Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Κύπρος 1974: Από το τέλος του Αττίλα 1 και την εκεχειρία, στον Αττίλα 2
Κύπρος 1974: Από το τέλος του Αττίλα 1 και την εκεχειρία, στον Αττίλα 2
Οι αγωνιώδεις συσκέψεις των χουντικών - Η εκεχειρία της 22ας Ιουλίου 1974 που οι Τούρκοι δεν τήρησαν και η προώθησή τους στην Κύπρο - Ο Κ. Καραμανλής πρωθυπουργός - Οι άκαρπες συνομιλίες της Γενεύης και η έναρξη του Αττίλα 2
Με το χρονικό διάστημα των 20 περίπου ημερών που μεσολάβησε από την εκεχειρία της 22ας Ιουλίου 1974, μετά τον Αττίλα 1, ως την έναρξη του Αττίλα 2 τα ξημερώματα 14 Αυγούστου 1974 θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Στο εικοσαήμερο αυτό έγιναν πολύ σημαντικά γεγονότα, όπως η πτώση της χούντας, ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας στη χώρα μας με πρωθυπουργό τον Κωσταντίνο Καραμανλή, οι δραματικές συνομιλίες στη Γενεύη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και Μ. Βρετανίας που κατέληξαν σε αδιέξοδο, η μη τήρηση της εκεχειρίας από την Τουρκία που φρόντισε να ενισχύσει τις δυνάμεις της στην Κύπρο και να καταλάβει εδάφη της Μεγαλονήσου και τελικά ο Αττίλας 2 που είχε σαν αποτέλεσμα η Τουρκία να καταλάβει το 37% περίπου της Κύπρου το οποίο κατέχει ως σήμερα.
Οι ενέργειες της χούντας κατά την τουρκική εισβολή
Τα ξημερώματα 20 Ιουλίου 1974 ο Αμερικανός απεσταλμένος Υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο απέτυχε να μεταπείσει τον Ετσεβίτ από την ειλημμένη απόφασή του για εισβολή στην Κύπρο. Ήταν 4 π.μ. όταν τελείωσε άδοξα η συζήτηση των δύο ανδρών. Ο Σίσκο αναχώρησε για την Αθήνα, ενώ 5 π.μ. τα πολεμικά αεροσκάφη της Τουρκίας απογειώθηκαν για την Κύπρο. Μέσα από το αεροπλάνο που τον μετέφερε στην Αθήνα ο Σίσκο επικοινώνησε με τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ και πρότεινε να παρέμβουν οι δυνάμεις του ΟΗΕ στην Κύπρο για να εμποδίσουν την τουρκική απόβαση. Ο Κίσινγκερ απέρριψε την πρόταση του Σίσκο και του έδωσε εντολή να σπεύσει στην Αθήνα και να συγκρατήσει τους Έλληνες χουντικούς από την κήρυξη πολέμου.
Στο ελληνικό Πεντάγωνο ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος διέταξε την αποστολή δύο υποβρυχίων και τριών τορπιλακάτων κοντά στα κυπριακά ύδατα και ζήτησε την ετοιμότητα μίας μοίρας αεροσκαφών F-84 στην Κρήτη. Όταν όμως ο διοικητής της τότε ΚΥΠ Αντιστράτηγος Λάμπρος Σταθόπουλος ενημέρωσε τους επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων ,ότι σε δεξίωση της ισπανικής πρεσβείας ο Δυτικογερμανός πρεσβευτής του ψιθύρισε ότι η Βουλγαρία συγκέντρωνε στρατεύματα στα σύνορα με τη χώρα μας στην περιοχή της Θράκης ,υπονοώντας ότι υπήρχε στρατιωτικός κίνδυνος από το σύμφωνο της Βαρσοβίας, αυτοί πανικοβλήθηκαν. Παράλληλα, άλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι τουρκικά στρατεύματα έχουν συγκεντρωθεί στη Σμύρνη και ετοιμάζονται να αποβιβαστούν στα ελληνικά νησιά.
Την ίδια πληροφορία μετέφερε στον Μπονάνο στις 21/7/1974 ο αρχηγός της Αεροπορίας Παπανικολάου, επικαλούμενος ως πηγή τα ραντάρ της Αεροπορίας στη Βόρεια Ελλάδα. Ο Μπονάνος αναφέρει στο βιβλίο του «Η Αλήθεια» ότι η ΚΥΠ τον ενημέρωσε με διαδοχικά σήματα στις 22 Ιουλίου, 5 και 6 Αυγούστου 1974 ότι η πληροφορία αυτή ήταν ανυπόστατη.
Ο δοτός πρωθυπουργός της χούντας Ιωαννίδη, Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος στο δικό του βιβλίο γράφει τα εξής ‘’Η πληροφορία εχαλκεύθη εις τα γραφεία των Αθηνών ξένων μυστικών υπηρεσιών οπόθεν υπηγορεύθη εις την ελληνικήν ΚΥΠ. Συγχρόνως διεβιβάσθη εις αντίστοιχα κέντρα του εξωτερικού διά να αναμεταδοθεί εν συνεχεία ως είδησις ξένων πηγών. Αλλά επηκολούθησε ταχέως επίσημος κατηγορηματική διάψευσις της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως, η οποία μετεδόθη διά του Βουλγαρικού Πρακτορείου Ειδήσεων».
Η πληροφορία αυτή όπως και άλλες που ανέφεραν ότι η Τουρκία συγκεντρώνει στρατεύματα στον Έβρο και στα μικρασιατικά παράλια, όπως γράψαμε παραπάνω, έκαναν τους έτσι κι αλλιώς μοιραίους και άβουλους χουντικούς να μην τολμήσουν να στείλουν βοήθεια στην Κύπρο, φοβούμενοι τουρκική εισβολή και στην Ελλάδα. Μάλιστα το πρωί της 22ας Ιουλίου 1974 υπήρξε η πληροφορία ότι στο Σουφλί ρίχτηκαν τέσσερα τουρκικά βλήματα κάτι που οδήγησε σε σύσκεψη στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη.
Επανερχόμαστε όμως στη σύσκεψη στο Πεντάγωνο πριν την τουρκική εισβολή. Εκεί ο αρχηγός της ΚΥΠ Σταθόπουλος, εκτός από την λανθασμένη πληροφορία για βουλγαρική κινητοποίηση έδωσε και μία ακόμα εξίσου ανακριβή. Ενημέρωσε τον στρατηγό Μπονάνο, που τον ρώτησε για τουρκική δραστηριότητα στα λιμάνια της Μερσίνας και της Αλεξανδρέτας ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΚΥΠ επρόκειτο «περί συνήθων κατά την εποχήν αυτήν τουρκικών ασκήσεων». Φυσικά δεν επρόκειτο για ασκήσεις, αλλά και τουρκικά πλοία που ετοιμάζονταν για την Κύπρο.
Οι ενέργειες της χούντας κατά την τουρκική εισβολή
Τα ξημερώματα 20 Ιουλίου 1974 ο Αμερικανός απεσταλμένος Υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο απέτυχε να μεταπείσει τον Ετσεβίτ από την ειλημμένη απόφασή του για εισβολή στην Κύπρο. Ήταν 4 π.μ. όταν τελείωσε άδοξα η συζήτηση των δύο ανδρών. Ο Σίσκο αναχώρησε για την Αθήνα, ενώ 5 π.μ. τα πολεμικά αεροσκάφη της Τουρκίας απογειώθηκαν για την Κύπρο. Μέσα από το αεροπλάνο που τον μετέφερε στην Αθήνα ο Σίσκο επικοινώνησε με τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ και πρότεινε να παρέμβουν οι δυνάμεις του ΟΗΕ στην Κύπρο για να εμποδίσουν την τουρκική απόβαση. Ο Κίσινγκερ απέρριψε την πρόταση του Σίσκο και του έδωσε εντολή να σπεύσει στην Αθήνα και να συγκρατήσει τους Έλληνες χουντικούς από την κήρυξη πολέμου.
Στο ελληνικό Πεντάγωνο ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος διέταξε την αποστολή δύο υποβρυχίων και τριών τορπιλακάτων κοντά στα κυπριακά ύδατα και ζήτησε την ετοιμότητα μίας μοίρας αεροσκαφών F-84 στην Κρήτη. Όταν όμως ο διοικητής της τότε ΚΥΠ Αντιστράτηγος Λάμπρος Σταθόπουλος ενημέρωσε τους επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων ,ότι σε δεξίωση της ισπανικής πρεσβείας ο Δυτικογερμανός πρεσβευτής του ψιθύρισε ότι η Βουλγαρία συγκέντρωνε στρατεύματα στα σύνορα με τη χώρα μας στην περιοχή της Θράκης ,υπονοώντας ότι υπήρχε στρατιωτικός κίνδυνος από το σύμφωνο της Βαρσοβίας, αυτοί πανικοβλήθηκαν. Παράλληλα, άλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι τουρκικά στρατεύματα έχουν συγκεντρωθεί στη Σμύρνη και ετοιμάζονται να αποβιβαστούν στα ελληνικά νησιά.
