Τουρκική εισβολή - 51 χρόνια: «Μαύρη» επέτειος μνήμης, πώς φτάσαμε στην εισβολή του Αττίλα
Οι μέρες του προδοτικού πραξικοπήματος της Χούντας των Αθηνών, ήταν μέρες τρόμου για τους τουρκοκύπριους και του ελληνοκύπριους, το ίδιο και οι μέρες της τουρκικής εισβολής που ακολούθησαν
Στην Ιστορία κάθε τόπος έχει τη μαύρη του σελίδα. Στη Κύπρο είναι πολλές οι μαύρες σελίδες, αλλά η σημερινή μέρα είναι αυτή που ξεχωρίζει γιατί ήταν από αυτές που κανένας λαός δεν θα ήθελε να ζήσει. Δεν στήθηκε στον τοίχο μόνο η Δημοκρατία. Στήθηκε στον τοίχο η ιστορία και η ύπαρξη του ελληνισμού του νησιού και έκτοτε χάθηκε η μισή πατρίδα και η μισή ψυχή ενός κομματιού του έθνους.
Τέτοια μέρα σκοτείνιασαν όλα. Όχι από εχθρική εισβολή, -αυτή θα ακολουθούσε πέντε μέρες αργότερα - αλλά από το ίδιο το «εθνικό κέντρο», που με τη βία των όπλων, αποφάσισε να ανατρέψει τον Μακάριο και να φέρει στην εξουσία ένα ανδρείκελο της χούντας των Αθηνών. Το πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά το αποκορύφωμα μιας μακράς και επικίνδυνης αντιπαράθεσης που ξεκίνησε χρόνια πριν.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα
Φλερτ με την καταστροφή
Η δεκαετία του 1960 ήταν ταραγμένη. Η ανεξαρτησία που αποκτήθηκε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου δεν ικανοποίησε καμία από τις δύο κοινότητες. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρούσε πως οι πρόνοιες του Συντάγματος δημιουργούσαν ένα δυσλειτουργικό κράτος, ενώ η τουρκοκυπριακή κοινότητα, δεν βολευόταν στα μέτρα της μειονότητας, η οποία ωστόσο είχε ευρύτατα δικαιώματα, μέχρι του σημείου να μπορεί να νεκρώσει κάθε λειτουργία του κράτους.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ως πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιχειρούσε να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα σε εθνικισμό και ρεαλισμό, στέλνοντας πολλές φορές λάθος μηνύματα προς όλες τις πλευρές. Όμως, το πολιτικό του σχέδιο για σταδιακή αυτονόμηση της Κύπρου από το «εθνικό κέντρο» (την Ελλάδα), τον έθεσε στο στόχαστρο των σκληροπυρηνικών που θεωρούσαν αδιανόητο τον τερματισμό της προσπάθειας για Ένωση. Η αντιπαλότητα με τις ενωτικές δυνάμεις και τους αξιωματικούς της ΕΛΔΥΚ ήταν δεδομένη ήδη από το 1964.
Κλείσιμο
Το 1971, ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας επέστρεψε μυστικά στην Κύπρο και ίδρυσε την τρομοκρατική οργάνωση ΕΟΚΑ Β'. Το κλίμα πόλωσης και τρομοκράτησης των αντιφρονούντων στη Κύπρο, εντάθηκε. Η ΕΟΚΑ Β' με τις ευλογίες της χούντας, οργάνωσε επιθέσεις και δολοφονίες εναντίον μακαριακών, ενώ οι μακαριακές δυνάμεις, παρά το ότι ήλεγχαν το επίσημο κράτος, δεν ήταν λίγες οι φορές που λειτουργούσαν ως παρακράτος.
Το «γράμμα» του Μακαρίου
Η σύγκρουση κορυφώθηκε με την επιστολή του Μακαρίου προς τον στρατηγό Γκιζίκη, στις 2 Ιουλίου 1974, στην οποία κατηγορούσε απερίφραστα τη χούντα για υπονόμευση της κυπριακής ανεξαρτησίας. Επιστολή επίδόθηκε από τον τότε πρέσβη της Κύπρου στην Αθήνα Νίκο Κρανιδιώτη, πατέρα του μετέπειτα υφυπουργού εξωτερικών Γιάννου Κρανιδιώτη
Το πλήρες κείμενο της επιστολής:
«Κύριε Πρόεδρε, Μετά βαθείας θλίψεως είμαι υποχρεωμένος να εκθέσω προς υμάς ωρισμένας απαραδέκτους εν Κύπρω καταστάσεις και γεγονότα, δια τα οποία θεωρώ υπεύθυνον την Ελληνικήν Κυβέρνησι
Από της λαθραίας αφίξεως εις Κύπρον του Στρατηγού Γρίβα, κατά Σεπτέμβριον του 1971, εκυκλοφόρουν φήμαι και υπήρχον βάσιμοι ενδείξεις, ότι ούτος ήλθεν εις Κύπρον κατά προτροπήν και ενθάρρυνσιν ωρισμένων εν Αθήναις κύκλων.
Βέβαιον πάντως είναι, ότι ο Γρίβας, από των πρώτων ημερών της ενταύθα αφίξεώς του, είχεν επαφήν μετά υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικών εξ Ελλάδος, παρά των οποίων έτυχε βοηθείας και συμπαραστάσεως εις την προσπάθειάν του να σχηματίση παράνομον οργάνωσιν και να αγωνισθή, δήθεν, δια την Ένωσιν.
Και κατήρτησε την εγκληματικήν οργάνωσιν ‘ΕΟΚΑ Β’, η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών δια την Κύπρον. Γνωστή είναι η δράσις της οργανώσεως αυτής, η οποία, υπό πατριωτικόν μανδύαν και ενωτικήν συνθηματολόγησιν, διέπραξε πολιτικάς δολοφονίας και πολλά άλλα εγκλήματα.
Η στελεχουμένη και ελεγχομένη υπό Ελλήνων αξιωματικών Εθνική Φρουρά υπήρξεν εξ αρχής ο εις έμψυχον και άψυχον υλικόν κυριώτερος τροφοδότης της ‘ΕΟΚΑ Β’, της οποίας τα μέλη και οι υποστηρικταί έλαβον τον εύφημoν τίτλον και αυτοαπεκλήθησαν ‘ενωτικοί’ και ‘ενωτική παράταξις’.
Πολλάκις διηρωτήθην, διατί μία παράνομος και επιζήμιος εθνικώς οργάνωσις, η οποία επιφέρει διαιρέσεις και διχονοίας, διανοίγει ρήγματα εις το εσωτερικόν μας μέτωπον και οδηγεί τον Κυπριακόν Ελληνισμόν προς εμφύλιον σπαραγμόν, υποστηρίζεται υπό Ελλήνων αξιωματικών;
Και πλειστάκις επίσης διηρωτήθην, κατά πόσον η τοιαύτη υποστήριξις τυγχάνει της εγκρίσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως;
Έκαμα διαφόρους σκέψεις και υποθετικούς συλλογισμούς, δια να εύρω λογικήν απάντησιν εις τας απορίας και τα ερωτήματά μου.
Ουδεμία απάντησις, υπό οιασδήποτε προϋποθέσεις και συλλογισμούς, ήτο δυνατόν να στηριχθή επί λογικής βάσεως.
Αλλ’ αδιάψευστον πραγματικότητα αποτελεί η υποστήριξις της ‘ΕΟΚΑ Β’ υπό Ελλήνων αξιωματικών.
Τα εις διαφόρους περιοχάς της νήσου στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς και οι πλησίον αυτών χώροι κατακοσμούνται με συνθήματα υπέρ του Γρίβα και της ‘ΕΟΚΑ Β’, ως και με συνθήματα κατά της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ιδιαιτέρως κατ’εμού
Εντός των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, απροκάλυπτος πολλάκις είναι η υπό των Ελλήνων αξιωματικών προπαγάνδα υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Γνωστόν και αδιάψευστον είναι επίσης το γεγονός, ότι ο αντιπολιτευόμενος και υποστηρίζων την εγκληματικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’ κυπριακός τύπος, έχων πηγήν χρηματοδοτήσεως τας Αθήνας, λαμβάνει καθοδήγησιν και γραμμήν από τους υπευθύνους του 2ου Επιτελικού Γραφείου και του εν Κύπρω Κλιμακίου της Ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.).
