Η κάλπη “έβγαλε” την ανάγκη επιτάχυνσης του εκσυγχρονισμού
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Η κάλπη “έβγαλε” την ανάγκη επιτάχυνσης του εκσυγχρονισμού

Τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών της περασμένης Κυριακής προσφέρουν την ευκαιρία για την διατύπωση κάποιων πολιτικών και θεσμικών συμπερασμάτων που δεν θα πρέπει να αγνοηθούν ούτε από το πολιτικό σύστημα ούτε από την κοινωνία των πολιτών και την κοινή γνώμη

Όπως έλεγαν οι παλιότεροι, η κάλπη είναι πάντα “έγκυος”, και ό,τι κι αν βγει από αυτή, παράγει εξ αντικειμένου πολιτικά αποτελέσματα.

Ο αργός θάνατος το ΣΥΡΙΖΑ

Το πρώτο συμπέρασμα αφορά την περαιτέρω εκλογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την πολύ πρόσφατη αλλαγή ηγεσίας του η οποία συνοδεύτηκε από μεγάλη προβολή και αντίστοιχα μεγάλες προσδοκίες ότι θα φέρει την ανανέωση του χώρου. Αντιθέτως, η συνολική εικόνα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο ηττήθηκε σε όλες τις Περιφέρειες και σε όλους τους σημαντικούς Δήμους αλλά ότι οι υποψήφιοί του δεν κατάφεραν ούτε καν να κατακτήσουν την δεύτερη θέση. Ορισμένες μετρήσεις φέρνουν μάλιστα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να βρίσκεται συνολικά ακόμη και κάτω από το 13%. Μέρος των διαρροών φαίνεται να τις καρπώνεται το ΚΚΕ που προφανώς λειτουργεί ως ευκαιριακό (;) δοχείο υποδοχής όσων Αριστερών αισθάνονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον Στέφανο Κασσελάκη στην θέση του αρχηγού, θα πάψει να είναι “Αριστερό” κόμμα. Αντιθέτως, δεν μοιάζει να αξιοποιεί σε επαρκή βαθμό αυτήν την πτώση το όμορρο κόμμα του ΠΑΣΟΚ, παρά την εμβληματική ανατροπή του υποψηφίου του στον Δήμο Αθηναίων.

Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε φάση μετάλλαξης η οποία θα φανεί πιο ευδιάκριτα μετά το συνέδριό του, όποτε κι αν γίνει. Ήδη, τα πρώτα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων υποδηλώνουν μια αλλαγή στη βάση του εκλογικού σώματος που τον προσεγγίζει. Θα ήταν αδύνατον άλλωστε η εκλογική βάση ενός κόμματος να είναι πολύ διαφορετική από το προφίλ του αρχηγού του. Ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του Κασσελάκη όπως η α-πολίτικη ταυτότητά του ή τέλος πάντων η μεγάλη ρευστότητα και ασάφεια στο ιδεολογικό του προφίλ δεν μπορεί παρά να αποτυπωθούν και στο είδος των ψηφοφόρων που θα ελκύονται από αυτόν. Η παλιά “προεδρική” φρουρά που παραμένει ισχυρότατη σε ηγετικές θέσεις θα προσπαθήσει να περιορίσει τις απώλειες αλλά αυτές πρέπει να θεωρούνται αναπόφευκτες από την στιγμή που θα υποχωρήσει η αριστερή ταυτότητα του κόμματος -και τούτο ασχέτως αν θα υπάρξουν και αποχωρήσεις από την αριστερή του πτέρυγα.

Η σταθερή ηγεμονία του Μητσοτάκη

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι εξίσου ξεκάθαρο. Το κυβερνών κόμμα της ΝΔ κερδίζει τις περισσότερες από τις Περιφέρειες όπως επίσης και τους περισσότερους από τους μεγαλύτερους Δήμους της χώρας. Μπορεί να έθεσε πολύ ψηλά τον πήχυ επιδιώκοντας την νίκη και στις 13 Περιφέρειες αλλά αυτό ήταν περισσότερο επικοινωνιακό παρά πολιτικό πρόβλημα. Στις εκλογές, σκοπός είναι πάντα η επικράτηση επί των αντιπάλων, και δεν υπάρχει τίποτε το αλαζονικό σε αυτό. Ποιος κατεβαίνει ποτέ σε μια εκλογική αναμέτρηση με την παντιέρα της ήττας, ιδίως αν είναι ένα κόμμα εξουσίας; Η κριτική περί αλαζονείας που γίνεται αυτές τις μέρες στο κυβερνών κόμμα είναι ως εκ τούτου άτοπη. Άλλωστε, δύσκολα μπορεί κανείς να μιλήσει για “τιμωρία” της όταν τα ποσοστά της στις 12 από τις 13 Περιφέρειες ήταν ίδια ή και βελτιωμένα σε σχέση με τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές.

Είναι γεγονός ότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν εξ ορισμού ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθώς οι παραταξιακές ταυτότητες συνήθως υποχωρούν έναντι των προσώπων και των ειδικών διασυνδέσεών τους με τις τοπικές κοινωνίες. Ωστόσο, με δεδομένο ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση έσπευσαν να προσδώσουν πολιτικό περιεχόμενο στις εκλογές αυτές, και με δεδομένο ότι έτσι κι αλλιώς οι Περιφέρειες (και οι δυο-τρεις μεγαλύτεροι Δήμοι) λόγω του αυξημένου ειδικού τους βάρους δύσκολα μπορούν να αποφύγουν την κομματική αντιπαράθεση, η κάλπη θα αναδείκνυε υποχρεωτικά και πολιτικές τάσεις. Ο Κ. Μητσοτάκης παραδέχτηκε το βράδυ των εκλογών ότι το συνολικό αποτέλεσμα ήταν μεν κάτω των προσδοκιών και ότι το μήνυμα αυτό οφείλει να το λάβει η κυβέρνηση. Αλλά εκείνο που εκφράζει πολιτικά ο ίδιος φαίνεται ότι βασίζεται σε μια αρκετά στέρεη πολιτική ηγεμονία που ξεπερνάει την απλή κυριαρχία. Όπως έχουμε ξαναγράψει από την στήλη αυτή, η έννοια της ηγεμονίας περιγράφει κάτι πολύ βαθύτερο, συνεπώς κάτι που αλλάζει και δυσκολότερα. Διότι έχει πρωτίστως να κάνει με την ικανότητα ενός ηγέτη να προσωποποιεί αυθεντικά τις βασικές ανάγκες μιας ολόκληρης κοινωνίας και εποχής, οικοδομώντας παράλληλα μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί της. Και το βασικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας παραμένει το έλλειμμα εμπιστοσύνης ως προς το κράτος και την ικανότητά του να αντιμετωπίζει τις σύγχρονες απειλές και κρίσεις, συνεπώς εκεί είναι που θα κριθεί και η διαιώνιση της ηγεμονίας αυτής.

Η προηγούμενη δεκαετία των μεγάλων συλλογικών αποτυχιών, κατάφερε αν μη τι άλλο να εκπαιδεύσει την κοινωνία ότι θαύματα και ριζοσπαστικές αλλαγές, από την μία μέρα στην άλλη, δεν μπορεί πλέον να τα περιμένει κανείς από καμία πολιτική παράταξη, και όταν κάποιοι τα υπόσχονται, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως επικίνδυνοι δημαγωγοί και φθηνοί λαϊκιστές. Εδώ έγκειται και το στοίχημα για τον Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του, δηλαδή να συνεχίσει σταθερά τον δρόμο του εκσυγχρονισμού, με στοχευμένες μεταρρυθμίσεις σε πεδία και περιοχές δημόσιων πολιτικών των οποίων επείγει το πέρασμα στον 21ο αιώνα -με την Υγεία, την Παιδεία, την Δικαιοσύνη, την πράσινη ανάπτυξη και την ενίσχυση των υποδομών έναντι των κρίσεων να προηγούνται σε αυτόν τον κατάλογο. Οι υλικοί πόροι ευτυχώς δεν λείπουν χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ αλλά και την διαρκή μεγένθυνση της ελληνικής οικονομίας, σε πείσμα των διεθνών αναταράξεων. Εκείνο που απαιτείται είναι η ένταξη αυτού του αναπτυξιακού σχεδίου σε ένα στρατηγικό όραμα που θα έχει ξεκαθαρίσει πως φαντασιώνεται η πολιτική μας ηγεσία την Ελλάδα του 2030, μέσα σε μια Ευρώπη και έναν κόσμο μεγάλης ρευστότητας που υπόκειται σε μεγάλες γεωπολιτικές, τεχνολογικές, πολιτισμικές και περιβαλλοντικές αλλαγές.

Ο μόνιμος κίνδυνος είναι να περιοριστούμε σε μια μικροδιαχείριση η οποία θα τρέχει πίσω από τις εξελίξεις αντί να προσπαθεί να τις εκμεταλλευτεί δημιουργικά. Όπως έχει δηλαδή συμβεί πολύ συχνά στην ιστορία με τον ελληνικό εκσυγχρονισμό ο οποίος τείνει να προσαρμόζεται πάντα στα απολύτως αναγκαία της εθνικής επιβίωσης και μόνο. Ο ελληνικός εκσυγχρονισμός θυμίζει τον τύπο του “καπάτσου καταφερτζή” αλλά όχι του πρωτότυπου δημιουργού. Ξέρει, με άλλα λόγια, πως να προσαρμόζεται και να μην χάνει (έστω την τελευταία στιγμή) το τρένο της προόδου αλλά μετά συνήθως επαναπαύεται και χαλαρώνει τις προσπάθειές του, αδυνατώντας να ανέβει κατηγορία. Το δραματικό αυτό έργο έχει παιχτεί αρκετές φορές στο παρελθόν στον ελληνικό 20ό και 21ο αιώνα: προηγείται μια φάση μερικής επιτυχίας του ελληνικού κράτους από υπεύθυνες και εμπνευσμένες πολιτικές ηγεσίες που αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν τις απολύτως αναγκαίες προσαρμογές για να προφθάσει η χώρα τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Ακολουθεί μια φάση επαναπαύσης, ψευδαισθήσεων και μαζί δημιοσιονομικής σπατάλης από ανεύθυνες και λαϊκιστικές κυβερνήσεις. Και συνήθως όλο αυτό κλείνει με μια φάση οικονομικής (ή και παλιότερα, εθνικής) καταστροφής την οποία πληρώνει με πολιτική εξαφάνιση όποιος έλαχε να είναι εκείνη τη στιγμή στο τιμόνι του κράτους. Μετά, πάλι αγώνας δρόμου για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος. Αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει επιτέλους να σπάσει και να επικεντρωθούμε στο πως θα καταφέρουμε να περάσουμε από την φάση της καλής αντιγραφής των ξένων προτύπων, στη φάση της πρωτότυπης δημιουργίας που θα μπορεί να γίνει εκείνη πρότυπο για τους ξένους. Κι εδώ η μεγάλη επιτυχία της ψηφιοποίησης του κράτους, την περασμένη τετραετία, μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός.

Η ανάγκη για νέα ιδεολογικά μέτωπα

Στις προγραμματικές του δηλώσεις στην βουλή, ο πρωθυπουργός είχε θέσει τον στόχο ενός “ρεαλιστικού” και “πολυδύναμου” εκσυγχρονισμού στη νέα του θητεία. Ο στόχος χρειάζεται, ωστόσο, περαιτέρω ιδεολογική επεξεργασία. Με τι καλείται να αντιπαρατεθεί το κυβερνών κόμμα, μετά την συρρίκνωση του αριστερού λαϊκισμού; Ποιες είναι εκείνες οι νοοτροπίες, οι πρακτικές και οι κουλτούρες, σε θεσμούς και κοινωνία, που πρέπει να χτυπηθούν και να αλλάξουν; Αν ο αντίπαλος δεν είναι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε που βρίσκεται και πως ονοματίζεται; Οι μεγάλοι μετασχηματισμοί έχουν και μεγάλη ανάγκη από ξεκάθαρα ιδεολογικά μέτωπα. Και με την ιδεολογία εδώ δεν εννοούμε την παραταξιακή τύφλωση και τον κομματικό φανατισμό αλλά έναν μπούσουλα για την πολιτική και την κοινωνία ώστε να έχουν συνείδηση των στόχων που έχουν τεθεί, και με τι συμμαχίες και κόστος θα μπορέσουν αυτοί να επιτευχθούν.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Δείτε Επίσης