«Γιατί ενώ θέλω, δεν μπορώ;» Δύο ψυχοθεραπευτές απαντούν μέσα από πραγματικές ιστορίες θεραπευομένων

«Γιατί ενώ θέλω, δεν μπορώ;» Δύο ψυχοθεραπευτές απαντούν μέσα από πραγματικές ιστορίες θεραπευομένων

«Έλα να το δούμε!»: Ένα βιβλίο για να κατανοήσουμε τα «γιατί» και τα «πώς» της ζωής που μας ταλανίζουν, από τους ψυχοθεραπευτές Βέρα Αθανασίου και Μάκη Μπάστα

«Γιατί ενώ θέλω, δεν μπορώ;» Δύο ψυχοθεραπευτές απαντούν μέσα από πραγματικές ιστορίες θεραπευομένων
Όταν δύο ψυχοθεραπευτές μοιράζονται την ίδια στέγη, την ίδια δουλειά και το ίδιο πάθος για τον άνθρωπο, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αποκαλυπτικό. Η Βέρα Αθανασίου και ο Μάκης Μπάστας, σύντροφοι στη ζωή και στη θεραπευτική πράξη, ενώνουν τις φωνές τους σε ένα βιβλίο που δεν φοβάται να αγγίξει τα «δύσκολα»: παιδικά τραύματα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα στις σχέσεις, ανομολόγητες επιθυμίες και τον διαρκή αγώνα για προσωπική αλλαγή. Το Έλα να το δούμε! που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, δεν είναι απλώς ένας τίτλος, αλλά ένα κάλεσμα προς όλους μας — να ρίξουμε φως εκεί που συνήθως στρίβουμε το βλέμμα. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, οι δύο συγγραφείς μιλούν για την αγάπη, τις πληγές, την ψυχοθεραπεία και τη δική τους διαδρομή ανάμεσα στο «θέλω» και το «μπορώ».

Ποια ήταν η αφορμή για να πείτε «έλα να το δούμε»; Τι σας ώθησε να ενώσετε τις φωνές σας σε ένα κοινό βιβλίο με τόσο προσωπικό και θεραπευτικό αποτύπωμα;

Η αγάπη μας για αυτό που κάνουμε και για τον τρόπο που έχουμε επιλέξει να το κάνουμε.

Για να σας βάλουμε λίγο στο χρονικό της απόφασής μας να γράψουμε μαζί αυτό το βιβλίο, μόλις είχαμε αποκτήσει το τέταρτο παιδί μας και η ζωή έτρεχε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Κάποια στιγμή από αυτές που λες «θέλω τόσο πολύ να βρω λίγο χρόνο για ξεκούραση, αλλά δεν μπορώ», είπαμε χαριτολογώντας «άντε πάμε και για το επόμενο!». Τότε δεν εννοούσαμε κάτι, αλλά έγινε το inside joke μας. Λίγο καιρό μετά, συζητώντας έπειτα από μία ομαδική συνεδρία για τα το πόσο συναρπαστική ήταν, μπήκε το μικρόβιο της ιδέας για τη συγγραφή του βιβλίου. Έτσι, είπαμε «έλα να το δούμε», όπως ακριβώς λέμε κάθε φορά που κάποιος αγαπημένος μας (τα παιδιά, οι δικοί μας άνθρωποι, οι θεραπευόμενοί μας) αναζητά φροντίδα, κατανόηση και απαντήσεις. «Αυτό θα είναι το επόμενο «παιδί» μας. Και κάπως έτσι άρχισε η ιδέα να παίρνει σάρκα και οστά.

Μέσα σε όλο αυτό, είχαμε συμφωνήσει να αποτυπώνουμε αυθόρμητα τις σκέψεις μας σαν να μιλάμε σε αγαπημένους μας ανθρώπους. Θέλαμε να περάσουμε στους αναγνώστες την αμεσότητα της επαφής. Να είμαστε απλοί στη γραφή, σαν να επικοινωνούμε προφορικά με τον αναγνώστη, να γελάσουμε, να δακρύσουμε, να συμπονέσουμε, να συμβαδίσουμε, να ταυτιστούμε, να χαρούμε, να λυπηθούμε, να θυμηθούμε, να καταλάβουμε. Να μεταφέρουμε σε επίπεδο δυναμικής όσα βιώνει κανείς στο ταξίδι της ψυχοθεραπείας, αλλά και στην ίδια τη ζωή.

Γιατί ενώ πολλοί άνθρωποι θέλουν να αλλάξουν τη ζωή τους, δεν μπορούν να το κάνουν; Ποια είναι τα βαθύτερα εμπόδια που εντοπίζετε;

Θα σας απαντήσουμε με μία υποθετικη ιστορία: Έστω ότι βρίσκεστε σε κάποιο επικίνδυνο δρόμο που αριστερά και δεξιά βρίσκεται γκρεμός. Και μπροστά σας έχετε ένα φορτηγό που σας καθυστερεί και σας απαγορεύει την ορατότητα. Την ίδια στιγμή, όμως, έχετε ένα πολύ σημαντικό ραντεβού που δεν θα πρέπει να χάσετε. Τι θα κάνετε; Θα μείνετε πίσω από το φορτηγό με κίνδυνο να καθυστερήσετε στο ραντεβού σας ή θα προσπεράσετε το φορτηγό με κίνδυνο να χάσετε τη ζωή σας; Σε αυτή την περίπτωση, αν π.χ. επιλέξετε να μείνετε πίσω από το φορτηγό, αυτό σημαίνει ότι ενώ θέλετε να είστε συνεπής, δεν μπορείτε γιατί ο φόβος θανάτου υπερισχύει της ανάγκης σας να είστε συνεπής. Αν, πάλι, προσπεράσετε, αυτό δεν σημαίνει ότι θέλετε να πεθάνετε αλλά ότι η ανάγκη σας να είστε συνεπής υπερισχύει του φόβου σας να προκληθεί ατύχημα.

Άρα, πίσω από κάθε «θέλω» και κάθε «δεν μπορώ» υπάρχουν επιθυμίες, ανάγκες και φόβοι αντίστοιχα που έρχονται σε σύγκρουση. Κάθε φορά που δεν μπορώ κάτι που επιθυμώ, αυτό συμβαίνει είτε επειδή ο φόβος υπερισχύει της επιθυμίας είτε επειδή υπάρχει χαρακτηρολογικά πιθανότητα να μη διαθέτω εκείνη τη δεξιότητα ή χαρακτηριστικό που θα μου επιτρέψει να μπορώ στο εδώ και τώρα ή στο διηνεκές. Π.χ. αν εγώ θέλω να μειώσω το μπόι μου, μάλλον δεν θα τα καταφέρω. Αυτό είναι κάτι που όσο και να θέλω να το αλλάξω, δεν μπορώ. Άρα ο στόχος μου είναι να δουλέψω τη συμφιλίωση με αυτή την πραγματικότητα. Αν, πάλι, θέλω να τρέξω μαραθώνιο τώρα, πιθανότατα να μην τα καταφέρω. Αν, όμως, προπονηθώ σκληρά, ίσως και να τα καταφέρω σε κάποιους μήνες από τώρα. Άρα αυτό είναι μια συνθήκη που χρειάζεται εκπαίδευση και δουλειά.

Εν κατακλείδει, ίσως είναι καιρός να αποδεσμευτούμε από την παραπλανητική φράση που λέει: «Δεν υπάρχει δεν θέλω, υπάρχει δεν μπορώ». Γιατί στη ζωή υπάρχουν και τα δύο και η ενοχοποίηση του «δεν μπορώ» τείνει να ενισχύει τις αδυναμίες μας παρά να ανοίγει δρόμους για να κάνουμε όσο περισσότερα «θέλω» →«μπορώ».
«Γιατί ενώ θέλω, δεν μπορώ;» Δύο ψυχοθεραπευτές απαντούν μέσα από πραγματικές ιστορίες θεραπευομένων
Κλείσιμο


Στο βιβλίο δίνετε έμφαση στο «καθρέφτισμα» ανάμεσα σε μητέρα και παιδί. Πόσο κρίσιμο είναι αυτό για τη μετέπειτα συναισθηματική μας ωριμότητα;

Μέσα από το καθρέφτισμα το παιδί μαθαίνει τον εαυτό του και νοηματοδοτεί τον κόσμο γύρω του. Όταν π.χ. η μαμά κρατάει το μωρό της στην αγκαλιά κι εκείνο ─μέσα από τις συσπάσεις των χειλιών του─ φαίνεται σαν να γελάει, εκείνη ─συνήθως─ του χαμογελάει πίσω. Τότε το παιδί μιμείται το χαμόγελό της. Κι έτσι, μέσα από το καθρέφτισμα, το βρεφάκι μαθαίνει ότι το χαμόγελο είναι η έκφραση της χαράς. Το καθρέφτισμα σε ένα πρώτο επίπεδο αντανακλά τον τρόπο που μας βλέπει το μωρό μας και σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, τον τρόπο που βιώνει τον εαυτό του. Και αυτό γίνεται με ένα τρόπο πρωτόγονο, αφιλτράριστο. Ό, τι προκύπτει από τους γονείς, γίνεται αυτόματα και προϊόν του παιδιού. Γιατί το παιδί στα πρώτα του στάδια δεν έχει άλλο τρόπο να επιβιώσει, να εξελιχθεί, να μάθει… Παρά μόνο να μιμηθεί τον καθρέφτη του. Και να πιστέψει πως αυτό που βλέπει είναι η μόνη αλήθεια.

Αυτό ξεκινά από την πρώτη μέρα της ζωής και ασυνείδητα λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον μέχρι την προεφηβεία, αν όχι μέχρι πολύ πολύ αργότερα… Έτσι, αν σε ένα παιδί πεις ότι ο γάιδαρος πετάει, θα πιστέψει ότι ο γάιδαρος πετάει. Αν του πεις ότι είναι άσχημο, χαζό, ανίκανο, θα πιστέψει το ίδιο. αν του πεις ότι ο κόσμος είναι απειλητικός, θα φοβάται τον κόσμο και θα αναγκάζεται να «λουφάζει» ή να επιτίθεται προκειμένου να αμυνθεί σε αυτή την απειλή κ.ο.κ. Όλα αυτά σχηματίζουν εσωτερικές καταγραφές που μπορούν να λειτουργούν «παρασκηνιακά» για πολλά χρόνια, οδηγώντας στην εξέλιξη του παιδιού σε έναν έφηβο και αργότερα έναν ενήλικα που θα πιστεύει ότι είναι ανεπαρκής και θα δυσκολεύεται να ωριμάσει επειδή κάποτε κάποιοι δεν του άφησαν περιθώριο να αισθάνεται το αντίθετο. Θα είναι ένας ενήλικας με την ψυχή μικρού παιδιού.

Η αποστολή μας ως γονιών είναι να φροντίσουμε να ενσταλλάξουμε την εσωτερική ασφάλεια στα παιδιά μας δημιουργώντας ένα ασφαλή δεσμό μαζί τους. Το πιο ουσιαστικό ξεκίνημα είναι ένα καλό «καθρέφτισμα» και ένα καλό «κράτημα» και κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Γράφετε πως «όλοι είμαστε παιδιά κάποιων γονιών — και όλοι έχουμε πρόβλημα με αυτούς». Είναι η παιδική ηλικία τελικά το κλειδί για όλα;

Είναι το κλειδί για πολλές πόρτες, ίσως για τις περισσότερες, αλλά όχι για όλες.

Οι περισσότεροι γονείς αισθανόμαστε ότι κάνουμε το καλύτερο για τα παιδιά μας. Και έτσι είναι. Συχνά, όμως, όσο καλή πρόθεση και να έχουμε, στην προσπάθειά μας να είμαστε καλοί γονείς χρησιμοποιούμε άστοχους τρόπους κι έτσι χάνουμε την ευκαιρία να συνδεθούμε με τα παιδιά μας. Αναλωνόμαστε σε νουθεσίες και ξεχνάμε την ερώτηση. Συμβουλεύουμε τα παιδιά μας ΝΑ κάνουν κάτι ή ΝΑ ΜΗΝ κάνουν κάτι. Π.χ. Να διαβάσουν. Να μη φωνάζουν. Να μην δαπανούν αμέτρητες ώρες στις οθόνες κ.ο.κ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, τη λογική πληροφορία τη γνωρίζουν. Αυτό που λείπει είναι η επαφή με το συναίσθημα. Να αντικαταστήσουμε το ΝΑ με το «τι σε αναγκάζει να κάνεις αυτό που κάνεις;», «τι νιώθεις παιδί μου;» Έτσι θα φύγουμε από την προβολή των δικών μας προσδοκιών, αναγκών, επιθυμιών και φόβων επάνω τους και θα περάσουμε σε εκείνες (τις προσδοκίες, τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τους φόβους) των παιδιών μας.

Έτσι, θα τα καταλάβουμε καλύτερα. Θα τα προσεγγίσουμε καλύτερα. Θα τα συναισθανθούμε καλύτερα.

Μέσα στο βιβλίο θα δείτε πολλά τέτοια παραδείγματα. Γιατί θεωρήσαμε σημαντικο να κατανοηθεί πως ακόμη και στις «καλύτερες» οικογένειες δημιουργούνται ρήγματα. Και τα περισσότερα από αυτά προκύπτουν λόγω της άγνοιας των γονέων ως προς τη συναισθηματική επικοινωνία. Όταν αυτή απουσιάζει, τότε καθένας κάνει τις υποθέσεις και τις φαντασιώσεις του για το πώς είναι ο άλλος. Π.χ. ένα επιθετικό παιδί μπορεί να είναι είτε θυμωμένο, είτε λυπημένο, είτε φοβισμένο. Αν ως γονείς δεν ρωτήσουμε τι αισθάνεται και σπεύσουμε να διορθώσουμε μόνο την επιθετικη συμπεριφορά με νουθεσίες, τότε το παιδί, κατά πάσα πιθανότητα, όχι μόνο θα συνεχίσει να νιώθει αυτό που νιώθει, αλλά θα επιδεινωθεί το αρνητικό συναίσθημα μέσα του.
Κατά βάση, τα παιδιά είναι εγωκεντρικά ως προς τη φύση τους. Συνεπώς, όλα τα κακώς κείμενα των γονιών τους, όλες τις αστοχίες τους και κάθετι που παρερμηνεύεται, τείνουν να το θεωρούν δικό τους λάθος. Νιώθουν φταίχτες από κούνια. Έτσι, ακόμη και τα πιο αθώα γονεϊκά «λάθη» συχνά τα αποδίδουν σε κάποια προσωπική τους ανεπάρκεια. Ακόμη και στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης, τα παιδιά τείνουν να αισθάνονται πως αυτό συμβαίνει επειδή τα ίδια είναι κακά παιδιά και πρέπει να τιμωρηθούν.

Η ψυχοθεραπεία περιγράφεται ως «το καλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει κανείς στον εαυτό του». Γιατί ακόμα κάποιοι διστάζουν να το κάνουν;

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι στους οποίους οφείλεται αυτό. Ο ένας αφορά τα κατάλοιπα της δαιμονοποίησης των επαγγελμάτων που σχετίζονται με την ψυχική υγεία. Ευτυχώς, όμως, στις μέρες μας έχει παρέλθει σε μεγάλο βαθμό η στερεοτυπική ιδέα ότι ψυχοθεραπεία αναζητούν οι αδύναμοι καθώς και όλα τα παρελκόμενα. Άλλωστε, στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: ψυχοθεραπεία αναζητούν οι περισσότερο ώριμοι άνθρωποι, καθώς είναι σε θέση να φύγουν από το στάδιο της προβολής των ευθυνών στους άλλους και να αναλαβουν την ευθύνη για τη ζωή τους. Να μεταπηδήσουν δηλαδή από το «για όλα φταίνε οι άλλοι» στο «ας δω τι μπορώ να κάνω εγώ για να νιώσω καλύτερα και για να βελτιώσω τις σχέσεις μου».

Ο δεύτερος αφορά στη δυσκολία μας να αφήσουμε πίσω κάτι γνώριμο όσο δυσάρεστο ή επώδυνο και αν είναι για να μεταβούμε σε κάτι καλύτερο. Γιατί ο ψυχισμός «βολεύεται» να ακολουθεί μοτίβα. Γιατί είναι προβλέψιμα, οικεία και δημιουργούν ασυνειδητα ένα αίσθημα ασφάλειας, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό. Και η ψυχοθεραπεία ξεβολεύει. Ωθεί προς τη μετακίνηση από το δυσάρεστο στο ωφέλιμο. Να πώς ξεπηδά και εδώ το «ενώ θέλω δεν μπορώ».

Μπορεί ένας άνθρωπος που δεν έλαβε αγάπη στην παιδική του ηλικία να μάθει να αγαπά και να αγαπιέται ως ενήλικας;

Βεβαίως και μπορεί. Όλες μας οι δυσκολίες και τα προβλήματα προκύπτουν πάντα σε σχέση με κάποιον άλλον. Το ίδιο συμβαίνει και με τις χαρές. Οι περισσότερες από αυτές συνδέονται με κάποιον άλλον είτε ζώντας τες μαζί του είτε καθώς τις μοιραζόμαστε μαζί του. Όταν, λοιπόν, ένας άνθρωπος δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει αγάπη στην παιδική του ηλικία, αρκεί να σχετιστεί με κάποιο άνθρωπο που θα του δώσει την ευκαιρία να βιώσει διορθωτικές εμπειρίες. Να πάρει τη δυσπιστία του για τους ανθρώπους και να τη μετουσιώσει σε εμπιστοσύνη. Να μεταβολίσει την επιθετικότητα που μπορεί να έχει και να την κάνει αγάπη. Όπως ακριβώς κάνει μια μαμά στο μωράκι της, όταν εκείνο της τραβάει τα μαλλιά και εκείνη αντί να του τα τραβήξει πίσω, πιάνει το χεράκι του και το φιλάει. Αυτή είναι η πρώτη μορφή ενσυναίσθησης και η βάση της αγάπης. Αρκεί ένα άτομο στη ζωή μας για να τα αλλάξει όλα. Κάπως έτσι λειτουργεί άλλωστε και η ψυχοθεραπεία!

Η έννοια του ναρκισσισμού επανέρχεται συχνά. Πότε είναι φυσιολογικός και πότε γίνεται τοξικός για τις σχέσεις μας;
Όπως είπαμε και πριν, τα παιδιά είναι αρκετά εγωκεντρικά. Οτιδήποτε συμβαίνει θεωρούν πως είναι προϊόν τους. Αυτό είναι φυσιολογικό για τους πρώτους μήνες ζωής και αποτελεί την πρώτη μορφή ναρκισσισμού. Αργότερα ο ναρκισσισμός αλλάζει αντικείμενο και πάει στους γονείς. Έτσι το παιδί αισθάνεται ότι οι γονείς (ή οι φροντιστές του) είναι οι πιο σπουδαίοι προκειμένου να μπορεί να αισθάνεται ασφάλεια. Επίσης αυτό είναι κάτι φυσιολογικό όταν μιλούμε για μικρά παιδιά. Υπό αυτή την έννοια κομμάτια αυτού του ναρκισσισμού κουβαλάμε μέσα μας πάντα. Έτσι μπορούμε και να νιώθουμε ωραία με τον εαυτό μας και να θαυμάζουμε κάποιον άλλο.

Όταν, όμως, μιλούμε για τοξικό ναρκισσισμό, η φροντίδα προς τον εαυτό μετατρέπεται σε εγωπάθεια και ο θαυμασμος προς τον άλλον γίνεται σφετερισμός ή/και υποτίμηση του άλλου που φαίνεται να υπερτερεί. Γενικά, στον τοξικό ναρκισσισμό ο άλλος δεν υπάρχει. Εξιδανικεύεται για τα κομμάτια που ο νάρκισσος έχει να επωφεληθεί και υποτιμάται απότομα όταν ο νάρκισσος δεν έχει πλέον να αποκομίσει κάποιο όφελος. Συχνά παρατηρείται χρησιμοθηρία και εργαλειοποίηση του άλλου ατόμου, που πολλές φορές πραγματοποιούνται μέσα από χειρισμούς και χειραγώγηση.

Αναφέρετε ότι «ό,τι σκοτεινιάζουμε τείνει να κρύβεται στο ασυνείδητο αλλά δρα εκκωφαντικά». Πώς μπορούμε να το φέρουμε στο φως;

Μέσα από την αυτογνωσία, την εξωτερίκευση του πόνου, το μοίρασμα σε κάποιον που να μπορεί να αντέξει αυτό το «ό,τι», να το ακούσει με αφτιά ανοιχτά, να μην το κρίνει, να απλώσει το χέρι και να σε πάει ένα βήμα παραπέρα. Η ψυχοθεραπεία έχει ακριβώς αυτόν τον σκοπό. Να «διαβάσουμε» ξανά αλλιώς την ιστορία της ζωής μας και να δείξουμε περισσότερη κατανόηση σε όσα δεν μπορέσαμε να κάνουμε αλλιώς.

Μαζί με την ψυχοθεραπεία, δεν μπορούμε βέβαια να παρακάμψουμε τα σπουδαία «δώρα» μιας καλής σχέσης με κάποιον άλλον ή και με τον ίδιο μας τον εαυτό, μέσα από πρακτικές όπως ο διαλογισμός, η άσκηση και οτιδήποτε μας ευχαριστεί, μας ηρεμεί, μας φέρνει σε επαφή με το μέσα μας και δεν μας βλάπτει.

Γιατί ξέρετε, ο ψυχισμός μας έχει μεγάλη οξυδέρκεια ώστε να κρύβει ή να μεταμφιέζει θραύσματα των εμπειριών και των συναισθημάτων μας που είναι ιδιαίτερα δυσάρεστα. Έτσι, π.χ. μία τραυματική εμπειρία μπορεί να οδηγήσει στην απώθηση, όπως λέμε στο ασυνείδητο, τις συναισθηματικές καταγραφές. Αυτές μένουν εκεί αλλά δεν διαγράφονται. Και βρίσκουν την ευκαιρία να ξετρυπώνουν με ευφυείς τρόπους. Για παράδειγμα, ένα ανεπεξέργαστο πένθος μπορεί να οδηγήσει στη σιωπή. Τα πενθόντα άτομα να μη μιλούν για τον θανόντα και για τις εμπειρίες τους μαζί του. Να κάνουν σαν να μην υπήρξε ποτέ ή να περιορίζονται στο να εκφράζονται για αυτόν όταν δεν μπορούν να επιλέξουν τίποτε άλλο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο πόνος δεν εξαχνώνεται. Δεν διαλύεται. Αντίθετα, γιγαντώνεται σιωπηλά όσο μένει εκεί πίσω. Βαθιά μέσα στον ψυχισμό. Και δημιουργεί επιπρόσθετα τραύματα. Η λύση είναι να τον βγάλουμε προς τα έξω. Να τον αναγνωρίσουμε, να τον δούμε απέναντί μας και να ξανασυστηθούμε μαζί του. Μια ουλή δεν πονάει όσο βαθιά και αν είναι, αν πρωτίστως έχει φροντιστεί.

Τι ρόλο παίζει ο πατέρας στη συναισθηματική ωρίμανση του παιδιού και γιατί συχνά αγνοείται στη δημόσια συζήτηση;

Ρόλο σπουδαίο! Με μεγάλη μας χαρά, στη σύγχρονη κοινωνία παρατηρούμε τον πατέρα να έχει πολύ μεγαλύτερο ρόλο όχι μονο στην ανατροφή των παιδιών αλλά και στη γαλούχισή τους σε σχέση με παλαιότερα. Αυτή τη στιγμή μιλώντας και ως μητέρα και ως ψυχοθεραπεύτρια θέλω να είμαι δίκαιη. Βλέπουμε ενεργούς μπαμπάδες να εκφράζουν το συναίσθημά τους, να αγκαλιάζουν, να είναι τρυφεροί, να παίζουν, να ασχολούνται ψυχικά και πνευματικά με τα παιδιά τους. Πριν από αυτό, βλέπουμε, επίσης, μπαμπάδες να λειτουργούν ως «μαμά» για τη μητέρα των παιδιών τους, δίνοντάς της τη συναισθηματική ασφάλεια αλλά και την πρακτική δυνατότητα ─για το πρώτο τουλάχιστον διάστημα μετά τον τοκετό─ να αφοσιωθεί στις πρωταρχικές ανάγκες του μωρού της. Αυτό είναι και το ζητούμενο στην καλλιέργεια της συναισθηματικής ωριμότητας των παιδιών. Να μεγαλώνουν σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που να βιώνουν τους γονείς τους όσο γίνεται πιο ισορροπημένους, παρόντες και πρόθυμους γίνεται.
Και για να είμαι και απολύτως ειλικρινής, έναν τέτοιο πατέρα έχετε απέναντί σας αυτή τη στιγμή. Που είναι παρόντας, τρυφερός, ενεργητικός, συναισθηματικός και πρόθυμος απέναντι στις ανάγκες τόσο των παιδιών μας όσο και οης της οικογένειας (πράγμα που δεν μπορεί παρά να εκφράζεται πηγαία και με τους θεραπευόμενούς του αντίστοιχα).

Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματικές ιστορίες θεραπευομένων. Πόσο δύσκολο ήταν να ισορροπήσετε ανάμεσα στον σεβασμό προς την ιδιωτικότητα και τη δύναμη της αφήγησης;

Η αλήθεια είναι πως είχαμε την τύχη να μη συναντήσουμε ιδιαίτερα εμπόδια σε αυτό. Το αντίθετο θα λέγαμε. Για όλες τις ιστορίες που αφηγούμαστε στο βιβλίο έχει βεβαίως εξασφαλιστεί η συγκατάθεση των θεραπευομένων μας και η χρήση διαφορετικών ονομάτων και στοιχείων για λόγους προστασίας του απορρήτου. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο πως στις περισσότερες των περιπτώσεων, όταν ρωτήσαμε τους «πρωταγωνιστές» μας αν θα ήθελαν να μιλήσουμε για την προσωπική τους ιστορία, η απάντηση ήταν ένα δυνατό «ναι!». Δέχτηκαν με μεγάλη χαρά αυτή την προκληση και, καθώς το συζητήσαμε διεξοδικά, ένιωσαν πως, μέσα από αυτό το μοίρασμα των βιωμάτων τους, θα μπορούσαν να σταθούν το παράδειγμα ή ενίοτε το αντίπαράδειγμα για κάποιους αναγνώστες. Όπως είχε χαρακτηριστικά αναφέρει ένας εξ αυτών: «Έστω και ένας αν βοηθηθεί από την προσωπική μου ιστορία, θα είμαι χαρούμενος».

Πώς επηρεάζει η προσωπική σας σχέση —ως σύντροφοι, γονείς και ψυχοθεραπευτές— τη συγγραφή ενός κοινού βιβλίου; Πού συναντιέστε και πού διαφωνείτε όταν το επαγγελματικό μπλέκεται με το προσωπικό;

Ομολογώ ότι δεν συναντήσαμε ιδιαίτερες δυσκολίες. Αποφασίσαμε από κοινού να λειτουργήσουμε σαν να βρισκόμαστε σε έναν χορό όπου ο ένας ακολουθεί τα βήματα του άλλου. Που ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Που ο ένας δεν πατάει πάνω στον άλλον. Όπως ακριβώς επιδιώκουμε να κινούμαστε και ως γονείς, συνθεραπευτές και σύντροφοι. Γενικά, προσπαθούμε να σεβόμαστε την ελευθερία στον χώρο, στον χρόνο, στο συναίσθημα και στην οπτική του καθενός μέσα σε αυτή την πολυεπίπεδη σχέση. Και είμαστε αρκετά τυχεροί ώστε να μοιραζόμαστε πολλούς κοινούς τόπους. Και όπου διαφωνούμε ή συναντούμε αδιέξοδο, μετά από τόσα χρόνια και τόση προσωπική θεραπεία, έχουμε βρει τρόπους να δημιουργούμε «παράθυρα» και «πόρτες». Και νομίζω ότι ακριβώς πάνω σε αυτή τη βάση κινήθηκε και αυτό μας το εγχείρημα. Μας βγήκε αβίαστα θα έλεγα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Τα πάντα στη ζωή εξαρτώνται από την προσωπικότητά μας, η οποία αναπτύσσεται και καλλιεργείται μέσα από τις σχέσεις· αρχικά από τις σχέσεις μας με τους γονείς μας και στη συνέχεια από τις σχέσεις μας με εκπαιδευτικούς, συντρόφους, συναδέλφους. Οι σχέσεις με τους γονείς είναι καθοριστικές για τις επιλογές και τις συμπεριφορές μας στην ενήλικη ζωή. Μπορούν όμως να τροποποιηθούν μέσα από «διορθωτικές εμπειρίες», μέσα από την τριβή με τους γύρω μας. Όπως και η ψυχοθεραπεία, αυτό το βιβλίο λειτουργεί επικουρικά. Σαν ένας καλός θεραπευτής, κατανοεί, συμπορεύεται, ενθαρρύνει και απενοχοποιεί.

Το βιβλίο απαντά σε ερωτήσεις όπως: Γιατί, ενώ ταλαιπωρούμαι σε μια σχέση, συνεχίζω να την επιλέγω; Γιατί, ενώ θέλω να είμαι χαρούμενος, τελικά δεν είμαι; Γιατί, ενώ ξέρω τι θα με ωφελήσει, οι επιλογές μου είναι τέτοιες που με οδηγούν σε «λάθη»; Γιατί επιλέγω ακατάλληλους ανθρώπους δίπλα μου; Γιατί αγχώνομαι για πράγματα που δεν αξίζουν;

Ένα βιβλίο για να κατανοήσουμε τα γιατί και τα πώς της ανθρώπινης ύπαρξης, μια βουτιά στα μέρη του ψυχισμού μας που μας υπαγορεύουν τις πράξεις μας, με τρόπους που είναι δύσκολο να αντιληφθούμε.

Οι συγγραφείς:


«Γιατί ενώ θέλω, δεν μπορώ;» Δύο ψυχοθεραπευτές απαντούν μέσα από πραγματικές ιστορίες θεραπευομένων

Η Βέρα Αθανασίου είναι ψυχοθεραπεύτρια και αναλύτρια ομάδας. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Αναλυτικής Ομαδικής και Οικογενειακής Ψυχοθεραπείας (Ε.Ε.Α.Ο. & Ο.Ψ.) και του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων. Συνεργάζεται με τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, με συμμετοχές σε συνέδρια, καμπάνιες ενημέρωσης, τηλεδιασκέψεις σε σχολεία και καινοτόμες δράσεις, με στόχο την εκπαίδευση των παιδιών στη χρήση ψηφιακών μέσων, την ψυχοεκπαίδευση των γονέων και την πρόληψη σχετικά με τους ενδεχόμενους διαδικτυακούς κινδύνους. Έχει συγγράψει με τον Μ. Σφακιανάκη τέσσερα βιβλία για γονείς και παιδιά, για θέματα εθισμού, διαδικτυακού εκφοβισμού και ασφαλούς χρήσης του διαδικτύου, και έχει παράσχει ψυχοκοινωνική υποστήριξη σε πρόσφυγες και μετανάστες υπό την εποπτεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ και του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης.

«Γιατί ενώ θέλω, δεν μπορώ;» Δύο ψυχοθεραπευτές απαντούν μέσα από πραγματικές ιστορίες θεραπευομένων

Ο Μάκης Μπάστας είναι ψυχοθεραπευτής, αναλυτής ομάδας, θεραπευτής ατόμων, ζεύγους και οικογένειας. Είναι τακτικό μέλος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας Αναλυτικής Ομαδικής και Οικογενειακής Ψυχοθεραπείας (Ε.Ε.Α.Ο. & Ο.Ψ.). Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων και εκπαιδεύσεων στην ψυχοπαθολογία και την ψυχαναλυτική πρακτική, ενώ καθημερινά ασχολείται με τον συντονισμό ομάδων και την ψυχοθεραπευτική εργασία με εφήβους και ενήλικες στο ιδιωτικό του γραφείο. Η ψυχοθεραπευτική του προσέγγιση βασίζεται στο μοντέλο της ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας αναλυτικού τύπου.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Δείτε Επίσης