Είναι αληθές ότι, οσάκις διεβιβάζοντο υπ’εμού παράπονα προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, δια την στάσιν και συμπεριφοράν ωρισμένων αξιωματικών, είχον την απάντησιν ότι δεν έπρεπε να διστάζω όπως καταγγέλλω αυτούς ονομαστικώς και αναφέρω τας συγκεκριμένας κατ’αυτών κατηγορίας, δια να ανακαλώνται εκ Κύπρου.
Εις μίαν μόνον περίπτωσιν έπραξα τούτο
Μού είναι δυσάρεοτον το τοιούτον έργον.
Αλλά και το κακόν δεν θεραπεύεται δια της κατ’αυτόν τον τρόπον αντιμετωπίσεώς του.
Σημασίαν έχει η εκρίζωσις και πρόληψις του κακού, και ουχί απλώς η αντιμετώπισις των εκ τούτου επιπτώσεων.
Λυπούμαι να είπω, κύριε Πρόεδρε, ότι η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών.
Εκείθεν τροφοδοτείται και εκείθεν συντηρείται και απλούται αναπτυσσόμενον το δένδρον του κακού, του οποίου τους πικρούς καρπούς γεύεται σήμερόν ο Κυπριακός Ελληνισμός.
Και δια να είμαι απολύτως σαφής, λέγω ότι στελέχη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος υποστηρίζουν και κατευθύνουν την δραστηριότητα της τρομοκρατικής οργανώσεως ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εντεύθεν εξηγείται και η ανάμιξις Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εις την παρανομίαν, την συνωμοσίαν και εις άλλας απαραδέκτους καταστάσεις.
Περί της ενοχής των κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος καταμαρτυρούν έγγραφα, τα οποία ευρέθησαν προσφάτως εις την κατοχήν ιθυνόντων στελεχών της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εκ του Εθνικού Κέντρου απεστέλλοντο αφθόνως χρήματα δια την συντήρησιν της οργανώσεως, εδίδοντο εντολαί δια την αρχηγίαν, μετά τον θάνατον του Γρίβα και την ανάκλησιν του μετ’αυτού ελθόντος εις Κύπρον ταγματάρχου Καρούσου, γενικώς δε εξ Αθηνών κατηυθύνοντο τα πάντα.
Η γνησιότης των εγγράφων τούτων δεν είναι δυνατόν να τεθή εν αμφιβόλω, διότι και τα δακτυλογραφημένα εξ αυτών έχουν διορθώσεις δια χειρός γενομένας και γνωστός είναι ο γραφικός χαρακτήρ του γράψαντος.
Ενδεικτικώς επισυνάπτω έν τοιούτον έγγραφον.
Είχον πάντοτε ως αρχήν και επανειλημμένως εδήλωσα, ότι η συνεργασία μου μετά της εκάστοτε Ελληνικής Κυβερνήσεως αποτελεί δι’εμέ εθνικόν καθήκον.
Το εθνικόν συμφέρον υπαγορεύει την αρμονικήν και στενήν συνεργασίαν Αθηνών και Λευκωσίας.
Οιαδήποτε και αν ήτο η Κυβέρνησις της Ελλάδος, ήτο δι’εμέ η Κυβέρνησις της Μητρός Πατρίδος και έπρεπε να συνεργάζωμαι μετ’αυτής.
Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα, και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν.
Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας.
Αντιλαμβάνεσθε όμως, κύριε Πρόεδρε, τας θλιβεράς σκέψεις αι οποίαι βασανιστικώς με απασχολούν, κατόπιν της διαπιστώσεως, ότι άνθρωποι της Κυβερνήσεως της Ελλάδος εξυφαίνουν αδιαλείπτως κατ’εμού συνωμοσίας και, όπερ το χειρότερον, διαιρούν και εξωθούν τον Κυπριακόν Ελληνισμόν εις την δι’ αλληλοσπαραγμού καταστροφήν.
Ουχί άπαξ μέχρι τούδε ησθάνθην, και εις τινας περιπτώσεις σχεδόν εψηλάφησα, εκτεινομένην αοράτως εξ Αθηνών χείρα, αναζητούσαν προς αφανισμόν την ανθρωπίνην ύπαρξίν μου.
Χάριν, όμως, εθνικής σκοπιμότητος, ετήρησα σιγήν.
Και αυτό ακόμη το πονηρόν πνεύμα, υπό του οποίου εκυριεύθησαν οι τρεις καθαιρεθέντες Κύπριοι Μητροπολίται, οι μεγάλην κρίσιν προκαλέσαντες εν τη Εκκλησία, είχε πηγήν εκπορεύσεώς του τας Αθήνας.
Ουδέν όμως, εν προκειμένω, είπον. Σκέπτομαι μόνον και διαλογίζομαι, προς τί πάντα ταύτα.
Θα εξηκολούθουν δε να τηρώ σιγήν περί της ευθύνης και του ρόλου της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις το σημερινόν δράμα της Κύπρου, εάν επί της σκηνής του δράματος ήμην ο μόνος πάσχων.
Αλλ’ η συγκάλυψις και η σιωπή δεν επιτρέπονται, όταν πάσχη ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός, όταν Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, κατά προτροπήν εξ Αθηνών, υποστηρίζουν την ‘ΕΟΚΑ Β’ εις εγκληματικήν δραστηριότητα, περιλαμβάνουσαν πολιτικάς δολοφονίας και, γενικώς, αποσκοπούσαν εις την διάλυσιν του κράτους.
Εις την προσπάθειαν διαλύσεως της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου, μεγάλη είναι η ευθύνη της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Το Κυπριακόν κράτος πρέπει να διαλυθή μόνον εις περίπτωσιν Ενώσεως.
Μη καθισταμένης, όμως, εφικτής της Ενώσεως, επιβάλλεται η ισχυροποίησις της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου.
Η Ελληνική Κυβέρνησις, δια της όλης στάσεώς της έναντι του θέματος της Εθνικής Φρουράς, ασκεί καταλυτικήν πολιτικήν επί του Κυπριακού κράτους.
Προ μηνών, το εξ Ελλήνων αξιωματικών αποτελούμενον Γενικόν Επιτελείον της Εθνικής Φρουράς υπέβαλεν εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν, προς έγκρισιν, κατάλογον υποψηφίων δοκίμων εφέδρων αξιωματικών, οίτινες θα εφοίτων εις ειδικήν οχολήν, δια να υπηρετήσουν ακολούθως, κατά την διάρκειαν της στρατιωτικής θητείας των, ως αξιωματικοί.
Εκ του υποβληθέντος καταλόγου, δεν ενεκρίθησαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου πεντήκοντα επτά εκ των υποψηφίων.
Ειδοποιήθη περί τούτου γραπτώς το Γενικόν Επιτελείον.
Παρά ταύτα, κατόπιν οδηγιών εξ Αθηνών, το Επιτελείον ουδόλως έλαβεν υπ’ όψιν την απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, έχοντος, βάσει νόμου, το απόλυτον δικαίωμα διορισμού αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς.
Ενεργούν ασυδότως και αυθαιρέτως, το Γενικόν Επιτελείον κατεπάτησε νόμους, περιφρόνησε την απόφασιν της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ενέγραψεν εις την Σχολήν Αξιωματικών τους μη εγκριθέντας υποψηφίους.
Απολύτως απαράδεκτη, θεωρώ την τοιαύτην στάσιν του εκ της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξαρτωμένου Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς.
Η Εθνική Φρουρά είναι όργανον του Κυπριακού κράτους και υπ’αυτού πρέπει να ελέγχεται, και ουχί εξ Αθηνών.
Η θεωρία περί ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος-Κύπρου έχει την συναισθηματικήν πλευράν της.
Αλλ’ εν τη πραγματικότητι, διάφορος είναι η κατάστασις.
Η Εθνική Φρουρά, ως έχουν σήμερον η σύνθεσις και η στελέχωσίς της, εξετράπη του σκοπού της και κατέστη εκτροφείον παρανόμων, κέντρον συνωμοσιών κατά του κράτους και πηγή τροφοδοσίας της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Αρκεί να λεχθεί ότι, κατά την προσφάτως ενταθείσαν τρομοκρατικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’, αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς μετέφερον οπλισμόν και μετεκίνουν εν ασφαλεία μέλη της οργανώσεως, των οποίων επέκειτο η σύλληψις.
Και δια την εκτροπήν αυτήν της Εθνικής Φρουράς απόλυτον την ευθύνην έχουν Έλληνες αξιωματικοί, μερικοί των οποίων είναι από ποδών μέχρι κεφαλής αναμεμιγμένοι και συμμέτοχοι εις την δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Και εις τούτο ευθύνης άμοιρον δεν είναι το Εθνικόν Κέντρον.
λληνική Κυβέρνησις, δι’απλού νεύματός της, να θέση τέρμα εις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν.
Ηδύνατο το Εθνικόν Κέντρον να διατάξη τον τερματισμόν της βίας και της τρομοκρατίας υπό της ‘ΕΟΚΑ Β’, διότι εξ Αθηνών αντλεί η οργάνωσις τα μέσα συντηρήσεως και την δύναμίν της, ως εγγράφως μαρτυρούν τεκμήρια και αποδείξεις.
Δεν έπραξεν, όμως, τούτο η Ελληνική Κυβέρνησις.
Ως ένδειξιν μιας ανεπιτρέπτου καταστάσεως, σημειώ ενταύθα παρενθετικώς, ότι και εις Αθήνας ανεγράφησαν προσφάτως συνθήματα κατ’εμού και υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’, εις τους τοίχους ναών και άλλων κτιρίων, συμπεριλαμβανομένου και του κτιρίου της Κυπριακής Πρεσβείας.
Και η Ελληνική Κυβέρνησις, καίτοι γνωρίζει τους δράστας, ουδενός επεδίωξε την σύλληψιν και την τιμωρίαν, ανεχομένη κατ’αυτόν τον τρόπον προπαγάνδαν υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Πολλα έχω να είπω, κύριε Πρόεδρε, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να μακρηγορήσω περισσότερον.
Και δια να καταλήξω, διαβιβάζω ότι η υπό Ελλήνων αξιωματικών στελεχουμένη Εθνική Φρουρά, της οποίας το κατάντημα εκλόνισε την προς αυτήν εμπιστοσύνην του Κυπριακού λαού, θα αναδιαρθρωθή επί νέας βάσεως.
Εμείωσα την στρατιωτικήν θητείαν, δια να ελαττωθή η οροφή της Εθνικής Φρουράς και το μέγεθος του κακού.
Πιθανώς να παρατηρηθή, ότι η ελάττωσις της δυνάμεως της Εθνικής Φρουράς, λόγω συντμήσεως της στρατιωτικής θητείας, δεν καθιστά αυτήν ικανήν να ανταποκριθή εις την αποστολήν της εν περιπτώσει εθνικού κινδύνου.
Δια λόγους, τους οποίους δεν επιθυμώ ενταύθα να εκθέσω, δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψιν.
Και θα παρεκάλουν, όπως ανακληθούν οι στελεχούντες την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικοί εξ Ελλάδος.
Η παραμονή των εις την Εθνικήν Φρουράν και η υπ’ αυτών διοίκησίς της θα είναι επιζήμιος εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας.
Θα ήμην, εν τούτοις, ευτυχής, εάν ηθέλετε να αποστείλητε εις Κύπρον περί τους εκατόν αξιωματικούς, ως εκπαιδευτάς και στρατιωτικούς συμβούλους, δια να βοηθήσουν εις την αναδιοργάνωσιν και αναδιάρθρωσιν των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου.
Ελπίζω, εν τω μεταξύ, να εδόθησαν εντολαί εξ Αθηνών εις την ‘ΕΟΚΑ Β’ όπως τερματίση την δραστηριότητά της, καίτοι, εφ’όσον αύτη δεν διαλύεται οριστικώς, δεν αποκλείεται νέον κύμα βίας και δολοφονιών
Θλίβομαι, κύριε Πρόεδρε, διότι ευρέθην εις την ανάγκην να είπω πολλά δυσάρεστα, δια να περιγράψω εις αδράς γραμμάς, με γλώσσαν ωμής ειλικρινείας, την από μακρού υφισταμένην εν Κύπρω αξιοθρήνητον κατάστασιν.
Τούτο, όμως, επιβάλλει το εθνικόν συμφέρον, το οποίον έχω πάντοτε γνώμονα όλων των ενεργειών μου. Δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Δέον, όμως, να ληφθή υπ’ όψιν, ότι δεν είμαι διωρισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της Ελληνικής Κυβερνήσεως, αλλ’ εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του Ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του Εθνικού Κέντρου.
Το περιεχόμενον της παρούσης δεν είναι απόρρητον.
Μετ’ εγκαρδίων ευχών,
Ο Κύπρου Μακάριος»
Απάντηση με τανκς
Ήταν Δευτέρα, ώρα 8:15 το πρωί, όταν άρματα μάχης της Εθνικής Φρουράς, περικύκλωσαν το Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία.
«Ο Μακάριος είναι νεκρός», «γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις». Μέσα σε αυτές τις δύο προτάσεις θα μπορούσε κάποιος να συμπυκνώσει, όλα όσα συνέβησαν την 15η Ιουλίου 1974. Δύο προτάσεις, που ταξίδεψαν στον αέρα από τα ερτζιανά κύματα, του χουντοκρατούμενου ΡΙΚ και του ελεύθερου ραδιοφωνικού σταθμού της Πάφου. Ήταν η τεχνολογία της εποχής που είχε τη δική της θέση στην ιστορία.
Μέχρι σήμερα τα γεγονότα του πραξικοπήματος σκιάζουν την πολιτική ζωή της Κύπρου, και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της μεγάλης τραγικής εικόνας, η οποία συντίθεται από τη τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, για μισό αιώνα.
Το κωδικοποιημένο σήμα που εστάλη στις δυνάμεις που έλαβαν μέρος στο πραξικόπημα ανέφερε: «Αλέξανδρος εισήλθε εις κλινικήν». Τα άρματα μπήκαν στο Προεδρικό Μέγαρο, την ώρα που ο Μακάριος δεχόταν Ελληνόπουλα από την Αίγυπτο.
«Σήμερον την πρωίαν επενέβη η Εθνική Φρουρά διά να σταματήσει τον αδελφοκτόνον πόλεμον μεταξύ των Ελλήνων. Η Εθνική Φρουρά είναι την στιγμήν αυτήν κυρία της καταστάσεως. Ο Μακάριος είναι νεκρός». Με αυτή τη λιτή, επαναλαμβανόμενη ανακοίνωση, από τα στούντιο του ραδιοφώνου του ΡΙΚ, οι πραξικοπηματίες ενημέρωναν για το έγκλημα το οποίο πέντε μέρες μετά θα ολοκληρωνόταν με τη τουρκική εισβολή.
Ο «νεκρός» Μακάριος άκουγε την αναγγελία του θανάτου του κατευθυνόμενος προς την Πάφο, αφού είχε καταφέρει να ξεφύγει από τα φονικά πυρά των πραξικοπηματιών στο Προεδρικό Μέγαρο, από παράθυρο του γραφείου του. Οι πραξικοπηματίες διαδίδοντας πως ο Μακάριος είναι νεκρός έβαζαν με κομπασμό την υπογραφή τους στο έγκλημα. Άλλωστε ο Ιωαννίδης είχε δώσει σαφείς οδηγίες στον «Πρόεδρο» Ν. Σαμψών. Του είχε πει «Νικολάκη» θέλω το κεφάλι του Μούσκου (επώνυμο του Μακαρίου).
Η Δημοκρατία καταλύθηκε αλλά το πραξικόπημα δεν εδραιώθηκε.
Η Τουρκία όμως βρήκε τη αφορμή που αναζητούσε. Επικαλέστηκε τις εγγυήσεις του 1960 και επιχείρησε να διαμορφώσει διεθνή συναίνεση. Σε επιστολή του στις 17 Ιουλίου 1974 προς τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, ο Ετζεβίτ προειδοποιούσε:
«Η παραβίαση της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η Τουρκία δεν μπορεί να μείνει απαθής.»
Όταν οι Βρετανοί αρνήθηκαν να επέμβουν από κοινού, η Άγκυρα αποφάσισε μονομερή στρατιωτική ενέργεια. Στις 20 Ιουλίου 1974 ξεκίνησε η Επιχείρηση «Αττίλας 1» …και από κείνη την μέρα η ιστορία είναι γνωστή. Κατοχή για 51 χρόνια με προοπτικές επίλυσης τους προβλήματος κάθε μέρα και πιο ισχνές.
Η ελληνική και ελληνοκυπριακή απάντηση ήταν χαοτική. Οι πραξικοπηματίες κατέρρευσαν και ο Νίκος Σαμψών απέκτησε το προσωνύμιο «οκταήμερος» καθώς στις 23 Ιουλίου παρέδωσε τα ηνία του κράτους στον Πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη.
Η Χούντα στην Αθήνα έπεσε την ίδια ημέρα.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, τα δάκρυα για το έγκλημα και τη προδοσία στεγνώνουν πάνω στην πολιτική αντιπαράθεση. Οι μακαριακοί καταγγέλλουν τους επίγονους των Γρίβα και του πραξικοπήματος και οι Γριβικοί αναζητούν δικαιολογίες στην «δικτατορία» του Μακαρίου.
Και οι δύο πλευρές θεωρούν πάντως πως την πρώτη ευθύνη την είχε (και όντως την είχε) η χούντα του Ιωαννίδη, αλλά αυτό δεν αναιρεί και τις ευθύνες των Κυπρίων.
Η ουσία δεν είναι μόνο το πού σχεδιάστηκε το πραξικόπημα, αλλά και το ποιοι ήταν πρόθυμοι να το εκτελέσουν. Εκτός από τους χουντικούς της Ελλάδας, Κύπριοι αξιωματικοί, μέλη παρακρατικών οργανώσεων, μερίδα της Εκκλησίας και δημοσιογράφοι είχαν καθοριστικό ρόλο.
Οι εκθέσεις της Βουλής των Ελλήνων και της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου, έμειναν κείμενα χωρίς ουσιαστική κατάληξη σε λογοδοσία
Οι πρωταγωνιστές είτε πέθαναν είτε απέκτησαν πολιτική ασυλία, με τον «κλάδο ελαίας» του Μακαρίου. Οι ηθικοί αυτουργοί, σε πολλές περιπτώσεις αμετανόητοι, επιβραβεύτηκαν.
Η 15η Ιουλίου είναι ημέρα εθνικής ντροπής. Η προδοσία του πραξικοπήματος δεν αναιρείται με ευχολόγια και τελετές. Ούτε με γενικόλογες αναφορές σε «σφάλματα» και «άφρονες» πραξικοπηματίες.
Ουδείς αρνείται ότι αυτή ημέρα άνοιξε την πόρτα στην τουρκική εισβολή, στην κατοχή, στον ξεριζωμό.
Η Ιστορία δεν τιμωρεί. Αλλά δεν συγχωρεί όταν την αγνοούμε.
Σειρήνες και μνημόσυνα
Και σήμερα, όπως κάθε χρόνο στις 8:15 ήχησαν οι σειρήνες υπενθυμίζοντας το έγκλημα που συνέβη πριν 51 χρόνια. Στο Κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία πραγματοποιείται τρισάγιο στους τάφους των πεσόντων που αντισταθήκαν στο πραξικόπημα αλλά και στους τάφους των καταδρομέων που μετείχαν στο πραξικόπημα.
Μετά τις εκδηλώσεις μνήμης, ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης θα αναχωρήσει για τη Νέα Υόρκη όπου αύριο πραγματοποιείται η άτυπη πενταμερής διάσκεψη που συγκάλεσε ο ΓΓ του ΟΗΕ για το κυπριακό. Οι προοπτικές της διάσκεψης δεν δημιουργούν αισιοδοξία, καθώς η τουρκική πλευρά εμμένει στις απόψεις της για λύση δύο κρατών, κάτι που βρίσκεται εκτός του συμφωνημένου πλαισίου.
Η διεθνής διάκριση iF Design Award 2024 για το ελαστικό ECSTA PS71 EV, επιβεβαιώνει τη δέσμευση της εταιρείας για λύσεις υψηλών προδιαγραφών και κορυφαίας συμπεριφοράς στον δρόμο.
Banana breads, σκανδιναβικά σέμλα με σαντιγί, cinnamon rolls, κρουασάν gianduja, brownies με αλμυρή καραμέλα και πολλές ακόμη high-quality επιλογές από τα premium bakeries της πόλης
Με λύσεις που περιλαμβάνουν GPS Plotter, βυθόμετρα, όργανα, αυτόματο πιλότο, ηχοσυστήματα, VHF, κάμερες, ραντάρ και πολλά ακόμα, μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες κάθε σκάφους.