Την ίδια πληροφορία μετέφερε στον Μπονάνο στις 21/7/1974 ο αρχηγός της Αεροπορίας Παπανικολάου, επικαλούμενος ως πηγή τα ραντάρ της Αεροπορίας στη Βόρεια Ελλάδα. Ο Μπονάνος αναφέρει στο βιβλίο του «Η Αλήθεια» ότι η ΚΥΠ τον ενημέρωσε με διαδοχικά σήματα στις 22 Ιουλίου, 5 και 6 Αυγούστου 1974 ότι η πληροφορία αυτή ήταν ανυπόστατη.
Ο δοτός πρωθυπουργός της χούντας Ιωαννίδη, Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος στο δικό του βιβλίο γράφει τα εξής ‘’Η πληροφορία εχαλκεύθη εις τα γραφεία των Αθηνών ξένων μυστικών υπηρεσιών οπόθεν υπηγορεύθη εις την ελληνικήν ΚΥΠ. Συγχρόνως διεβιβάσθη εις αντίστοιχα κέντρα του εξωτερικού διά να αναμεταδοθεί εν συνεχεία ως είδησις ξένων πηγών. Αλλά επηκολούθησε ταχέως επίσημος κατηγορηματική διάψευσις της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως, η οποία μετεδόθη διά του Βουλγαρικού Πρακτορείου Ειδήσεων».
Η πληροφορία αυτή όπως και άλλες που ανέφεραν ότι η Τουρκία συγκεντρώνει στρατεύματα στον Έβρο και στα μικρασιατικά παράλια, όπως γράψαμε παραπάνω, έκαναν τους έτσι κι αλλιώς μοιραίους και άβουλους χουντικούς να μην τολμήσουν να στείλουν βοήθεια στην Κύπρο, φοβούμενοι τουρκική εισβολή και στην Ελλάδα. Μάλιστα το πρωί της 22ας Ιουλίου 1974 υπήρξε η πληροφορία ότι στο Σουφλί ρίχτηκαν τέσσερα τουρκικά βλήματα κάτι που οδήγησε σε σύσκεψη στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη.
Επανερχόμαστε όμως στη σύσκεψη στο Πεντάγωνο πριν την τουρκική εισβολή. Εκεί ο αρχηγός της ΚΥΠ Σταθόπουλος, εκτός από την λανθασμένη πληροφορία για βουλγαρική κινητοποίηση έδωσε και μία ακόμα εξίσου ανακριβή. Ενημέρωσε τον στρατηγό Μπονάνο, που τον ρώτησε για τουρκική δραστηριότητα στα λιμάνια της Μερσίνας και της Αλεξανδρέτας ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΚΥΠ επρόκειτο «περί συνήθων κατά την εποχήν αυτήν τουρκικών ασκήσεων». Φυσικά δεν επρόκειτο για ασκήσεις, αλλά και τουρκικά πλοία που ετοιμάζονταν για την Κύπρο.
Στις 6.15 π.μ. της 20 Ιουλίου ο Μπονάνος ενημερώθηκε στο σπίτι του ότι οι τουρκικές δυνάμεις αποβιβάζονται στην Κύπρο. Ο ΑΕΔ διέταξε γενική επιφυλακή σε όλες τις μονάδες, εφαρμογή του σχεδίου άμυνας στην Κύπρο και άμεση λειτουργία αίθουσας επιχειρήσεων. Εκεί πήγε λίγο αργότερα και ο Δ. Ιωαννίδης για να πάρει μέρος στο πολεμικό συμβούλιο. Σε λίγη ώρα έφτασε στο γραφείο του Μπονάνου ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα συμβουλεύοντας να μην κηρυχθεί πόλεμος. Ο Ανδρουτσόπουλος του απάντησε ότι η τουρκική ενέργεια ήταν αδικαιολόγητη γι’ αυτό και η Ελλάδα θα απαντούσε ανάλογα. Ο Ιωαννίδης του είπε:‘ ’Αφού οι Τούρκοι θέλουν πόλεμο θα τον έχουν. Οι συνέπειες θα βαρύνουν εσάς’’.
Στις 8 το πρωί άρχισε το πολεμικό συμβούλιο. Ο Ανδρουτσόπουλος τόνισε ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ έπρεπε να αποτρέψουν την τουρκική εισβολή. Ο αρχηγός ΓΕΣ Γαλατσάνος διαβεβαίωσε ότι στον Έβρο και τα νησιά υπήρχε ετοιμότητα αντίδρασης. Ο ΑΓΕΑ Παπανικολάου τόνισε ότι η δυνατότητα δράσης πολεμικής αεροπορίας ήταν περιορισμένη λόγω της μεγάλης απόστασης της Κύπρου. Τέλος ο ΑΓΕΝ Αραπάκης είπε ότι πέντε υποβρύχια έσπευδαν στην Κύπρο.
Παρουσία του Ιωαννίδη το συμβούλιο αποφάσισε τα εξής: Κήρυξη γενικής επιστράτευσης, διπλωματική δράση για διαφώτιση της κοινής γνώμης και των ξένων κυβερνήσεων, ανάκληση του Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα και των Ελλήνων αξιωματικών από το Στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη, έκδοση διαταγής για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων αξιωματικών από τα άλλα Στρατηγεία της συμμαχίας και προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Για δεύτερη φορά εκείνο το πρωινό ο Χ. Τάσκα πήγε στο γραφείο του Μπονάνου και ζήτησε ενημέρωση για την επιστράτευση. Ο ΑΕΔ αρνήθηκε να του δώσει πληροφορίες επικαλούμενος το απόρρητο της απόφασης. Λίγο αργότερα ο ΑΓΕΣ Γαλατσάνος ενημέρωνε ότι η γενική επιστράτευση προχωρούσε με ενθουσιώδη προσέλευση των επιστράτων , παρά τις μικρές ατέλειες και ελλείψεις ενώ 600 Κύπριοι που βρίσκονταν στην Ελλάδα επιβιβάστηκαν σε ελληνικό πλοίο και πήγαν να πολεμήσουν στην πατρίδα τους.
Βέβαια όσοι επιστρατεύθηκαν τον Ιούλιο του 1974 πιθανότατα έχουν διαφορετική άποψη.
Καθώς έβλεπε τα πράγματα να δυσκολεύουν, η χουντική ηγεσία αποφάσισε να παίξει το χαρτί της εξόδου από το ΝΑΤΟ. Στις 8 π.μ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γκιζίκης και στις 8.15 π.μ. οΥ πουργός Εξωτερικών Κυπραίος ανακοίνωσαν στον Αμερικανό πρέσβη Τάσκα την ελληνική αυτή απειλή. Ο Τάσκα θορυβήθηκε και επικοινώνησε με τον Κίσινγκερ ζητώντας την επέμβαση και παρεμβολή του 6ου στόλου μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου, αλλά ο Αμερικανός ΥΠΕΞ διαφώνησε.
Ο Ανδρουτσόπουλος πήγε στο γραφείο του Γκιζίκη. Εκεί ο Ιωαννίδης με τη σύμφωνη γνώμη του ΑΕΔ και των αρχηγών των Γενικών Επιτελείων αποφάσισε την προσβολή της τουρκικής αποβατικής δύναμης με δύο υποβρύχια και σμήνος από 6 Phantom.
Στην Αθήνα έφτασαν στις 11.45 π.μ. ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Σίσκο, ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ Έλσγουορθ που μαζί με τον πρέσβη Τάσκα και τον στρατιωτικό ακόλουθο των ΗΠΑ στην Αθήνα Συνταγματάρχη Μάρντερ, άρχισαν τις επαφές με την ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Οι Αμερικανοί όπως φαίνεται ξεκάθαρα σε όλες τις μαρτυρίες ήθελαν να αποφευχθεί πάση θυσία ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος που εκτός των άλλων θα προκαλούσε μη αναστρέψιμη ζημιά στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Ο Ιωαννίδης φαίνεται ότι είχε λάβει από κάποιους Αμερικανούς τη διαβεβαίωση πως η Τουρκία δεν θα έκανε επίθεση στην Κύπρο παρά το πραξικόπημα σε βάρος του Μακαρίου που ο ίδιος οργάνωσε. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει ο πάντα καλά πληροφορημένος Τούρκος δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλή Μπιράντ στο βιβλίο του «Απόφαση-Απόβαση» :‘’Ο Ιωαννίδης δεν αποχωριζόταν τον ελληνικής καταγωγής Αμερικανό Πέτρο Κορομηλά που ήταν ο άνθρωπος (σταθμάρχης;) της CIA στην Αθήνα. Είχε πει και σε αυτόν πριν από 15 μέρες ότι θα γινόταν πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Η γενική πεποίθηση ήταν ότι η CIA έσπρωξε τον Ιωαννίδη στο πραξικόπημα και μετά αποσύρθηκε’’.
Έτσι εξηγείται και η φράση που είπε ο Ιωαννίδης στον Σίσκο κατά τη συνάντησή τους στο γραφείο του ΑΕΔ Μπονάνου: «Μας εξαπατήσατε».
Μεταξύ 15 και 20 Ιουλίου 1974 και κάτω από την πίεση αξιωματικών οι επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων πήραν τις παρακάτω αποφάσεις, όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο στρατηγός Ιωάννης Μπήτος:
α)Διέταξαν τη μεταστάθμευση 30 αεροσκαφών F-84 και F-5 στα αεροδρόμια Κρήτης (Καστελλίου και Ηρακλείου) με ετοιμότητα εφαρμογής του σχεδίου Κύπρου.
β)Τον απόπλου δύο υποβρυχίων γερμανικού τύπου για περιπολία ανατολικής της Ρόδου και με ετοιμότητα εγκαταστάσεως επιθετικής περιπολίας στο στενό μεταξύ Κύπρου και νοτίου Τουρκίας. Τα υποβρύχια άργησαν να αποπλεύσουν από το Ναύσταθμο κατά μισή ώρα περίπου με αποτέλεσμα να μην βρίσκονται εγκαίρως ανατολικώς της Ρόδου.
γ)Ενέκρινε στο ΓΕΕΦ(Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) να κάνει μερική επιστράτευση πυρήνων και επιστράτων.
δ)Διέταξε το ΓΕΕΦ να θέσει τα αντιαεροπορικά μέσα του σε κατάσταση ετοιμότητας Δ, δηλαδή τάξη των όπλων και εκτέλεση πυρών μόνο σε περίπτωση προσβολής των από τους Τούρκους.
Και μετά την τουρκική απόβαση στην Κύπρο, η κατάσταση στην ηγετική ομάδα στην Αθήνα ήταν χαώδης.
Ο Τζόζεφ Σίσκο έκπληκτος έλεγε στην συνοδεία του: «Δεν μπορώ να καταλάβω τι είδους κατάσταση είναι αυτή. Δεν υπάρχει επιτέλους κανείς υπεύθυνος; Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοια κυβέρνηση. Κανείς δεν ξέρει τι πρέπει να πει λες και δεν είναι σίγουρος για την αυριανή μέρα». Λίγες ώρες αργότερα είπε στον Βρετανό πρεσβευτή: «Δεν υπάρχει κυβέρνηση. Ο μόνος που μπόρεσε να πει λίγα λόγια για την κατάπαυση του πυρός ήταν αρχηγός του Ναυτικού (Π. Αραπάκης)».
Ο Σίσκο πιεζόταν έντονα από τον Κίσινγκερ να μαθαίνει τα σχέδια της Αθήνας καθώς ήθελε να προλάβει ελληνοτουρκική σύγκρουση. Στο βιβλίο του «ΠΡΟ-ΙΜΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ» ο Κώστας Μαρδάς γράφει:
Οι ΗΠΑ είχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν αστραπιαία τις αποφάσεις σε χουντικό ηγετικό επίπεδο. Ο Α. Ανδρουτσόπουλος γράφει: «Λίαν αξιόπιστος και άριστα πληροφορημένη πηγή με επληροφόρει ότι το κλιμάκιον της CIA Αθηνών εγνώριζε την διαταγήν βομβαρδισμού των τουρκικών αποβατικών δυνάμεων και την διεβίβασεν εις τον πρέσβην Τάσκα. Δεν εδυσκολεύθην να αντιληφθώ πως περιήλθεν η διαταγή εις ταςΑμερικανικάς υπηρεσίας. Ήρχισα να ανησυχώ».
Ενώ σε νέα προσπάθεια του Σίσκο να εκτονώσει την ένταση αναπτύσσοντας του σχέδιο κατάπαυσης του πυρός, δείχνοντάς του μάλιστα ιδιόχειρο σημείωμα του Ετσεβίτ ,ο Ανδρουτσόπουλος, όπως γράφει ο ίδιος, απάντησε: «Επιθυμώ να σας τονίσω διά μίαν ακόμη φοράν ότι θα κτυπήσωμεν τους Τούρκους. Επιτέλους δεν έχομεν αντιπάλους τας ΗΠΑ αλλά την Τουρκίαν της οποίας γνωρίζομεν τας δυνατότητας και θα την νικήσωμεν». (Α. Ανδρουτσόπουλος, «Η Μαρτυρία Ενός Πρωθυπουργού», σελ. 369)
Την απόφαση για πόλεμο με την Τουρκία πήρε ο Δημήτριος Ιωαννίδης. Σκόπευε μάλιστα να ξεκινήσει με επίθεση στην Τουρκία από τον Έβρο. Όλες οι πηγές συμφωνούν σε αυτό. Ωστόσο είναι αβέβαιο πότε ακριβώς έλαβε αυτή την απόφαση. Όταν την μετέφερε όμως στον ΑΕΔ και τους αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων κατάλαβε ότι αυτό ήταν ανέφικτο. Ο ΑΓΕΣ Γαλατσάνος είπε ότι ο Στρατός δεν ήταν έτοιμος. Από τα 500 άρματα μάχης τα 100 βρίσκονταν στην Αθήνα εκτελώντας καθήκοντα αστυνόμευσης ενώ άλλα 200 βρίσκονταν 200 χλμ μακριά από τα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο, συνεπώς θα καθυστερούσαν να φτάσουν εκεί. Ο ΑΓΕΝ Αραπάκης τόνισε ότι το Ναυτικό είναι έτοιμο αλλά χρειαζόταν και την υποστήριξη της Αεροπορίας.Ο ΑΓΕΑ Παπανικολάου ναι μεν είπε ότι η Π.Α. ήταν έτοιμη να κάνει το καθήκον της αλλά δεν απάντησε στην αιχμή Αραπάκη ότι τα Phantom δεν ήταν έτοιμα.
Έτσι τα δύο νεότατου τύπου υποβρύχια «Γλαύκος» και «Νηρεύς», που είχαν φτάσει 88 ναυτικά μίλια από τις δυτικές ακτές της Κύπρου το βράδυ της 21ης Ιουλίου 1974 και επιταχύνοντας θα μπορούσαν την επόμενη να πλήξουν τον τουρκικό στόλο και τα 20 Phantom(F4) που πρόσφατα έχει αγοράσει η χώρα μας, δεν έφτασαν ποτέ στην Κύπρο. Για τα Phantom προβλήθηκε η δικαιολογία ότι το τεχνικό προσωπικό εδάφους δεν ήταν έτοιμο για να ανταπεξέλθει στην ταχεία προετοιμασία των αεροσκαφών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Phantom μπορούσαν να μεταφέρουν (και να ρίξουν αν χρειαζόταν) 24 βόμβες των 500 λιβρών ενώ τα τουρκικά μόλις 2 βόμβες. Το ένα Phantom «ισοδυναμούσε» με 12 αεροπλάνα της Τουρκίας (F84), δήλωσε σε συνέντευξή του ο πτέραρχος ε.α. Μιχάλης Κωστάκος ,που τότε ήταν Υποσμηναγός χειριστής F4.
Οι συνεντεύξεις του Πτέραρχου ε.α. Κωστάκου και του Αντιπτέραρχου ε.α. Μπαλέ υπάρχουν στο YouTube και είναι άκρως αποκαλυπτικές.
Ο Υποστράτηγος ε.α. Σπυρίδων Δελλής στο βιβλίο του «Η ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ(ΕΛΔΥΚ)» γράφει χαρακτηριστικά:
«Πριν από 10 χρόνια στην κρίση του 1964 τα πεπαλαιωμένα και εκπαιδευτικούς σκοπούς Χάρβαρντ και αεροδρόμιο βρήκαν και εξοπλίστηκαν σε χρόνο ρεκόρ και με καύσιμα ανεφοδιάστηκαν και στην Ελλάδα επέστρεψαν».
Σε άλλα σημεία του βιβλίου του ο Υποστράτηγος Δελλής αναφέρει τα εξής απίστευτα γεγονότα:
« Ο Ταξίαρχος Γεωργίτσης, επιτελάρχης του ΓΕΕΦ και κυριότερος φυσικός αυτουργός του πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου στην κατάθεσή του ανέφερε τα εξής ‘’Όταν στις 13/8 επέστρεψα στην Αθήνα πληροφορήθηκα από επιτελείς ότι ο Μπονάνος τους είχε πει: Να τους αφήσουμε τους Τούρκους για λόγους τιμής και γοήτρου να ακουμπήσουν κάπου στην περιοχή της Κυρήνειας. Ιδίαν όμως αντίληψιν αυτού δεν έχω. Δεν θυμάμαι τα ονόματα αυτών των επιτελών αξιωματικών. Λοχαγοί-ταγματάρχες κλπ’’. Ενώ ο τότε ΑΓΕΝ Αραπάκης στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής κατέθεσε τα εξής: « Ο Μπονάνος δεν ήθελε να χτυπήσουμε τους Τούρκους μου είπε ο αντιπλοίαρχος Νικολόπουλος με την παρατήρηση ότι οι Τούρκοι χτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς». Και συνεχίζει ο τότε ΑΓΕΝ πως ο Μπονάνος αποκάλυψε ότι ο Ιωαννίδης του είπε, πως έχει διαβεβαιώσεις από την CIA ότι οι Τούρκοι δεν θα επέμβουν.
Η χούντα πέφτει-Η μεταπολίτευση αρχίζει
Έτσι η μόνη βοήθεια που έστειλε η Ελλάδα στην Κύπρο ήταν οι καταδρομείς με επικεφαλής τον αείμνηστο Γεώργιο Παπαμελετίου με τα αεροπλάνα Nord Atlas. Στην αποστολή αυτοκτονίας «Νίκη» κατά την οποία δύο Nord Atlas χτυπήθηκαν από φίλια, κυπριακά πυρά έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερο άρθρο μας. Οι ηρωικοί καταδρομείς κατάφεραν να μην πέσει το αεροδρόμιο της Λευκωσίας στα χέρια των Τούρκων. Το παρέδωσαν στις δυνάμεις του ΟΗΕ υπό τον έλεγχο του οποίου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Η αίθουσα επιχειρήσεων όπως αναφέρει ο Μπονάνος εκείνη την ημέρα (23/7) έδινε την εντύπωση «υπερπλήρους καφενείου».Ο Σίσκο αναχώρησε για την Ουάσινγκτον ,ενώ οι στρατηγοί της χούντας αφού έπεισαν τον Ιωαννίδη να μην δημιουργήσει προβλήματα αποφάσισαν να παραδώσουν την εξουσία σε πολιτικούς. Πήγαν στο γραφείο του Φ. Γκιζίκη και μετά από συζητήσεις κλήθηκαν το απόγευμα της ίδιας μέρας σε σύσκεψη σωτηρίας οι:Π. Κανελλόπουλος, Σ. Στεφανόπουλος, Σ. Μαρκεζίνης, Γ. Αθανασιάδης -Νόβας, Π. Γαρουφαλιάς, Ε. Αβέρωφ, Γ.Μαύρος και Ξ. Ζολώτας. Μετά από διεξοδική συζήτηση αποφασίστηκε να κληθεί ο ευρισκόμενος στο Παρίσι από το 1963 Κωνσταντίνος Καραμανλής για να αναλάβει την πρωθυπουργία. Παράλληλα στην Κύπρο μετά την παραίτηση Σαμψών, προεδρεύων ανέλαβε ο τότε πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης. Αναμένοντας την άφιξη Καραμανλή οι Κανελλόπουλος, Μαύρος και Αβέρωφ επικοινώνησαν τηλεφωνικά με τον Κίσινγκερ ζητώντας του να συγκρατήσει τους Τούρκους. Ο Κ. Καραμανλής έφτασε τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 24/7/1974 με το προσωπικό αεροπλάνο του Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Χιλιάδες πολίτες τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό στο αεροδρόμιο. Λίγες ώρες αργότερα σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών ορκίστηκε ο Γεώργιος Μαύρος και υπουργός Εθνικής Αμύνης ο Ευάγγελος Αβέρωφ.
Οι άκαρπες συνομιλίες της Γενεύης και η προώθηση των Τούρκων στην Κύπρο παρά την εκεχειρία
Στο μεταξύ στην Κύπρο, από τις 17.00 της 22ας Ιουλίου 1974 είχε αρχίσει εκεχειρία και κατάπαυση του πυρός. Οι Τούρκοι όμως όπως συνήθως δεν την τήρησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κ. Καραμανλής σε γραπτή επικοινωνία που είχε με τον Ετσεβίτ στις 24/7 τόνισε ότι είχαν γίνει ως τότε 57 (!) παραβιάσεις της εκεχειρίας από την Τουρκία. Η ώρα κατάπαυσης του πυρός δεν ήταν τυχαία. Το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου έφτασαν στην Κύπρο στρατιωτικές ενισχύσεις και άρματα μάχης από την Τουρκία. Οι επικεφαλής του «Αττίλα 1» ενημέρωσαν την Άγκυρα:
«Τα τανκς αρχίζουν σιγά σιγά να προχωρούν. Εισέρχονται στα στενά του Πενταδάκτυλου. Έχουν κιόλας χαθεί από τα μάτια μας…».
Η Τουρκία είχε πλέον 20.000 στρατιώτες που έγιναν 40.000 ως τον «Αττίλα 2» και 200 τανκς στην Κύπρο. Το χρονικό διάστημα από το μεσημέρι, ως τις 17.00 της 22ας Ιουλίου 1974 ήταν πολύτιμο για τους Τούρκους καθώς προωθήθηκαν στην Κύπρο. Στις 25 Ιουλίου 1974 με αμερικανοβρετανική πρωτοβουλία, ξεκίνησε στη Γενεύη της Ελβετίας η διάσκεψη των εγγυητριών δυνάμεων της Κύπρου (Ελλάδα, Μ. Βρετανία, Τουρκία). Τη Βρετανία εκπροσωπούσε ο ΥΠΕΞ Κάλαχαν, την Ελλάδα ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και ΥΠΕΞ Γεώργιος Μαύρος έχοντας μαζί του τους έμπειρους διπλωμάτες Μπίτσιο, Τζούνη και Μεταξά και την Τουρκία ο ΥΠΕΞ Γκιουνές και οι διπλωμάτες Κιρτζιά, Γιαβουζάλπ και Μπαρουτσού.
Τις δραματικές διαβουλεύσεις στη Γενεύη περιγράφει αναλυτικά στο βιβλίο του «Απόφαση-Απόβαση» ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ. Είναι βέβαια πρακτικά αδύνατο να μεταφέρουμε εδώ όλα όσα γράφει.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, το κλίμα στο εξωτερικό είχε αρχίσει να γίνεται ευνοϊκότερο για τη χώρα μας. Έτσι η Τουρκία παρά την κατάληψη ενός μικρού μέρους της Κύπρου άρχισε να δέχεται πιέσεις. Καθοριστικές ήταν και οι παρεμβάσεις από τις Η.Π.Α. του Χ. Κίσινγκερ, ο οποίος είχε στείλει στη Γενεύη τον διπλωμάτη Μπόφουμ ως αντιπρόσωπο. Στις 30 Ιουλίου οι αντιπροσωπείες στη Γενεύη κατέληξαν σε συμφωνία που προέβλεπε την μη επέκταση των ζωνών που κατείχαν οι αντίπαλοι, την αποφυγή οποιασδήποτε στρατιωτικής σύγκρουσης και τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. Παράλληλα, αποφασίστηκε να διεξαχθεί στη Γενεύη νέος γύρος συνομιλιών στις 8 Αυγούστου με τη συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Αρχικά, η συμφωνία πανηγυρίστηκε και στις δύο χώρες. Ο Γ. Μαύρος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό στην Ελλάδα καθώς «έφερε την ειρήνη» και δήλωνε ότι «οι δύο χώρες είναι καταδικασμένες να ζήσουν φιλικά». Σταδιακά, φάνηκε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο ιδανικά. Η κυβέρνηση Καραμανλή δεχόταν πιέσεις από πολιτικούς της αντιπάλους που έλεγαν ότι η Κύπρος «πουλήθηκε» αλλά και στρατιωτικούς: «Ο Καραμανλής μας ρεζίλεψε» έλεγαν στους νεότερους αξιωματικούς όσοι ανώτεροί τους, φιλικά προσκείμενοι στη χούντα, είχαν απομείνει.
Παράλληλα, αν και τυπικά ίσχυε εκεχειρία, οι Τούρκοι μετά από φονικές μάχες κατέλαβαν τη Λάπηθο και τον Καραβά, μεγάλες κωμοπόλεις της επαρχίας Κερύνειας. Στις 8 Αυγούστου 1974 ξεκίνησε στη Γενεύη ο δεύτερος γύρος συνομιλιών. Στους συνομιλητές της πρώτης διάσκεψης προστέθηκαν ο Γλαύκος Κληρίδης που ήταν προεδρεύων της Κυπριακής Δημοκρατίας και στους Τουρκοκύπριους ο Ραούφ Ντενκτάς. Από την αρχή φαινόταν ότι οι συνομιλίες δεν θα κατέληγαν πουθενά. Πράγματι, ο Τούρκος ΥΠΕΞ Γκιουνές ζήτησε να δοθεί στους Τουρκοκύπριους και στις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις ποσοστό 34% του κυπριακού εδάφους με τη μορφή καντονίου.
Απαίτησε επίσης να λάβει απάντηση εντός 36 ωρών. Αυτό φυσικά δεν μπορούσε να γίνει δεκτό από την ελληνική πλευρά ενώ ακόμα και ο Τζέιμς Κάλαχαν εξοργίστηκε με τον Γκιουνές. Στις 14 Αυγούστου οι συνομιλίες ολοκληρώθηκαν άδοξα. Οι Τούρκοι έχοντας στείλει όλο αυτό το διάστημα των συνομιλιών στρατό και οπλισμό την Κύπρο, ξεκίνησαν τον «Αττίλα 2» τα ξημερώματα της ίδια μέρας (14 Αυγούστου) (κωδική ονομασία «ΖΑΦΕΡ»)με τον οποίο πέτυχαν να καταλάβουν μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου απ’ ότι είχαν κυριεύσει ως τότε. Ο Γ. Μαύρος δήλωνε: «Η Ελλάς προτιμά τον πόλεμο από την ατίμωσιν». Τι προτίμησε τελικά η Ελλάς το 1974 είναι γνωστό σε όλους…
Πηγές: ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΔΕΛΛΗΣ, «Η ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΕΛΔΥΚ)», 4η ΕΚΔΟΣΗ, Εκδόσεις Παπαζήση, 2014.
Κώστας Μαρδάς, «ΠΡΟ-ΙΜΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, 2018.
ΜΕΧΜΕΤ ΑΛΗ ΜΠΙΡΑΝΤ, «ΑΠΟΦΑΣΗ-ΑΠΟΒΑΣΗ», Β’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΛΩΡΟΣ, 1984.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα