Πώς φαντασιωνόμαστε την Ελλάδα του 2030
Στον πολιτικό λόγο γίνεται συχνά κατάχρηση του οραματικού στοιχείου. Σε αρκετές περιπτώσεις, με άλλα λόγια, η επίκληση του οράματος από την πλευρά των εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας κρύβει μάλλον την απουσία συγκεκριμένων και γειωμένων στην πραγματικότητα πολιτικών προτάσεων παρά ένα μακρόπνοο σχέδιο ουσιαστικής αλλαγής της χώρας
Υποσχέσεις του αέρα, δηλαδή, παρά μια φιλόδοξη αλλά πραγματοποιήσιμη σύλληψη για το μέλλον μας. Για τον λόγο αυτό, η ανάγκη να μπορούμε να φαντασιωθούμε πως θα θέλαμε να δούμε να εξελίσσεται το ελληνικό κράτος την επόμενη δεκαετία παραμένει μια ρεαλιστική και όχι ουτοπική και αφηρημένη ανάγκη.
Οφείλουμε συνεπώς να θέσουμε τον πήχη στο ύψος που θα κρίνουμε επιθυμητό, με βάση τις προκλήσεις της συγκυρίας, ώστε να παλέψουμε στην συνέχεια να το πραγματοποιήσουμε μέσα στο πλαίσιο του εφικτού. Έτσι, στο ζήτημα αυτό, τα κράτη δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τα ατομικά υποκείμενα. Αν έχουν φιλοδοξίες που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν, πριν από οτιδήποτε άλλο, οφείλουν να μπορούν να τις φαντασιωθούν ως δυνατές και ρεαλιστικές.
Ένα υπεύθυνο πολιτικό σύστημα
Τα πάντα ξεκινούν από την πολιτική, συνεπώς το πρώτιστο ζητούμενο είναι ένα κομματικό σύστημα που να λειτουργεί με σταθερότητα, υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα στην επίλυση των προβλημάτων. Κυρίως πρέπει να λειτουργεί με γνώμονα το σεβασμό των δημοκρατικών κανόνων και το κράτος δικαίου, έχοντας παράλληλα πλήρη συνείδηση ότι ανήκει σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση κρατών και σε μια νομισματική ζώνη που τα όποια οφέλη συνοδεύονται και από υποχρεώσεις. Η φιλελεύθερη κουλτούρα και η πίστη σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να διαποτίσει ακόμη περισσότερο τόσο την πολιτική κοινωνία όσο και την κοινωνία των πολιτών. Είναι γεγονός ότι η συντριπτική ήττα της κουλτούρας του εθνολαϊκισμού στις πρόσφατες εκλογές και το οριστικό κλείσιμο της περιόδου της κρίσης σηματοδοτεί πολύ ευοίωνες προοπτικές.
Μετατοπίζει για πρώτη φορά στην σύγχρονη ελληνική ιστορία το βάρος της παλάντζας υπέρ μιας πιο ανοικτής κοινωνίας και οικονομίας, και υπέρ των μεταρρυθμίσεων καθώς κι υπέρ ενός προοδευτικού εκσυγχρονισμού. Μια γενναία συνταγματική αναθεώρηση που θα έσπαγε ταμπού δεκαετιών και θα ενσωμάτωνε καινοτόμες ιδέες για τους θεσμούς, θα μπορούσε να συνδράμει καταλυτικά στο ουσιαστικό πέρασμα της Δημοκρατίας μας στον 21ο αιώνα και τις μεγάλες τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές, υγειονομικές, περιβαλλοντικές και γεωπολιτικές προκλήσεις της εποχής. Ταυτόχρονα, είναι προτεραιότητα τόσο η ενίσχυση του κράτους δικαίου όσο και της παραχώρησης περισσότερων ατομικών δικαιωμάτων στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης συμπεριληπτικότητας ομάδων και ατόμων σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, μικρότερων αποκλεισμών.
Αλλά και τα ίδια τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να εκσυγχρονιστούν και να γίνουν πιο υπεύθυνα στον τρόπο που επεξεργάζονται και τεκμηριώνουν τις προτάσεις και τα προγράμματά τους. Οι εποχές των φρούδων υποσχέσεων σε όλους, ανεξαρτήτως κόστους και αποτελέσματος έχουν παρέλθει. Και τα κόμματα πρέπει να “επαγγελματοποιηθούν” περισσότερο ως προς τις δημόσιες πολιτικές που καταθέτουν κάθε φορά.
Ένα κράτος για τους πολίτες
Το δεύτερο ζητούμενο είναι ένα καλύτερο κράτος, δηλαδή μια κρατική μηχανή που θα υπάρχει όχι για να αναπαράγει απλώς τον εαυτό της και τα συντεχνιακά συμφέροντα αλλά το δημόσιο συμφέρον και τους πολίτες. Την περίοδο ιδίως της μεταπολίτευσης, η αίσθηση που έδινε πάντοτε ο τρόπος που λειτουργούσε ο δημόσιος τομέας ήταν αυτοαναφορικός, όταν δεν υπήρχε απλώς για να εξυπηρετεί διάφορες ισχυρές ομάδες συμφερόντων. Εκτός αυτού, έδειχνε σταθερά μικρό ενδιαφέρον για την ποιότητα των υπηρεσιών του προς τους χρήστες των υπηρεσιών αυτών, δηλαδή τους ίδιους τους πολίτες.
Το “θαύμα” της ψηφιοποίησης μεγάλου μέρους αυτών από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη απέδειξε ότι το κράτος από μεγάλος ασθενής μπορεί να γίνει ο θεράπων γιατρός του εαυτού του. Τομείς όπως η Παιδεία, η Υγεία και η Δικαιοσύνη πρέπει να βρεθούν στην πρωτοπορία των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών όλων των κυβερνήσεων από εδώ και στο εξής. Οι εκκρεμότητες από το παρελθόν είναι πολλές και η επίλυσή τους επείγουσα. Το ίδιο επιτακτική είναι όμως και η ανάγκη της υποχώρησης του κρατισμού όπως και του υπερσυγκεντρωτισμού αρμοδιοτήτων σε ένα υδροκέφαλο “κέντρο” που τελικά αδυνατεί να ασκήσει αποτελεσματική διοίκηση.
Η άλλη όψη του ίδιου κίβδηλου νομίσματος είναι πάντως και ο μεγάλος κατακερματισμός του κράτους που δεν του επιτρέπει να είναι ενιαίο όπως ορίζει η αποστολή του. Κρίσιμη είναι και η επένδυση στις κρατικές υποδομές, σε μια εποχή μεγάλων περιβαλλοντικών απειλών αλλά και με δεδομένες τις φυσικές καταστροφές που όπως έδειξε η περίπτωση της γειτονικής Τουρκίας μπορούν κάλλιστα να καταστρέψουν μια χώρα αν δεν είναι επαρκώς θωρακισμένη απέναντί τους.
Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο
Το τρίτο είναι ο οικονομικός εκσυγχρονισμός. Από την αρχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης, την περασμένη δεκαετία, γίνονταν συχνά λόγος για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας. Το μέχρι τότε ισχύον μοντέλο που βασιζόταν σε έναν στρεβλό συνδυασμό κρατισμού, ανευθυνότητας στη δημοσιονομική διαχείριση, μικροεπιχειρηματικότητας, προσοδοθηρίας και ευνοιοκρατικής αντιμετώπισης ορισμένων ισχυρών ομάδων πίεσης είχε οδηγήσει σε μια κλειστή οικονομία του υπερκαταναλωτισμού που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Οφείλουμε συνεπώς να θέσουμε τον πήχη στο ύψος που θα κρίνουμε επιθυμητό, με βάση τις προκλήσεις της συγκυρίας, ώστε να παλέψουμε στην συνέχεια να το πραγματοποιήσουμε μέσα στο πλαίσιο του εφικτού. Έτσι, στο ζήτημα αυτό, τα κράτη δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τα ατομικά υποκείμενα. Αν έχουν φιλοδοξίες που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν, πριν από οτιδήποτε άλλο, οφείλουν να μπορούν να τις φαντασιωθούν ως δυνατές και ρεαλιστικές.
Ένα υπεύθυνο πολιτικό σύστημα
Τα πάντα ξεκινούν από την πολιτική, συνεπώς το πρώτιστο ζητούμενο είναι ένα κομματικό σύστημα που να λειτουργεί με σταθερότητα, υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα στην επίλυση των προβλημάτων. Κυρίως πρέπει να λειτουργεί με γνώμονα το σεβασμό των δημοκρατικών κανόνων και το κράτος δικαίου, έχοντας παράλληλα πλήρη συνείδηση ότι ανήκει σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση κρατών και σε μια νομισματική ζώνη που τα όποια οφέλη συνοδεύονται και από υποχρεώσεις. Η φιλελεύθερη κουλτούρα και η πίστη σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να διαποτίσει ακόμη περισσότερο τόσο την πολιτική κοινωνία όσο και την κοινωνία των πολιτών. Είναι γεγονός ότι η συντριπτική ήττα της κουλτούρας του εθνολαϊκισμού στις πρόσφατες εκλογές και το οριστικό κλείσιμο της περιόδου της κρίσης σηματοδοτεί πολύ ευοίωνες προοπτικές.
Μετατοπίζει για πρώτη φορά στην σύγχρονη ελληνική ιστορία το βάρος της παλάντζας υπέρ μιας πιο ανοικτής κοινωνίας και οικονομίας, και υπέρ των μεταρρυθμίσεων καθώς κι υπέρ ενός προοδευτικού εκσυγχρονισμού. Μια γενναία συνταγματική αναθεώρηση που θα έσπαγε ταμπού δεκαετιών και θα ενσωμάτωνε καινοτόμες ιδέες για τους θεσμούς, θα μπορούσε να συνδράμει καταλυτικά στο ουσιαστικό πέρασμα της Δημοκρατίας μας στον 21ο αιώνα και τις μεγάλες τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές, υγειονομικές, περιβαλλοντικές και γεωπολιτικές προκλήσεις της εποχής. Ταυτόχρονα, είναι προτεραιότητα τόσο η ενίσχυση του κράτους δικαίου όσο και της παραχώρησης περισσότερων ατομικών δικαιωμάτων στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης συμπεριληπτικότητας ομάδων και ατόμων σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, μικρότερων αποκλεισμών.
Αλλά και τα ίδια τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να εκσυγχρονιστούν και να γίνουν πιο υπεύθυνα στον τρόπο που επεξεργάζονται και τεκμηριώνουν τις προτάσεις και τα προγράμματά τους. Οι εποχές των φρούδων υποσχέσεων σε όλους, ανεξαρτήτως κόστους και αποτελέσματος έχουν παρέλθει. Και τα κόμματα πρέπει να “επαγγελματοποιηθούν” περισσότερο ως προς τις δημόσιες πολιτικές που καταθέτουν κάθε φορά.
Ένα κράτος για τους πολίτες
Το δεύτερο ζητούμενο είναι ένα καλύτερο κράτος, δηλαδή μια κρατική μηχανή που θα υπάρχει όχι για να αναπαράγει απλώς τον εαυτό της και τα συντεχνιακά συμφέροντα αλλά το δημόσιο συμφέρον και τους πολίτες. Την περίοδο ιδίως της μεταπολίτευσης, η αίσθηση που έδινε πάντοτε ο τρόπος που λειτουργούσε ο δημόσιος τομέας ήταν αυτοαναφορικός, όταν δεν υπήρχε απλώς για να εξυπηρετεί διάφορες ισχυρές ομάδες συμφερόντων. Εκτός αυτού, έδειχνε σταθερά μικρό ενδιαφέρον για την ποιότητα των υπηρεσιών του προς τους χρήστες των υπηρεσιών αυτών, δηλαδή τους ίδιους τους πολίτες.
Το “θαύμα” της ψηφιοποίησης μεγάλου μέρους αυτών από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη απέδειξε ότι το κράτος από μεγάλος ασθενής μπορεί να γίνει ο θεράπων γιατρός του εαυτού του. Τομείς όπως η Παιδεία, η Υγεία και η Δικαιοσύνη πρέπει να βρεθούν στην πρωτοπορία των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών όλων των κυβερνήσεων από εδώ και στο εξής. Οι εκκρεμότητες από το παρελθόν είναι πολλές και η επίλυσή τους επείγουσα. Το ίδιο επιτακτική είναι όμως και η ανάγκη της υποχώρησης του κρατισμού όπως και του υπερσυγκεντρωτισμού αρμοδιοτήτων σε ένα υδροκέφαλο “κέντρο” που τελικά αδυνατεί να ασκήσει αποτελεσματική διοίκηση.
Η άλλη όψη του ίδιου κίβδηλου νομίσματος είναι πάντως και ο μεγάλος κατακερματισμός του κράτους που δεν του επιτρέπει να είναι ενιαίο όπως ορίζει η αποστολή του. Κρίσιμη είναι και η επένδυση στις κρατικές υποδομές, σε μια εποχή μεγάλων περιβαλλοντικών απειλών αλλά και με δεδομένες τις φυσικές καταστροφές που όπως έδειξε η περίπτωση της γειτονικής Τουρκίας μπορούν κάλλιστα να καταστρέψουν μια χώρα αν δεν είναι επαρκώς θωρακισμένη απέναντί τους.
Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο
Το τρίτο είναι ο οικονομικός εκσυγχρονισμός. Από την αρχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης, την περασμένη δεκαετία, γίνονταν συχνά λόγος για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας. Το μέχρι τότε ισχύον μοντέλο που βασιζόταν σε έναν στρεβλό συνδυασμό κρατισμού, ανευθυνότητας στη δημοσιονομική διαχείριση, μικροεπιχειρηματικότητας, προσοδοθηρίας και ευνοιοκρατικής αντιμετώπισης ορισμένων ισχυρών ομάδων πίεσης είχε οδηγήσει σε μια κλειστή οικονομία του υπερκαταναλωτισμού που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Σήμερα, έχοντας μεταβολίσει σε ένα βαθμό τα μαθήματα της κρίσης, η ελληνική οικονομία καταγράφει μια ανάπτυξη που βασίζεται σε πιο υγιείς οικονομικές συμπεριφορές. Οι εξαγωγές έχουν εκτοξευτεί, οι ξένες επενδύσεις έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους, ο τουρισμός καταγράφει κάθε χρόνο και μεγαλύτερη άνοδο, το real estate διάγει τις καλύτερες μέρες του ενώ τα τεράστια κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς και του ΕΣΠΑ επιτρέπουν να αισιοδοξούμε ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές θα συνεχίσουν να αφορούν όλη την υπόλοιπη δεκαετία.
Το μείζον ζητούμενο είναι η μοναδική αυτή ευκαιρία να αξιοποιηθεί ώστε το οικονομικό μας μοντέλο να περάσει σε μια φάση μεγαλύτερης εξωστρέφειας ενισχύοντας την θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Γνωρίζουμε πλέον με τον πιο επώδυνο τρόπο πόσο καταστροφικό είναι να στηρίζεται μια κοινωνία στο κρατικό λεφτόδεντρο. Και αυτή η τραυματική εμπειρία πρέπει στο εξής να λειτουργήσει ως οδηγός αποτροπής των λαθών του παρελθόντος.
Πιο υπεύθυνα κόμματα εξουσίας, πιο αποτελεσματικό κράτος και πιο ανταγωνιστική οικονομία: αν τεθεί εκεί ο πήχης των προσδοκιών μας για το μεσοπρόθεσμο μέλλον έχουμε αρκετές ελπίδες να δούμε την επόμενη δεκαετία μια χώρα που θα έχει αφήσει πίσω της πολλές από τις στρεβλώσεις της μεταπολίτευσης, ανοίγοντας έτσι κι έναν νέο ιστορικό κύκλο στην πορεία της στον χρόνο. Και μια τέτοια οραματική σύλληψη μπορεί κάλλιστα να συμβαδίζει με την προσδοκία απτών και εφικτών αποτελεσμάτων που θα κάνουν την ζωή των πολιτών αυτής της χώρας καλύτερη.
*Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Το μείζον ζητούμενο είναι η μοναδική αυτή ευκαιρία να αξιοποιηθεί ώστε το οικονομικό μας μοντέλο να περάσει σε μια φάση μεγαλύτερης εξωστρέφειας ενισχύοντας την θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Γνωρίζουμε πλέον με τον πιο επώδυνο τρόπο πόσο καταστροφικό είναι να στηρίζεται μια κοινωνία στο κρατικό λεφτόδεντρο. Και αυτή η τραυματική εμπειρία πρέπει στο εξής να λειτουργήσει ως οδηγός αποτροπής των λαθών του παρελθόντος.
Πιο υπεύθυνα κόμματα εξουσίας, πιο αποτελεσματικό κράτος και πιο ανταγωνιστική οικονομία: αν τεθεί εκεί ο πήχης των προσδοκιών μας για το μεσοπρόθεσμο μέλλον έχουμε αρκετές ελπίδες να δούμε την επόμενη δεκαετία μια χώρα που θα έχει αφήσει πίσω της πολλές από τις στρεβλώσεις της μεταπολίτευσης, ανοίγοντας έτσι κι έναν νέο ιστορικό κύκλο στην πορεία της στον χρόνο. Και μια τέτοια οραματική σύλληψη μπορεί κάλλιστα να συμβαδίζει με την προσδοκία απτών και εφικτών αποτελεσμάτων που θα κάνουν την ζωή των πολιτών αυτής της χώρας καλύτερη.
*Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα