Η μεγάλη «επιτυχία» του Σόιμπλε
Η επέτειος του δημοψηφίσματος του 2015 έγινε αφορμή για πολιτική αντιπαράθεση η οποία εστίασε στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό
Η περίοδος εκείνη, όμως, προσφέρεται για αναστοχασμό και εξαγωγή ευρύτερων συμπερασμάτων σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική και τη θέση της Ελλάδας στην Ε.Ε. Επιβεβαιώθηκε από τις δηλώσεις της Ανγκελα Μέρκελ προ ημερών στην Αθήνα ότι ο τότε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, ο εκλιπών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προσπαθούσε συστηματικά να πετάξει την Ελλάδα έξω από το ευρώ. Την εξέλιξη απέτρεψαν όχι τόσο η πρώην καγκελάριος όσο οι ΗΠΑ με τον Μπαράκ Ομπάμα και η Γαλλία με τον Φρανσουά Ολάντ, αλλά και ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος φοβήθηκε τις επιπτώσεις για το ευρώ.
Η «γραμμή Σόιμπλε» δεν ήταν προσωπική, αλλά αντανάκλαση των διαχρονικών απόψεων του σκληροπυρηνικού συντηρητικού βιομηχανικού κατεστημένου της Γερμανίας, το οποίο υποστηρίζει μεν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, μόνο όμως στον βαθμό που αυτή υπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα και δευτερευόντως εκείνα του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτό ο ευρωπαϊκό Νότος θεωρείται είτε ανταγωνιστής, όπως η άλλοτε κραταιά βιομηχανική Ιταλία, είτε «βαρίδι», όπως η Ελλάδα.
Η γραμμή δεν έχει αλλάξει και δεδομένου ότι ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς είναι πνευματικό παιδί του εκλιπόντος Σόιμπλε, τη στιγμή που η ευρωπαϊκή ενοποίηση εστιάζει πλέον στον τομέα της Κοινής Αμυνας, με την Τουρκία να βάζει «πόδι» -σήμερα βιομηχανικό και με την κατάλληλη ευκαιρία και στρατιωτικό-, η Αθήνα θα πρέπει να αναλογιστεί πώς θα παραμείνει εντός του νέου συστήματος που οικοδομείται. Διαφορετικά θα περιοριστεί σε περιφερειακή θέση απλού «πελάτη-καταναλωτή» ολοένα μεγαλύτερων προμηθειών πολεμικού υλικού, χωρίς ουσιαστικό -αμυντικό, οικονομικό ή άλλο- αντάλλαγμα.
Από πολιτική σκοπιά, το 2015 δεν ηττήθηκε απλώς ένα κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του, λόγω των όποιων άστοχων χειρισμών ή εκτιμήσεων -που πράγματι υπήρξαν- απέναντι σε κάποια δήθεν αντικειμενική και αναπόδραστη οικονομική πραγματικότητα.
Ηττήθηκε η ευρωπαϊκή Αριστερά συνολικότερα, διότι αυτό διάβασαν ως κίνδυνο στις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις της εποχής οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, συντηρητικές στην πλειονότητά τους, και αποφάσισαν να δώσουν ένα επώδυνο πολιτικό μάθημα.
Αντί για τις υποτιθέμενες τεχνοκρατικά αναγκαίες πολιτικές της λιτότητας, των μνημονίων και της εσωτερικής υποτίμησης, θα μπορούσαν να έχουν εφαρμοστεί άλλα μείγματα οικονομικής πολιτικής, με τα οποία, εκτός από το ευρώ, θα είχαν διασωθεί και η ελληνική αλλά και η ευρωπαϊκή οικονομία. Η διαρκής ευρωπαϊκή λιτότητα και η απουσία στρατηγικών επενδύσεων έχουν αφήσει «γυμνή» τη γερμανική και άλλες μεγάλες οικονομίες, να «σέρνονται» πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα και να χάνουν έδαφος σε κρίσιμους τομείς.
Εκ των υστέρων, ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές της εποχής, μεταξύ των οποίων η Κριστίν Λαγκάρντ, ο Γιάννης Στουρνάρας, αλλά και πληθώρα οικονομολόγων και αξιωματούχων, χαρακτήρισαν «λάθος» βασικές πολιτικές της εποχής εκείνης.
Η δυνατότητα εναλλακτικών πολιτικών έγινε ξεκάθαρη με τις κρίσεις του COVID και της ενέργειας, όταν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διοχέτευσαν ατελείωτες ποσότητες χρήματος για να διασωθούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες, βιομηχανίες, αεροπορικές εταιρείες… Εκαναν δηλαδή τα αντίθετα απ’ ό,τι τη δεκαετία του 2010.
Σήμερα, η Ευρώπη βρίσκεται σε νέα κρίση, πολύπλευρη και υπαρξιακή. Τα ρεφλέξ του σκληρού πυρήνα επανεμφανίζονται και ήδη εκδηλώνονται αποκλίσεις, τάσεις για εθνική διαφοροποίηση, με λίγα λόγια φυγόκεντρες τάσεις που απειλούν τη συνοχή της Ε.Ε. Επιπλέον, οι ΗΠΑ επαναφέρουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του εθνικού κράτους, της εγχώριας παραγωγής και τις συναλλακτικές διμερείς διαπραγματεύσεις με την επιβολή στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος (hard power), υποβαθμίζοντας τον ρόλο του Διεθνούς Δικαίου, της διπλωματίας και των αμοιβαίων συνεννοήσεων (soft power), πάνω στα οποία έχει θεμελιωθεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Οι συντηρητικές ευρωπαϊκές ηγεσίες επιλέγουν να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ εγκαινιάζοντας μια κούρσα εξοπλισμών. Βάζουν έτσι αυτοβούλως στην άκρη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Γηραιάς Ηπείρου, που είναι ο πολιτισμός, το κράτος δικαίου, η κοινωνική συνοχή και η συνεργασία μεταξύ των εθνών και των λαών της, με τα οποία -παρά τις ανισότητες, τα χάσματα και τους ανταγωνισμούς- πέτυχε για 80 χρόνια τον βασικό σκοπό, που ήταν η ειρήνη. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ισχυρή εναλλακτική πολιτική πρόταση για τον ρόλο της Ευρώπης ώστε να συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης, αλλά και να προάγει την κοινωνική συνοχή, το κράτος πρόνοιας, το περιβάλλον και τις ευρωπαϊκές αξίες του ανθρωπισμού στον νέο βίαιο πολυπολικό -ενδεχομένως ιμπεριαλιστικό- κόσμο που αναδύεται. Η Αριστερά και η Σοσιαλδημοκρατία -Κεντροαριστερά στα δικά μας μέτρα-, που είναι οι ιστορικοί φορείς εναλλακτικών πολιτικών και υπερασπιστές των κοινωνικών αξιών, έχουν υποστεί σημαντική πολιτική και ιδεολογική ήττα στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων.
Ηταν ευρύτερη και στρατηγική η πολιτική ήττα του 2015 και οι λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να το αναλογιστούν ώστε να ανασυνταχθούν για να παρουσιάσουν έναν «προοδευτικό» οδικό χάρτη που θα δικαιώσει την ύπαρξή τους.
Η «γραμμή Σόιμπλε» δεν ήταν προσωπική, αλλά αντανάκλαση των διαχρονικών απόψεων του σκληροπυρηνικού συντηρητικού βιομηχανικού κατεστημένου της Γερμανίας, το οποίο υποστηρίζει μεν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, μόνο όμως στον βαθμό που αυτή υπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα και δευτερευόντως εκείνα του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτό ο ευρωπαϊκό Νότος θεωρείται είτε ανταγωνιστής, όπως η άλλοτε κραταιά βιομηχανική Ιταλία, είτε «βαρίδι», όπως η Ελλάδα.
Η γραμμή δεν έχει αλλάξει και δεδομένου ότι ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς είναι πνευματικό παιδί του εκλιπόντος Σόιμπλε, τη στιγμή που η ευρωπαϊκή ενοποίηση εστιάζει πλέον στον τομέα της Κοινής Αμυνας, με την Τουρκία να βάζει «πόδι» -σήμερα βιομηχανικό και με την κατάλληλη ευκαιρία και στρατιωτικό-, η Αθήνα θα πρέπει να αναλογιστεί πώς θα παραμείνει εντός του νέου συστήματος που οικοδομείται. Διαφορετικά θα περιοριστεί σε περιφερειακή θέση απλού «πελάτη-καταναλωτή» ολοένα μεγαλύτερων προμηθειών πολεμικού υλικού, χωρίς ουσιαστικό -αμυντικό, οικονομικό ή άλλο- αντάλλαγμα.
Από πολιτική σκοπιά, το 2015 δεν ηττήθηκε απλώς ένα κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του, λόγω των όποιων άστοχων χειρισμών ή εκτιμήσεων -που πράγματι υπήρξαν- απέναντι σε κάποια δήθεν αντικειμενική και αναπόδραστη οικονομική πραγματικότητα.
Ηττήθηκε η ευρωπαϊκή Αριστερά συνολικότερα, διότι αυτό διάβασαν ως κίνδυνο στις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις της εποχής οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, συντηρητικές στην πλειονότητά τους, και αποφάσισαν να δώσουν ένα επώδυνο πολιτικό μάθημα.
Αντί για τις υποτιθέμενες τεχνοκρατικά αναγκαίες πολιτικές της λιτότητας, των μνημονίων και της εσωτερικής υποτίμησης, θα μπορούσαν να έχουν εφαρμοστεί άλλα μείγματα οικονομικής πολιτικής, με τα οποία, εκτός από το ευρώ, θα είχαν διασωθεί και η ελληνική αλλά και η ευρωπαϊκή οικονομία. Η διαρκής ευρωπαϊκή λιτότητα και η απουσία στρατηγικών επενδύσεων έχουν αφήσει «γυμνή» τη γερμανική και άλλες μεγάλες οικονομίες, να «σέρνονται» πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα και να χάνουν έδαφος σε κρίσιμους τομείς.
Εκ των υστέρων, ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές της εποχής, μεταξύ των οποίων η Κριστίν Λαγκάρντ, ο Γιάννης Στουρνάρας, αλλά και πληθώρα οικονομολόγων και αξιωματούχων, χαρακτήρισαν «λάθος» βασικές πολιτικές της εποχής εκείνης.
Η δυνατότητα εναλλακτικών πολιτικών έγινε ξεκάθαρη με τις κρίσεις του COVID και της ενέργειας, όταν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διοχέτευσαν ατελείωτες ποσότητες χρήματος για να διασωθούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες, βιομηχανίες, αεροπορικές εταιρείες… Εκαναν δηλαδή τα αντίθετα απ’ ό,τι τη δεκαετία του 2010.
Σήμερα, η Ευρώπη βρίσκεται σε νέα κρίση, πολύπλευρη και υπαρξιακή. Τα ρεφλέξ του σκληρού πυρήνα επανεμφανίζονται και ήδη εκδηλώνονται αποκλίσεις, τάσεις για εθνική διαφοροποίηση, με λίγα λόγια φυγόκεντρες τάσεις που απειλούν τη συνοχή της Ε.Ε. Επιπλέον, οι ΗΠΑ επαναφέρουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του εθνικού κράτους, της εγχώριας παραγωγής και τις συναλλακτικές διμερείς διαπραγματεύσεις με την επιβολή στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος (hard power), υποβαθμίζοντας τον ρόλο του Διεθνούς Δικαίου, της διπλωματίας και των αμοιβαίων συνεννοήσεων (soft power), πάνω στα οποία έχει θεμελιωθεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Οι συντηρητικές ευρωπαϊκές ηγεσίες επιλέγουν να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ εγκαινιάζοντας μια κούρσα εξοπλισμών. Βάζουν έτσι αυτοβούλως στην άκρη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Γηραιάς Ηπείρου, που είναι ο πολιτισμός, το κράτος δικαίου, η κοινωνική συνοχή και η συνεργασία μεταξύ των εθνών και των λαών της, με τα οποία -παρά τις ανισότητες, τα χάσματα και τους ανταγωνισμούς- πέτυχε για 80 χρόνια τον βασικό σκοπό, που ήταν η ειρήνη. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ισχυρή εναλλακτική πολιτική πρόταση για τον ρόλο της Ευρώπης ώστε να συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης, αλλά και να προάγει την κοινωνική συνοχή, το κράτος πρόνοιας, το περιβάλλον και τις ευρωπαϊκές αξίες του ανθρωπισμού στον νέο βίαιο πολυπολικό -ενδεχομένως ιμπεριαλιστικό- κόσμο που αναδύεται. Η Αριστερά και η Σοσιαλδημοκρατία -Κεντροαριστερά στα δικά μας μέτρα-, που είναι οι ιστορικοί φορείς εναλλακτικών πολιτικών και υπερασπιστές των κοινωνικών αξιών, έχουν υποστεί σημαντική πολιτική και ιδεολογική ήττα στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων.
Ηταν ευρύτερη και στρατηγική η πολιτική ήττα του 2015 και οι λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να το αναλογιστούν ώστε να ανασυνταχθούν για να παρουσιάσουν έναν «προοδευτικό» οδικό χάρτη που θα δικαιώσει την ύπαρξή τους.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα