Με αφορμή τα 20 χρόνια λειτουργείας του Ξενώνα Προσωρινής Διαμονής, η Εταιρία Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή βράβευσε την bwin για την πολύπλευρη στήριξη της.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Οι στίχοι και τα πάθη της έγιναν ταινία
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Οι στίχοι και τα πάθη της έγιναν ταινία
Δεκάδες οι λαϊκές επιτυχίες της που όλοι σιγοτραγουδούμε, μα κανείς μας δεν ξέρει ότι τα έγραφε με την καρδιά της η Παπαγιανοπούλου: Μια σκοτεινή μορφή από τη Μικρασία, γεμάτη πάθη και αστείρευτο ταλέντο που ενσαρκώνει μοναδικά η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στην ομώνυμη ταινία
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Δυο πόρτες έχει η ζωή». Δικό της είναι. Οχι του Στελάρα του Καζαντζίδη... Ετσι γράφει ο δίσκος, αλλά είναι δικό της. «Μη γράψεις τ’ όνομά μου, δεν μ’ ενδιαφέρει, πόσα μου δίνεις;». Και το «Μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό» δικό της: «-Πόσα μου δίνεις; -Δυο κατοστάρικα. -Ρίξ’ τα». Και το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» του Μάνου Χατζιδάκι δικό της. Οι μισές λαϊκές επιτυχίες δικές της. Αλλά εκείνη εντελώς αδιάφορη. Ούτε δόξα, ούτε επιτυχία, ούτε υστεροφημία. Ολα εφήμερα. Ολα ένα τσιγάρο πεταμένο. Ολα στα χαρτιά. Ολα «συρματοπλέγματα βαριά ζώνουν τη δόλια μου καρδιά». Ολα «ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή».
«Εγώ τα γράφω κι ας γίνουν ό,τι θέλουν»: Ετσι έλεγε. Και πορευόταν με το κεφάλι ψηλά. Υστερα με το κεφάλι σκυφτά. Πάνω στην πράσινη τσόχα. Οταν έγραψε το «Ολα είναι ένα ψέμα» και πήρε τα φράγκα, έτρεξε και τα σκόρπισε στα ζάρια και στο μπαρμπούτι. Απίστευτη. Παρορμητική. Επιθετική. Ασυγκράτητη. Αθυρόστομη. Αντισυμβατική. Του κεφαλιού της. Η επιτομή του θηλυκού τυχοδιώκτη!
Κάποιος από τους μεγάλους συνθέτες της εποχής, ας πούμε ο Καλδάρας, πλησιάζει και ρωτάει: «Ευτυχία, έχεις κάτι για μένα;». Εκείνη τον ρωτάει: «Εχεις ένα μολύβι να σε ξοφλήσω;». Και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα σκαρώνει σε κάποιο τσαλακωμένο χαρτί μερικούς θεϊκούς στίχους. «Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι’ αυτό είναι αληθινό, γι’ αυτό εξελίχθηκε. Πρέπει όμως ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. Πρέπει να ζυμωθείς με τον λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική».
Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου. Υστερα Ευτυχία Νικολαΐδου. Στο τέλος Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, γεννημένη το 1893. Μέχρι στις 7 Ιανουαρίου του 1972 στην Αθήνα. Οπου αποκαμωμένη κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Και προτού εκπνεύσει, «βλέπει» δίπλα της τη μάνα της, τη Μαριόγκα, τη μεγάλη κόρη της, τη Μαίρη, και πιο πέρα τον Γιώργο. Τον Παπαγιαννόπουλο, τον χωροφύλακα. Τον τελευταίο σύζυγό της. Αντε, Ευτυχία. Πήγαινε να τους συναντήσεις. Να ολοκληρωθεί το καρέ του άσου. Αντε. Ποιος ξέρει... Ισως η τελευταία παρτίδα να είναι κερδισμένη...
Ψηλή. Λεπτή. Με χαρακτηριστικά αιχμηρά. Σαν λεπίδα. Σαν μαχαίρι διπλής όψεως. Η γλώσσα της ακατάπαυστη. Εξωτερικά όπως μια αριστοκράτισσα. Ευθυτενής. Εσωτερικά να κολυμπάει με πόνο, μεράκι, ανησυχία. Πάντα με προορισμό την ελευθερία. Αγύριστο κεφάλι. Πέρα από την εποχή της. Ακόμα και πέρα από τη δική μας εποχή. Εκανε ό,τι της κατέβαινε. Και διαρκώς «κατέβαινε». Ενώ ταυτόχρονα ανέβαινε. Η διαλεκτική του καταραμένου. Του χαρισματικού αλλά και καταραμένου. Καταφτάνει στην Αθήνα του ’20 με τα μπαγκάζια της, τις δύο κόρες της, τη Μαίρη και την Καίτη, και τη μάνα της, τη Μαριόγκα. Ενα από τα θύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι μεγάλη. Είναι πτυχιούχος. Είναι δασκάλα. Είναι παντρεμένη. Ο άντρας της την περιμένει στην Αθήνα. Ο άντρας της στεγάζει στον Κολωνό τα τέσσερα «ερείπια» της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο άντρας της με τα διπλάσια χρόνια. Πώς τον παντρεύτηκε; Αγνωστο. Και τι μ’ αυτό; Θα τον παραμερίσει.
«Εγώ φαΐ δεν τρώω, λεφτά τρώω»
Θα τον παραμερίσει μόλις αποφασίσει να φύγει με μπουλούκι, να παίξει θέατρο (τρόπος του λέγειν) και να γυρίσει χωριά και πόλεις της επαρχίας. Διαρκώς παίζει την τύχη της στα ζάρια. Απλώνει την ψυχή της στην πράσινη τσόχα. Ομως διαζύγιο δεν παίρνει. Ομως ο Νικολαΐδης μία από τις δύο κόρες της παίρνει. Ομως εκείνη επιμένει. Κεφάλι αγύριστο.
«Εγώ φαΐ δεν τρώω, λεφτά τρώω». Το εννοεί. Το κάνει. Επιμένει. Το επαναλαμβάνει. Η πόρτα χτυπάει. Κάποιος δοσατζής κάποιες δόσεις ζητάει. Ομως η Ευτυχία έχει παίξει στα χαρτιά όλες τις συσκευές του σπιτιού. Ψυγείο, κουζίνα, σόμπα, τα πάντα. Μετά η πόρτα ξαναχτυπάει. Ο ιδιοκτήτης κάποια ενοίκια ζητάει. Εκείνη τρέχει και στην πράσινη τσόχα τα ακουμπάει. Ενα βράδυ, ένα από τα πολλά, σηκώνεται από το κρεβάτι, σκαρφαλώνει στο παράθυρο και κατρακυλάει μια σκάλα. Ετσι την κοπανάει. Προς την πράσινη τσόχα προσκυνάει. Είναι νύχτα. Ο Γιώργος, ο δεύτερος άντρας της, χαμπάρι δεν παίρνει. Η Ευτυχία το κάνει κάθε βράδυ. Οχι, δεν τραβάει προς κάποιον εραστή της. Πάντα στα ζάρια, πάντα στην πόκα, πάντα στο χαρακίρι.Είναι τέσσερις χαράματα. Ο Γιώργος σηκώνεται. Ο Γιώργος ψάχνει να βρει σιδερωμένη την επίσημη στολή του. Για την παρέλαση. Για τους ήρωες.
Για την πατρίδα. Ψάχνει στολή και στολή δεν βρίσκει. Αφαντη η στολή. «Μωρή», της λέει, όταν εκείνη από τη χασούρα αφιονισμένη ανοίγει την πόρτα και πέφτει πάνω του. «Μωρή, πού είναι η στολή; Την έπαιξες στην πόκα;».
«Εγώ τα γράφω κι ας γίνουν ό,τι θέλουν»: Ετσι έλεγε. Και πορευόταν με το κεφάλι ψηλά. Υστερα με το κεφάλι σκυφτά. Πάνω στην πράσινη τσόχα. Οταν έγραψε το «Ολα είναι ένα ψέμα» και πήρε τα φράγκα, έτρεξε και τα σκόρπισε στα ζάρια και στο μπαρμπούτι. Απίστευτη. Παρορμητική. Επιθετική. Ασυγκράτητη. Αθυρόστομη. Αντισυμβατική. Του κεφαλιού της. Η επιτομή του θηλυκού τυχοδιώκτη!
Κάποιος από τους μεγάλους συνθέτες της εποχής, ας πούμε ο Καλδάρας, πλησιάζει και ρωτάει: «Ευτυχία, έχεις κάτι για μένα;». Εκείνη τον ρωτάει: «Εχεις ένα μολύβι να σε ξοφλήσω;». Και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα σκαρώνει σε κάποιο τσαλακωμένο χαρτί μερικούς θεϊκούς στίχους. «Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι’ αυτό είναι αληθινό, γι’ αυτό εξελίχθηκε. Πρέπει όμως ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. Πρέπει να ζυμωθείς με τον λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική».
Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου. Υστερα Ευτυχία Νικολαΐδου. Στο τέλος Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, γεννημένη το 1893. Μέχρι στις 7 Ιανουαρίου του 1972 στην Αθήνα. Οπου αποκαμωμένη κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Και προτού εκπνεύσει, «βλέπει» δίπλα της τη μάνα της, τη Μαριόγκα, τη μεγάλη κόρη της, τη Μαίρη, και πιο πέρα τον Γιώργο. Τον Παπαγιαννόπουλο, τον χωροφύλακα. Τον τελευταίο σύζυγό της. Αντε, Ευτυχία. Πήγαινε να τους συναντήσεις. Να ολοκληρωθεί το καρέ του άσου. Αντε. Ποιος ξέρει... Ισως η τελευταία παρτίδα να είναι κερδισμένη...
Ψηλή. Λεπτή. Με χαρακτηριστικά αιχμηρά. Σαν λεπίδα. Σαν μαχαίρι διπλής όψεως. Η γλώσσα της ακατάπαυστη. Εξωτερικά όπως μια αριστοκράτισσα. Ευθυτενής. Εσωτερικά να κολυμπάει με πόνο, μεράκι, ανησυχία. Πάντα με προορισμό την ελευθερία. Αγύριστο κεφάλι. Πέρα από την εποχή της. Ακόμα και πέρα από τη δική μας εποχή. Εκανε ό,τι της κατέβαινε. Και διαρκώς «κατέβαινε». Ενώ ταυτόχρονα ανέβαινε. Η διαλεκτική του καταραμένου. Του χαρισματικού αλλά και καταραμένου. Καταφτάνει στην Αθήνα του ’20 με τα μπαγκάζια της, τις δύο κόρες της, τη Μαίρη και την Καίτη, και τη μάνα της, τη Μαριόγκα. Ενα από τα θύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι μεγάλη. Είναι πτυχιούχος. Είναι δασκάλα. Είναι παντρεμένη. Ο άντρας της την περιμένει στην Αθήνα. Ο άντρας της στεγάζει στον Κολωνό τα τέσσερα «ερείπια» της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο άντρας της με τα διπλάσια χρόνια. Πώς τον παντρεύτηκε; Αγνωστο. Και τι μ’ αυτό; Θα τον παραμερίσει.
«Εγώ φαΐ δεν τρώω, λεφτά τρώω»
Θα τον παραμερίσει μόλις αποφασίσει να φύγει με μπουλούκι, να παίξει θέατρο (τρόπος του λέγειν) και να γυρίσει χωριά και πόλεις της επαρχίας. Διαρκώς παίζει την τύχη της στα ζάρια. Απλώνει την ψυχή της στην πράσινη τσόχα. Ομως διαζύγιο δεν παίρνει. Ομως ο Νικολαΐδης μία από τις δύο κόρες της παίρνει. Ομως εκείνη επιμένει. Κεφάλι αγύριστο.
«Εγώ φαΐ δεν τρώω, λεφτά τρώω». Το εννοεί. Το κάνει. Επιμένει. Το επαναλαμβάνει. Η πόρτα χτυπάει. Κάποιος δοσατζής κάποιες δόσεις ζητάει. Ομως η Ευτυχία έχει παίξει στα χαρτιά όλες τις συσκευές του σπιτιού. Ψυγείο, κουζίνα, σόμπα, τα πάντα. Μετά η πόρτα ξαναχτυπάει. Ο ιδιοκτήτης κάποια ενοίκια ζητάει. Εκείνη τρέχει και στην πράσινη τσόχα τα ακουμπάει. Ενα βράδυ, ένα από τα πολλά, σηκώνεται από το κρεβάτι, σκαρφαλώνει στο παράθυρο και κατρακυλάει μια σκάλα. Ετσι την κοπανάει. Προς την πράσινη τσόχα προσκυνάει. Είναι νύχτα. Ο Γιώργος, ο δεύτερος άντρας της, χαμπάρι δεν παίρνει. Η Ευτυχία το κάνει κάθε βράδυ. Οχι, δεν τραβάει προς κάποιον εραστή της. Πάντα στα ζάρια, πάντα στην πόκα, πάντα στο χαρακίρι.Είναι τέσσερις χαράματα. Ο Γιώργος σηκώνεται. Ο Γιώργος ψάχνει να βρει σιδερωμένη την επίσημη στολή του. Για την παρέλαση. Για τους ήρωες.
Για την πατρίδα. Ψάχνει στολή και στολή δεν βρίσκει. Αφαντη η στολή. «Μωρή», της λέει, όταν εκείνη από τη χασούρα αφιονισμένη ανοίγει την πόρτα και πέφτει πάνω του. «Μωρή, πού είναι η στολή; Την έπαιξες στην πόκα;».
Ταραγμένη αλλά και ατάραχη, η Ευτυχία η χαρισματική, αλλά πάντα καταραμένη. Πάντα μ’ ένα τσιγάρο στα χείλη. Μιλάει, τρώει, φωνάζει, βρίζει. Το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη της. Το τσιγάρο και η έμπνευση. Από πού η έμπνευση κατεβαίνει; Κανείς δεν ξέρει. Ετσι, με το τίποτα, φέρνει τούμπα το πακέτο με τα τσιγάρα, χουφτώνει μολύβι και πάνω στο χαρτί γράφει. Οπως ας πούμε τα «Καβουράκια».
Η πόρτα χτυπάει. Ο Βασίλης Τσιτσάνης ψάχνει. «Ευτυχία, έχεις κάτι για μένα;». Ρωτάει. Εκείνη με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη, ανοίγει το σεντούκι, ψαχουλεύει και στο τέλος ανασύρει τσαλακωμένο «παλιόχαρτο» και του το διαβάζει. Ο Τσιτσάνης ακούει. «Α», της λέει, «καλή η ομοιοκαταληξία, αλλά πρέπει να μάθεις ρεφρέν - κουπλέ». «Θα μάθω, δάσκαλε, ρεφρέν - κουπλέ».
