Το fēnix 8 της Garmin είναι το απόλυτο εργαλείο που θα σε βοηθήσει να ανταπεξέλθεις στην πολυάσχολη και απαιτητική καθημερινότητά σου.
Γιατί όλοι μιλούν για τη Νάντια; Η ίδια εξηγεί
Γιατί όλοι μιλούν για τη Νάντια; Η ίδια εξηγεί
Η υπερταλαντούχα Νάντια επιλέγει να πορεύεται με τον δικό της διακριτό τρόπο υπερπηδώντας
τα κλισέ και τις μανιέρες και κλείνοντας τα αυτιά στον εκκωφαντικό θόρυβο της χωρίς χειροπιαστό λόγο φλύαρης προβολής. Το κορίτσι που μεγάλωσε με τζαζ και Κάντι Κάντι και άφησε τη Νομική για τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ενηλικιώθηκε για να συστήσει
στη θεατρική και τηλεοπτική πιάτσα ένα διαφορετικής κοπής-λογικής είδος ηθοποιού
Η Νάντια Κοντογεώργη μιλάει γρήγορα. Παρά την κεκτημένη ταχύτητα του λόγου της όμως καταφέρνει να μην αμολάει δεξιά και αριστερά λέξεις που στο τέλος της μέρας δεν βγάζουν κάποιο χειροπιαστό νόημα. Ισως γι’ αυτό ευθύνεται η ξεκάθαρη τοποθέτησή της απέναντι στη δουλειά αλλά τελικά και στην ίδια τη ζωή: χωρίς επιδειξιμανία και υπερφίαλες δηλώσεις, δίχως να προσδίδει στα πράγματα σπουδαιότητα μεγαλύτερη από εκείνη που πραγματικά έχουν, με χιούμορ και κοφτερό αυτοσαρκασμό. Η διακριτική δημόσια εικόνα της δεν της έχει στερήσει το παραμικρό από τη διακριτικότητά της. Τουναντίον. Δεν είναι μόνο η φυσιογνωμία της με τα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά και το σε μόνιμη επαγρύπνηση βλέμμα που την κάνουν μια ξεχωριστή, sui generis περίπτωση νέας ηθοποιού, αλλά και η μόρφωση, η αγωγή, η συναισθηματική ευφυΐα, οι ρίζες δηλαδή πάνω στις οποίες βλασταίνει η -για τους σωστούς λόγους- πιο συζητημένη νέα πρωταγωνίστρια του θεάτρου και της τηλεόρασης.
Αυτόν τον καιρό η Νάντια Κοντογεώργη έχει τύψεις. Δεν προλαβαίνει, λέει, να συναντά συχνά τους φίλους της από το σχολείο, στους οποίους απευθύνει δημόσια συγγνώμη και υπόσχεται πως θα αναπληρώσει μόλις το προσωπικό ημερολόγιό της σημάνει διακοπές. Παρεμπιπτόντως οι φίλοι της ηθοποιού -από το σχολείο και το θέατρο- είναι οι ίδιοι εδώ και χρόνια, οι δικές της σταθερές σε μια επαγγελματική διαδρομή που μεταβάλλεται διαρκώς - προς το καλύτερο. Φέτος το καλοκαίρι, μετά από αρκετό καιρό, η Νάντια θα κάνει διακοπές. Ο τρόπος που το λέει μοιάζει σαν να μην το πιστεύει ούτε και η ίδια. Πριν παραδοθεί στη θερινή ραστώνη πάντως έχει δυο στοιχήματα να κερδίσει: τις εξετάσεις για το δίπλωμά της στο κλασικό τραγούδι και τη συμμετοχή της στο μιούζικαλ του Κόουλ Πόρτερ «Kiss me Kate» που θα ανέβει για μια βραδιά στις 24 Ιουνίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου, ο οποίος συνσκηνοθετεί με τον Πάρη Μέξη. «Γίνεται χαμός. Κάνουμε περάσματα με την ορχήστρα, είμαστε πια στην τελική ευθεία», περιγράφει ενθουσιώδης. «Ο Γιώργος Πέτρου με είδε στη “Μελωδία της Ευτυχίας”, με πήρε τηλέφωνο μια ωραία πρωία και μου πρότεινε να κάνω τον ρόλο της Μπιάνκα. Μου αρέσει πολύ που συνεργάζομαι με την Καμεράτα. Είναι πολύ ωραίο να κάνεις μιούζικαλ έχοντας το εχέγγυο μιας εξαιρετικής ορχήστρας και ενός υπέροχου μαέστρου.
Αυτόν τον καιρό η Νάντια Κοντογεώργη έχει τύψεις. Δεν προλαβαίνει, λέει, να συναντά συχνά τους φίλους της από το σχολείο, στους οποίους απευθύνει δημόσια συγγνώμη και υπόσχεται πως θα αναπληρώσει μόλις το προσωπικό ημερολόγιό της σημάνει διακοπές. Παρεμπιπτόντως οι φίλοι της ηθοποιού -από το σχολείο και το θέατρο- είναι οι ίδιοι εδώ και χρόνια, οι δικές της σταθερές σε μια επαγγελματική διαδρομή που μεταβάλλεται διαρκώς - προς το καλύτερο. Φέτος το καλοκαίρι, μετά από αρκετό καιρό, η Νάντια θα κάνει διακοπές. Ο τρόπος που το λέει μοιάζει σαν να μην το πιστεύει ούτε και η ίδια. Πριν παραδοθεί στη θερινή ραστώνη πάντως έχει δυο στοιχήματα να κερδίσει: τις εξετάσεις για το δίπλωμά της στο κλασικό τραγούδι και τη συμμετοχή της στο μιούζικαλ του Κόουλ Πόρτερ «Kiss me Kate» που θα ανέβει για μια βραδιά στις 24 Ιουνίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου, ο οποίος συνσκηνοθετεί με τον Πάρη Μέξη. «Γίνεται χαμός. Κάνουμε περάσματα με την ορχήστρα, είμαστε πια στην τελική ευθεία», περιγράφει ενθουσιώδης. «Ο Γιώργος Πέτρου με είδε στη “Μελωδία της Ευτυχίας”, με πήρε τηλέφωνο μια ωραία πρωία και μου πρότεινε να κάνω τον ρόλο της Μπιάνκα. Μου αρέσει πολύ που συνεργάζομαι με την Καμεράτα. Είναι πολύ ωραίο να κάνεις μιούζικαλ έχοντας το εχέγγυο μιας εξαιρετικής ορχήστρας και ενός υπέροχου μαέστρου.
Φωτογραφία από την παράσταση «Kiss me Kate» (του Ηλία Σακαλάκ)
Το πολύ ωραίο είναι ότι η πρόζα αντιμετωπίζεται μουσικά. Είναι κάτι πρωτόγνωρο που με βοηθά και με εξελίσσει. Αντιμετωπίζω το μιούζικαλ από αμιγώς μουσική άποψη και αυτό έχει ενδιαφέρον. Και είναι πολύ ωραία η συνεργασία με λυρικούς τραγουδιστές. Ο συγκερασμός και η διαφορετικότητα είναι το άλφα και το ωμέγα. Ο κόσμος της όπερας είναι ούτως ή άλλως ένας μαγικός κόσμος», λέει με πηγαία χαρά που σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνά το δεδομένο μέτρο όταν έχεις να κάνεις με τη Νάντια Κοντογεώργη. «Εκείνο που με παραξενεύει είναι ότι η παράσταση θα παιχτεί μόνο μια φορά. Για τους ηθοποιούς που δουλεύουμε δύο, δυόμισι μήνες, γινόμαστε μια ομάδα και πηγαίνουμε να παίξουμε μια παράσταση μια κι έξω είναι περίεργο.
Πώς μου φαίνεται όλο αυτό; Την απάντηση θα την ξέρω την Τετάρτη το βράδυ μετά την παράσταση. Μου μοιάζει τόσο πυροτεχνηματικό, που δεν ξέρω πώς θα το διαχειριστώ. Αλλά νομίζω πως επειδή θα βάλουμε όλοι πολλή ενέργεια, μάλλον θα είναι πολύ έντονο. Το άγχος της πρεμιέρας πάντως είναι πάντα ίδιο. Η πρόκληση αυτή τη φορά είναι ότι θα αρχίσω να ψάχνω πώς θα απολαύσω την παράσταση, γιατί ουσιαστικά θα πεθάνει πριν προλάβω να την ευχαριστηθώ. Γι’ αυτό και θέλω να την απολαύσω όσο συμβαίνει. Είναι περίεργη αυτή η συστολή χρόνου. Ελα να βγούμε μετά για ποτό να τα πούμε», καταλήγει γελώντας σχετικά με τη μεταμόρφωσή της σε Λόις Λέιν, τον ρόλο της δηλαδή στη μεταθεατρική προσέγγιση στο σαιξπηρικό «Ημέρωμα της Στρίγγλας». Ποια είναι, όμως, η Λόις Λέιν; Η Νάντια αναλαμβάνει τις συστάσεις: «Η Λόις είναι χορεύτρια του καμπαρέ. Βρίσκεται στην παράσταση λόγω ερωτικής συναναστροφής με τον σκηνοθέτη-παραγωγό και αναγκάζεται να παίξει Σαίξπηρ. Γι’ αυτήν είναι το μεγάλο βήμα: από το καμπαρέ στο ποιοτικό θέατρο. Θέλει πολύ να κάνει καριέρα. Ταυτόχρονα η Λόις είναι ερωτευμένη με τον Μπιλ Καλχούν, συμπρωταγωνιστή της στο καμπαρέ, τον οποίο φέρνει στην παράσταση. Είναι πολύ πληγωμένη από τον έρωτα, όμως ταυτόχρονα τον ψάχνει παντού. Παράλληλα είναι πολύ καλά με τη σεξουαλικότητά της, θεωρεί πολύ λογικό να συναναστρέφεσαι ερωτικά με ανθρώπους που έχουν εξουσία στον χώρο ή μπορούν να τη βοηθήσουν να κάνουν τα όνειρά της πραγματικότητα. Είναι πολύ ρομαντική μέσα στον κοινωνικά μη αποδεκτό τρόπο ζωής της». Και τι σχέση μπορεί να έχει η έκδοτη στον έρωτα, μα ευάλωτη Λόις με την πραγματική Νάντια; Τι τη βοηθά να σκεφτεί, να διαπραγματευτεί, να αναθεωρήσει; «Τη σχέση μου με τον έρωτα, τη σχέση με τη δουλειά μου, τι προτεραιότητες βάζω. Αυτή η γυναίκα είναι πολύ στοχοπροσανατολισμένη, αλλά χάνεται. Ενώ θέλει πολύ να κάνει καριέρα και θεωρεί πως κάνει τα σωστά βήματα, τελικά κάνει τα απολύτως λάθος», λέει. Της επισημαίνω πως εκείνο που και η ίδια αποπνέει από τη -μετρημένη πάντα- δημόσια εικόνα της είναι πως μοιάζει προσηλωμένη στον στόχο της. Διαφωνεί. «Νομίζω πως είμαι περισσότερο εστιασμένη στην παρούσα στιγμή. Και μου αρέσει να ονειρεύομαι. Δεν έχω το μανιακό κομμάτι της Λόις. Προσπαθώ να γίνομαι καλύτερη και να εξελίσσομαι. Αυτό το εννοώ ως προς την ψυχική τάση μου. Ωστόσο, αν με πάει η ζωή αλλού από εκεί που θέλω να πάω, δεν θα τσινίσω, προφανώς κάτι πρέπει να μάθω κι από εκεί. Και να εξελιχθώ. Θα πάω με το ρεύμα γιατί εμπιστεύομαι και τη ζωή και το καινούριο. Δεν σημαίνει ότι άγομαι και φέρομαι από τη συνθήκη. Προτιμώ να τη δημιουργώ. Πω, πω, ακούγομαι πάρα πολύ συγκροτημένη τώρα», συμπεραίνει αποδομώντας με τον ραφιναρισμένο, ήπιο μα πνευματώδη τρόπο της τον ίδιο τον εαυτό της.
Για τη Νάντια η επιστροφή της στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού μοιάζει σημαδιακή. Ηταν στον ίδιο χώρο όταν πριν από δέκα χρόνια συμμετείχε στην πρώτη παράσταση ως επαγγελματίας ηθοποιός. Πολλά άλλαξαν από τότε, κάποια μεγέθη μεγάλωσαν και άλλα πήραν πιο ρεαλιστικές διαστάσεις, όπως αντιλαμβάνομαι από την περιγραφή της: «Στο Ηρώδειο ήταν η πρώτη μου παράσταση σε επαγγελματικό επίπεδο. Ηταν 3 Ιουλίου του 2005, έπαιζα στον “Βιολιστή στη Στέγη”. Η εικόνα που έχω από το Ηρώδειο είναι αυτή. Θυμάμαι που έβγαινα με τη βαλιτσούλα μου στη σκηνή και το Ωδείο ήταν γεμάτο από κόσμο, σαν τσαμπιά από σταφύλια έμοιαζαν. Μου φαινόταν τεράστιο όλο αυτό. Κι εγώ ένιωθα τόσο μικρή που έπρεπε να βγω να πω το τραγούδι μου. Χθες που πήγαμε και είδαμε λίγο τον χώρο, ένιωσα όπως όταν ήμουν παιδί που πήγαινα στο θέατρο και μου φαινόταν τεράστιο, αλλά όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι δεν είναι τόσο μεγάλο όσο έδειχνε. Τελικά δεν είναι τόσο τρομακτικό το Ηρώδειο όσο το είχα τότε στο μυαλό μου. Και είναι τόσο ωραίο γιατί ουσιαστικά επιστρέφω δέκα χρόνια μετά. Εγώ τα βλέπω κάπως συμβολικά όλα αυτά. Είναι σαν να ολοκληρώνεται ένας κύκλος και να ανοίγει ένας νέος». Τη ρωτώ τι περιλαμβάνει αυτός ο δεκαετής κύκλος. «Πολύ ωραίες συνεργασίες, πολύ πιο όμορφες καταστάσεις απ’ όσο είχα φανταστεί, πολύ μιούζικαλ. Νομίζω τα πράγματα ήρθαν λίγο πολύ όπως τα είχα στο μυαλό μου. Απλώς η καθημερινότητα ήταν τελικά πιο ωραία απ’ όσο την είχα φανταστεί και γι’ αυτό ευθύνονται οι άνθρωποι που γνώρισα και οι συνεργασίες που έκανα», απαντά. Αρπάζω τη λέξη «καθημερινότητα» για να ρωτήσω για τη δική της καθημερινότητα, εκείνη για την οποία μιλά μάλλον με φειδώ στις συνεντεύξεις της. Γελάει. «Υπάρχουν οι φίλοι μου, οι άνθρωποι της ζωής μου, τα της τέχνης μου. Κάθομαι και κάνω τα μαθήματά μου, έχω τις εξετάσεις για το δίπλωμά μου στο κλασικό τραγούδι σε λίγες ημέρες, οπότε όταν γυρνάω από τις πρόβες, ακούω τις άριές μου. Διαβάζω, βγαίνω με τους φίλους μου, βλέπω ταινίες, χθες πήγα θερινό σινεμά και είδα μια υπέροχη ταινία, την “Οικογένεια Μπελιέ”, μαζευόμαστε με τους φίλους μου στα μπαλκόνια τώρα που έχει ανοίξει ο καιρός και παραγγέλνουμε σουβλάκια, πίνουμε κρασάκια, κανονικά πράγματα κάνω», λέει. Και πάλι η δουλειά φαίνεται να υπερτερεί της ιδιώτευσης. Η Νάντια έχει μια εξήγηση και γι’ αυτό: «Είμαστε σε μια ηλικία απολύτως δημιουργική. Είμαστε ορμητικά προς τη δουλειά. Λογικό το βρίσκω όλο το πρόγραμμα να περιστρέφεται γύρω από εκεί. Υποθέτω ότι στα 60 ή στα 70 ή στα 96 μου ή στα 142 μου θα θέλω να ξεκουράζομαι παραπάνω. Τώρα δεν το θέλω». Παρ’ όλα αυτά παραδέχεται πως ενδίδει συχνά πυκνά στη νεόκοπη συνήθεια του power nap, ήτοι κοιμάται όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, τεχνική που εξάσκησε στα διαλείμματα των γυρισμάτων της τηλεοπτικής σειράς που την ταύτισε με τον ρόλο της Βίβιαν Δελαπόρτα.
«Kiss me Kate», 24 Ιουνίου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου και σκηνοθεσία Γιώργου Πέτρου και Πάρη Μέξη
Αλήθεια, αυτή η σχεδόν απόλυτη σύμπτωση με την ηρωίδα που ενσαρκώνει, την ενοχλεί, την προβληματίζει; «Καταλαβαίνω τη συναλλαγή με το κοινό, ότι είναι λογικό να σε ταυτίζουν με έναν ρόλο, να σε συμπαθούν αν υποδύεσαι έναν συμπαθητικό χαρακτήρα ή να γίνεσαι αντιπαθής στην αντίθετη περίπτωση. Είναι το πιο εύκολο πράγμα να ταυτίσεις την εικόνα με την πραγματικότητα. Ασυνείδητα γίνεται. Παρ’ όλα αυτά νομίζω πως αν ο ηθοποιός μείνει σε αυτό, το κάνει προφανώς από δική του ανάγκη ή από φόβο να πάει σε κάτι άλλο που ενδεχομένως δεν θα είναι το ίδιο αποδεκτό. Θα σου πω και κάτι ακόμη. Δεν βγήκα από τη σχολή, έκανα αυτό τον ρόλο και φοβάμαι τώρα πως μπορεί να μην είμαι καλή σε κάτι άλλο. Εχω κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα. Δεν είναι ανάγκη μου να μείνω εκεί ούτε να αποταυτιστώ. Είναι ένας πολύ ωραίος ρόλος, περνάω ωραία να παίζω τη Βίβιαν, όπως περνάω ωραία και με τη Λόις Λέιν ή τη Μαρία Φον Τραπ τον χειμώνα που μας πέρασε», εξηγεί. Και με την αναγνωρισιμότητα, τη διασημότητα, τη φήμη, τι γίνεται; «Η αναγνωρισιμότητα μού δίνει επιλογές, φέρνει προτάσεις για πράγματα που με ενδιαφέρουν ή κάνει γνωστή τη δουλειά μου ευρύτερα αλλά και στον χώρο. Ανθρωποι που δεν με ήξεραν μπορεί να ενδιαφέρθηκαν για μένα και να ήρθαν να με δουν, να δουν πώς είμαι, αν τους ενδιαφέρω ή όχι στη συνεργασία. Τώρα σε σχέση με την καθημερινότητα δεν με έχει επηρεάσει τόσο. Πριν από κάποια χρόνια είχα κάνει ένα καθημερινό σίριαλ και το βραχυπρόθεσμο της αναγνωρισιμότητας που σε κάποιον κάτι θυμίζεις το ξέρω πώς είναι. Μετά από ένα-δυο χρόνια φεύγει αυτή η εικόνα. Εύχομαι πάντως στη διάρκεια των επόμενων ετών αυτό που μπορεί να καταγραφεί ως εικόνα να εξελίσσεται μέσα από τη θεατρική δουλειά μου και να είμαι όλο και πιο ενδιαφέρουσα για μένα και για τους άλλους. Ούτως ή άλλως το επάγγελμά μου δεν είναι celebrity. Ούτε είχα ποτέ τη διάθεση να κινηθώ προς τα εκεί. Νομίζω ότι αυτό γίνεται αντιληπτό. Δεν θέλω να δημιουργήσω μια τέτοιου είδους συναλλακτική σχέση. Δεν θέλω να το βάλω τόσο πολύ στη ζωή μου το θέμα "αναγνωρισιμότητα". Θέλω να αφορά στη δουλειά μου, αυτήν θέλω να επικοινωνώ», επισημαίνει περισσότερο με νηφαλιότητα παρά με μετριοφροσύνη. Οπως ακριβώς αυτοτροφοδείται με ενέργεια και καλή διάθεση, γιατί έτσι λέει πως λειτουργεί καλύτερα ως κωμική ηθοποιός, έτσι επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται σε έναν κόσμο αφόρητα δοσμένο στον ετεροπροσδιορισμό. Η Νάντια Κοντογεώργη δεν έχει κάνει απλώς μια επιλογή, αλλά την υπερασπίζει, όπως και τον εαυτό, την τέχνη, τη ζωή της την ίδια, με κόπο και -κυρίως- αξιοπρέπεια.
Το πολύ ωραίο είναι ότι η πρόζα αντιμετωπίζεται μουσικά. Είναι κάτι πρωτόγνωρο που με βοηθά και με εξελίσσει. Αντιμετωπίζω το μιούζικαλ από αμιγώς μουσική άποψη και αυτό έχει ενδιαφέρον. Και είναι πολύ ωραία η συνεργασία με λυρικούς τραγουδιστές. Ο συγκερασμός και η διαφορετικότητα είναι το άλφα και το ωμέγα. Ο κόσμος της όπερας είναι ούτως ή άλλως ένας μαγικός κόσμος», λέει με πηγαία χαρά που σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνά το δεδομένο μέτρο όταν έχεις να κάνεις με τη Νάντια Κοντογεώργη. «Εκείνο που με παραξενεύει είναι ότι η παράσταση θα παιχτεί μόνο μια φορά. Για τους ηθοποιούς που δουλεύουμε δύο, δυόμισι μήνες, γινόμαστε μια ομάδα και πηγαίνουμε να παίξουμε μια παράσταση μια κι έξω είναι περίεργο.
Πώς μου φαίνεται όλο αυτό; Την απάντηση θα την ξέρω την Τετάρτη το βράδυ μετά την παράσταση. Μου μοιάζει τόσο πυροτεχνηματικό, που δεν ξέρω πώς θα το διαχειριστώ. Αλλά νομίζω πως επειδή θα βάλουμε όλοι πολλή ενέργεια, μάλλον θα είναι πολύ έντονο. Το άγχος της πρεμιέρας πάντως είναι πάντα ίδιο. Η πρόκληση αυτή τη φορά είναι ότι θα αρχίσω να ψάχνω πώς θα απολαύσω την παράσταση, γιατί ουσιαστικά θα πεθάνει πριν προλάβω να την ευχαριστηθώ. Γι’ αυτό και θέλω να την απολαύσω όσο συμβαίνει. Είναι περίεργη αυτή η συστολή χρόνου. Ελα να βγούμε μετά για ποτό να τα πούμε», καταλήγει γελώντας σχετικά με τη μεταμόρφωσή της σε Λόις Λέιν, τον ρόλο της δηλαδή στη μεταθεατρική προσέγγιση στο σαιξπηρικό «Ημέρωμα της Στρίγγλας». Ποια είναι, όμως, η Λόις Λέιν; Η Νάντια αναλαμβάνει τις συστάσεις: «Η Λόις είναι χορεύτρια του καμπαρέ. Βρίσκεται στην παράσταση λόγω ερωτικής συναναστροφής με τον σκηνοθέτη-παραγωγό και αναγκάζεται να παίξει Σαίξπηρ. Γι’ αυτήν είναι το μεγάλο βήμα: από το καμπαρέ στο ποιοτικό θέατρο. Θέλει πολύ να κάνει καριέρα. Ταυτόχρονα η Λόις είναι ερωτευμένη με τον Μπιλ Καλχούν, συμπρωταγωνιστή της στο καμπαρέ, τον οποίο φέρνει στην παράσταση. Είναι πολύ πληγωμένη από τον έρωτα, όμως ταυτόχρονα τον ψάχνει παντού. Παράλληλα είναι πολύ καλά με τη σεξουαλικότητά της, θεωρεί πολύ λογικό να συναναστρέφεσαι ερωτικά με ανθρώπους που έχουν εξουσία στον χώρο ή μπορούν να τη βοηθήσουν να κάνουν τα όνειρά της πραγματικότητα. Είναι πολύ ρομαντική μέσα στον κοινωνικά μη αποδεκτό τρόπο ζωής της». Και τι σχέση μπορεί να έχει η έκδοτη στον έρωτα, μα ευάλωτη Λόις με την πραγματική Νάντια; Τι τη βοηθά να σκεφτεί, να διαπραγματευτεί, να αναθεωρήσει; «Τη σχέση μου με τον έρωτα, τη σχέση με τη δουλειά μου, τι προτεραιότητες βάζω. Αυτή η γυναίκα είναι πολύ στοχοπροσανατολισμένη, αλλά χάνεται. Ενώ θέλει πολύ να κάνει καριέρα και θεωρεί πως κάνει τα σωστά βήματα, τελικά κάνει τα απολύτως λάθος», λέει. Της επισημαίνω πως εκείνο που και η ίδια αποπνέει από τη -μετρημένη πάντα- δημόσια εικόνα της είναι πως μοιάζει προσηλωμένη στον στόχο της. Διαφωνεί. «Νομίζω πως είμαι περισσότερο εστιασμένη στην παρούσα στιγμή. Και μου αρέσει να ονειρεύομαι. Δεν έχω το μανιακό κομμάτι της Λόις. Προσπαθώ να γίνομαι καλύτερη και να εξελίσσομαι. Αυτό το εννοώ ως προς την ψυχική τάση μου. Ωστόσο, αν με πάει η ζωή αλλού από εκεί που θέλω να πάω, δεν θα τσινίσω, προφανώς κάτι πρέπει να μάθω κι από εκεί. Και να εξελιχθώ. Θα πάω με το ρεύμα γιατί εμπιστεύομαι και τη ζωή και το καινούριο. Δεν σημαίνει ότι άγομαι και φέρομαι από τη συνθήκη. Προτιμώ να τη δημιουργώ. Πω, πω, ακούγομαι πάρα πολύ συγκροτημένη τώρα», συμπεραίνει αποδομώντας με τον ραφιναρισμένο, ήπιο μα πνευματώδη τρόπο της τον ίδιο τον εαυτό της.
Για τη Νάντια η επιστροφή της στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού μοιάζει σημαδιακή. Ηταν στον ίδιο χώρο όταν πριν από δέκα χρόνια συμμετείχε στην πρώτη παράσταση ως επαγγελματίας ηθοποιός. Πολλά άλλαξαν από τότε, κάποια μεγέθη μεγάλωσαν και άλλα πήραν πιο ρεαλιστικές διαστάσεις, όπως αντιλαμβάνομαι από την περιγραφή της: «Στο Ηρώδειο ήταν η πρώτη μου παράσταση σε επαγγελματικό επίπεδο. Ηταν 3 Ιουλίου του 2005, έπαιζα στον “Βιολιστή στη Στέγη”. Η εικόνα που έχω από το Ηρώδειο είναι αυτή. Θυμάμαι που έβγαινα με τη βαλιτσούλα μου στη σκηνή και το Ωδείο ήταν γεμάτο από κόσμο, σαν τσαμπιά από σταφύλια έμοιαζαν. Μου φαινόταν τεράστιο όλο αυτό. Κι εγώ ένιωθα τόσο μικρή που έπρεπε να βγω να πω το τραγούδι μου. Χθες που πήγαμε και είδαμε λίγο τον χώρο, ένιωσα όπως όταν ήμουν παιδί που πήγαινα στο θέατρο και μου φαινόταν τεράστιο, αλλά όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι δεν είναι τόσο μεγάλο όσο έδειχνε. Τελικά δεν είναι τόσο τρομακτικό το Ηρώδειο όσο το είχα τότε στο μυαλό μου. Και είναι τόσο ωραίο γιατί ουσιαστικά επιστρέφω δέκα χρόνια μετά. Εγώ τα βλέπω κάπως συμβολικά όλα αυτά. Είναι σαν να ολοκληρώνεται ένας κύκλος και να ανοίγει ένας νέος». Τη ρωτώ τι περιλαμβάνει αυτός ο δεκαετής κύκλος. «Πολύ ωραίες συνεργασίες, πολύ πιο όμορφες καταστάσεις απ’ όσο είχα φανταστεί, πολύ μιούζικαλ. Νομίζω τα πράγματα ήρθαν λίγο πολύ όπως τα είχα στο μυαλό μου. Απλώς η καθημερινότητα ήταν τελικά πιο ωραία απ’ όσο την είχα φανταστεί και γι’ αυτό ευθύνονται οι άνθρωποι που γνώρισα και οι συνεργασίες που έκανα», απαντά. Αρπάζω τη λέξη «καθημερινότητα» για να ρωτήσω για τη δική της καθημερινότητα, εκείνη για την οποία μιλά μάλλον με φειδώ στις συνεντεύξεις της. Γελάει. «Υπάρχουν οι φίλοι μου, οι άνθρωποι της ζωής μου, τα της τέχνης μου. Κάθομαι και κάνω τα μαθήματά μου, έχω τις εξετάσεις για το δίπλωμά μου στο κλασικό τραγούδι σε λίγες ημέρες, οπότε όταν γυρνάω από τις πρόβες, ακούω τις άριές μου. Διαβάζω, βγαίνω με τους φίλους μου, βλέπω ταινίες, χθες πήγα θερινό σινεμά και είδα μια υπέροχη ταινία, την “Οικογένεια Μπελιέ”, μαζευόμαστε με τους φίλους μου στα μπαλκόνια τώρα που έχει ανοίξει ο καιρός και παραγγέλνουμε σουβλάκια, πίνουμε κρασάκια, κανονικά πράγματα κάνω», λέει. Και πάλι η δουλειά φαίνεται να υπερτερεί της ιδιώτευσης. Η Νάντια έχει μια εξήγηση και γι’ αυτό: «Είμαστε σε μια ηλικία απολύτως δημιουργική. Είμαστε ορμητικά προς τη δουλειά. Λογικό το βρίσκω όλο το πρόγραμμα να περιστρέφεται γύρω από εκεί. Υποθέτω ότι στα 60 ή στα 70 ή στα 96 μου ή στα 142 μου θα θέλω να ξεκουράζομαι παραπάνω. Τώρα δεν το θέλω». Παρ’ όλα αυτά παραδέχεται πως ενδίδει συχνά πυκνά στη νεόκοπη συνήθεια του power nap, ήτοι κοιμάται όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, τεχνική που εξάσκησε στα διαλείμματα των γυρισμάτων της τηλεοπτικής σειράς που την ταύτισε με τον ρόλο της Βίβιαν Δελαπόρτα.
«Kiss me Kate», 24 Ιουνίου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου και σκηνοθεσία Γιώργου Πέτρου και Πάρη Μέξη
Αλήθεια, αυτή η σχεδόν απόλυτη σύμπτωση με την ηρωίδα που ενσαρκώνει, την ενοχλεί, την προβληματίζει; «Καταλαβαίνω τη συναλλαγή με το κοινό, ότι είναι λογικό να σε ταυτίζουν με έναν ρόλο, να σε συμπαθούν αν υποδύεσαι έναν συμπαθητικό χαρακτήρα ή να γίνεσαι αντιπαθής στην αντίθετη περίπτωση. Είναι το πιο εύκολο πράγμα να ταυτίσεις την εικόνα με την πραγματικότητα. Ασυνείδητα γίνεται. Παρ’ όλα αυτά νομίζω πως αν ο ηθοποιός μείνει σε αυτό, το κάνει προφανώς από δική του ανάγκη ή από φόβο να πάει σε κάτι άλλο που ενδεχομένως δεν θα είναι το ίδιο αποδεκτό. Θα σου πω και κάτι ακόμη. Δεν βγήκα από τη σχολή, έκανα αυτό τον ρόλο και φοβάμαι τώρα πως μπορεί να μην είμαι καλή σε κάτι άλλο. Εχω κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα. Δεν είναι ανάγκη μου να μείνω εκεί ούτε να αποταυτιστώ. Είναι ένας πολύ ωραίος ρόλος, περνάω ωραία να παίζω τη Βίβιαν, όπως περνάω ωραία και με τη Λόις Λέιν ή τη Μαρία Φον Τραπ τον χειμώνα που μας πέρασε», εξηγεί. Και με την αναγνωρισιμότητα, τη διασημότητα, τη φήμη, τι γίνεται; «Η αναγνωρισιμότητα μού δίνει επιλογές, φέρνει προτάσεις για πράγματα που με ενδιαφέρουν ή κάνει γνωστή τη δουλειά μου ευρύτερα αλλά και στον χώρο. Ανθρωποι που δεν με ήξεραν μπορεί να ενδιαφέρθηκαν για μένα και να ήρθαν να με δουν, να δουν πώς είμαι, αν τους ενδιαφέρω ή όχι στη συνεργασία. Τώρα σε σχέση με την καθημερινότητα δεν με έχει επηρεάσει τόσο. Πριν από κάποια χρόνια είχα κάνει ένα καθημερινό σίριαλ και το βραχυπρόθεσμο της αναγνωρισιμότητας που σε κάποιον κάτι θυμίζεις το ξέρω πώς είναι. Μετά από ένα-δυο χρόνια φεύγει αυτή η εικόνα. Εύχομαι πάντως στη διάρκεια των επόμενων ετών αυτό που μπορεί να καταγραφεί ως εικόνα να εξελίσσεται μέσα από τη θεατρική δουλειά μου και να είμαι όλο και πιο ενδιαφέρουσα για μένα και για τους άλλους. Ούτως ή άλλως το επάγγελμά μου δεν είναι celebrity. Ούτε είχα ποτέ τη διάθεση να κινηθώ προς τα εκεί. Νομίζω ότι αυτό γίνεται αντιληπτό. Δεν θέλω να δημιουργήσω μια τέτοιου είδους συναλλακτική σχέση. Δεν θέλω να το βάλω τόσο πολύ στη ζωή μου το θέμα "αναγνωρισιμότητα". Θέλω να αφορά στη δουλειά μου, αυτήν θέλω να επικοινωνώ», επισημαίνει περισσότερο με νηφαλιότητα παρά με μετριοφροσύνη. Οπως ακριβώς αυτοτροφοδείται με ενέργεια και καλή διάθεση, γιατί έτσι λέει πως λειτουργεί καλύτερα ως κωμική ηθοποιός, έτσι επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται σε έναν κόσμο αφόρητα δοσμένο στον ετεροπροσδιορισμό. Η Νάντια Κοντογεώργη δεν έχει κάνει απλώς μια επιλογή, αλλά την υπερασπίζει, όπως και τον εαυτό, την τέχνη, τη ζωή της την ίδια, με κόπο και -κυρίως- αξιοπρέπεια.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα