Το παλάτι της Ασπασίας Μάνου στην Κηφισιά έγινε πολυτελή διαμερίσματα - Υπήρξε στέκι του Ελύτη, ενέπνευσε τον Καραγάτση για τον «Γιούγκερμαν»
Η ανακαίνιση μετέτρεψε σε πολυτελείς κατοικίες το θερινό «μικρό παλάτι» της πρώτης μη γαλαζοαίματης βασιλικής συζύγου στην Κηφισιά - Ο «απαγορευμένος έρωτας» με τον βασιλιά Αλέξανδρο και ο «παράνομος» γάμος τους τον Σεπτέμβριο του 1919
Κατηφορίζοντας την Παναγή Τσαλδάρη, γνωστή οδό κοντά στο κέντρο της Κηφισιάς, ανάμεσα στη Θησέως και την Τατοΐου, οι περαστικοί εντυπωσιάζονται από ένα νέο συγκρότημα κατοικιών που ορθώνεται στα αριστερά τους, κατά μήκος του δρόμου. Οι Κηφισιώτες όμως έχουν έναν λόγο επιπλέον να χαίρονται, καθώς γνωρίζουν την ιστορία του εδώ και έναν αιώνα περίπου. Το κτίριο αυτό κουβαλάει ένα σημαντικό ιστορικό, αξιακό και συναισθηματικό φορτίο. Πρόκειται για το ανακαινισμένο κτίριο του παλιού αρχοντικού της Ασπασίας Μάνου, που το χρησιμοποιούσε ως θερινή κατοικία της.
Η Ασπασία Μάνου υπήρξε η πρώτη μη γαλαζοαίματη που εισήλθε στον οίκο των Γλύξμπουργκ
Η Μάνου ήταν η σύζυγος του βασιλιά Αλέξανδρου, η πρώτη Ελληνίδα -και μάλιστα μη γαλαζοαίματη- που εισήλθε στον οίκο των Γλύξμπουργκ, η δεύτερη ήταν η κόρη τους Αλεξάνδρα. Ο γάμος τους, το 1919, έγραψε ιστορία, καθώς ήταν καρπός ενός φλογερού ειδυλλίου που σάρωσε στερεότυπα και ήθη της εποχής, τις γραπτές και άγραφες ντιρεκτίβες για τον βίο και τη συμπεριφορά της βασιλικής οικογένειας. Απαγορευμένος έρωτας, που τελικά νομιμοποιήθηκε. Αλλά κατέληξε τόσο άδοξα, τόσο σύντομα, μέσα σε λίγους μήνες, όσο ούτε ο πιο απαισιόδοξος μπορούσε να φανταστεί. Με τον πιο τραγικό τρόπο. Ο Αλέξανδρος, όσο απροσδόκητα, μέσα από ταραχώδεις συγκυρίες και γεγονότα, ανέβηκε στον θρόνο το 1917, διαδεχόμενος τον πατέρα του Κωνσταντίνο Α’, άλλο τόσο απρόσμενα έχασε τη ζωή του, τρία χρόνια αργότερα, από το δάγκωμα μιας μαϊμούς.
Ο Αλέξανδρος ήταν βασιλιάς των Ελλήνων από τις 12 Ιουνίου 1917 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του στις 12 Οκτωβρίου 1920
Κατά ορισμένους, μάλιστα, αναλυτές, το άδοξο ίσως αφορά πέρα από το ζευγάρι, ακόμη και την ίδια τη χώρα. Οσο κι αν η Ιστορία γράφεται βεβαίως από τα γεγονότα και όχι από τα «αν», άλλο τόσο σίγουρο είναι πως αν ο Αλέξανδρος δεν βρισκόταν στο λάθος σημείο τη λάθος ώρα, οι πιθανότητες αποφυγής των τραγικών εξελίξεων που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή θα είχαν ενισχυθεί. Ο Κωνσταντίνος δεν θα επέστρεφε στον θρόνο, οι σύμμαχοι δεν θα άφηναν την Ελλάδα χωρίς στήριξη στην εμπλοκή της με την Τουρκία, η ίδια η χώρα δύσκολα θα επιχειρούσε την προέλαση προς την Αγκυρα που αποδείχθηκε καταστροφική παγίδα. Βέβαια, ο εθνικός διχασμός παρέμενε ανοιχτή πληγή.
Κορυφαίοι πολιτικοί και διανοούμενοι
Το σπίτι αυτό της Παναγή Τσαλδάρη κατασκευάστηκε μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, στη δεκαετία του 1930. Τότε η Μάνου, μαζί με την κόρη της Αλεξάνδρα, που γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1921, ζούσαν μεταξύ Ιταλίας και Αθήνας. Υποφέροντας πάντα από την απώλεια του Αλέξανδρου.
Κάποια στιγμή πούλησε το «παλατάκι» της, που λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι το 1991 λειτούργησε ως ξενοδοχείο. Τότε εξελίχθηκε η συμβολή του στη μεταπολεμική ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, αλλά και της πολιτικής ζωής ακόμα. Η θέση του, η πολυτέλεια και το ειδυλλιακά ήσυχο περιβάλλον, κατέστησαν γρήγορα τις αίθουσες και κυρίως το εστιατόριό του που βρισκόταν στο ισόγειο, σημείο συνάντησης, στέκι κορυφαίων προσωπικοτήτων του πολιτικού, πολιτιστικού και πνευματικού κόσμου. Κυρίως Κηφισιωτών, αλλά όχι μόνο.
Ανάμεσά τους ο κορυφαίος Ελληνας νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, πρωθυπουργοί όπως οι Θεμιστοκλής Σοφούλης, Στέφανος Στεφανόπουλος, Ηλίας Τσιριμώκος και αργότερα ο επιστήθιος φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Τάκης Λαμπρίας. Ακόμη, ο σπουδαίος καθηγητής της Ιατρικής Πέτρος Κόκκαλης, πατέρας του γνωστού επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη, στα ελάχιστα βέβαια χρόνια (έως το 1947) που έμεινε στη χώρα πριν μεταναστεύσει μέσω Γαλλίας για πάντα στην Ανατολική Γερμανία.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, η βασίλισσα Σοφία και η οικογένειά τους. Δίπλα στον βασιλιά, όρθιος, ο τότε πρίγκιπας Αλέξανδρος
Ηταν όμως και χώρος δημιουργίας. Ο γνωστός ιστορικός συγγραφέας Γεώργιος Ρούσσος έγραψε μέρος της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας σε ένα από τα δωμάτια του τρίτου ορόφου του ξενοδοχείου. Ενώ ο συγγραφέας Μ. Καραγάτσης έγραψε το περίφημο μυθιστόρημα «Γιούγκερμαν».
Ακόμη, λόγω της όψης και της αριστοκρατικής αρχιτεκτονικής του κτιρίου, εσωτερικοί και εξωτερικοί χώροι του χρησιμοποιήθηκαν για γυρίσματα σκηνών ελληνικών κινηματογραφικών ταινιών. Αποκορύφωμα, ο «Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, με σκηνές να γυρίζονται στο εστιατόριο όσο και στον όμορφο κήπο του. Το εκπληκτικό βεβαίως είναι ότι, παρά την αδιαμφισβήτητη αρχιτεκτονική και πολιτισμική του αξία, το ελληνικό κράτος ουδέποτε το κήρυξε διατηρητέο.
Μεταξύ 1991-2003 εξάλλου, στο κτίριο λειτούργησε και ιδιωτικό κολέγιο σπουδών, παράρτημα του Πανεπιστημίου La Verne.
Μέχρι που έπαψε να χρησιμοποιείται, άρα και να συντηρείται, με αποτέλεσμα να παραδοθεί στη φθορά του χρόνου και να ερειπωθεί. Πριν από λίγα χρόνια το απέκτησε η Hellenic Properties, εταιρεία real estate του Ερρίκου Αρώνες, συζύγου της Μαρίας Παπαθανασίου, κόρης του πρώην υπουργού Οικονομίας Γιάννη Παπαθανασίου, που μέσα σε τέσσερα χρόνια -ένα για την απόκτηση και τρία για την κατασκευή- κατάφερε να το μετατρέψει σε πολυτελείς, «πράσινες» κατοικίες, μέσα από το project «The Heritage», ύψους 13,5 εκατ. ευρώ.
Η Ασπασία Μάνου με την κόρη της και πρώην βασίλισσα της Γιουγκοσλαβίας Αλεξάνδρα, τον γαμπρό της πρώην βασιλιά Πέτρο και τον εγγονό της πρίγκιπα Αλέξανδρο σε νηπιακή ηλικία
Η εταιρεία προτίμησε να διατηρήσει τον ιστορικό χαρακτήρα της οικίας, χωρίς να προχωρήσει σε κατεδάφισή της. Από τις 7 κατοικίες, 5 μεζονέτες και 2 διαμερίσματα-σουίτες που κατασκευάστηκαν, τέσσερις πουλήθηκαν ήδη σε Ελληνες αγοραστές.
Η γέννηση του ειδυλλίου
Το επιβλητικό αρχοντικό της Παναγή Τσαλδάρη δεν έμελλε τελικά να στεγάσει τον έρωτα του Αλέξανδρου και της Ασπασίας Μάνου. Αντιθέτως, τα καλοκαίρια, η χήρα πια του βασιλιά προσπαθούσε να πνίξει τον μεγάλο καημό της μεγαλώνοντας το παιδί της. Τους χειμώνες έμεναν σε ένα άλλο αρχοντικό, στο Κολωνάκι, επί της Βασιλίσσης Σοφίας 35. Μέχρι που αργότερα έφυγαν για τη Βενετία.
Το ειδύλλιο του ζευγαριού, που συντάραξε την αθηναϊκή κοινωνία, κράτησε μόλις 5 χρόνια. Η επισημοποίησή του ούτε έναν. Είχε γεννηθεί σε ένα ακόμη αρχοντικό, κι αυτό στο Κολωνάκι, στη γωνία Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας) και Κουμπάρη. Σε αυτό διέμενε ο σταβλάρχης του βασιλιά Κωνσταντίνου, Θεόδωρος Υψηλάντης.
Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Ζαούση, γιατρό και συγγραφέα του βιβλίου «Αλέξανδρος και Ασπασία», τον Ιανουάριο του 1915 ο Υψηλάντης παρέθεσε επίσημο δείπνο στην κατοικία του. Ο προσκεκλημένος Αλέξανδρος έφτασε οδηγώντας ο ίδιος μια Packard, ένα νέο αυτοκίνητο στο οποίο λανσαριζόταν ένας δυναμικός 12κύλινδρος κινητήρας. Οπως γράφει, «από τη θέση του οδηγού πήδησε με ευλυγισία αθλητή ένας νέος ωραίος άνδρας, ο Αλέξανδρος. Που ενδιαφερόταν πολύ για τα σπορ, αλλά η μεγάλη του μανία ήσαν οι μηχανές, και ιδίως τα γρήγορα αυτοκίνητα».
Εκεί γνώρισε τη 19χρονη τότε Ασπασία Μάνου, γεννημένη στις 4 Σεπτεμβρίου 1896. Για την ακρίβεια... την ξαναγνώρισε. Καθώς, στην πραγματικότητα, την ήξερε από μικρό κορίτσι, όταν ανέβαινε στα ανάκτορα και έπαιζαν μαζί με την αδερφή του, πριγκίπισσα Ελένη, και τον ίδιο στον κήπο τους. Η Ασπασία, κόρη από τον πρώτο γάμο του αφοσιωμένου στον θρόνο, συνταγματάρχη Πέτρου Μάνου, είχε πρόσβαση στα ανάκτορα, ως μέλος οικογένειας με αριστοκρατική καταγωγή της μητέρας της -το γένος Αργυροπούλου- από το Φανάρι. Αλλά και ένδοξη στρατιωτική θητεία του πατέρα της ως εθελοντή στην Κρήτη το 1896 και ακολούθως στον Μακεδονικό Αγώνα δίπλα στον ήρωα Παύλο Μελά και στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ο Μάνος την έστειλε σε Ελβετία και Γαλλία για σπουδές, αλλά υπό τον φόβο του πολέμου την επανέφερε στην Αθήνα.
Η θερινή κατοικία της Ασπασίας Μάνου στην Κηφισιά
Και το 1915 ήταν πια μια ώριμη γυναίκα. Αλλά και πανέμορφη. Πραγματική καλλονή. «Ενα χάρισμα της φύσης», κατά τον Ζαούση. Και μόνο με την παρουσία της ήταν εκθαμβωτική.
Στο τραπέζι του δείπνου, οι δύο νέοι τοποθετήθηκαν ακριβώς απέναντι ο ένας από τον άλλο. Εκείνη απέφευγε τις ματιές του Αλέξανδρου, που ήταν καρφωμένες πάνω της. Η φλόγα είχε ανάψει για τα καλά. Και δεν θα αργούσε να γίνει φωτιά...
Ο Αλέξανδρος συνέχισε να πολιορκεί επίμονα την Ασπασία. Δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για τις πριγκιπικές του υποχρεώσεις, έχοντας συμβιβαστεί με την ιδέα ότι διάδοχος του θρόνου ήταν ο αδερφός του Γεώργιος. Ο ίδιος, ως δευτερότοκος, είχε πεδίο ελεύθερο για ανέμελη ζωή, σπορ αυτοκίνητα και κατακτήσεις στο γυναικείο φύλο, καθώς εκτός από γαλαζοαίματος ήταν και ένας ιδιαίτερα γοητευτικός νέος. Αλλά την Ασπασία την ερωτεύτηκε παράφορα.
Μετά τη μετατροπή της σε κτίριο πολυτελών «πράσινων» κατοικιών μέσω του project «The Heritage», ύψους 13,5 εκατ. ευρώ.
Το επόμενο καλοκαίρι ο Αλέξανδρος επισκέφτηκε τις Σπέτσες, όπου παραθέριζε η Ασπασία. Συνέχισε το έντονο φλερτ και φημολογείται ότι κάποια στιγμή επιχείρησε να τη φιλήσει. Ομως έλαβε την αποστομωτική απάντηση «πηγαίνετε, Υψηλότατε!». Εβαλε τότε τα μεγάλα μέσα. Παρακάλεσε την πριγκίπισσα Ελένη να καλεί συνεχώς την Ασπασία στα ανάκτορα, ώστε εκείνος να μπορεί να τη βλέπει. Μοιραία, τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς, του 1916 δηλαδή, της εξομολογήθηκε τα ακατανίκητα αισθήματά του γι’ αυτήν. Εκείνη ανταποκρίθηκε. Ο δεσμός ήταν πια γεγονός.
Εθνικός διχασμός
Ολα τα παραπάνω συνέβαιναν ωστόσο σε ένα περιβάλλον έντονης πολιτικής και πολιτειακής αναταραχής, με πρωταγωνιστές τον βασιλέα Κωνσταντίνο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αιτία, η διαφωνία τους για τον προσανατολισμό της χώρας στον εν εξελίξει Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κωνσταντίνος, υπέρ της ουδετερότητας, έχοντας σαφώς φιλογερμανική προτίμηση, ο Βενιζέλος υπέρ της εισόδου στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, της αγγλογαλλικής συμμαχίας. Το 1916, η σύγκρουση έφτασε στο απροχώρητο. Στην πλήρη ρήξη. Ο Βενιζέλος σχημάτισε δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Εθνικός διχασμός, μέρος πρώτο.
Οι εξελίξεις δεν άργησαν. Στις 10 Ιουνίου 1917 οι σύμμαχοι προχώρησαν σε ναυτικό αποκλεισμό της Αττικής και απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί. Απέκλεισαν δε από τη διαδοχή του και τον Γεώργιο. Ο Κωνσταντίνος υποχώρησε. Το απόγευμα της 11ης Ιουνίου αναγορεύτηκε νέος βασιλιάς ο Αλέξανδρος. Μόλις 23 ετών, αφού είχε γεννηθεί την 1η Αυγούστου 1894. Παρών στην ενθρόνιση και ο Κωνσταντίνος. Αμέσως μετά, με την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια, εγκατέλειψε τη χώρα. Αφού προηγουμένως προειδοποίησε τον Αλέξανδρο ότι θα ασκούσε ρόλο αντιβασιλέα και ότι ο θρόνος παρέμενε στον ίδιο. Ηταν η τελευταία φορά που μίλησαν και που ο Αλέξανδρος είδε την οικογένειά του.
Πράγματι, ο Κωνσταντίνος δεν αποδέχθηκε ποτέ τον Αλέξανδρο ως βασιλέα και στον τάφο του στο Τατόι αναγράφεται ως «Αλέξανδρος, βασιλόπαις της Ελλάδος, βασίλεψε αντί του πατρός αυτού». Επίσης, μαζί με τη Σοφία, αντιτάχθηκαν στην επιθυμία του Αλέξανδρου να παντρευτεί την Ασπασία, καθώς ήταν μια κοινή θνητή. Γι’ αυτό ο γάμος τους αργότερα θα χαρακτηριζόταν ως «μοργανατικός». Δεν έχαιρε, δηλαδή, της στήριξης και της αναγνώρισης του βασιλικού οίκου και στερείτο και όσων προνομίων απέρρεαν από αυτόν.
Στη συνέχεια οι σύμμαχοι εξανάγκασαν σε παραίτηση τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη. Στις 26 Ιουνίου σχημάτισε κυβέρνηση ο Βενιζέλος. Αλέξανδρος και Βενιζέλος «συμβίωσαν» μάλλον ειρηνικά, παρότι ο νέος βασιλιάς ήταν αρχικά εξόχως καχύποπτος για τις πραγματικές προθέσεις του πρωθυπουργού του.
Ο γάμος
Τους δύο άνδρες, ωστόσο, έφερε κοντά ο αδιαπραγμάτευτος έρωτας του Αλέξανδρου για την Ασπασία, με την οποία ο δεσμός του είχε πια εδραιωθεί, χωρίς όμως καμία επισημοποίηση.
Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να την παντρευτεί. Από την εξορία, η μητέρα του Σοφία τού έγραψε: «Αυτό το πλήγμα δεν θα το καταφέρεις εναντίον του πατρός σου, του οποίου η υγεία είναι επισφαλής!».
Το πλήγμα θα ήταν ο γάμος. Γιατί θα ανέτρεπε αιφνιδίως τη βασιλική τάξη, αφού στη δυναστεία θα έμπαινε και ελληνικό αίμα και μάλιστα μιας απλής αστής.
Ο Βενιζέλος, αν και αρχικά σκεπτόταν ότι ο ιδανικός γάμος για τον Αλέξανδρο θα ήταν με μια πριγκίπισσα της Αγγλίας, συνειδητοποίησε ότι ο κίνδυνος παραίτησής του σε περίπτωση που δεν παντρευόταν την Ασπασία, θα ήταν πολύ μεγάλος. Και όντως ο Αλέξανδρος έσπευσε να ζητήσει, με επιστολή του, τη βοήθεια του Βενιζέλου για τη νομιμοποίηση του γάμου.
Ετσι, στις 19 Νοεμβρίου 1919, στο σπίτι του Ζαλοκώστα -παντρεμένος ήδη με την αδερφή της Ασπασίας, Ρωξάνη Μάνου-, στη Βασιλίσσης Σοφίας 49, πραγματοποιήθηκε ο γάμος υπό άκρα μυστικότητα, αλλά και περιπετειώδεις συνθήκες. Παραβρέθηκαν ελάχιστα πρόσωπα. Η μητέρα της Ασπασίας, Ελένη Αργυροπούλου, διαζευγμένη σύζυγος του Πέτρου Μάνου, το ζεύγος Ζαλοκώστα και ο φίλος του Αλέξανδρου, λοχαγός Βρασίδας Σοφιανός.
Τον γάμο ευλόγησε ο αρχιμανδρίτης των ανακτόρων Ζαχαρίας, ο οποίος είχε κληθεί εκτάκτως να προσέλθει στην κατοικία ενός... γνωστού Αθηναίου προκειμένου να βαπτιστεί το παιδί του. Εκπληκτος, όταν πήγε, βρήκε μπροστά του τον Αλέξανδρο με την επίσημη στολή του Βασιλικού Ναυτικού και την Ασπασία ντυμένη νύφη. Αντέδρασε, υποδυόμενος ότι τα κατάλληλα άμφια για τη στέψη είναι κλειδωμένα στη Μητρόπολη. Αλλά ο πολυμήχανος Αλέξανδρος έσπευσε αυτοπροσώπως στο εκκλησάκι που είχε δωρίσει στον «Ευαγγελισμό» η γιαγιά του, βασίλισσα Ολγα, και ζήτησε από τον εμβρόντητο θυρωρό του νοσοκομείου να το ανοίξει. Λέγοντάς του με πλήρη πειστικότητα, ότι ήθελαν άμφια επειγόντως για κάποιον ιερέα που θα έδινε τη μετάληψη σε έναν ετοιμοθάνατο. Ο γάμος έγινε κανονικά.
Αλλά η συνέχεια ήταν ανατρεπτική. Ο αρχιμανδρίτης αποκάλυψε τα γεγονότα στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Μελέτιο Γ’. Ξέσπασε σκάνδαλο, καθώς οι νεόνυμφοι δεν είχαν λάβει την εκ του Συντάγματος απαιτούμενη άδεια γάμου από τον προκαθήμενο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Βενιζέλος ωστόσο επέτρεψε στην Ασπασία και τη μητέρα της να εγκατασταθούν στα ανάκτορα, υπό τον όρο αυστηρής μυστικότητας. Αυτή παραβιάστηκε και η Ασπασία αναγκάστηκε να χωρίσει από τον Αλέξανδρο για ένα 6μηνο, πηγαίνοντας διαδοχικά σε Ρώμη και Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα το ζευγάρι επανενώθηκε, πραγματοποιώντας τον μήνα του μέλιτος.
Στα μέσα του 1920, η κυβέρνηση επέτρεψε στο ζευγάρι να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο γάμος νομιμοποιήθηκε. Η Ασπασία επανήλθε στο Τατόι, έμεινε έγκυος στην κόρη της Αλεξάνδρα. Αλλά πριν γεννήσει, την πρόλαβε ο αδόκητος χαμός του Αλέξανδρου.
Τα κέρδη της Ελλάδας
Σε όλο αυτό το διάστημα, η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων ενίσχυσε σημαντικά την Αντάντ στα Βαλκάνια, αλλά και την ίδια. Το τέλος του πολέμου βρήκε την Ελλάδα στην πλευρά των νικητών. Με τη Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου 1920) και παρά την αλλαγή της στάσης των συμμάχων απέναντι στον Κεμάλ, ολόκληρη σχεδόν η Θράκη ενσωματωνόταν στην Ελλάδα, ενώ η Σμύρνη θα βρισκόταν υπό ελληνική κατοχή για 5 χρόνια. Θα ακολουθούσε δημοψήφισμα για την οριστικοποίηση του μέλλοντός της.
Με τη Συνθήκη, ο Βενιζέλος πετύχαινε τους νέους εθνικούς στόχους για την Ελλάδα. Θα ήταν πλέον η χώρα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Ακολούθησε, όμως, ένας δεύτερος γύρος εθνικού διχασμού. Δύο ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης, ο Βενιζέλος έγινε στόχος δολοφονικής επίθεσης στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν, από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς. Τη γλίτωσε με ελαφρά τραύματα, αλλά στην Αθήνα προκλήθηκαν βίαιες ταραχές. Αποκορύφωμα η εν ψυχρώ δολοφονία στους Αμπελόκηπους, στις 31 Ιουλίου 1920, του Ιωνα Δραγούμη, πολιτικού αντιπάλου του Βενιζέλου. Δράστες παρακρατικοί.
Παρά τα συλλυπητήρια του νοσηλευόμενου ακόμα στο Παρίσι Βενιζέλου, η χώρα βυθίστηκε σε βαθύτατη πολιτική κρίση. Ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για τις 25 Οκτωβρίου 1920, όντας βέβαιος ότι θα τις κερδίσει, έχοντας στη φαρέτρα του τις πολεμικές επιτυχίες και τη Συνθήκη.
Το τραγικό τέλος
Τον πρόλαβε κι αυτόν ο θάνατος του Αλέξανδρου. Στις 17 Σεπτεμβρίου ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε τον Βαυαρό οινοποιό του βασιλικού κτήματος στο Τατόι, Στουρμ. Μαζί του είχε το λυκόσκυλό του Φριτς, που καβγάδισε με μια μαϊμού στο σπίτι του Βαυαρού. Μια δεύτερη μαϊμού δάγκωσε τον Αλέξανδρο στη γάμπα και το χέρι.
Αρχικά, θεωρήθηκε ότι τα τραύματα ήταν επιπόλαια. Δεν ήταν. Ο Αλέξανδρος μολύνθηκε και το ίδιο βράδυ παρουσίασε υψηλό πυρετό. Κλήθηκαν στο Τατόι οι καλύτεροι Ελληνες γιατροί και αργότερα οι φημισμένοι Γάλλοι Βιντάλ και Ντελμπέ. Οι Ελληνες διαπίστωσαν ότι ο Αλέξανδρος είχε προσβληθεί από στρεπτόκοκκο. Πρότειναν ακρωτηριασμό των δύο άκρων πριν η μόλυνση επεκταθεί. Η Ασπασία αρνήθηκε, για λογαριασμό του Αλέξανδρου, αλλά ούτως ή άλλως δεν θα προλάβαιναν. Οι Γάλλοι προεξόφλησαν ότι ήταν καταδικασμένος σε θάνατο, καθώς η μόλυνση είχε εξελιχθεί σε σηψαιμία. Στις 4.12 το μεσημέρι της 12ης Οκτωβρίου 1920 ο Αλέξανδρος άφησε την τελευταία του πνοή.
Η έγκυος Ασπασία περιέπεσε σε κατάθλιψη. Τα ανάκτορα «βάφτηκαν μαύρα». Ορίστηκε αντιβασιλέας ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, οι εκλογές μετατέθηκαν για μία εβδομάδα και την 1η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος ηττήθηκε από τους φιλοβασιλικούς, παρότι το Κόμμα Φιλελευθέρων, του οποίου ηγείτο, απέσπασε περισσότερες ψήφους. Εκλογικό σύστημα γαρ.
Η επικράτηση των αντιβενιζελικών έφερε καταρχάς την κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη, που διενήργησε αμέσως δημοψήφισμα και ο Κωνσταντίνος επανήλθε στον θρόνο. Ακολούθησε η επιλογή κλιμάκωσης της εκστρατείας στη Μικρά Ασία, που οδήγησε ενάμιση χρόνο αργότερα στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η αναγνώριση
Ο θάνατος του Αλέξανδρου και η γέννηση στις 25 Μαρτίου 1921 της κόρης του Αλεξάνδρας οδήγησε τη βασίλισσα Σοφία, με την παλιννόστησή της από την εξορία, να προχωρήσει στην πλήρη αποκατάσταση της Ασπασίας ως μέλος της βασιλικής οικογένειας το 1922. Ο γάμος αναγνωρίστηκε και επίσημα. Αλλά η πλήρης νομική τακτοποίησή του έγινε το 1936. Στην Αλεξάνδρα δεν δόθηκε δικαίωμα στον θρόνο. Ηταν, όμως, η μόνη ελληνικής καταγωγής γόνος της δυναστείας των Γλύξμπουργκ και της αποδόθηκε ο τίτλος Α.Β.Υ. Πριγκίπισσα της Ελλάδας και της Δανίας.
Η Ασπασία πέθανε στις 7 Αυγούστου 1972, στο Λίντο της Βενετίας. Τα οστά της μεταφέρθηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου, το 1993.