Και όσο ο Τσιτσάνης τη συμβουλεύει, τόσο ο θόρυβος από παντού μπαίνει. Η μάνα της φωνάζει. Η γειτόνισσα φωνάζει, ο δοσατζής φωνάζει. «Μα πώς μπορείς έτσι να δουλεύεις;». «Μπορώ, δάσκαλε», του λέει. Ο Τσιτσάνης διπλώνει το «παλιόχαρτο» με τον θησαυρό, σηκώνεται και φεύγει. Πόσο για τα «Καβουράκια»; Ισως δυο κατοστάρικα. Μα, Ευτυχία, δεν πρέπει να κατοχυρώσεις τα δικαιώματα; «Στα τέτοια μου», λέει. Και με το δεξί της χέρι δείχνει τα αχαμνά της. Σιγά που θα πονοκεφαλιάσει για το μέλλον της. Σιγά που θα τρελαθεί με την υστεροφημία της. Σιγά που θα την ταράξουν η απουσία και η δημόσια ανυπαρξία της. Στα τέτοια της. «Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε “απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα”» (από συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1960)». Κάποια στιγμή, η μεγάλη κόρη της η Μαίρη εμφανίζεται μπροστά της με κάποιον μεγαλύτερο και κοντοπίθαρο ως υποψήφιο άντρα της. Η Ευτυχία τα χάνει. Και αμέσως ορμάει. Σαν θηρίο. Και της λέει. Ετσι φάτσα φόρα. Μπροστά στον γνωστό κωμικό Φραγκίσκο Μανέλη. Σ’ αυτόν τον κοντοπίθαρο. «Μωρή, δυο μέτρα γυναίκα, τι του βρήκες του κοντούλη;». «Ετσι γουστάρω», απαντάει η Μαίρη.
Μπάτσος ο Γιώργος, γκέι ο Λουκάς
Ολοι παρελαύνουν από το διαμέρισμά της. Εκείνη ανοίγει σεντούκι, ανασύρει κάποιο τσαλακωμένο «παλιόχαρτο», διαβάζει στίχους, ο συνθέτης πληρώνει μερικά κατοστάρικα, ίσως και χιλιάρικο, η Ευτυχία τα σουφρώνει και αμέσως πάει και τα ακουμπάει στην τσόχα. Ούτε ποτό, ούτε ναρκωτικά, ούτε τίποτα, μόνο χαρτιά.
Στο μεταξύ, αποφασίζει να στεγάσει, μαζί με την οικογένεια, και τον Λουκά, έναν γκέι. Οι περισσότερες ντίβες πάντα πλαισιωμένες με κάποιον γκέι. Η μάνα της τα χάνει. «Μωρή, ποιος είναι αυτός; Μοιάζει με δενδρογαλιά». Η Ευτυχία με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη απαντάει αμέσως, αποστομώνει και συνεχίζει ακάθεκτη προς τον παράδεισο και την κόλαση αντάμα. «Μάνα, δεν είναι δενδρογαλιά, πούστης είναι». Και στο τέλος, όταν ο Γιώργος ήρθε και στο κρεβάτι της, ως νόμιμος σύζυγος, η Ευτυχία συμπληρώνει: «Τώρα είμαι μ’ έναν μπάτσο και μ’ έναν πούστη».
Η πόρτα χτυπάει. Ο Μανώλης Χιώτης μπαίνει και στίχους ζητάει. Εκείνη πάλι από το σεντούκι ανασύρει «παλιόχαρτο», απλώνει παλάμη, ο Χιώτης ανοίγει πορτοφόλι και μερικά κατοστάρικα της δίνει και μετά φεύγει. Και μετά στο πάλκο με τη Μαίρη Λίντα παίζει και τραγουδάει: «Περασμένες μου αγάπες / όνειρα που σβήσατε / Με το πέρασμα του χρόνου / την ανάμνηση του πόνου / στην καρδιά μου αφήσατε». Και τα «Ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις».
Μα πώς; Από την τσόχα; Από τα ζάρια; Από τα τσιγάρα; Από τα ξενύχτια; Από πού πηγάζει αυτός ο ατελείωτος, ορμητικός, σαρωτικός, ακατάπαυστος καταρράκτης;
Ουδείς γνωρίζει. Η Ευτυχία με το χάρισμα. Η Ευτυχία με την ευκολία. Η Ευτυχία του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ στη ζωγραφική. Ετσι, από το πουθενά, κατέβαιναν όλα. Ορμητικά. Χωρίς δεύτερη, τρίτη γραφή. Χωρίς προεργασία. Χωρίς τίποτα. Ετσι, όπως το γάργαρο νεράκι. Οπως η καρδιά που χτυπάει. Οπως η γυναίκα που αγαπάει. Οπως η μάνα που πονάει. Οπως το μωρό που φωνάζει επειδή πεινάει. Γι’ αυτό η Ευτυχία ούτε δόξα, ούτε υστεροφημία, ούτε πνευματικά δικαιώματα, ούτε εμφανίσεις, ούτε σαλόνια, ούτε τίποτα. Επειδή αυτοί οι θεϊκοί στίχοι. Αυτοί οι σπάνιοι θησαυροί. Αυτή η πολιτιστική, λαϊκή κληρονομιά. Ολα μα όλα που έγραψε πάνω σ’ αυτά τα τσαλακωμένα «παλιόχαρτα» ήταν δεδομένα. Αυτονόητα. Φυσικά. Αγνό παρθένο μαλλί. Πώς εμείς οι κοινοί θνητοί λέμε καλημέρα; Ετσι κι εκείνη. Το «Περασμένες μου αγάπες» ήταν το καλημέρα της. Το «Ονειρο απατηλό» ήταν η καληνύχτα της. Και το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» ήταν το άντε γεια. Και το «Είναι αητός χωρίς φτερά» ήταν όπως το δικό μας «πώς είσαι; Καλά;». Τι να ζητήσει για τα δεδομένα, τα αυτονότητα, τα καλημέρα και καληνύχτα; Τίποτα. Κατά βάθος ευχαριστημένη, πανευτυχής, που μερικοί «τρελοί», όπως Τσιτσάνης, Χιώτης, Χατζιδάκις, Καζαντζίδης, Καλδάρας, την πλήρωσαν για ένα «καλημέρα, πώς είσαι;».
Ελεγε η ίδια: «Ηθελα γρήγορα να ζήσω». Ελεγε: «Τη ζωή μου την περπάτησα όπως ήθελα». Ελεγε προς τη Σωτηρία Μπέλλου, πάνω από τα ζάρια: «Ρε κουφάλα, τα μάζεψες όλα». Ελεγε διαρκώς: «Εγώ τα γράφω κι ας γίνουν ό,τι θέλουν». Ελεγαν οι άλλοι: «Ελάχιστοι ξέρουν το όνομά της, όλοι όμως ξέρουν τα τραγούδια της». Δικά της τα «Ηλιοβασιλέματα». Δικό της το «Αντιλαλούνε τα βουνά». Δικό της «Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις». Δικό της το «Πετραδάκι-πετραδάκι». Δικό της το «Τι να σου κάνει μια καρδιά». Οπως και το «Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε στης λίμνης μέσα το θολό νερό». Δικό της και το «Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω». Αναρίθμητες οι επιτυχίες.
Αν υπήρχε Κομφούκιος, θα την είχε ως το ακλόνητο επιχείρημά του. Αν οι σημερινοί γκουρού όλων των χωρών και όλων των ποικιλιών περί αυτοβελτίωσης και εσωτερικότητας είχαν διαβάσει το οδοιπορικό της, θα γονάτιζαν, θα προσκυνούσαν και στο τέλος στη θάλασσα τα πτυχία τους θα πετούσαν! Η στιχουργική ήταν το μεροκάματό της. Η ποίηση, ο καημός της. Το 1931 υπογράφει ποιητική συλλογή με τίτλο «Πνοές». Υπάρχει και δεύτερη συλλογή που την κατάπιε η λήθη του χρόνου. Ε, και;
Ελεγε και εξηγούσε: «Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος. Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος να ξεφύγω απο τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις και οι δικές μου είναι πολύ πικρές». Η κόρη της Μαίρη Νικολαΐδου (από το όνομα του πατέρα της), που αργότερα το άλλαξε σε Λαΐδου και πρόωρα πέθανε ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, είναι μία από τις Τσιγγάνες στο «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Με Μίμη Φωτόπουλο, Βασίλη Αυλωνίτη και Τζένη Καρέζη.
Ο Αλέκος Σακελλάριος γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Η Ευτυχία, κεραυνοβολημένη από τον θάνατο της κόρης της, έβαλε το μαύρο φουστάνι και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της -που δεν τα έβγαλε ποτέ ως το θάνατό της- και αφοσιώθηκε στην ανατροφή της μικρής Ρέας». Και συνεχίζει: «Η ζωή της όλη ήταν μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα, τον ίδιο της τον εαυτό. Η ιστορία της συνδέεται με την ψυχή ενός ολόκληρου λαού, που μέσα από τους στίχους της ένιωθε να εκφράζονται όλοι οι καημοί και οι ελπίδες του. Μέσα από στίχους τους οποίους συνήθιζε να γράφει σε πακέτα τσιγάρων, πριν τους καθαρογράψει στο χαρτί και από εκεί πάρουν τον δρόμο προς τη μελοποίηση με προορισμό την καρδιά όλων όσοι τους άκουγαν».
Η μικρή Ρέα Μανέλη είναι η εγγονή της. Από τη Μαίρη. Η Ρέα μεγάλωσε με τη γιαγιά της. Οχι, θα την άφηνε να γυρνάει από δω και από κει με το μπουλούκι του Φραγκίσκου Μανέλη. Από το βιβλίο «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» που έγραψε η Ρέα προέκυψε πριν από χρόνια ο συγκλονιστικός θεατρικός μονόλογος με τη Νένα Μεντή. Τελευταία της επιθυμία ήταν να της τραγουδήσουν το «Η άμαξα μες στη βροχή».
Η ταινία και η αγωνία
Πώς προέκυψαν όλα αυτά; Θα σας πω. Ηταν Παρασκευή γύρω στις 11 το πρωί. Στις 6 Δεκεμβρίου. Μόλις προχθές. Σε σινεμά στο κέντρο της Γλυφάδας. Ηταν η πρώτη προβολή της ταινίας «Ευτυχία». Για τους κριτικούς. Και ήταν η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Μόλις την είδα και μόλις την αφίσα κοίταξα, έμεινα. Στήλη άλατος. Τι ταυτοπροσωπία, Θεέ μου! Τι παρουσία! Τι πρόσωπο! Τι χαρακτηριστικά σαν μαχαίρι διπλής όψεως! «Περιμένω με αγωνία», μου λέει. «Ε, είσαι τρελή», της λέω. «Μα δεν βλέπεις;».
Το σενάριο είναι της Κατερίνας Μπέη. Η σκηνοθεσία του Αγγελου Φραντζή. Και η διπλή Ευτυχία, από Κάτια Γκουλιώνη (στην αρχή) και μετά, όταν η ιστορία απογειώνεται, με Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Παραδίπλα ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, ο σύζυγος ο μπάτσος. Περάσματα κάνουν η Χρύσα Ρώπα ως Σωτηρία Μπέλλου, ο Λεωνίδας Κακούρης ως Βασίλης Τσιτσάνης, ο Κρατερός Κατσούλης ως Μανώλης Χιώτης, ο Αντώνης Λουδάρος ως Μάνος Χατζιδάκις, η Ματθίλδη Μαγγίρα ως Ρένα Βλαχοπούλου, η Κατερίνα Διδασκάλου ως Μαρίκα Κοτοπούλη. Ξέχασα κανέναν; Δεν πειράζει. Η Ευτυχία μια χαρά θα τα πάει... «Ευτυχία μου, κοκόνα μου», έλεγε η μάνα της. Δυο πόρτες έχει η ζωή. Ανοιξε τη μια και μπήκε. Ανοιξε τη δεύτερη και βγήκε. Παράδεισος και κόλαση μαζί!
Η πόρτα χτυπάει. Ο Βασίλης Τσιτσάνης ψάχνει. «Ευτυχία, έχεις κάτι για μένα;». Ρωτάει. Εκείνη με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη, ανοίγει το σεντούκι, ψαχουλεύει και στο τέλος ανασύρει τσαλακωμένο «παλιόχαρτο» και του το διαβάζει. Ο Τσιτσάνης ακούει. «Α», της λέει, «καλή η ομοιοκαταληξία, αλλά πρέπει να μάθεις ρεφρέν - κουπλέ». «Θα μάθω, δάσκαλε, ρεφρέν - κουπλέ».
Και όσο ο Τσιτσάνης τη συμβουλεύει, τόσο ο θόρυβος από παντού μπαίνει. Η μάνα της φωνάζει. Η γειτόνισσα φωνάζει, ο δοσατζής φωνάζει. «Μα πώς μπορείς έτσι να δουλεύεις;». «Μπορώ, δάσκαλε», του λέει. Ο Τσιτσάνης διπλώνει το «παλιόχαρτο» με τον θησαυρό, σηκώνεται και φεύγει. Πόσο για τα «Καβουράκια»; Ισως δυο κατοστάρικα. Μα, Ευτυχία, δεν πρέπει να κατοχυρώσεις τα δικαιώματα; «Στα τέτοια μου», λέει. Και με το δεξί της χέρι δείχνει τα αχαμνά της. Σιγά που θα πονοκεφαλιάσει για το μέλλον της. Σιγά που θα τρελαθεί με την υστεροφημία της. Σιγά που θα την ταράξουν η απουσία και η δημόσια ανυπαρξία της. Στα τέτοια της. «Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε “απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα”» (από συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1960)». Κάποια στιγμή, η μεγάλη κόρη της η Μαίρη εμφανίζεται μπροστά της με κάποιον μεγαλύτερο και κοντοπίθαρο ως υποψήφιο άντρα της. Η Ευτυχία τα χάνει. Και αμέσως ορμάει. Σαν θηρίο. Και της λέει. Ετσι φάτσα φόρα. Μπροστά στον γνωστό κωμικό Φραγκίσκο Μανέλη. Σ’ αυτόν τον κοντοπίθαρο. «Μωρή, δυο μέτρα γυναίκα, τι του βρήκες του κοντούλη;». «Ετσι γουστάρω», απαντάει η Μαίρη.
Μπάτσος ο Γιώργος, γκέι ο Λουκάς
Ολοι παρελαύνουν από το διαμέρισμά της. Εκείνη ανοίγει σεντούκι, ανασύρει κάποιο τσαλακωμένο «παλιόχαρτο», διαβάζει στίχους, ο συνθέτης πληρώνει μερικά κατοστάρικα, ίσως και χιλιάρικο, η Ευτυχία τα σουφρώνει και αμέσως πάει και τα ακουμπάει στην τσόχα. Ούτε ποτό, ούτε ναρκωτικά, ούτε τίποτα, μόνο χαρτιά.
Στο μεταξύ, αποφασίζει να στεγάσει, μαζί με την οικογένεια, και τον Λουκά, έναν γκέι. Οι περισσότερες ντίβες πάντα πλαισιωμένες με κάποιον γκέι. Η μάνα της τα χάνει. «Μωρή, ποιος είναι αυτός; Μοιάζει με δενδρογαλιά». Η Ευτυχία με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη απαντάει αμέσως, αποστομώνει και συνεχίζει ακάθεκτη προς τον παράδεισο και την κόλαση αντάμα. «Μάνα, δεν είναι δενδρογαλιά, πούστης είναι». Και στο τέλος, όταν ο Γιώργος ήρθε και στο κρεβάτι της, ως νόμιμος σύζυγος, η Ευτυχία συμπληρώνει: «Τώρα είμαι μ’ έναν μπάτσο και μ’ έναν πούστη».
Η πόρτα χτυπάει. Ο Μανώλης Χιώτης μπαίνει και στίχους ζητάει. Εκείνη πάλι από το σεντούκι ανασύρει «παλιόχαρτο», απλώνει παλάμη, ο Χιώτης ανοίγει πορτοφόλι και μερικά κατοστάρικα της δίνει και μετά φεύγει. Και μετά στο πάλκο με τη Μαίρη Λίντα παίζει και τραγουδάει: «Περασμένες μου αγάπες / όνειρα που σβήσατε / Με το πέρασμα του χρόνου / την ανάμνηση του πόνου / στην καρδιά μου αφήσατε». Και τα «Ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις».
Μα πώς; Από την τσόχα; Από τα ζάρια; Από τα τσιγάρα; Από τα ξενύχτια; Από πού πηγάζει αυτός ο ατελείωτος, ορμητικός, σαρωτικός, ακατάπαυστος καταρράκτης;
Ουδείς γνωρίζει. Η Ευτυχία με το χάρισμα. Η Ευτυχία με την ευκολία. Η Ευτυχία του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ στη ζωγραφική. Ετσι, από το πουθενά, κατέβαιναν όλα. Ορμητικά. Χωρίς δεύτερη, τρίτη γραφή. Χωρίς προεργασία. Χωρίς τίποτα. Ετσι, όπως το γάργαρο νεράκι. Οπως η καρδιά που χτυπάει. Οπως η γυναίκα που αγαπάει. Οπως η μάνα που πονάει. Οπως το μωρό που φωνάζει επειδή πεινάει. Γι’ αυτό η Ευτυχία ούτε δόξα, ούτε υστεροφημία, ούτε πνευματικά δικαιώματα, ούτε εμφανίσεις, ούτε σαλόνια, ούτε τίποτα. Επειδή αυτοί οι θεϊκοί στίχοι. Αυτοί οι σπάνιοι θησαυροί. Αυτή η πολιτιστική, λαϊκή κληρονομιά. Ολα μα όλα που έγραψε πάνω σ’ αυτά τα τσαλακωμένα «παλιόχαρτα» ήταν δεδομένα. Αυτονόητα. Φυσικά. Αγνό παρθένο μαλλί. Πώς εμείς οι κοινοί θνητοί λέμε καλημέρα; Ετσι κι εκείνη. Το «Περασμένες μου αγάπες» ήταν το καλημέρα της. Το «Ονειρο απατηλό» ήταν η καληνύχτα της. Και το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» ήταν το άντε γεια. Και το «Είναι αητός χωρίς φτερά» ήταν όπως το δικό μας «πώς είσαι; Καλά;». Τι να ζητήσει για τα δεδομένα, τα αυτονότητα, τα καλημέρα και καληνύχτα; Τίποτα. Κατά βάθος ευχαριστημένη, πανευτυχής, που μερικοί «τρελοί», όπως Τσιτσάνης, Χιώτης, Χατζιδάκις, Καζαντζίδης, Καλδάρας, την πλήρωσαν για ένα «καλημέρα, πώς είσαι;».
Ελεγε η ίδια: «Ηθελα γρήγορα να ζήσω». Ελεγε: «Τη ζωή μου την περπάτησα όπως ήθελα». Ελεγε προς τη Σωτηρία Μπέλλου, πάνω από τα ζάρια: «Ρε κουφάλα, τα μάζεψες όλα». Ελεγε διαρκώς: «Εγώ τα γράφω κι ας γίνουν ό,τι θέλουν». Ελεγαν οι άλλοι: «Ελάχιστοι ξέρουν το όνομά της, όλοι όμως ξέρουν τα τραγούδια της». Δικά της τα «Ηλιοβασιλέματα». Δικό της το «Αντιλαλούνε τα βουνά». Δικό της «Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις». Δικό της το «Πετραδάκι-πετραδάκι». Δικό της το «Τι να σου κάνει μια καρδιά». Οπως και το «Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε στης λίμνης μέσα το θολό νερό». Δικό της και το «Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω». Αναρίθμητες οι επιτυχίες.
Αν υπήρχε Κομφούκιος, θα την είχε ως το ακλόνητο επιχείρημά του. Αν οι σημερινοί γκουρού όλων των χωρών και όλων των ποικιλιών περί αυτοβελτίωσης και εσωτερικότητας είχαν διαβάσει το οδοιπορικό της, θα γονάτιζαν, θα προσκυνούσαν και στο τέλος στη θάλασσα τα πτυχία τους θα πετούσαν! Η στιχουργική ήταν το μεροκάματό της. Η ποίηση, ο καημός της. Το 1931 υπογράφει ποιητική συλλογή με τίτλο «Πνοές». Υπάρχει και δεύτερη συλλογή που την κατάπιε η λήθη του χρόνου. Ε, και;
Ελεγε και εξηγούσε: «Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος. Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος να ξεφύγω απο τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις και οι δικές μου είναι πολύ πικρές». Η κόρη της Μαίρη Νικολαΐδου (από το όνομα του πατέρα της), που αργότερα το άλλαξε σε Λαΐδου και πρόωρα πέθανε ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, είναι μία από τις Τσιγγάνες στο «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Με Μίμη Φωτόπουλο, Βασίλη Αυλωνίτη και Τζένη Καρέζη.
Ο Αλέκος Σακελλάριος γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Η Ευτυχία, κεραυνοβολημένη από τον θάνατο της κόρης της, έβαλε το μαύρο φουστάνι και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της -που δεν τα έβγαλε ποτέ ως το θάνατό της- και αφοσιώθηκε στην ανατροφή της μικρής Ρέας». Και συνεχίζει: «Η ζωή της όλη ήταν μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα, τον ίδιο της τον εαυτό. Η ιστορία της συνδέεται με την ψυχή ενός ολόκληρου λαού, που μέσα από τους στίχους της ένιωθε να εκφράζονται όλοι οι καημοί και οι ελπίδες του. Μέσα από στίχους τους οποίους συνήθιζε να γράφει σε πακέτα τσιγάρων, πριν τους καθαρογράψει στο χαρτί και από εκεί πάρουν τον δρόμο προς τη μελοποίηση με προορισμό την καρδιά όλων όσοι τους άκουγαν».
Η μικρή Ρέα Μανέλη είναι η εγγονή της. Από τη Μαίρη. Η Ρέα μεγάλωσε με τη γιαγιά της. Οχι, θα την άφηνε να γυρνάει από δω και από κει με το μπουλούκι του Φραγκίσκου Μανέλη. Από το βιβλίο «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» που έγραψε η Ρέα προέκυψε πριν από χρόνια ο συγκλονιστικός θεατρικός μονόλογος με τη Νένα Μεντή. Τελευταία της επιθυμία ήταν να της τραγουδήσουν το «Η άμαξα μες στη βροχή».
Η ταινία και η αγωνία
Πώς προέκυψαν όλα αυτά; Θα σας πω. Ηταν Παρασκευή γύρω στις 11 το πρωί. Στις 6 Δεκεμβρίου. Μόλις προχθές. Σε σινεμά στο κέντρο της Γλυφάδας. Ηταν η πρώτη προβολή της ταινίας «Ευτυχία». Για τους κριτικούς. Και ήταν η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Μόλις την είδα και μόλις την αφίσα κοίταξα, έμεινα. Στήλη άλατος. Τι ταυτοπροσωπία, Θεέ μου! Τι παρουσία! Τι πρόσωπο! Τι χαρακτηριστικά σαν μαχαίρι διπλής όψεως! «Περιμένω με αγωνία», μου λέει. «Ε, είσαι τρελή», της λέω. «Μα δεν βλέπεις;».
Το σενάριο είναι της Κατερίνας Μπέη. Η σκηνοθεσία του Αγγελου Φραντζή. Και η διπλή Ευτυχία, από Κάτια Γκουλιώνη (στην αρχή) και μετά, όταν η ιστορία απογειώνεται, με Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Παραδίπλα ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, ο σύζυγος ο μπάτσος. Περάσματα κάνουν η Χρύσα Ρώπα ως Σωτηρία Μπέλλου, ο Λεωνίδας Κακούρης ως Βασίλης Τσιτσάνης, ο Κρατερός Κατσούλης ως Μανώλης Χιώτης, ο Αντώνης Λουδάρος ως Μάνος Χατζιδάκις, η Ματθίλδη Μαγγίρα ως Ρένα Βλαχοπούλου, η Κατερίνα Διδασκάλου ως Μαρίκα Κοτοπούλη. Ξέχασα κανέναν; Δεν πειράζει. Η Ευτυχία μια χαρά θα τα πάει... «Ευτυχία μου, κοκόνα μου», έλεγε η μάνα της. Δυο πόρτες έχει η ζωή. Ανοιξε τη μια και μπήκε. Ανοιξε τη δεύτερη και βγήκε. Παράδεισος και κόλαση μαζί!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα