομο της εποχής μας, ιδίως στις νεότερες ηλικίες, είναι εκείνο που δεν αντέχει την συναισθηματική δέσμευση, την επένδυση και τα όρια ή τους κανόνες σεβασμού έναντι του άλλου που θέτει αναγκαστικά κάθε είδος σχέσης. Έτσι, οι δικοί μας μεταμοντέρνοι καιροί, αντί για την αλλοτρίωση εκτρέφουν περισσότερο την αποξένωση και τον κοινωνικό κατακερματισμό αμφισβητώντας βασικές σταθερές χιλιετιών όπως ήταν η οικογένεια, η τεκνοποιία, η μονογαμία κλπ. Στην εποχή της αλλοτρίωσης, ο κόσμος του εργοστασίου τουλάχιστον επέτρεπε ή και επέβαλε τη σύναψη ποικίλων δεσμών μεταξύ των ανθρώπων του: δεσμών συναδελφικών, συνδικαλιστικών, ταξικών. Η σημερινή κοινωνικό-οικονομική δομή οδηγεί, αντίστροφα, σε μια μοναξιά που ενίοτε καταντά απάνθρωπη.
Το εν λόγω θέμα πραγματεύεται εξαιρετικά, αυτό το διάστημα, μια έκθεση στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην Αθήνα, με τίτλο, “Modern Love, η αγάπη στα χρόνια της ψυχρής οικειότητας” (επιμ. Κ. Γρέγου). Η έκθεση επιτρέπει μάλιστα να σκεφτεί κανείς βαθύτερα, φθάνοντας σε ακόμη πιο απογοητευτικά συμπεράσματα. Διότι εκτός από το στοιχείο της αποξένωσης, οι εξ αποστάσεως σχέσεις, διαμεσολαβημένες από τις ποικίλες ψηφιακές πλατφόρμες, μοιάζουν να τείνουν να υποκαταστήσουν όλο και περισσότερο τις δια ζώσης ανθρώπινες επαφές. Ένα άτομο της εποχής μας μπορεί δυνητικά να ικανοποιήσει μέσω αυτών σχεδόν κάθε είδος ανάγκης του: να εργαστεί, να ενημερωθεί, να διασκεδάσει, να επικοινωνήσει, να γνωρίσει νέους ανθρώπους και να φλερτάρει ή και να (αυτο)ικανοποιηθεί σεξουαλικά, να παραγγείλει το γεύμα του ή να πληρώσει τους λογαριασμούς του και να οργανώσει τα ταξίδια, την διαμονή και τις μετακινήσεις του. Ενώ αυτό προφανώς διευκολύνει αφάνταστα την πρακτική διάσταση της ζωής, θέτει, από την άλλη, σοβαρά ζητήματα στην οργάνωση των σχέσεων, ιδίως των συναισθηματικών.
Οι σχέσεις αυτές τείνουν όλο και πιο πολύ να ακολουθούν ένα οικονομικό-ανταλλακτικό πρότυπο κατά το οποίο αυτό που δίνεται από την κάθε πλευρά πρέπει να εξισορροπείται απόλυτα από την άλλη. Και δεν σημαίνει ότι αυτό περιορίζεται μόνο στο υλικό επίπεδο αλλά διαπερνά και τα ίδια τα συναισθήματα, που μετατρέπονται έτσι κι αυτά σε ένα “νόμισμα” ανταλλαγής μεταξύ των υποκειμένων. Πρόκειται γι' αυτό που έχει ευφυώς χαρακτηριστεί ως emotional capitalism (καπιταλισμός των συναισθημάτων), περιγράφοντας ακριβώς μια ελεύθερη αγορά του έρωτα που δεν περιλαμβάνει αναγκαστικά φυσικές και επώνυμες επαφές, και που πάντως όλα μέσα σε αυτήν γίνονται αντικείμενα συναλλαγής, υλικής ή συναισθηματικής.
Εύλογα θα αντιτείνει κανείς σε τι διαφέρει αυτό το μοντέλο σχέσεων από εκείνο των “συνοικεσίων” των παππούδων μας όπου η προίκα (δηλαδή μια καθαρά υλική συνθήκη) έπαιζε καταλυτικό λόγο στις επιλογές των τότε υποκειμένων. Το ζήτημα των δικών μας μεταμοντέρνων σχέσεων της ψυχρής οικειότητας αφορά κυρίως τον μεγάλο κοινωνικό κατακερματισμό που με τη σειρά του γεννά μοναξιά και συναισθηματική απόσυρση από την κοινή και συλλογική ζωή των κοινωνιών. Και ίσως μάλιστα σε αυτήν την απεμπλοκή να κρύβεται και μια σοβαρή απειλή για τις ίδιες τις Δημοκρατίες που δεν μπορούν να υπάρξουν ουσιαστικά δίχως υποκείμενα που νιώθουν και συναισθηματική δέσμευση αναφορικά με τις δημόσιες υποθέσεις.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα