Οι κυβερνήσεις συνεργασίας ως πολιτική φαντασίωση
Οσο πλησιάζουμε στο προεκλογικό ή και εκλογικό έτος 2026, το πολιτικό σκηνικό έχει παγιωθεί
Οι δημοσκοπήσεις δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια παρερμηνειών. Υπάρχει ένα κόμμα εξουσίας, η Νέα Δημοκρατία, κοντά στο 30%, και απέναντί της μια πολυδιασπασμένη αντιπολίτευση. Πολλά κόμματα, διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, αντικρουόμενες στρατηγικές, αλλά με έναν κοινό παρονομαστή. Κανένα δεν εμφανίζει δυναμική διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας.
Ακόμη και αν προστεθούν στο πολιτικό μωσαϊκό κόμμα Τσίπρα, κόμμα Καρυστιανού, ίσως και κόμμα Σαμαρά, το πολιτικό ισοζύγιο δεν αλλάζει ουσιαστικά. Μπορεί να αυξηθεί ο πολιτικός ανταγωνισμός, όχι όμως και οι εναλλακτικές λύσεις σχηματισμού κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολη. Και εδώ ξεκινά η μεγάλη συζήτηση για όσα μπορεί να γίνουν, αφού δεν θα υπάρξει αυτοδυναμία.
Τα θεωρητικά σενάρια είναι τρία. Το πρώτο, η συνεργασία κομμάτων της αντιπολίτευσης για σχηματισμό κυβέρνησης. Στην πράξη, αυτό το σενάριο σκοντάφτει στην ίδια του τη βάση. Το ΚΚΕ έχει ξεκαθαρίσει διαχρονικά ότι δεν συμμετέχει σε κυβερνήσεις. Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς από μόνα τους δεν θα βρουν τους 151 βουλευτές και δύσκολα θα συνεργαστούν με κόμματα δεξιότερα της Ν.Δ. (Φανταστείτε ΠΑΣΟΚ με ΣΥΡΙΖΑ ή Τσίπρα και όλοι μαζί με Ελληνική Λύση.) Οι ιδεολογικές αποστάσεις, τα προσωπικά βέτο, οι κοινωνικές αντιδράσεις και οι ιστορικές αντιπαλότητες καθιστούν έναν τέτοιο συνασπισμό αριθμητικά και πολιτικά ανέφικτο.
Το δεύτερο, η συνεργασία της Ν.Δ. με ένα ή περισσότερα μικρότερα κόμματα. Εδώ προκύπτει το πρόβλημα της πολιτικής συνοχής. Ποιο κόμμα θα δεχθεί να συγκυβερνήσει με τη Ν.Δ. και να γίνει η «χλεύη» των... άλλων ηττημένων, με ορατό τον κίνδυνο απορροφηθεί ή να διαλυθεί εκλογικά; Η ελληνική πολιτική ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα μικρών κομμάτων που εξαφανίστηκαν μετά από τέτοιες συνεργασίες.
Το τρίτο και πιο συζητημένο εσχάτως σενάριο είναι η κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό τη Ν.Δ., αλλά χωρίς πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ενα σενάριο που ακούγεται συχνά στο παρασκήνιο, αλλά δεν αντέχει την πολιτική λογική. Γιατί είναι δύσκολο να γίνει; Πρώτον, γιατί ο Μητσοτάκης είναι ο κυρίαρχος αρχηγός της Ν.Δ. και δεν υπάρχει εσωκομματικός συσχετισμός που να επιτρέπει την «παράκαμψή» του. Δεύτερον, γιατί καμία εσωκομματική διαδικασία δεν μπορεί να νομιμοποιήσει την απομάκρυνση του αρχηγού του πρώτου κόμματος χωρίς σοβαρό πολιτικό κόστος και χωρίς τον κίνδυνο διάσπασης του κόμματος.
Η «συνταγή» με τρίτο πρόσωπο, εκλεγμένο ή και μη εκλεγμένο για πρωθυπουργό, δοκιμάστηκε τρεις φορές με Τζαννή Τζαννετάκη και Ξενοφώντα Ζολώτα το 1989-1990 και τον Λουκά Παπαδήμο το 2011. Η ιστορική εμπειρία είναι αμείλικτη. Καμία κυβέρνηση συνεργασίας δεν μακροημέρευσε, ούτε πέτυχε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Ολες κατέρρευσαν κάτω από το βάρος των εσωτερικών αντιφάσεων. Και οι τρεις κυβερνήσεις ήταν βραχύβιες και έμειναν στην ιστορία ως… τραυματικές εμπειρίες για το πολιτικό σύστημα και τη χώρα μας, που κανείς δεν επιθυμεί να επαναλάβει.
Κανείς; Οχι ακριβώς. Κάθε φορά που η πολιτική αριθμητική δυσκολεύει, όπως τώρα, το φαινόμενο επανεμφανίζεται. Οσοι βρίσκονται εκτός πολιτικής σκηνής, είτε γιατί αποσύρθηκαν, είτε γιατί ηττήθηκαν, είτε γιατί κρίθηκαν ανεπαρκείς, επιστρέφουν στο προσκήνιο ως «διακομματικές λύσεις». Δεν ζητούν εκλογική νομιμοποίηση, δεν παρουσιάζουν ολοκληρωμένο πρόγραμμα, δεν κρίνονται από την κοινωνία. Ζητούν κάτι πολύ απλούστερο και ταυτόχρονα πολύ πιο βολικό. «Κυβερνήσεις συνεργασίας» που, όλως τυχαίως, θα τους επανέφεραν από το παράθυρο σε ρόλους εξουσίας.
Η Ελλάδα για να συνεχίζει να κολυμπάει, έστω και δύσκολα, χρειάζεται σταθερότητα και καθαρούς συσχετισμούς. Μια αυτοδύναμη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις κάλπες. Και αν αυτό απαιτήσει δεύτερες εκλογές, ας γίνουν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιστρέψουμε στις πολιτικές αστειότητες τύπου «κυβέρνηση ηττημένων». Η χώρα δεν αντέχει άλλες τέτοιες πειραματικές προσεγγίσεις.
Ακόμη και αν προστεθούν στο πολιτικό μωσαϊκό κόμμα Τσίπρα, κόμμα Καρυστιανού, ίσως και κόμμα Σαμαρά, το πολιτικό ισοζύγιο δεν αλλάζει ουσιαστικά. Μπορεί να αυξηθεί ο πολιτικός ανταγωνισμός, όχι όμως και οι εναλλακτικές λύσεις σχηματισμού κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολη. Και εδώ ξεκινά η μεγάλη συζήτηση για όσα μπορεί να γίνουν, αφού δεν θα υπάρξει αυτοδυναμία.
Τα θεωρητικά σενάρια είναι τρία. Το πρώτο, η συνεργασία κομμάτων της αντιπολίτευσης για σχηματισμό κυβέρνησης. Στην πράξη, αυτό το σενάριο σκοντάφτει στην ίδια του τη βάση. Το ΚΚΕ έχει ξεκαθαρίσει διαχρονικά ότι δεν συμμετέχει σε κυβερνήσεις. Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς από μόνα τους δεν θα βρουν τους 151 βουλευτές και δύσκολα θα συνεργαστούν με κόμματα δεξιότερα της Ν.Δ. (Φανταστείτε ΠΑΣΟΚ με ΣΥΡΙΖΑ ή Τσίπρα και όλοι μαζί με Ελληνική Λύση.) Οι ιδεολογικές αποστάσεις, τα προσωπικά βέτο, οι κοινωνικές αντιδράσεις και οι ιστορικές αντιπαλότητες καθιστούν έναν τέτοιο συνασπισμό αριθμητικά και πολιτικά ανέφικτο.
Το δεύτερο, η συνεργασία της Ν.Δ. με ένα ή περισσότερα μικρότερα κόμματα. Εδώ προκύπτει το πρόβλημα της πολιτικής συνοχής. Ποιο κόμμα θα δεχθεί να συγκυβερνήσει με τη Ν.Δ. και να γίνει η «χλεύη» των... άλλων ηττημένων, με ορατό τον κίνδυνο απορροφηθεί ή να διαλυθεί εκλογικά; Η ελληνική πολιτική ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα μικρών κομμάτων που εξαφανίστηκαν μετά από τέτοιες συνεργασίες.
Το τρίτο και πιο συζητημένο εσχάτως σενάριο είναι η κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό τη Ν.Δ., αλλά χωρίς πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ενα σενάριο που ακούγεται συχνά στο παρασκήνιο, αλλά δεν αντέχει την πολιτική λογική. Γιατί είναι δύσκολο να γίνει; Πρώτον, γιατί ο Μητσοτάκης είναι ο κυρίαρχος αρχηγός της Ν.Δ. και δεν υπάρχει εσωκομματικός συσχετισμός που να επιτρέπει την «παράκαμψή» του. Δεύτερον, γιατί καμία εσωκομματική διαδικασία δεν μπορεί να νομιμοποιήσει την απομάκρυνση του αρχηγού του πρώτου κόμματος χωρίς σοβαρό πολιτικό κόστος και χωρίς τον κίνδυνο διάσπασης του κόμματος.
Η «συνταγή» με τρίτο πρόσωπο, εκλεγμένο ή και μη εκλεγμένο για πρωθυπουργό, δοκιμάστηκε τρεις φορές με Τζαννή Τζαννετάκη και Ξενοφώντα Ζολώτα το 1989-1990 και τον Λουκά Παπαδήμο το 2011. Η ιστορική εμπειρία είναι αμείλικτη. Καμία κυβέρνηση συνεργασίας δεν μακροημέρευσε, ούτε πέτυχε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Ολες κατέρρευσαν κάτω από το βάρος των εσωτερικών αντιφάσεων. Και οι τρεις κυβερνήσεις ήταν βραχύβιες και έμειναν στην ιστορία ως… τραυματικές εμπειρίες για το πολιτικό σύστημα και τη χώρα μας, που κανείς δεν επιθυμεί να επαναλάβει.
Κανείς; Οχι ακριβώς. Κάθε φορά που η πολιτική αριθμητική δυσκολεύει, όπως τώρα, το φαινόμενο επανεμφανίζεται. Οσοι βρίσκονται εκτός πολιτικής σκηνής, είτε γιατί αποσύρθηκαν, είτε γιατί ηττήθηκαν, είτε γιατί κρίθηκαν ανεπαρκείς, επιστρέφουν στο προσκήνιο ως «διακομματικές λύσεις». Δεν ζητούν εκλογική νομιμοποίηση, δεν παρουσιάζουν ολοκληρωμένο πρόγραμμα, δεν κρίνονται από την κοινωνία. Ζητούν κάτι πολύ απλούστερο και ταυτόχρονα πολύ πιο βολικό. «Κυβερνήσεις συνεργασίας» που, όλως τυχαίως, θα τους επανέφεραν από το παράθυρο σε ρόλους εξουσίας.
Η Ελλάδα για να συνεχίζει να κολυμπάει, έστω και δύσκολα, χρειάζεται σταθερότητα και καθαρούς συσχετισμούς. Μια αυτοδύναμη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις κάλπες. Και αν αυτό απαιτήσει δεύτερες εκλογές, ας γίνουν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιστρέψουμε στις πολιτικές αστειότητες τύπου «κυβέρνηση ηττημένων». Η χώρα δεν αντέχει άλλες τέτοιες πειραματικές προσεγγίσεις.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα